Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερη της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε εικονικά, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτηση τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησης τους. Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν καταρτίστηκαν φαινομενικά, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα τράπεζα, αλλά υπήρξε αληθινή πρόθεση προς μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και της πλήρους κυριότητας των εν λόγω ακινήτων από την πρώτη εναγομένη προς τη δεύτερη και τρίτη, ήτοι υπήρξε πραγματική βούληση των συμβαλλομένων προς μεταβολή της νομικής κατάστασης των εν λόγω ακινήτων. Ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη εκ των συμβάσεων με την οποία μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη η ψιλή κυριότητα της αποθήκης, του γκαράζ και του διαμερίσματος λόγω γονικής παροχής, αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα σε εκπλήρωση ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος προς την κόρη της και προς ενίσχυση της αυτοτέλειας της. ενόψει του ότι κατά το χρόνο κατάρτισης αυτής ήταν 20 ετών και είχε αρχίσει να εργάζεται, ενώ σήμερα έχει ήδη δημιουργήσει την δική της οικογένεια. Περαιτέρω, όσον αφορά την δεύτερη εκ των συμβάσεων με την οποία μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη τρίτη εναγομένη η πλήρης κυριότητα του διαμερίσματος αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα πράγματι λόγω πωλήσεως καθώς υπήρξε καταβολή από την αγοράστρια, τρίτη εναγομένη, τιμήματος για την αγορά του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Απόρριψη αγωγής τράπεζας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 574/2016
(Αριθμ. καταθ. κλήσης : 3193/2015)
(Αριθμ. κατάθ. αγωγής : 2777/2012)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μηνά Τζωρακάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευάγγελο Κωστακιώτη, Πρωτοδίκη, Αικατερίνη Τσούτσουρα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 4 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) … και 3) …, κατοικούν όλων Πατρών, οι οποίες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αθανασίου Βγενόπουλου, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΑΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias» (πρώην «ΤΡΑΠΕΖΑ E.F.G. EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (αριθ. Κ2-5558/02.08.2012 απόφασης Δ/νσης Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου – ΦΕΚ 8195/2012) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φάνη Κατσίνα, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Η καθ’ ης η κλήση – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.7.2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου 2777/31.7.2012 αγωγή της, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 3.11.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην ίδια ως άνω Γραμματεία 3193/3.1 1.2015 κλήση των καλουσών – εναγομένων, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικά προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 8.3.2016 και κατόπιν αναβολής για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 3.11.2015 (αρ. εκθ. κατ. 3193/3.11.2015) κλήση η από 10.7.2012 (αρ. εκθ. κατ. 2777/31.7.2012) αγωγή της ενάγουσας κατά των εναγομένων, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά προς συζήτηση για την δικάσιμο της 14.5.2013 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για την δικάσιμο της 3.11.2015 οπότε και ματαιώθηκε.
Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Ειδικότερα, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Μάλιστα, εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης, όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισης της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 του ΑΚ) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερη της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε εικονικά, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτηση τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης τη: απαίτησης τους (βλ. ΑΠ 160/2013, ΑΠ 1307/2011, ΕφΠειρ 130/2015, ΕφΔωδ 163/2013, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνεται και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (βλ. ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1902/2013, ΑΠ 1815/2012, ΑΠ 846/2011, ΝΟΜΟΣ).
Στην κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει, κατ’ εκτίμηση, ότι δυνάμει της με αριθμό /12.8.2004 σύμβασης, που συνήψε με τον , χορήγησε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ, την τήρηση και εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκε η πρώτη εναγομένη, παραιτούμενη συγχρόνους από την ένσταση διζήσεως και ευθυνόμενη εις ολόκληρο με τον πιστούχο, ως πρωτοφειλέτιδα. Ότι για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω σύμβασης τηρήθηκε ο με αριθμό ανοικτός (αλληλόχρεος) λογαριασμός ο οποίος την 17.2.2009 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 26.749,10 ευρώ και τον οποίο έκλεισε οριστικά κατά την ως άνω ημερομηνία, καλώντας με σχετική επιστολή τόσο τον πιστούχο όσο και την άνω εγγυήτρια να το εξοφλήσει, εντόκως από 30.4.2008 με το συμβατικό επιτόκιο και από 17.2.2009 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας μέχρι την εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό. Ότι για την ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οφειλή από την ως άνω σύμβαση εκδόθηκε η αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία κοινοποιήθηκε και στην πρώτη εναγομένη με την κάτω από αυτή επιταγή προς εκτέλεση, με αποτέλεσμα, πέραν της ως άνω απαίτησης να της οφείλει επιπλέον και το ποσό των 953,00 ευρώ για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, 2,00 ευρώ για τέλος απογράφου, 4,00 ευρώ για αντίγραφα από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, 92,00 ευρώ για επίδοση της διαταγής πληρωμής στους καθών και 60,00 ευρώ για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, και συνολικά το ποσό των 27.860,10 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και μέχρι την εξόφληση. Ότι την 24.4.2007, ενώ είχε γεννηθεί η ως άνω αξίωση της, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω γονικής στην δεύτερη εναγομένη – τέκνο της, με το αναφερόμενο συμβόλαιο, που καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών, την ψιλή κυριότητα μίας αποθήκης, μίας θέσης στάθμευσης και της κατοικίας υπό στοιχείο ένα (1) της οικοδομής που είναι κτισμένη στην Πάτρα και επί της οδού αριθμός , όπως όλα τα ανωτέρω ακίνητα περιγράφονται αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, και τα οποία είχαν κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω συμβολαίου εμπορική αξία 12.000 ευρώ, 6.000 ευρώ και 72.000 ευρώ αντίστοιχα. Ότι περαιτέρω την 4.6.2008, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην τρίτη εναγομένη – τέκνο της, με το αναφερόμενο συμβόλαιο, που καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχεία « » οριζόντια ιδιοκτησίας της ίδιας ανωτέρω οικοδομής, όπως αυτή περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή και η οποία είχε κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω συμβολαίου εμπορική αξία 110.000 ευρώ. Ότι αμφότερες οι ανωτέρω δικαιοπραξίες γονικής παροχής και πωλήσεως είναι άκυρες ως εικονικές διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιδίωκαν την παραγωγή των εννόμων συνεπειών των συμβάσεων αυτών και δη δεν επεδίωκαν τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και της πλήρους κυριότητας αντίστοιχα των ανωτέρω ακινήτων από τη πρώτη εναγομένη στη δεύτερη και τρίτη αντίστοιχα εξ αυτών, αλλά καταρτίστηκαν εν γνώσει τους φαινομενικώς. Ότι, επικουρικά, η πρώτη εναγομένη προέβη στην μεταβίβαση των προαναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων της από χαριστική αιτία, καθώς και στην περίπτωση της δεύτερης μεταβίβασης δεν υπήρξε πράγματι πώληση, αλλά υποκρυπτόταν δωρεά, έχοντας ως σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της ανωτέρω ληξιπρόθεσμης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, απαίτησης της ενάγουσας, καθόσον αυτή στερείται οποιασδήποτε άλλης εμφανούς περιουσίας, η οποία να επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί κυρίως να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ως άνω δικαιοπραξιών λόγω εικονικότητας και να υποχρεωθούν η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να επιστρέψουν στην πρώτη εξ’ αυτών τα εν λόγω ακίνητα προκειμένου να επανέλθουν αυτά στην περιουσία της τελευταίας. Επικουρικά δε ζητεί να απαγγελθεί υπέρ αυτής η διάρρηξη των ανωτέρω μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών ως καταδολιευτικών των δικών της συμφερόντων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να αποκαταστήσουν τα πράγματα στην πρότερα κατάσταση τους, ώστε να μπορέσει να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση επί των ως άνω ακινήτων προς ικανοποίηση της προαναφερόμενης αξίωσης της εναντίον της πρώτης των εναγομένων. Τέλος ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας ως προς την επικουρικά σωρευόμενη βάση της (καταδολίευση) έχει καταχωριστεί στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ (βλ. το αρ. πρωτ. 5646/1.8.2012 πιστοποιητικό) αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18 § 1, 22 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 215 επ. ΚΠολΔ). Είναι πλήρως ορισμένη περιέχουσα όλα τα κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 1, 180, 513, 1033, 1 192 αρ.1, 1509 εδ. α ΑΚ, 68, 70 και 76 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος να υποχρεωθούν η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να επιστρέψουν στην πρώτη από αυτές τα ως άνω ακίνητα, το οποίο δεν είναι νόμιμο διότι το εικονικώς και άρα ακύρως μεταβιβαζόμενο περιουσιακό στοιχείο δεν παύει να ανήκει στο μεταβιβάζοντα δικαιούχο, με αποτέλεσμα οι τυχόν δανειστές του τελευταίου να δύνανται να προβούν απευθείας σε αναγκαστική εκτέλεση επ’ αυτού, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εκ μέρους του προς ον η εικονική μεταβίβαση απόδοση του στο μεταβιβάσαντα. Αντίθετα, ως προς την επικουρική βάση αυτής περί της διάρρηξης των δικαιοπραξιών ως καταδολιευτικών η αγωγή είναι αόριστη, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, διότι δεν παρατίθενται για την πληρότητα της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι αξίες των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2012) αλλά μόνον οι αξίες αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης των μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών (2007 και 2008 αντίστοιχα), στοιχείο, το οποίο είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σαφώς στο αγωγικό δικόγραφο προκειμένου να είναι εφικτός ο προσδιορισμός από το δικαστήριο, των δικαιοπραξιών που πρέπει να διαρρηχθούν και το ποσοστό κατά το οποίο θα διαρρηχθούν δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Μετά από αυτά η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία ως προς την κύρια βάση της δεδομένου ότι για το αντικείμενο αυτής δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, και , που δόθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την αρ. /12.8.2004 σύμβαση πίστωσης, η οποία συνήφθη στην Πάτρα μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της «Τράπεζας EFG Eurobank – Ergasias Α.Ε.» και του , χορηγήθηκε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ ως κεφάλαιο κίνησης, σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σε αυτήν. Η πίστωση αυτή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ανωτέρω συμβάσεως, συνομολογήθηκε εντόκως με επιτόκιο που θα ισούται με το ισχύον εκάστοτε Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών (Β.Ε.Κ.Κ.Ε.) αρχικό 6,90% πλέον περιθωρίου 1,50% και εισφοράς του Ν. 128/1975, με ανατοκισμό κάθε εξάμηνο και σε υπερημερία με το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας που ορίζεται κάθε φορά για αυτού του είδους της οφειλές σε καθυστέρηση, ο οποίος νόμιμος τόκος θα ανατοκίζεται ως κεφάλαιο ανά εξάμηνο σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής τούτου κατά την ρητή συμφωνία της πιο πάνω συμβάσεως και τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που περιέχονται στην άνω σύμβαση πιστώσεως. Προς εξυπηρέτηση της πιο πάνω συμβάσεως πίστωσης ανοίχθηκε ο με αριθμό αλληλόχρεος λογαριασμός που αντιστοιχεί στον με αριθμό λογαριασμό. Την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική τήρηση και εκπλήρωση των όρων της ανωτέρω σύμβασης εγγυήθηκε η πρώτη εναγομένη, υπογράφοντας σε αυτή, παραιτούμενη συγχρόνως από την ένσταση διζήσεως και ευθυνόμενη εις ολόκληρο με τον πιστούχο, ως πρωτοφειλέτιδα. Η ενάγουσα την 17.2.2009 προέβη σε καταγγελία της παραπάνω σύμβασης πίστωσης και έκλεισε οριστικά τον τηρηθέντα ως άνω λογαριασμό, ο οποίος, κατά την παραπάνω ημερομηνία, εμφάνιζε οριστικό χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 26.749,10 ευρώ. Το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού και το ανωτέρω συνολικά οφειλόμενο ποσό κοινοποιήθηκε στον πιστούχο και στην πρώτη εναγομένη με την από 17.2.2009 εξώδικη καταγγελία-πρόσκληση της ενάγουσας, όπως αυτό βεβαιώνεται στη 6818Δ/23.3.2009 Έκθεση Επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών , με την οποία κάλεσε συγχρόνως αυτούς να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό, εντόκους με το συμβατικό επιτόκιο από 30.4.2008 και με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 17.2.2009, των τόκων κεφαλαιοποιούμενοι, και ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Μάλιστα για την απαίτηση της αυτή η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση και εκδόθηκε η 352/3.4.2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία διατάχθηκαν ο πιστούχος και η πρώτη εναγομένη εγγυήτρια να καταβάλουν στην ενάγουσα το ως άνω ποσό εντόκως κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, καθώς και το ποσό των 953,00 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα. Αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε νόμιμα στην πρώτη εναγομένη, όπως τούτο αποδεικνύεται από τη με αριθμό 7036Δ/9.4.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών , με την οποία αυτή επιτάχθηκε να καταβάλει πέραν ης ως άνω απαίτησης, τα κάτωθι ποσά: α) για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα 953, β) για λήψη απογράφου 2,00 ευρώ, γ) για αντίγραφα του εκτελεστού απογράφου 4,00 ευρώ, δ) για επίδοση της διαταγής πληρωμής 92,00 ευρώ και ε) για αμοιβή σύνταξης της επιταγής 60,00 ευρώ, άπαντα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ανωτέρω επιταγής, ήτοι συνολικά το ποσό των 27.860,10 ευρώ εντόκως κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Η πρώτη εναγομένη δεν έχει εισέτι προβεί στην εξόφληση της προαναφερόμενης απαίτησης της ενάγουσας με συνέπεια η τελευταία να τυγχάνει δανείστρια αυτής, έχουσα ως εκ τούτου έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των φερόμενων ως εικονικών ένδικων δικαιοπραξιών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη είχε στην αποκλειστική κυριότητα της τις παρακάτω περιγραφόμενες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, που βρίσκονται σε τριώροφη οικοδομή με υπόγειο και ισόγειο όροφο και ημιτελείς πρώτο και δεύτερο πάνω από το ισόγειο ορόφους, η οποία είναι κτισμένη σε οικόπεδο, που βρίσκεται στη θέση « » Πατρών, εντός σχεδίου πόλεως του Δήμου Πατρέων, στο υπ’ αριθμ. Ο.Τ. και στη διασταύρωση των οδών και επί της οποίας φέρει τον αριθμό Ειδικότερα, πρόκειται για: Α) Την Αποθήκη του υπογείου της άνω οικοδομής, με ΚΑΕΚ , η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει εμβαδόν σαράντα πέντε τετραγωνικά μέτρα και 90/100 (45,90), αναλογία εμβαδού κοινοχρήστων 6,480 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαίρετα στο οικόπεδο εκατόν είκοσι οκτώ χιλιοστά και 65/l00 του χιλιοστού (128,65/1000) και συνορεύει Ανατολικά με κοινόχρηστα του υπογείου (φωταγωγό) και με ιδιοκτησία , Δυτικά με το γκαράζ, με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό , Βόρεια με το γκαράζ, με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό και Νότια με κοινόχρηστα του υπογείου (φωταγωγό και κλιμακοστάσιο), Β) το Γκαράζ του υπογείου της άνω οικοδομής, με ΚΑΕΚ , το οποίο αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει εμβαδόν είκοσι πέντε τετραγωνικά μέτρα και 46/100 (25,46), αναλογία εμβαδού κοινοχρήστων 3,590 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαίρετα στο οικόπεδο εβδομήντα ένα χιλιοστά και 35/100 του χιλιοστού (71,35/1000) και συνορεύει Ανατολικά και Νότια με την αποθήκη, Δυτικά με ράμπα, με πρασιά και πέρα αυτής με την οδό και Βόρεια με πρασιά και πέρα αυτής με την οδό , Γ) το διαμέρισμα με στοιχεία « » του ισογείου ορόφου της άνω οικοδομής, με ΚΑΕΚ το οποίο αποτελείται από τρία (3) κύρια δωμάτια, εκ των οποίων το ένα σαλόνι-κουζίνα και τα άλλα δύο υπνοδωμάτια, λουτρό, εξώστες βόρεια και δυτικά, έχει εμβαδόν εβδομήντα ένα τετραγωνικά μέτρα και 49/100 (71,49), αναλογία εμβαδού κοινοχρήστων 10,090 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαίρετα στο οικόπεδο τετρακόσια δέκα χιλιοστά και 60/100 του χιλιοστού (410,60/1000) και συνορεύει Ανατολικά με φωταγωγό και με ιδιοκτησία , Δυτικά με εξωτερικό κλιμακοστάσιο, με πρασιά και πέρα αυτής με την οδό , Βόρεια με εξωτερικό κλιμακοστάσιο, με πρασιά και πέρα αυτής με την οδό και Νότια με φωταγωγό, με χώρο κλιμακοστασίου που οδηγεί στον πρώτο όροφο και με κοινόχρηστο ημιϋπαίθριο χώρο και Δ) το υπό στοιχεία « » διαμέρισμα (μεζονέτα), ημιτελές του πρώτου (Α) και δεύτερου (Β) ορόφου, με ΚΑΕΚ του οποίου οι όροφοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο και έχουν ενιαία λειτουργικότητα, έχει συνολικό καθαρό εμβαδόν ογδόντα επτά τετραγωνικά μέτρα και 47/100 (87,47), συνολικό όγκο 299,46 κ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαίρετα στο οικόπεδο τριακόσια ογδόντα εννέα χιλιοστά και 40/100 (389,40/1000). Το τμήμα του πρώτου (Α) πάν(υ από το ισόγειο ορόφου αποτελείται από σαλόνι, υπνοδωμάτιο, κουζίνα, λουτρό, εσωτερικό κλιμακοστάσιο που οδηγεί στο Β’ όροφο, εξώστες στην βόρεια και δυτική πλευρά του και ημιϋπαίθριο χώρο στην δυτική και νότια πλευρά του, έχει εμβαδόν εξήντα δύο τετραγωνικά μέτρα και 32/100 (62,32) και συνορεύει Ανατολικά με ιδιοκτησία και φωταγωγό. Δυτικά με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτού με οδό , Βόρεια με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτού με οδό και Νότια με φωταγωγό, απόληξη κεντρικού κλιμακοστασίου και μερικά με ακάλυπτο χώρο, ενώ το τμήμα του δεύτερου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου αποτελείται από ένα υπνοδωμάτιο, λουτρό και την απόληξη του εσωτερικού κλιμακοστασίου, έχει εμβαδόν είκοσι πέντε τετραγωνικά μέτρα και 15/100 (25,15) και συνορεύει Ανατολικά με ιδιοκτησία , Δυτικά με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτού με οδό , Βόρεια με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και πέραν αυτού με οδό και Νότια με φωταγωγό. Το οικόπεδο επί του οποίου έχει ανεγερθεί η ανωτέρου οικοδομή έχει έκταση διακόσια ένα τετραγωνικά μέτρα και 75/100 (201,75) και συνορεύει Ανατολικά με ιδιοκτησία , Δυτικά με την οδό , Βόρεια με την οδό και Νότια με ιδιοκτησία , φέρει δε ΚΑΕΚ Ολόκληρη η πιο πάνω οικοδομή με το οικόπεδο της έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ με την /21.3.2000 πράξη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας – κανονισμού της συμβολαιογράφου Πατρών , που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο με α.α. και έχει καταχωρισθεί στο κτηματολογικό φύλλο του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών στις 28.7.2004 με αριθμό καταχώρισης , όπως αυτή τροποποιήθηκε με την ./2007 πράξη της ίδια ως άνω συμβολαιογράφου, που έχει νόμιμα καταχωρισθεί στο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών στις 16.5.2008 με αριθμό Η πρώτη εναγομένη δυνάμει του /24.4.2007 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου , το οποίο καταχωρίσθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών την 16.5.2008 με αριθμό , μεταβίβασε προς την δεύτερη εναγομένη – κόρη της την ψιλή κυριότητα των τριών πρώτων εκ των προπεριγραφόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι την αποθήκη, το γκαράζ και το διαμέρισμα με στοιχεία « », παρακρατώντας εφόρου ζωής την επικαρπία αυτών, ενώ δυνάμει του /4.6.2008 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρίσθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών την 5.6.2008 με αριθμό , μεταβίβασε προς την τρίτη εναγομένη – κόρη της λόγω πωλήσεως την πλήρη κυριότητα της τέταρτης εκ των ανωτέρω περιγραφόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα το διαμέρισμα με τα στοιχεία « » της ανωτέρω οικοδομής. Όμως, οι ως άνω συμβάσεις δεν καταρτίστηκαν φαινομενικά, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά υπήρξε αληθινή πρόθεση προς μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και της πλήρους κυριότητας των εν λόγω ακινήτων από την πρώτη εναγομένη προς τη δεύτερη και τρίτη, ήτοι υπήρξε πραγματική βούληση των συμβαλλομένων προς μεταβολή της νομικής κατάστασης των εν λόγω ακινήτων. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί εικονικότητας των ανωτέρω μεταβιβάσεων και ότι η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων ήταν να μην αποξενωθεί στην πραγματικότητα η πρώτη εναγομένη από την κυριότητα και διαχείριση των ακινήτων αυτών δεν κρίνεται βάσιμος. Ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη εκ των παραπάνω συμβάσεων με την οποία μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη η ψιλή κυριότητα της αποθήκης, του γκαράζ και του διαμερίσματος με στοιχεία « » λόγω γονικής παροχής, αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα σε εκπλήρωση ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος προς την κόρη της και προς ενίσχυση της αυτοτέλειας της. ενόψει του ότι κατά το χρόνο κατάρτισης αυτής ήταν 20 ετών και είχε αρχίσει να εργάζεται, ενώ σήμερα έχει ήδη δημιουργήσει την δική της οικογένεια. Μάλιστα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης , ο χρόνος κατά τον οποίο καταρτίστηκε η ως άνω συμβολαιογραφική πράξη θεωρήθηκε κατάλληλος ενόψει του ότι υπήρχε ιδιαιτέρως ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε πράξεις γονικής παροχής. Εξάλλου, το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, το οποίο είναι σύνηθες στη συναλλακτική πρακτική σε αντίστοιχες πράξεις, καταδεικνύει την πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων προς μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας των εν λόγω ακινήτων προς την δεύτερη εναγομένη κόρη της. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν επεδίωκαν να φέρεται τυπικά μόνο η τελευταία ως ιδιοκτήτρια αυτών με μοναδικό σκοπό να μη δύνανται οι δανειστές της πρώτης εναγομένης να ικανοποιηθούν από την περιουσία της, τότε η τελευταία θα είχε προβεί σε μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των εν λόγω ακινήτων, ώστε να μην υφίσταται φαινομενικά κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα της. Περαιτέρω, όσον αφορά την δεύτερη εκ των παραπάνω συμβάσεων με την οποία μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη τρίτη εναγομένη η πλήρης κυριότητα του διαμερίσματος με στοιχεία « » αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα πράγματι λόγω πωλήσεως καθώς υπήρξε καταβολή από την αγοράστρια, τρίτη εναγομένη, τιμήματος για την αγορά του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Συγκεκριμένα η τελευταία την 11.4.2008 έλαβε επ’ ονόματι της δάνειο για την αγορά και αποπεράτωση της εν λόγω οριζόντιας ιδιοκτησίας, ύψους 104.000 ευρώ από την τότε «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», όπως αυτό προκύπτει από την σύμβαση στεγαστικού δανείου και η ως άνω τράπεζας ενέγραψε προσημείωση υποθήκης επ’ αυτής προς εξασφάλιση της απαίτησης της. Το γεγονός ότι το τίμημα της ως άνω πωλήσεως δεν εισπράχθηκε απευθείας από την πωλήτρια πρώτη εναγομένη αλλά καταβλήθηκε απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό προς εξόφληση δανείου, που είχε λάβει η τελευταία, δεν ανατρέπει τα ανωτέρω αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει την ύπαρξη τιμήματος και το ότι υπήρξε πράγματι πρόθεση των συμβαλλομένων για μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας του εν λόγω ακινήτου από την πρώτη στην τρίτη εναγομένη. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των άνω μεταβιβάσεων λάμβαναν χώρα καταβολές στο λογαριασμό που εξυπηρετούσε τη σύμβαση πίστωσης μεταξύ της ενάγουσας και του και της πρώτης εναγομένης, στοιχείο που καταδεικνύει ότι δεν υπήρξε με τις ανωτέρω μεταβιβάσεις η πρόθεση να αποξενωθεί η πρώτη εναγομένη μόνο φαινομενικά από τα άνω ακίνητα της προκειμένου να μην ικανοποιηθούν οι δανειστές της αλλά αντίθετα υπήρχε βούληση επέλευσης των συνεπειών που συνεπάγεται εκάστη των εν λόγω μεταβιβάσεων. Μετά τις παραδοχές αυτές η αγωγή κατά την κύρια βάση της (εικονικότητα) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρο 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Πάτρα στις 16 Δεκεμβρίου 2016 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 22 Δεκεμβρίου 2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, με διαφορετική σύνθεση, διότι η κ. Αικατερίνη Τσούτσουρα, Πρωτοδίκης, βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια και έχει ως εξής: Μηνάς Τζωρακάκης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Ευάγγελος Κωστακιώτης, Δημοσθένης Ρίζος, Πρωτοδίκες και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/pprpatr574_2016.htm