Σειρά άρθρων του Σταύρου Τσερπέ, αντιστρατήγου εν αποστρατεία, από το Liberal.gr
Για την Ελλάδα η πρώτη μεγάλη κρίση του 20ου αιώνα τελείωσε με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923.
Πότε άρχισε; Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε το έτος 1908 ως ημερομηνία έναρξης. Το καθοριστικό γεγονός, που μας οδηγεί στον καθορισμό του έτους 1908 ως έτος έναρξης της πρώτης μεγάλης κρίσης του 20ου αιώνα για την Ελλάδα, είναι η έκρηξη της επαναστάσεως των Νεοτούρκων, που ο επίσημος τίτλος τους ήταν «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου».
Ήταν η αρχή του τουρκικού εθνικισμού με την ευρεία έννοια της λέξης. Το 1889 περίπου ιδρύθηκε από άτομα μη τουρκικής καταγωγής, φοιτητές της Στρατιωτικής Σχολής Ιατρικών Επιστημών, όπως τους Ισάκ Σουκουτί (Κούρδος), Μεχμέτ Ρεσίτ (Κιρκάσιος), Αμπντουλάχ Τζεβντέτ (Κούρδος), Ιμπραήμ Τέμο( Αλβανός), Χουσεϊν Αλή (Αζερμπαϊτζανός), που απλώθηκε στη συνέχεια και σε άλλες σχολές, η «Εταιρεία για την Οσμανική Ένωση», οργάνωση, η οποία μετέπειτα ονομάστηκε «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» (ΕΕΠ).
Η εταιρεία ήταν οργανωμένη σε «πυρήνες» συγκεντρώνοντας μέλη φίλων, χωρίς φανερή πολιτική δράση ούτε σαφή ιδεολογία. Τα μέλη αυτά των «πυρήνων», που ήταν άνθρωποι με ανώτερη παιδεία και είχαν την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή με τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που κυκλοφορούσαν στη Δυτική Ευρώπη, αρχικά δεν προχωρούσαν πέρα από τη διοργάνωση μυστικών συναντήσεων και την ανάγνωση βιβλίων των «Νέων Οσμανών».
Πίστευαν ότι αίτιο της κακοδαιμονίας, που χαρακτήριζε το κράτος, ήταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β ́ (Abdül Hamit) και ότι καλύτερες ημέρες θα μπορούσαν να έλθουν αν εξασφαλιζόταν συνταγματική διακυβέρνηση.
Η ΕΕΠ είχε επιδιώξει να συνεργαστεί με τους Έλληνες από την εποχή της ίδρυσής της, καθόσον οι Έλληνες αποτελούσαν το σημαντικότερο μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, αφού διέθεταν πνευματική, κοινωνική και οικονομική δύναμη. Μικρός αριθμός Ελλήνων είχε συμμετάσχει στις οργανώσεις του κινήματος των Νεότουρκων στην Ευρώπη και είχε μυηθεί σ΄αυτό. Ο Ελληνισμός στην πλειονότητά του πίστεψε πως το νέο καθεστώς έθετε τις βάσεις για μια νέα συνεργασία των λαών της Οσμανικής Αυτοκρατορίας και δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις για ευρύτερη συμμετοχή των Ελλήνων στην οσμανική διοίκηση.
Πολλοί Έλληνες της Κωνσταντινούπολης δέχτηκαν με ενθουσιασμό την κίνηση των Νεότουρκων και συμμετείχαν στις διαδηλώσεις με Οσμανικές και ελληνικές σημαίες, που έγιναν μαζί με Τούρκους , Αρμένιους και Εβραίους. Εκτός τούτου συνεισέφεραν οικονομικά για την επιστροφή αυτών που βρίσκονταν σε εξορία.
H αλλαγή στην Οσμανική Αυτοκρατορία επέφερε ενθουσιασμό τόσο στην ελληνική κυβέρνηση όσο και στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες ότι η συνεργασία των Ελλήνων με τους Τούρκους στην Οσμανική Αυτοκρατορία, υπό το νέο καθεστώς, θα έδινε νέες ευκαιρίες.
Στην Αθήνα οργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις υπέρ του νέου Συντάγματος. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού προκάλεσαν στους Έλληνες της Πόλης οι επισκέψεις Ελλήνων επισήμων και Αθηναίων εκδρομέων στην Κωνσταντινούπολη.
Η ενδυνάμωση των δεσμών της Ελλάδας με την Οσμανική Αυτοκρατορία ήταν η μεγάλη ελπίδα. Η επίσημη ελληνική πολιτική κατ’ αρχάς δεν είχε πρόβλημα να συνεργαστεί με τους Νεότουρκους. Ωστόσο, μετά την ήττα του πολέμου του 1897, η ελληνική πολιτική απέφευγε με προσοχή να εμπλακεί σε νέες εχθροπραξίες με την Οσμανική Αυτοκρατορία και το ενδιαφερόν της πλέον εστράφη στην εσωτερική ανασύνταξη του ελληνικού κράτους.
Να σημειώσουμε εδώ ότι στις αρχές του 1897, ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ παρ’ όλα τα προβλήματα, και ειδικά το θέμα της Κρήτης, δεν επιθυμούσαν μια ένοπλη σύγκρουση. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με τις υφιστάμενες πιέσεις.
Η κατάσταση είχε περιπλακεί λόγω της πρότασης να δοθεί το ανώτατο αξίωμα του Διοικητή ή του «Ύπατου Αρμοστή» της κρητικής πολιτείας στο δευτερότοκο γιο του Έλληνα μονάρχη, πρίγκιπα Γεώργιο, ως αντάλλαγμα για την απόσυρση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος του συνταγματάρχη Βάσου. Βέβαια από ορισμένους πολιτικούς κύκλους στην Αθήνα αμφισβητήθηκε αυτή η ιδέα και θεωρήθηκε ως ένδειξη μιας μελλοντικής ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης.
Για την Οσμανική Αυτοκρατορία η ιδέα της ανάδειξης ενός μη Οσμανού στη συγκεκριμένη θέση ήταν ιδιαίτερα απεχθής. Ο σουλτάνος περιόρισε τις πολεμικές διαθέσεις των συμβούλων του. Ωστόσο μία επίθεση ατάκτων στα βόρεια σύνορα, στις 18 Απριλίου 1897, ήταν το έναυσμα για την έναρξη των εχθροπραξιών.
Ειρηνικό αποτέλεσμα στην Κρήτη πιθανώς ο τουρκικός στρατός δεν ήταν ίσως σε θέση να το πετύχει. Στην ηπειρωτική χώρα όμως θα μπορούσε να καταφέρει ένα καίριο πλήγμα. Η ήττα των ελληνικών δυνάμεων, με επικεφαλής το διάδοχο Κωνσταντίνο, έθεσε σε κίνδυνο ακόμα και την Αθήνα. Ο Βασιλιάς Γεώργιος υπολόγιζε στο βρετανικό παράγοντα. Ωστόσο απογοητεύτηκε οικτρά.
Έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις επέμεναν ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να «εκλιπαρήσουν» για να σωθούν από τη δυσχερή θέση. Ο σουλτάνος διέταξε τη διακοπή προέλασης των οσμανικών στρατευμάτων προς την Αθήνα, αφού είχε πλέον τη διαβεβαίωση του τσάρου για τη «διά βίου ευγνωμοσύνη του».
Ο Αμπντούλ Χαμίτ γνώριζε καλά ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να επιστρέψει την κατεχόμενη περιοχή στους Έλληνες. Παράλληλα η τουρκική κοινή γνώμη απολάμβανε αυτόν το θρίαμβο.
Η εκτίμηση για την κυβέρνηση του ελληνικού κράτους ήταν ότι το νέο καθεστώς, εφ’ όσον δεν θα έθιγε τα παραδοσιακά προνόμια που επί αιώνες είχε εξασφαλίσει στους Έλληνες ο θεσμός της ένταξης σε εθνικοθρησκευτικά σύνολα, «μιλέτ», υπό την ηγεσία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις του Ελληνισμού μέσα στην Οσμανική Αυτοκρατορία.
Η αλυτρωτική ιδεολογία αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη των συγκρούσεων στα Βαλκάνια κατά το 19ο αιώνα παρά τη συνεργασία των δύο χωρών που έγινε το 1908. Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα αδιέξοδά, στις αρχές του 20ου αιώνα διαμόρφωσαν μία νέα πραγματικότητα στην περιοχή.
Οι Έλληνες ιδεολόγοι του εθνικισμού οδηγήθηκαν στην αναζήτηση ενός οράματος. Αυτό δεν είχε σχέση με τη λογική του αλυτρωτισμού και της επέκτασης των ορίων του ελληνικού κράτους.
Στηριζόταν όμως στην ιδέα της συνεργασίας των λαών της Ανατολής. Κύριοι εκφραστές της ιδέας αυτής, ο Αθ. Σουλιώτης – Νικολαΐδης και ο Ίων Δραγούμης. Ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαϊδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1878 σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και αποφοίτησε το 1900 με το βαθμό του υπολοχαγού. Το 1906, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ίδρυσε την «Οργάνωσιν Θεσσαλονίκης». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξανδρούπολη (Ντεντεαγάτς), και συνδέθηκαν με βαθιά φιλία.
Ίδρυσαν τη μυστική «Οργάνωσιν Κωνσταντινουπόλεως», της οποίας ο Σουλιώτης ήταν πρόεδρος μέχρι τον Οκτώβριο του 1912, ενώ στη συνέχεια πολέμησε στον Α ́ Βαλκανικό Πόλεμο. Εκλέχτηκε Βουλευτής Θεσσαλονίκης το 1920, έγινε Νομάρχης Φλωρίνης το 1934 και γενικός διοικητής Θράκης το 1935 και πέθανε το 1945.
Η «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως» ιδρύθηκε λίγο πριν από την Επανάσταση των Νεότουρκων και είχε σαν στόχο την ενίσχυση Ελλήνων-Ρωμιών απέναντι στη σλαβική προπαγάνδα και φιλοδοξούσε να οργανώσει τις δυνάμεις του Ελληνισμού στην Οσμανική Αυτοκρατορία, ώστε να αναδειχτεί σε ρυθμιστή των πραγμάτων στην Ανατολή.
Το πεδίο δράσης ξεκινούσε από τη Μακεδονία και τελείωνε στη Θράκη, για αυτόν το λόγο θεωρούνταν η συνέχεια της οργάνωσης «Οργάνωσις Θεσσαλονίκης».
Ο Αθ. Σουλιώτης- Νικολαϊδης πίστευε στην ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων μετά την απομάκρυνση του σλαβικού κινδύνου και, όπως ο Ι. Δραγούμης, θεωρούσε ότι το καθεστώς των Νεότουρκων άνοιγε νέους στόχους με πρώτο τον «εξελληνισμό της Αυτοκρατορίας». Εκτός τούτου, η οργάνωση ασχολήθηκε με την πολιτική διαπαιδαγώγηση των «Ελλήνων της Τουρκίας» και διατηρούσε απέναντι τους Νεότουρκους την πολιτική της αναμονής.
«Στο δύσκολο αυτό αγώνα του Έθνους, πρέπει να προσέξωμε πολύ…….Δεν θα δείξωμε εμείς πρώτοι δυσπιστία προς τους Νεότουρκους……. Μεταξύ Νεοτούρκων και Παλαιοτούρκων θα προτιμούμε τους πρώτους και μεταξύ των Νεοτούρκων, τους ολιγότερον σωβινιστάς»
Τις προτάσεις τους για νέους τρόπους αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων έστειλαν στον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Γ. Μπαλτατζή, μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος, ο Δραγούμης και ο Σουλιώτης – Νικολαΐδης. Έτσι και υπό την προϋπόθεση να σεβαστούν οι Τούρκοι τα δίκαια των Ελλήνων στην Οσμανική Αυτοκρατορία, ανέφεραν ότι πλέον η ελληνική πολιτική μπορούσε να συνεργαστεί για ένα συνασπισμό των λαών της Ανατολής και πρότειναν ο συνασπισμός αυτός να αρχίσει με μία συμμαχία Ελλάδας και Τουρκίας. Επιπλέον, να υπάρχει εγγύηση για τη συμμετοχή των Ελλήνων στο οσμανικό κράτος με ίσα καθήκοντα και δικαιώματα.
Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν απάντησε στο υπόμνημα των Δραγούμη – Νικολαΐδη και παρέμεινε επιφυλακτικό, περιμένοντας δείγματα γραφής από το νέο καθεστώς ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ ́, εξέφρασε διαφορετική άποψη. Αντιστάθηκε στις νεοτουρκικές μεταρρυθμίσεις και δεν συμμερίστηκε το γενικό ενθουσιασμό, επειδή με τη μετατροπή της οσμανικής εξουσίας σε κοσμική, θα περιοριζόταν επιρροή του.
Συνέβαλε ωστόσο σημαντικά στη μείωση των εντάσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κατά τη διάρκεια των βουλευτικών εκλογών, το φθινόπωρο του 1908, ανταποκρινόμενος πλήρως στο ρόλο του ως ηγέτη της ελληνικής εθνικής – θρησκευτικής κοινότητας.
Η ΕΕΠ κατά την περίοδο της επικράτησής της, αλλά και από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, κινήθηκε στα πλαίσια τριών ιδεολογικών ρευμάτων:
- Του Οσμανισμού
- Του Ισλαμισμού
- Του Τουρκικού Εθνικισμού
Τα όρια αυτών δεν υπήρξαν πάντα ευδιάκριτα μεταξύ τους.
Οσμανισμός
Στηριζόταν στην αντίληψη ότι η ισοπολιτεία θα ενέπνεε σε όλους τους πολίτες της αυτοκρατορίας νομιμοφροσύνη στο οσμανικό κράτος και θα μπορούσε να περιορίσει τους εθνικούς ανταγωνισμούς που συγκλόνιζαν και απειλούσαν την Οσμανική Αυτοκρατορία. Ο οσμανισμός απέτυχε να γεφυρώσει τις διαφορές των υπηκόων της αυτοκρατορίας και να αγωνιστεί κατά του διαμελισμού της.
Ισλαμισμός
Η θρησκευτική πίστη ως συνεκτικός κρίκος της αυτοκρατορίας, συνέχισε να ανταγωνίζεται εκείνη του οσμανισμού.
Τουρκικός Εθνικισμός
Μετά την αποτυχία του οσμανισμού να γεφυρώσει τις διαφορές των υπηκόων της αυτοκρατορίας και να αγωνιστεί κατά του διαμελισμού της ενισχύθηκε η ιδέα του τουρκικού εθνικισμού, ιδιαίτερα μετά την καταστολή του κινήματος των οπαδών του παλαιού καθεστώτος και την εκθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίτ, το 1909. Εκδηλώθηκε κυρίως με:
- Mέτρα περιορισμού των εκκλησιαστικών προνομίων
- Διάλυσης των εθνικών συλλόγων με απελάσεις.
- Μέτρα που απέβλεπαν στην αποδυνάμωση των χριστιανών στα αστικά κέντρα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κήρυξε, ότι η Εκκλησία τελεί υπό διωγμό και το όραμα των Δραγούμη – Νικολαΐδη κατέρρευσε μαζί με τις ελπίδες για ισοπολιτεία. Νέα δεδομένα δημιούργησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, τα οποία επηρέασαν αποφασιστικά τις διακοινοτικές σχέσεις.
Μετά την είσοδο Τούρκων προσφύγων από τις ευρωπαϊκές επαρχίες η αναλογία των Τούρκων, σε σχέση με τους χριστιανικούς πληθυσμούς, αυξήθηκε στη Μ. Ασία . Το τουρκικό εθνικιστικό πνεύμα ανεπτύχθη μετά την απώλεια των βαλκανικών κτήσεων και τον ο Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ΕΕΠ κατά τη διάρκεια του πολέμου επιτάχυνε τη διαδικασία μετασχηματισμού της αυτοκρατορίας σε εθνικό τουρκικό κράτος, καταστρέφοντας τους θεσμούς που στήριζαν την πολυεθνική Οσμανική Αυτοκρατορία. Η τουρκική κυβέρνηση το 1915, έθεσε υπό οριστικό έλεγχο το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και επέβαλε τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας. Το 1916, με την κατάργηση των «μιλέτ», θεσμού συλλογικής εκπροσώπησης των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων, περιορίστηκαν ουσιαστικά οι αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου
H Ελλάδα το 1917 μπήκε στον πόλεμο. Τότε η νεοτουρκική κυβέρνηση (δηλ. Των Ενβέρ – Ταλαάτ – Τζεμάλ) έλαβε μέτρα εναντίον των Ελλήνων. Έτσι οι τουρκικές αρχές προώθησαν σχέδια για την απομάκρυνση των ελληνικών πληθυσμών από τις «στρατηγικά ευαίσθητες» περιοχές της αυτοκρατορίας και κήρυξαν αυστηρό οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του ελληνικού εμπορίου στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Προβλήματα στους χριστιανικούς πληθυσμούς δημιούργησε την ίδια εποχή, η υποχρεωτική στράτευση των μη μουσουλμάνων, την οποία μερικά χρόνια πριν είχε αποδεχτεί η ομάδα των Ελλήνων βουλευτών.
Με την ανακωχή του Μούδρου, που υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1918 η Οσμανική Αυτοκρατορία και μαζί με αυτήν η νεοτουρκική ΕΕΠ πέρασαν στην ιστορία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που κορυφώθηκε μεταξύ 1919 και 1922, έληξε με τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Οσμανικής Αυτοκρατορίας.
Ας επιστρέψουμε πίσω στις εκλογές του 1908, τις πολιτικές εξελίξεις και τις Έλληνικές κοινότητες. Οι σχέσεις μεταξύ των Ρωμιών και της ΕΕΠ άρχισαν σταδιακά να χειροτερεύουν, μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1908. Αρχικά, οι Ρωμιοί δεν υποδέχτηκαν το κίνημα των Νεότουρκων πολύ θετικά.
Σε αντίθεση με την αδιάφορη στάση των κατοίκων της κεντρικής Μικράς Ασίας και ειδικά της Καππαδοκίας, στα παράλια υπήρξε σε κάποιες περιπτώσεις ένας ενθουσιασμός. Ο Πατριάρχης τάχθηκε εναντίον του κινήματος και δεν ήθελε την ανατροπή του παραδοσιακού καθεστώτος. Προέβαλε τις αντιθέσεις του στο καθεστώς κατ ́επανάληψη σε κείμενα/άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην Εκκλησιαστική Αλήθεια. Διατύπωσε αυστηρή κριτική για τους πρώτους δύο μήνες της Επανάστασης.
Η ΕΕΠ προσπάθησε να πλησιάσει με διάφορους τρόπους τον Πατριάρχη. Οι υπεύθυνοι των επιτροπών και ειδικά ο Φαζλί Μπέη – Fazlı(Fazıl) Bey- προσπάθησαν να πείσουν τον Πατριάρχη ότι δεν θα υποστούν καμία αλλαγή τα προνόμιά τους. Μετά την αποτυχία της επίσκεψης αυτής, τον Πατριάρχη επισκέφτηκε ο Πρίγκιπας Σαμπαχαττίν και τον διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος και οι υποστηρικτές του θα εγγυηθούν για τα προνόμια του Πατριαρχείου. Η επίσκεψη αυτή ενόχλησε την ΕΕΠ επειδή έγινε πριν τις εκλογές.
Είχε επομένως αντιληφθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος κράτησε μία σκληρή στάση έναντι του νέου καθεστώτος, ότι το συνταγματικό καθεστώς δεν συμβιβαζόταν με τα προνόμια του «Φαναριού». Ξέσπασαν αρκετές πολεμικές και αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο του μιλλέτ (εθνότης) που έφεραν αντιμέτωπους τον Πατριάρχη με τους κοσμικούς, οι οποίοι άρχισαν να αμφισβητούν το ρόλο του πρώτου.
Μερικοί Ρωμιοί έμειναν πιστοί στον Πατριάρχη και στην ιδέα του οσμανισμού, και κάποιοι βέβαια πίστεψαν στον κοινοβουλευτισμό και το Σύνταγμα που θα ευνοούσε τόσο τις «εθνικές» επιδιώξεις, όσο και την εκκοσμίκευση του «μιλλέτ». Οι Ρωμιοί που εμφανίζονταν ως ένθερμοι οπαδοί των Νεότουρκων, τουλάχιστον στην αρχή, πίστευαν ότι το γεγονός αυτό θα περιόριζε το ρόλο του Πατριάρχη προς όφελός τους.
Με το πρόσχημα μάλιστα της υπεράσπισης της ανακήρυξης του Συντάγματος, οι Ρωμιοί προετοίμασαν εκδηλώσεις και διαδηλώσεις κατά του Πατριάρχη, φαινόμενα που παρατηρήθηκαν όχι μόνο στους Ρωμιούς αλλά και στους Αρμένιους, οι οποίοι προπηλάκισαν τον Αρμένιο Πατριάρχη.Στις 16 Ιουλίου 1908, πλήθος Αρμενίων κατευθύνθηκε προς το Πατριαρχείο και, αφού εξύβρισε τον Πατριάρχη προσπάθησε να τον εκδιώξει από τον Πατριαρχικό θρόνο. Αντίθετα οι Ρωμιοί δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον Πατριάρχη που συνιστούσε σύμβολο της θρησκείας τους.
Παρόλο που είχε προγραμματιστεί και από τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης μία διαδήλωση κατά του Πατριάρχη, τρείς μέρες αργότερα δηλαδή στις 19 Ιουλίου 1908, και παρά το τεταμένο κλίμα που δημιουργήθηκε από τη διαδήλωση των Αρμενίων κανένας δεν ανέλαβε την ευθύνη για την τελική οργάνωση της διαδήλωσης.
Τελικά το Πατριαρχείο, αφού δήλωσε πίστη προς τη νέα κυβέρνηση και παραχώρησε την «εκτελεστική» του εξουσία στους κοσμικούς και αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Σε όλη αυτή την κατάσταση ο τύπος δεν έμεινε αμέτοχος. Συμμεριζόμενος τις ιδέες των κοσμικών τροφοδότησε την ένταση.
Στο πλαίσιο της πολιτικής εξουσίας, μετά το 1908, οι κοσμικοί, όπως και ο τύπος, αναλαμβάνουν την πολιτική ομογενοποίηση των Ρωμιών και την εκπροσώπησή τους. Οι εφημερίδες «Πρόοδος» και «Νεολόγος», που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και τα περιοδικά «Νέον Άστυ», «Ταχυδρόμος», και «Αμάλθεια» της Σμύρνης, ήταν αντίθετα με τις απόψεις του Πατριαρχείου.
Ωστόσο στο εσωτερικό της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου υπήρχε η άποψη, ότι ο τύπος δεν έβλεπε θετικά το κίνημα των Νεότουρκων. Έτσι πίστευαν ότι κάποιες εφημερίδες και ειδικά η εφημερίδα «Πρόοδος» οδηγούσε τα πράγματα στα άκρα, λέγοντας ότι, αν δεν διατηρηθούν τα προνόμια και τα δικαιώματα του Πατριαρχείου, οι Ρωμιοί δεν θα βοηθήσουν στις εκλογές.
Συγκεκριμένα, το όργανο της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου κατά τη διάρκεια των εκλογών, η εφημερίδα «Tanin», ξεκίνησε μία πολεμική στις ελληνικές εφημερίδες της Πόλης. Η τουρκική εφημερίδα έκανε προσπάθεια να ενοχοποιήσει τις ελληνικές εφημερίδες ότι εξυπηρετούσαν την πολιτική του ελληνικού κράτους. Εκτός αυτών και ο πολιτικός σύλλογος «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», ήταν τελικά τα όργανα μέσα από τα οποία συγκροτήθηκε και διαδόθηκε στο σύνολο των Ρωμιών η νέα πολιτική ταυτότητα.
Ο Δραγούμης μαζί με τον Σουλιώτη – Νικολαϊδη πίστευαν ότι για να αναπτυχθεί η πολιτική σκέψη της συνύπαρξης των δύο λαών θα αναπτυσσόταν ιδανικά μέσα στο πλαίσιο του κινήματος των Νεότουρκων. Υπήρχαν κύκλοι εντός της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου που πίστευαν ότι η «Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως» μαζί με άλλες ελληνικές οργανώσεις, καθώς και οι Σουλιώτης – Νικολαϊδης και Ι.Δραγούμης, είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τα προνόμια και ότι προσπαθούσαν να κατευθύνουν τους Ρωμιούς να συνειδητοποιήσουν, ότι μπορούν να λειτουργήσουν πολιτικά μακριά από τον επήρεια του Πατριαρχείου. Ωστόσο, πολιτική ηγεσία των Ρωμιών παρέμενε το Πατριαρχείο.
Την περίοδο αυτή, σημειώθηκαν σταδιακά οι πρώτες αλλαγές που οδήγησαν σε ρήξη την Οργάνωση και το Πατριαρχείο. Το ζήτημα των «προνομίων» ήταν από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν το Πατριαρχείο αμέσως μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Η κατάργηση των μιλλέτ σήμαινε την κατάργηση των προνομίων.
Αν και ξεκίνησε η ουσιαστική και νομική αποδυνάμωση του πολιτικού ρόλου του Πατριάρχη, οι Νεότουρκοι φοβήθηκαν την αντίδραση που θα μπορούσε να ξεσηκώσει ο βίαιος περιορισμός του ρόλου μιας προσωπικότητας που είχε μεγάλη επιρροή στο ποίμνιό της και στις Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά, ο Πατριάρχης και ο Σουλτάνος αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου
Μετά το κίνημα του 1908 οι Νεότουρκοι άρχισαν να περιορίζουν τις εξουσίες και τα προνόμια του Πατριάρχη.Ένα από αυτά ήταν η εκπαίδευση.Πράγματι στα επόμενα χρόνια η εκπαίδευση υπέστη τις πιο βίαιες αλλαγές.
Έτσι, άρχισαν να καταργούνται τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στον Πατριάρχη και είχαν θεσμοθετηθεί την περίοδο του Τανζιμάτ, ως εθνικές ελευθερίες. Σε αυτό βέβαια το οποίο είχε επικεντρωθεί η αντίδραση του Πατριαρχείου και ήταν το κυριότερο, ήταν αυτό της εκπαίδευσης.
Μετά από τις πρώτες μέρες του κινήματος των νεοτούρκων τέθηκε το θέμα της εκπαίδευσης από τον τουρκικό Τύπο και το πρόβλημα των ξένων αναμίξεων στην οσμανική εκπαίδευση. Σε άρθρο της εφημερίδας «İttıhat ve Terakki» της 27ης Δεκεμβρίου 1908 υπογραμμίζεται:
«…….Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη συνέχιση των αυθαιρεσιών που διευκολύνουν τη δημιουργία «Κράτους μέσα στο Κράτος»……Το πιο ιερό καθήκον της κυβέρνησης είναι να πάρει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η εκπαίδευση στα κοινοτικά σχολεία να απαλλαγεί από κάθε ξένη ανάμιξη…….»
Ενώ λοιπόν το Πατριαρχείο στο θέμα της παιδείας επέμενε στην… «κατά παράδοση» δικαιοδοσία του Πατριάρχη, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν την…. «κατά ανοχή», δικαιοδοσία του. Οι πραγματικές προθέσεις των Νεότουρκων ήταν να καταργήσουν τα προνόμια του Πατριάρχη σε θέματα κοσμικά και τις ελευθερίες όλων των μη- μουσουλμάνων. Προφανώς, αυτό σταδιακά σήμαινε την κατάργηση της διάκρισης των μη-μουσουλμανικών κοινοτήτων και αργότερα τον εκτουρκισμό τους.
Αυτό που δεν μπορούσαν να ανεχθούν οι Νεότουρκοι ήταν η προσπάθεια που έκανε το Πατριαρχείο για τη συμμετοχή των Μεγάλων Δυνάμεων στις συζητήσεις σχετικά με τα προνόμια του Πατριαρχείου με αυτούς. Δεν ήταν δυνατό, σύμφωνα με την άποψη τους, το Πατριαρχείο να ζητά τη μεσολάβηση των χωρών που συμμετείχαν στη Συνθήκη του Βερολίνου.
Γι ́αυτό προσπαθούσαν με κάθε μέσον να αποτρέψουν αυτές τις συνομιλίες με την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων. Πάντοτε τα προνόμια και οι ιδιαιτερότητες του Πατριαρχείου ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα για το οσμανικό κράτος. Η σημαντικότερη διεκδίκηση για τον Ελληνικό πολιτικό ιστό, με την ανακήρυξη του Συντάγματος του 1908, ήταν η αυτόνομη εκπαίδευση ως πολιτικό δικαίωμα του έθνους, που νομιμοποιείται από την ύπαρξη προνομίων.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η σύγκρουση, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ της κυβέρνησης και της ηγεσίας των Ρωμιών για την κατάργηση του προνομίου της «ελληνικής παιδείας», σε πρώτη φάση, ήταν η πιο σημαντική από όλα τα προβλήματα που υπήρχαν αυτήν την εποχή, όπως πολιτικά δικαιώματα, η έννοια του έθνους κ.τ.λ.
Με την ύπαρξη ξεχωριστής παιδείας, όπως πίστευε η κυβέρνηση, υπονομεύονταν τόσο το οσμανικό κράτος όσο και το οσμανικό έθνος στο σύνολο. Μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου πίστευε, ότι όλες οι μη μουσουλμανικές κοινότητες θα βοηθήσουν στο έργο της. Πολλοί Ρωμιοί στην αρχή, δέχτηκαν το νέο καθεστώς με μεγάλη ανακούφιση. Ωστόσο, άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, όταν εκφράσθηκαν απόψεις σχετικά με τα δικαιώματα της κάθε εθνότητας.
Η νέα κυβέρνηση ήθελε να εφαρμόσει μία ενιαία πολιτική για όλους τους πολίτες, το δε Πατριαρχείο, όπως ήταν γνωστό, δεν ήθελε να χάσει τα προνόμια που είχε εδώ και αιώνες, Άρχισαν έτσι οι προστριβές με το Πατριαρχείο, αρχικά με το θέμα της παιδείας και αργότερα με το θέμα της στρατιωτικής θητείας.
Πολλές φορές οι Νεότουρκοι ενοχλούνταν με τις απόψεις των Ελλήνων υπηκόων που κατοικούσαν στην οσμανική επικράτεια και άρθρωναν πολιτικό λόγο καθώς και με ανάλογες δημοσιεύσεις στον τύπο. Πίστευαν ότι οι Ρωμιοί ανέπτυσσαν εντός της Οσμανικής Αυτοκρατορίας τη «Μεγάλη Ιδέα» του Ελληνισμού και προς τούτο υποκινούνταν από το ελληνικό κράτος.
Εκτός αυτού, οι Νεότουρκοι δεν ήταν ευχαριστημένοι από τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Πατριαρχείου και του πρίγκιπα Σαμπαχαττίν, καθόσον αυτός τους είχε υποσχεθεί, ότι το κόμμα του θα βοηθούσε να συγκροτήσει η ελληνική εθνότητα ένα «κράτος εν κράτη» εντός της Οσμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι, είχε διαμορφωθεί η άποψη ότι, αν η Παιδεία αναγνωριζόταν ως «προνόμιο» της ελληνορθόδοξης κοινότητας, δηλαδή αναγνωριζόταν η ελληνική παιδεία ως οσμανική, υπονομεύονταν το οσμανικό κράτος και το οσμανικό έθνος.Η απόδειξη για αυτό ήταν, ότι ενώ επιτρεπόταν η λειτουργία κοινοτικών σχολείων, οι απόφοιτοι των σχολείων αυτών δεν γίνονταν δεκτοί, όπως οι απόφοιτοι των κυβερνητικών σχολείων, στις πανεπιστημιακές σχολές του κράτους.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου καθώς και ο τουρκικός τύπος ενοχλούνταν ιδιαίτερα με τα δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πρόοδος». Σε αυτά γινόταν αναφορά στα προνόμια του Πατριαρχείου και ιδιαίτερα στο θέμα της ελληνικής παιδείας. Ο εκτουρκισμός της ελληνικής παιδείας ήταν κυρίαρχο θέμα στην εφημερίδα. Γι’αυτό προέτρεπε τους Ρωμιούς να είναι προσεκτικοί την περίοδο των εκλογών.
Για την εκπαίδευση του συνόλου των Οσμανών, σύμφωνα με αρχική απόφαση των Νεοτούρκων, υπεύθυνο ήταν το Υπουργείο Παιδείας, κάτι το οποίο είχε ξεκινήσει με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Με τη νέα νομοθεσία δεν υποχρεούνταν όλοι μιας ενιαίας παιδείας. Τα κοινοτικά σχολεία, των οποίων ο οικονομικός και τυπικός έλεγχος ανήκε στο κράτος, διατηρήθηκαν.
Έτσι, η συγκρότηση των εκπαιδευτικών επιτροπών των ελληνικών σχολείων και ο έλεγχος των οικονομικών των σχολείων δεν ήταν πλέον στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη αλλά του κράτους. Με διάφορα υπομνήματα – τεσκερέδες (έγγραφη κοινοποίηση, τουρκ.tezkere), που έστειλε η κυβέρνηση, ορίζονταν οι νέοι κανονισμοί λειτουργίας των κοινοτικών σχολείων. Για παράδειγμα:
Mε τον τεσκερέ αρ.1164, της 4ης Μαρτίου 1910, η έγκριση των ποσών για τα σχολεία των μη-μουσουλμανικών κοινοτήτων γινόταν από το κράτος, καταργώντας το πατριαρχικό δικαίωμα διαχείρισης των οικονομικών των σχολείων.
Με τον τεσκερέ 1304, της 24ης Μαρτίου 1910, αντικαταστάθηκαν από οσμανούς υπηκόους οι έφοροι των σχολείων με ελληνική υπηκοότητα.
Με τον τεσκερέ 1428, της 25ης Ιουνίου 1910, ήταν υποχρεωτική η επικύρωση των διπλωμάτων από το Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την είσοδο σε ανώτερες σχολές του Κράτους.
Με τον τεσκερέ 1433, της 28ης Ιουνίου 1910, απαγορεύτηκε η πρόσληψη δασκάλων ή καθηγητών με ξένη υπηκοότητα.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, με τα παραπάνω υπομνήματα καθώς και με άλλα, ότι η εκπαίδευση είχε αποδεσμευτεί οριστικά από τη θρησκευτική εξουσία. Το Πατριαρχείο πλέον δεν νομιμοποιούνταν να λειτουργεί ως εκπρόσωπος της διαχείρισης των ελευθεριών των Ρωμιών. Η εκπαίδευση, επειδή ήταν παλαιότερα εθνική, είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει κάτι ξεχωριστό, ωστόσο δεν αποτελούσε πλέον εθνική ελευθερία. Ο πολιτικός λόγος των Ρωμιών βουλευτών στηρίχτηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο, καθόσον ήταν το πιο σημαντικό. Τελικά σε αυτή τη χρονική περίοδο οι Νεότουρκοι, εισάγοντας αλλαγές οι οποίες δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικές, όπως αυτές της αμέσως επόμενης εποχής, προσπάθησαν να εκμοντερνίσουν το παραδοσιακό οσμανικό πλαίσιο.
Οι Νεότουρκοι, όπως έχουμε αναφέρει, από τα τέλη του 19ου αιώνα πίστευαν ότι με τους νεωτερισμούς και τις αλλαγές που θα επέβαλαν στην Παιδεία μπορούσε να πετύχει η αποφυγή της διάλυσης της Οσμανικής Αυτοκρατορίας . Σκοπός τους ήταν να να δημιουργήσουν μία νέα ταυτότητα για όλους, συγκεντρώνοντας όλες τις εθνότητες, από τις οποίες αποτελούνταν η αυτοκρατορία, γύρω από ένα ιδεώδες. Αυτή η ταυτότητα δεν ήταν άλλη παρά αυτή του Οσμανού πολίτη. Σε αυτήν την προσπάθεια πίστευαν ότι θα είχαν τη βοήθεια κάποιων Ρωμιών και τη συμπαράσταση των αγωνιστών του Μακεδονικού αγώνα.
Όσον αφορά στην εκπαίδευση πίστευαν ότι:
- Έπρεπε να είναι υπό την επίβλεψη του Υπουργείου Παιδείας.
- Η κάθε εθνότητα θα μπορούσε να μαθαίνει τη γλώσσα της.
- Στη Μέση και στην Ανώτατη εκπαίδευση έπρεπε να γίνεται χρήση της τουρκικής γλώσσας.
Γενικώς, η άποψή τους, για τα ελληνικά σχολεία, ήταν πολύ αρνητική.
Είχαν την άποψη, ότι κάποιοι κύκλοι που είχαν σκοπό να διασύρουν τον οσμανισμό και να δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις σχετικά με τον οσμανισμό και τους οσμανούς, δρούσαν μέσα στα σχολεία. Η εμμονή του Πατριαρχείου στη διατήρηση των κεκτημένων του και η άρνηση να συνεργαστεί σε αυτό το θέμα με τους Νεότουρκους ήταν αρχή όλων των περαιτέρω αρνητικών εξελίξεων μεταξύ αυτού (του Πατριαρχείου) και των Νεότουρκων.
Πολλά προβλήματα υπήρξαν στις συγκρούσεις που ελάμβαναν χώρα μεταξύ της κυβέρνησης και των Ρωμιών, όσον αφορά στα «Προνόμια». Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να φανούν όλες οι παραμορφώσεις και οι αδράνειες του παρελθόντος που δημιουργήθηκαν, όταν ενσωματώθηκαν στο νέο πολιτικό πλαίσιο.
Το σημαντικό ήταν, ότι υπήρξε ταύτιση απόψεων στο θέμα των προνομίων μεταξύ του Πατριαρχείου και της κοσμικής εξουσίας των Ρωμιών.Η κοσμική ηγεσία των Ρωμιών, η «Οργάνωση» και ο Τύπος, μαζί με το Πατριαρχείο μέσω των «προνομίων» προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα πολιτικά δικαιώματα του έθνους, καθόσον η ύπαρξη προνομίων νομιμοποιούσε την άποψη ότι οι πολιτικοί που εκπροσωπούσαν τους Ρωμιούς ήταν οσμανοί πολίτες. Το Πατριαρχείο, ως εγγυητής του έθνους, εγγυήθηκε για πολιτικά δικαιώματα μέσα στο οσμανικό πλαίσιο.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου είχε παρατηρήσει ότι η ελληνική κυβέρνηση καθώς και ο Τύπος στην Ελλάδα ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το θέμα των εκλογών, και τα δικαιώματα των Ρωμιών και είχαν εκφράσει την αποδοκιμασία τους για τα σχόλια του ελληνικού Τύπου. Τους απασχολούσε ιδιαίτερα η συμπεριφορά των Ρωμιών και η προσπάθεια παρεμβολής του ελληνικού κράτους.
Διότι πίστευαν ότι όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των εκλογών και μετά, ήταν αποτέλεσμα της επιβολής της «Μεγάλης Ιδέας» και της εκπλήρωσης του στόχου των Ελλήνων να γίνει η Κωνσταντινούπολη τμήμα του ελληνικού κράτους και της διάδοσης της ιδέας του Πανελληνισμού. Δημιουργήθηκε και από τις δύο πλευρές αντιπαράθεση για την υπόσταση του οσμανικού κράτους καθώς και για την έννοια του «οσμανού».
Οι εντάσεις στη Βουλή μεταξύ της κυβέρνησης και των Ελλήνων βουλευτών ήταν σφοδρές. Οι Έλληνες βουλευτές συνεργάστηκαν στο θέμα της εκπαίδευσης, καθόσον μέσα από την κατάργηση ή διατήρηση των προνομίων εξαρτιόταν η επιβίωση των μη- μουσουλμάνων.
Το ελληνικό στοιχείο αντιστάθηκε σε οποιοδήποτε μέτρο έθιγε τα δικαιώματα και τα προνόμια της ορθόδοξης κοινότητας.Μετά τις πολιτικές αλλαγές του 1908 και ειδικά με τη νέα ηγεσία των Ρωμιών η «ελληνοποίηση» των προνομίων, η οποία είχε εξελιχθεί και είχε αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά, διαμορφώθηκε οριστικά,. Η ηγεσία των Ρωμιών, το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και το Πατριαρχείο, προσπάθησαν να βοηθηθούν από το ελληνικό κράτος και να το ανάγουν σε πολιτικό εθνικό κέντρο αναφοράς.
Σε αυτήν την ιστορική φάση παρατηρούμε ότι όσο η πολιτική των Νεότουρκων οδηγεί στον εκτουρκισμό του οσμανικού κράτους, τόσο η ηγεσία των Ρωμιών ενισχύει τον πολιτικό ρόλο του ελληνικού κράτους. Παράλληλα, αναπτύχθηκε μία σχέση μεταξύ του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου, η οποία αναπτυσσόταν μέσα από ποικιλόμορφες αντιθέσεις και αντιφάσεις και ήταν πολυσύνθετη.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο παρατηρούμε ότι το ελληνικό κράτος αναδεικνύεται σε πολιτικό εθνικό κέντρο των Ρωμιών μέσα από μία σχέση αμοιβαιότητας που αναπτύχθηκε, μετά το 1908, ανάμεσα στους δύο.
Το Πατριαρχείο νομιμοποίησε την ελληνοποίηση των Ρωμιών και βοήθησε στη διείσδυση του ελληνικού κράτους, λόγω της θεσμικής του θέσης, ενώ το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε την ελληνικότητα του Πατριαρχείου. Είναι φανερό ότι η συναίνεση αυτή επιτεύχθηκε μέσω έντονων ανταγωνισμών μέσα στους κύκλους της ιεραρχίας, που οδηγούσαν στη δημιουργία κομμάτων όπου η ανάμιξη και κάποιων λαϊκών ήταν καθοριστική.
Ο Πατριάρχης είχε συνηθίσει να έχει άμεση και προσωπική επαφή με την εξουσία και πολλές φορές είχε κατακριθεί για την αδιαφορία που έδειχνε στις αποφάσεις των οργάνων των Ρωμιών και για τις απευθείας διαβουλεύσεις που είχε τόσο με την οσμανική εξουσία όσο και με το ελληνικό κράτος :
Από τους Εθνικούς Κανονισμούς και Συμβούλια προτιμούσε τα ιδιαίτερα διαβούλια με έμπιστούς του και αντί των επισήμων εγγράφων του Πατριαρχείου προς την Πύλη, προτιμούσε να στέλνει αυτός προσωπικά του μηνύματα σε επισήμους Τούρκους , στην Ελληνική Πρεσβεία και στην Κυβέρνηση….
Το ελληνικό κράτος πλέον ήλεγχε την εκκλησιαστική ιεραρχία καθώς και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων πολιτικοποίησε τους Ρωμιούς. Από την πλευρά τους οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις και να μεταρρυθμίσουν όλη την κρατική μηχανή. Μέσω αυτής, ο έλεγχος της κρατικής εξουσίας προσπάθησε να φτάσει σε όλες τις πόλεις, ακόμη και στις μικρότερες διοικητικές μονάδες. Ο παλιός τρόπος εκπροσώπησης καταργήθηκε δηλαδή ο διαχωρισμός δεν αφορούσε πλέον σε εθνικούς χώρους αλλά σε εκλογικές περιφέρειες και ο πληθυσμός εκπροσωπήθηκε ως ένα ομοιογενές πολιτικό σώμα.
Στο οσμανικό διοικητικό πλαίσιο η κοινότητα έχασε την αυτόνομη λειτουργία της και επειδή δεν είχε πλέον καμιά διοικητική αρμοδιότητα, έχασε και τους πόρους που είχε από αυτή τη λειτουργία. Τόσο οι Νεότουρκοι, όσο και η νέα ηγεσία του πρώην μιλλέτ χρησιμοποίησαν τη θρησκευτική ηγεσία, της οποίας η ανάμιξη στην πολιτική ζωή ήταν αντισυνταγματική, προκειμένου να ελέγξουν την πολιτικοποίηση του πληθυσμού. Το Πατριαρχείο, επειδή ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρήσει την εξουσία του πάνω στους Ρωμιούς, έκανε προσπάθειες να προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις.
Οι εκλογές, που προκηρύχτηκαν στις 3 Αυγούστου το 1908, είχαν διάρκεια περίπου τεσσεράμισι μήνες και ολοκληρώθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου του 1908. Το Πατριαρχείο δημιούργησε Εφορευτική Επιτροπή των εκλογών η οποία αποτελούνταν από τον Επίσκοπο Ελαίας, τον Αλεξ. Καμπούρογλου, τον Κ.Κωνσταντινίδη και τον Γ. Νομικό.
Οι απεσταλμένοι και οι μεσάζοντες της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου συμφώνησαν με την Επιτροπή να υπάρχει ένα κοινό δελτίο υποψηφίων. Αργότερα, ειδικά στις αρχές Οκτωβρίου, η κατάσταση άλλαξε και άρχισαν να σημειώνονται βιαιότητες και παρανομίες. Το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να στείλει ένα «Τακρίριο» (Νέα δήλωση-Yeni Bildirge Üzerine) το οποίο ανέφερε ότι η συνταγματική κυβέρνηση καταπολεμούσε το Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό.
Oι ελληνικοί πληθυσμοί, κατά τη διάρκεια των εκλογών, ήταν πιο οργανωμένοι και πειθαρχημένοι και ψήφισαν κανονικά, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους που έδειξαν αδιαφορία,. To αποτέλεσμα ήταν να εκλεγούν σε περισσότερα τμήματα αποκλειστικά χριστιανοί αντιπρόσωποι σε περιοχές που το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν η πλεοψηφία και για αυτό οι Νεότουρκοι αποφάσισαν σε μερικά τμήματα να ακυρώσουν τις εκλογές καθόσον δεν περίμεναν αυτή την κατάληξη.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, επειδή δεν μπόρεσε να βρει υποψηφίους με ανώτερη μόρφωση, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τον υπάρχοντα τοπικό πληθυσμό.
Η Συνταγματική κυβέρνηση έστειλε μία επιτροπή στον Πατριάρχη και πρότεινε να πάει ένα μέλος της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου με μία αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου στον Υπουργό Εσωτερικών. Παράλληλα, τα πιο σημαντικά ζητήματα αυτής της εποχής ήταν η πολιτική καθοδήγησης των Ρωμιών, η ιδεολογική υποδομή στην οποία στηριζόταν ο πολιτικός τους λόγος καθώς και η διαμόρφωση των πολιτικο- εθνικών μηχανισμών.
Στην πολιτική καθοδήγησης ηγούνταν το Πατριαρχείο και η «Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως», οι υποψήφιοι βουλευτές και ο Τύπος. Το ίδιο συνέβαινε και στις κοινότητες της Μικράς Ασίας. Την πλειοψηφία της ηγεσίας αυτής αποτελούσε «η μέση ελληνική αστική τάξη».
Κάποιοι είχαν ελληνική υπηκοότητα και συνεργάζονταν με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές. Αλλά και ο Τύπος λειτούργησε ως μέσο διαμόρφωσης «πολιτικής ταυτότητας». Έτσι ενώ μέχρι το 1908 η σχέση του κέντρου με την περιφέρεια ήταν χαλαρή, άρχισε να γίνεται πιο στενή μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και τους εθνικούς θεσμούς.Το ελληνικό κράτος δεν είχε οργανωμένη στρατηγική πολιτική για τους Έλληνες εκτός Ελλάδας. Ήταν περισσότερο συγκυριακή.
Μετά το 1908 δημιουργήθηκε μία συγκεντρωτική εξουσία, η οποία είχε ενιαίο σύστημα πολιτικών μηχανισμών και ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα.Στην Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκε ένα πολιτικό πρόγραμμα, που αφορούσε όλους τους Ρωμιούς, από τους Βουλευτές, την «Οργάνωση» και τον Τύπο.
Η προσπάθεια που γινόταν αφορούσε στην προσπάθεια ώστε όλοι οι Ρωμιοί της Μακεδονίας, των νησιών και της Καππαδοκίας, που ήταν μέρος του ίδιου πολιτικού σώματος, να ομοιογενοποιηθούν πολιτικο-εθνικά μέσα από τις ίδιες διεργασίες και μηχανισμούς.
Από τους βουλευτές που εκλέχτηκαν και συγκροτούσαν την ηγεσία των Ρωμιών οι περισσότεροι προέρχονταν από την περιοχή των Βαλκανίων και όχι της Μικράς Ασίας. Έτσι στις εκλογές του 1908 εκλέχτηκαν 24 βουλευτές εκ των οποίων μόνο οι έξι ήταν από τη Μικρά Ασία , ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από τα Βαλκάνια και τα νησιά. Συγκεκριμένα, μεταξύ των δεκαπέντε βουλευτών –συμπεριλαμβανομένων και των δύο της Κωνσταντινούπολης – που ήταν μέλη της Οργάνωσης, κανένας δεν ήταν Μικρασιάτης, ούτε καν από τη Σμύρνη.
Η εφημερίδα «Πρόοδος» ειδικά αλλά και ο ελληνικός Τύπος ανέφερε ότι οι Ρωμιοί δεν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου διότι κατά τη διάρκεια των εκλογών προέβησαν σε αδικίες εναντίον τους και ότι παρόλο που ήρθαν στην εξουσία με την προοπτική διακυβέρνησης της χώρας με ισοπολιτεία και ισονομία κατέστρεψαν όλες τις προσδοκίες όχι μόνο των Ρωμιών, αλλά και των άλλων μη-μουσουλμανικών εθνοτήτων. Επιπλέον ότι οι Νεότουρκοι θεωρούνταν απερίσκεπτοι και μεγάλο τμήμα της επιτυχίας τους το όφειλαν στους Ρωμιούς.
Εκτός τούτου, σύμφωνα με την κρατική στατιστική ο πληθυσμός των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 145.000, αριθμό τον οποίο δεν αποδεχόταν η εφημερίδα, η οποία πίστευε ότι εντός της οσμανικής επικράτειας κατοικούσαν 6.000.000 Ρωμιοί. Σε αναλογία με αυτόν τον πληθυσμό έπρεπε να εκλεχθούν 65 βουλευτές.Tο θέμα που παρουσίαζε μία ιδιαιτερότητα ήταν το ζήτημα της υπηκοότητας των οργάνων της διαμόρφωσης της πολιτικο-εθνικής ταυτότητας των Ρωμιών, καθώς και οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τις ελληνικέςδιπλωματικές αρχές.
Επί παραδείγματι, οι αρχισυντάκτες και οι δημοσιογράφοι των σημαντικότερων εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης «Πατρίς», «Νεολόγος», και «Πρόοδος» ήταν είτε Έλληνες υπήκοοι είτε Οσμανοί υπήκοοι από την περιοχή των Βαλκανίων. Μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων ήλθε από την Αθήνα, μετά τις εκλογές του 1908, με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση των Ρωμιών. Πολλές φορές το θέμα της υπηκοότητας δημιούργησε αρκετά προβλήματα με τις οσμανικές αρχές, που υπονόμευε τη θέση των Ρωμιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί η επιλογή του καππαδοκικής καταγωγής του Π.Καρολίδη, ο οποίος ήταν και γνώστης της τουρκικής και της Μικράς Ασίας. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών πίστευε ότι ήταν μία καλή επιλογή, για να αποφευχθούν αυτή την περίοδο οι συγκρούσεις με τους Νεότουρκους.Η Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως πίστευε ότι ήταν ατυχής η επιλογή διότι ο Καρολίδης πρέσβευε μια ραγιάδικη πολιτική. Απελαύνονταν ενίοτε από τη χώρα Έλληνες δημοσιογράφοι με την κατηγορία ανάμιξης ξένων υπηκόων στα εσωτερικά του κράτους.
Ο Καρολίδης όμως, καθηγητής ιστορίας στο Παν/μιο της Αθήνας, εκλέχτηκε βουλευτής Σμύρνης έχοντας ελληνική υπηκοότητα. Ο Καρολίδης προτάθηκε από το ελληνικό κράτος και η πρόταση έγινε αποδεκτή σε γενικές γραμμές από την ΕΕΠ , δηλαδή μέσα από αυτό το χαοτικό “δούναι και λαβείν” παρατηρούμε ότι αρχίζει να χαράσσεται η ελληνική πολιτική.
Ειδικά την περίοδο των εκλογών του 1912 το πρόβλημα της υπηκοότητας πήρε τεράστιες διαστάσεις, , όταν κάποια δημοσιεύματα της προεκλογικής περιόδου καλούσαν τους Ρωμιούς να καταψηφίσουν το κόμμα της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου . Οι δημοσιογράφοι απελάθηκαν με το αιτιολογικό ότι έχοντας ξένη υπηκοότητα αναμειγνύονταν στην εσωτερική πολιτική του κράτους και υπονόμευαν την ενότητα των Οσμανών.
Ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Μαρτίου 1912αναφέρει πως η κίνηση των Νεότουρκων παρουσίαζε μία ιδιαιτερότητα.
«…….φαίνεται ότι η Πύλη δεν έχει τόσο την πρόθεση να γίνει δυσάρεστη στην Κυβέρνηση των Αθηνών όσο να προειδοποιήσει τους Έλληνες Οσμανούς και να τους προαναγγείλει τα αντίποινα στα οποία εκτίθενται, αν ξεκόψουν από την ΕΕΠ.»
Το πρόβλημα της υπηκοότητος ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα την περίοδο αυτή, το οποίο οι Νεότουρκοι προσπαθούσαν να το διαχειριστούν, ανάλογα με την καθημερινή πολιτική κατάσταση.
Οι Νέοτουρκοι αλλά και οι εθνικοί ηγέτες ανέπτυξαν πολιτικό λόγο με πυρήνα την έννοια του οσμανισμού, ενώ οι Ρωμιοί ανέπτυξαν μία πολιτική, η οποία βασιζόταν στο δόγμα του ελληνο-οσμανισμού. Μέσα στο νέο πολιτικό πλαίσιο αυτό σήμαινε την κατάργηση των ίδιων των αρχών του.
Αποτέλεσμα ήταν ο Ελληνο-οσμανισμός στην πορεία να εξελιχθεί ως η πολιτική ιδεολογία των Ρωμιών και ήταν η άλλη όψη της «Μεγάλης Ιδέας».
Ο Ι. Δραγούμης έλεγε:
«…. Τώρα που ο Σουλτάνος έδωσε το Σύνταγμα στην Τουρκία, ίσως καλλιτερέψει η Τουρκική διοίκηση και ίσως ζήσουν πιο ελεύθερα οι Έλληνες της Τουρκίας. Ίσως δεν θελήσουν πια να ενωθούν με την Ελλάδα. Είναι άλλα να γίνουν. Πρέπει το τουρκικό κράτος με τον καιρό να γίνει ελληνικό κράτος, όπως το ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος έγινε Βυζαντινό Ελληνικό κράτος».
Εν τέλει η Κωνσταντινούπολη, αναπαρήγαγε και αναπροσάρμοζε την πολιτική που παρήγαγε το ελληνικό κράτος, ανάλογα με τις ανάγκες της, χωρίς να παραγάγει αυτόνομη πολιτική. Η «Οργάνωση» ή ο Τύπος παρήγαγαν και εξέφραζαν μία πολιτική η οποία ήταν αποτέλεσμα της σύγχυσης που επικρατούσε σε αυτή την αντιφατική και μεταβατική περίοδο στα Βαλκάνια και επομένως δεν ήταν αυτόνομη. Η «Οργάνωση» την περίοδο αυτή ανέπτυξε μία αντισλαβική πολιτική ή την πολιτική της «Λίγκας» των Βαλκανικών εθνών, η οποία προφανώς αποτελούσε μία αυτόνομη έκφραση της πολιτικής ιδεολογίας της Κωνσταντινούπολης.
Αρχικά είχε στο πρόγραμμά της απόψεις που αφορούσαν κινήσεις κατά του σλαβικού κινδύνου. Καμία καταγραφή απόψεων δεν κατεγράφη για τη νέα πραγματικότητα, δηλαδή , την κήρυξη του Συντάγματος και τη θέση των Ρωμιών έναντι αυτής της κατάστασης. Υπήρξε όμως μία σειρά δραστηριοτήτων, όπως απογραφή των εμπορικών καταστημάτων που ανήκαν σε Βούλγαρους με τι διευθύνσεις τους. Δηλαδή δημιουργήθηκε ένα δίκτυο πληροφοριών για τις δραστηριότητές τους, με σκοπό να προστατευτούν οι Έλληνες αποτελεσματικά έναντι των Σλάβων.
Από την ανακήρυξη του Συντάγματος και τις εκλογές του 1908 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, η κατάσταση στα Βαλκάνια, οι στόχοι της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, η πολιτική της Ελλάδας και η πολιτική ηγεσία των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη άλλαξαν. Έγινε προσπάθεια ώστε οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης να αναπτύξουν έναν πολιτικό λόγο.
Αφενός να γίνει αναπαραγωγή αρχών, που ήταν κοινές για όλο το έθνος, σε όλους τους Ρωμιούς, αφετέρου, σωστή διαχείρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, στο πλαίσιο του νέου κοινοβουλευτικού συστήματος.
Σημαντικά προβλήματα αυτή την εποχή ήταν:
Tα πολιτικά δικαιώματα των Ρωμιών
H διαχείρισή και ο τρόπος νομιμοποίησης τους μέσα στο οσμανικό πολιτικό πλαίσιο
O ρόλος του Πατριαρχείου και τα πρώην προνόμιά του
Oι μηχανισμοί που μπορούσαν να αναπαράγουν τις αρχές του ελληνικού κράτους και να τις παρουσιάζουν ως αρχές των Ρωμιών.
Tο ελληνικό κράτος χρησιμοποιούσε όλους τους μηχανισμούς άσκησης εξουσίας επί των Ρωμιών, σταδιακά, όσο οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Νεότουρκους χειροτέρευαν και ανέπτυξε πολιτική στρατηγική, αφού δημιούργησε και χρηματοδότησε μηχανισμούς προπαγάνδας για την εξάπλωση της πολιτικής του, επειδή ήταν και ο μοναδικός φορέας όλου του έθνους.
Να σημειώσω εδώ ότι στις άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας ο ελληνικός Τύπος παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα:
Στα Άδανα, την Άγκυρα, την Κασταμονή, τη Σεβάστεια και το Ικόνιο, δεν εκδιδόταν καμιά ελληνική εφημερίδα.
Στην Τραπεζούντα τρεις
Στο Τσανάκκαλε και την Προύσα από μία.
Στις παράλιες πόλεις κυκλοφορούσε ο Τύπος της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, και εφημερίδες και τα περιοδικά που έρχονταν από την Ελλάδα.
Έτσι το ελληνικό κράτος προσπάθησε να δημιουργήσει έναν ισχυρό πυρήνα πατριωτισμού και εθνικής συνείδησης χρηματοδοτώντας τον Τύπο με το ποσόν των 20.000 φράγκων.
Παράλληλα με τη χρηματοδότηση των εφημερίδων και των περιοδικών της Κωνσταντινούπολης «Νεολόγος», «Πρόοδος» και «Ταχυδρόμος», είχε προβλεφθεί χρηματική βοήθεια με τη μορφή συνδρομής και για τα περιοδικά και τις εφημερίδες της Σμύρνης.
Επιπλέον δημιούργησε στην Κωνσταντινούπολη την ελληνική τηλεγραφική υπηρεσία που ο κύριος ρόλος της ήταν η άμεση και γρήγορη επικοινωνία μεταξύ των δύο κέντρων.
Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των εφημερίδων και περιοδικών στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη…
Tην αρχή μιας νέας πορείας για την Ελλάδα, αλλά και μίας άλλης εποχής μεταξύ Αθηνών και Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, καθόσον υπήρχαν παράγοντες που ευνοούσαν την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου.
Παράλληλα Αγγλία αποφασίζει, να μη στηρίζει ενεργά πλέον το δόγμα της διατήρησης της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας και προσανατολίζεται προς μία πολιτική διαμοιρασμού των εδαφών της, αφενός λόγω της επιρροής που ασκούσε όλο και περισσότερο η γερμανική πολιτική στην αυτοκρατορία αφετέρου λόγω της αλλαγής των οικονομικών και πολιτικών της προσανατολισμών.
Η δε «εύνοια» προς την Ελλάδα θεωρήθηκε ως αντιστάθμισμα απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας προς τους Σλάβους.
Ο Λόυντ Τζώρτζ, αναφερόμενος στους Έλληνες, εξέφραζε επίσης τους καινούργιους προσανατολισμούς της Αγγλίας
«Οι Έλληνες είναι λαός του μέλλοντος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής …. Σφύζουν από ζωή και δραστηριότητα…»
Το ελληνικό κράτος αναμίχθηκε ανοικτά στις βουλευτικές εκλογές του 1912, υποστηρίζοντας το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση», που ήταν το κόμμα που αντιπολιτευόταν τους Νεότουρκους και το οποίο συσπείρωσε όλους τους δυσαρεστημένους από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, από Συντηρητικούς μέχρι Φιλελεύθερους, από χριστιανούς μέχρι μουσουλμάνους, καθώς και πολλά πρώην μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και βουλευτές.
Συνεργάστηκε με τις τοπικές εξουσίες, όπως την «Οργάνωση» η οποία ήδη από το 1908 είχε ως επίσημο όργανο της πολιτικής της τον «Ελληνικό Πολιτικό Σύνδεσμο Κωνσταντινουπόλεως» .
Αργότερα ο Σύνδεσμος μετονομάζεται σε «Συνταγματικόν Πολιτικόν Σύνδεσμον». Επίσης συνεργάστηκε και με τις εκκλησιαστικές εξουσίες, για την επιβολή υποψηφίων, τους οποίους επέλεξε. Ήταν μία πολιτική με τεράστια σημασία. Με αυτό τον τρόπο περιορίστηκαν οι οποιεσδήποτε «αυτόνομες» πολιτικές επιλογές του Πατριαρχείου κι έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία συγκρότησης του «ελληνικού» πολιτικού σώματος. Ο Πολιτικός Σύνδεσμος πριν τις εκλογές είχε αναπτύξει μία συνεργασία με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση».
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ ́, μετά από πρωτοβουλία των Νεότουρκων, αποφάσισε να στηρίξει τους Νεότουρκους. Τελικά, υπερίσχυσε η άποψη του Πολιτικού Συλλόγου. Στις εκλογές του 1912 δημιουργήθηκαν οι δυνάμεις οι οποίες καθόριζαν την πολιτικοποίηση και την εξέλιξη των Ρωμιών.
Καμία διαφορά δεν είχε σ΄ αυτές τις εκλογές του 1912, το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου από αυτό των εκλογών του 1908. Επαναλάμβανε τα ίδια ειδικά θέματα, που αφορούσαν τις μειονότητες όπως ήταν η παιδεία , η στρατιωτική θητεία καθώς και ότι ήταν απαραίτητη η διδασκαλία της τουρκικής στα μειονοτικά σχολεία.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου πίστευε, ότι το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» ιδρύθηκε με τη βοήθεια όλων των μειονοτήτων και ότι το μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς τους ήταν να την εκδικηθούν (την ΕΕΠ).
Κατά τη διάρκεια αυτής της εκλογικής αναμέτρησης στον Τύπο υπήρχαν απόψεις, οι οποίες δίχαζαν το λαό. Έστω και αν πολλές φορές παρατηρήθηκαν τάσεις απόκλισης στις «κομματικές» επιλογές των κέντρων η διαδικασία σύγκλισης σε πολιτικό επίπεδο των δύο κέντρων, δηλαδή του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου, με τη βοήθεια ενός ενδιάμεσου μηχανισμού, δηλαδή της ηγετικής ομάδας των κοσμικών ήταν αυτήν την εποχή το αξιοσημείωτο γεγονός.
Έτσι, μέσα από το θεσμικό πλαίσιο του Πατριαρχείου και την εποπτεία του, δημιουργήθηκε αυτή την εποχή ο «Πολιτικός Σύνδεσμος», που δεν ήταν μόνο «συντονιστικό όργανο» πολιτικής δράσης των Ρωμιών, αλλά και όργανο προώθησης αρχών και επιλογών του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο των Ρωμιών.
Σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση που υπήρχε μέσα στην Οσμανική Αυτοκρατορία και στο διεθνές πλαίσιο , αλλά και σε συνδυασμό με τη πολιτική που ανέπτυσσε το ελληνικό κράτος ο «Πολιτικός Σύνδεσμος» ασκούσε πολιτική σύμφωνα με τις απόψεις που εξέφραζαν οι Ρωμιοί.
Πολλές φορές υπήρξαν διαφωνίες στην πολιτική που ήθελε να ασκήσει το Πατριαρχείο ή κάποιοι Έλληνες βουλευτές. Δεν μπορούσαν όμως να θεωρηθούν πολιτικές επιλογές όλων των Ρωμιών.
Οι Νεότουρκοι από το 1910 και λίγο αργότερα άρχισαν να σκληραίνουν την πολιτική τους έναντι των Ρωμιών. Το ελληνικό κράτος παράλληλα άρχισε να αναπτύσσει τόσο εθνική όσο και βαλκανική πολιτική.
Ο Πολιτικός Σύνδεσμος , η Οργάνωση και ο Τύπος δεν άρθρωσαν πολιτικό λόγο είτε μέσα στη βουλή είτε εκτός αυτής. Ασχολήθηκαν μόνο με τα θέματα των προνομίων.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1912 το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση», μετά από συζητήσεις με το Πατριαρχείο, έκανε μία πρώτη συμφωνία. Αυτή αφορούσε τα δικαιώματα των Ρωμιών και τα προνόμια της Εκκλησίας. Επίσης συμφώνησαν όπως τα διπλώματα που έδιναν τα κοινοτικά σχολεία θεωρούνται ισότιμα με τα δημόσια.
Αίτημα του Πατριαρχείου από το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» ήταν όπως, τα προαναφερθέντα μαζί με κάποια άλλα, προστεθούν στο Σύνταγμα. Οι υπεύθυνοι του κόμματος υποσχέθηκαν ότι θα τα συζητήσουν στο συνέδριο του κόμματός τους.
Στον ελληνικό και τουρκικό τύπο, υπήρχαν αρκετοί που αντιδρούσαν στις συζητήσεις του Πατριαρχείου με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» για συνεργασία στις επερχόμενες εκλογές.Στις 12 Αυγούστου του 1912 κατατέθηκε στη Βουλή μετά από έγκριση Ελλήνων βουλευτών το «Υπόμνημα των Ελλήνων Βουλευτών»
Το υπόμνημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη πολιτική πράξη αμφισβήτησης της πολιτικής των Νεότουρκων έναντι των Ρωμιών. Με το «Υπόμνημα» άρχισε η αμφισβήτηση της νομιμότητας της τουρκοποίησης του Οσμανικού κράτους. Με αυτό δεν προβάλλονταν μόνο τα ελληνικά δίκαια, αλλά και αυτά των άλλων μη τουρκικών εθνοτήτων. Έτσι αυτό είχε άμεσα αποτελέσματα.
Ακολούθησαν έντονες διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και επεξεργάστηκαν από κοινού πρόγραμμα χάραξης κοινής πολιτικής δράσης.
Ένα χρόνο πριν, το 1911, εκδόθηκε γι ́αυτό το σκοπό η TRIBUNE DES NATIONALITES. Τα γραφεία της χρησιμοποιούνταν ως διεθνής πολιτική λέσχη όπου εκεί βέβαια γίνονταν και συναντήσεις μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων, Αρμενίων, Συμβούλων του Πατριαρχείου , Βουλευτών, Δημοσιογράφων κ.ά,. Αργότερα άρχισαν να συχνάζουν σε αυτή τη λέσχη και άτομα τα οποία ανήκαν σε μουσουλμανικές μη- τουρκικές εθνότητες.
Στην πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως υπήρχε αναλυτικό κείμενο που ανέφερε ότι οι Μουσουλμανικές εθνότητες ακολούθησαν το παράδειγμα των χριστιανικών εθνοτήτων.
Στη διεθνή λέσχη της Tribune des Nationalites σύχναζαν Αλβανοί, Άραβες, Κούρδοι και Κιρκάσιοι πολιτευόμενοι που έγραφαν σε αυτή, και έστελναν τις εθνικόφρονες εφημερίδες τους στα πάτρια εδάφη για αυτό και οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί.
Η εντύπωση που υπήρχε ήταν ότι η πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης δρούσε με δική της πρωτοβουλία και με τη συναίνεση του Πατριαρχείου, παρόλες τις συζητήσεις, διαβουλεύσεις και αναλύσεις που γίνονταν μεταξύ ελληνικού κράτους, «Συνδέσμου» και Πατριαρχείου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912 με έγγραφο του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, το οποίο είχε σταλεί στην Πρεσβεία Κωνσταντινούπολης και στην Πρεσβεία στη Σόφια, , αναλύονταν οι στόχοι της πολιτικής της Αθήνας σχετικά με τη Μικρά Ασία, Θράκη κ.τ.λ.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά ήταν, ότι το ελληνικό κράτος, ανεξάρτητα από το πόσο κατηύθυνε την πολιτική της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενσωματώσει τη δική του πολιτική στην πολιτική της Κωνσταντινούπολης, καθώς και να εκμεταλλευτεί με αυτόν τον τρόπο την προσπάθεια που έκαναν οι Ρωμιοί στην Τουρκία για να ενισχυθούν οι δικές του πολιτικές.
Σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης και με την προκήρυξη των εκλογών του 1912 δόθηκε η ευκαιρία να υλοποιηθούν κάποιοι στόχοι από την πολιτική του ελληνικού κράτους, Οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των εκλογών του 1912, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ενημερώσουν το λαό για τα πολιτικά τεκταινόμενα καθώς και για τη σοβαρότητα αυτών των εκλογών.
Το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» υποστηριζόταν από όλες τις χριστιανικές κοινότητες. Ο Συνταγματικός Πολιτικός Σύνδεσμος Κωνσταντινουπόλεως, μετά από διαπραγματεύσεις με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» αποφάσισαν από κοινού τα παρακάτω:
– Να γίνει εκλογικό σύστημα που να εξασφαλίζει τα δικαιώματα των μειοψηφιών
– Να διατηρηθούν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία
– Να εξακολουθεί η κοινοτική εκπαίδευση να απολαμβάνει τις ελευθερίες που είχε υπό την εποπτεία του θρησκευτικού αρχηγού των Κοινοτήτων .
Οι Νεότουρκοι κατήγγειλαν ότι το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» είχε «Πωληθεί στους Έλληνες» και παρότι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με το Πατριαρχείο και με τους ελληνικούς συνδέσμους, ήθελαν έστω να υπάρξει συμφωνία σε κάποια σημεία μεταξύ τους.
Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου δεν ήταν δυνατόν, η μειονότητα των Ελλήνων που ήταν η μεγαλύτερη της Οσμανικής Αυτοκρατορίας να στηρίζει την αντιπολίτευση. Επίσης δεν μπόρεσαν στις συζητήσεις που είχαν με τον Πατριάρχη να αποσπάσουν μία θετική απάντηση σχετικά με την απόφαση στήριξης και ψήφου των Ρωμιών.
Ο βουλευτής Σμύρνης Καρολίδης ζήτησε από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου να εκλεγούν τουλάχιστον 45 Έλληνες βουλευτές, τον Αριστείδη Πασά να τον διορίσουνΥπουργό Δικαιοσύνης και κάποιοι άλλοι να αναλάβουν σημαντικές θέσεις εντός της Αυτοκρατορίας.
Στις 23 Μαρτίου 1912 η εφημερίδα “Tanin” έγραφε :
«… Εφόσον οι Έλληνες – Ρωμιοί συνεργάζονται με το Κόμμα της αντιπολίτευσης, εμείς θα προσπαθήσουμε να μην κερδίσουν οι Έλληνες καμία βουλευτική έδρα. Οι Έλληνες και με τους αντιπάλους μας συνεργάζονται και θέλουν να κερδίσουν βουλευτικές έδρες. Αυτή τη λογική δεν μπορούμε να την καταλάβουμε……»
Το ελληνικό κράτος τάχθηκε με το κόμμα του πρίγκηπα Σαμπαχαττίν. Να σημειώσουμε ότι ενώ ο «Σύνδεσμος» βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον πρίγκηπα Σαμπαχαττίν και το κόμμα του «Ελευθερία και Συνεννόηση», ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ ́ και κάποιοι βουλευτές όπως ο Εμμανουηλίδης , ο Καρολίδης κ.ά. στήριξαν τους Νεότουρκους.
Σύμφωνα με την άποψη των Νεότουρκων, αν ο αριθμός των βουλευτών των μειονοτήτων ήταν μεγάλος, θα ήταν εις βάρος των μουσουλμάνων βουλευτών στο Κοινοβούλιο. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου δημιούργησε μία εθνικιστική σταυροφορία εναντίον των Ρωμιών και προσπαθούσε να τους κατηγορήσει ότι ήταν εχθροί του τουρκισμού.
Επομένως δημιουργήθηκαν δύο «κόμματα» στο πλαίσιο των Ρωμιών, δηλαδή τα δύο εθνικά κέντρα υποστήριζαν το καθένα από ένα «κόμμα». Η νομιμοποιημένη εθνική πολιτική ήταν αυτή του «Συνδέσμου» η οποία στηριζόταν από το ελληνικό κράτος και από την πλειονότητα των Ρωμιών.
Το Πατριαρχείο επειδή δεν μπορούσε να επιβάλει τις πολιτικές του απόψεις στο σύνολο των Ρωμιών, δεν είχε τη νομιμοποίηση του έθνους για την πολιτική του.
Το Πατριαρχείο στη 1 Σεπ 1912 εξέδωσε μία εγκύκλιο για τις εκλογές, με την οποία όρισε μία τετραμελή εκλογική επιτροπή, που αποτελούνταν από δύο μητροπόλεις και δύο μέλη του Διαρκούς Εθνικού Συμβουλίου. Ο Σουλιώτης-Νικολαϊδης έλεγε ότι το Πατριαρχείο αποφάσισε να αναθέσει επισήμως τις εκλογές στο «Σύνδεσμο»
Επειδή το Πατριαρχείο παρέπαιε ανάμεσα σε δύο πολιτικές, την αμφίρροπη πολιτική κατάσταση και την απώλεια ελέγχου των θεσμών, αποφάσισε να ακολουθήσει μία «ευκαιριακή» πολιτική, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί και με τους Νεότουρκους αλλά και με το «Σύνδεσμο».
Αποτέλεσμα των εκλογών του 1912 ήταν η εκλογή βουλευτών που δεν ξεπερνούσαν τους 15, δηλαδή είχε μειωθεί ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών και οι οποίοι τάσσονταν υπέρ των Νεότουρκων. ,.
Οι σημαντικότεροι βουλευτές το 1912 ήταν οι: Νάλης, Εμμανουηλίδης, Καρολίδης, Κωφίδης, Μηχαηλίδης, Ορφανίδης, οι οποίοι εκλέχθηκαν με την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου.
Η μείωση του αριθμού των βουλευτών δημιούργησε προβλήματα στις ελληνικές κοινότητες. Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και η πλευρά της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου καθώς και η πλευρά των Ρωμιών αντάλλαξαν πυρά μέσω του Τύπου. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, μέσω του Τύπου, κατηγορούσε τους Ρωμιούς ότι έγιναν όργανο της ελληνικής πολιτικής και ότι αυτά τα αποτελέσματα ήταν θετικά για την αυτοκρατορία.
Παρά τις διαφωνίες και αντιπαραθέσεις οι βουλευτικές εκλογές του 1912 ανέδειξαν την Αθήνα ως κέντρο όλων των Ελλήνων καθώς και τις μητροπόλεις και κοινοτήτες ως μηχανισμό συγκρότησης της εθνότητας.
Οι Νεότουρκοι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 1912, προσπάθησαν να κερδίσουν κάποιες περιοχές με δωροδοκία του Τύπου και προπαγάνδα.
Ωστόσο οι σχέσεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς δεν επηρεάστηκαν καθόλου.
Η αιτία για τη διακοπή των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών πληθυσμών, τη σταθεροποίηση της εξουσίας των Νεότουρκων, καθώς επίσης της ενσωμάτωσης των Ρωμιών στο ελληνικό εθνικό σώμα ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α ́ Παγκόσμιος πόλεμος.
Βέβαια ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις εκλογές του 1912 οι υποψήφιοι μουσουλμάνοι βουλευτές του κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόηση» άρθρωσαν το πολιτικό τους λόγο πάνω στις αρμονικές σχέσεις των χριστιανών και των μουσουλμάνων και εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πολιτική ρήξη των σχέσεων αυτών από τους Νεότουρκους.
Σε λεπτομερή έκθεση του Έλληνα Υποπροξένου στο Ικόνιο προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέρεται η ομιλία ενός από τους σημαντικότερους ουλεμάδες και ηγέτες του κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόηση», του Σαμπρή Εφέντη.
Στην ομιλία αυτή στηλιτεύεται το κόμμα της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, που το θεωρεί υπεύθυνο για τη δημιουργία χασμάτων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών ενώ αυτή στηρίζεται στις αρμονικές σχέσεις και τις πολιτιστικές συγγένειες μουσουλμάνων και χριστιανών.
Στις εκλογές του 1912 οι ελληνικές διπλωματικές αρχές τελικά αποφάσισαν στην επιλογή των Ελλήνων υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος του «Πολιτικού Συνδέσμου» για την επιλογή των υποψηφίων ήταν σημαντικός. Επιπλέον, στις εκλογές του 1912 οι υπεύθυνοι της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, για να μπορέσουν να κερδίσουν τις εκλογές, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον.
Τους βοήθησε ο στρατός επειδή πολλά μεγαλόσχημα μέλη προέρχονταν από το στρατό.Λόγω της εξουσίας τους προσπάθησαν να περιορίσουν τις δυνατότητες εκλογής των βουλευτών που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Εκτός τούτου κατά τη διάρκεια των εκλογών έγιναν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και των μη-μουσουλμάνων εξαιτίας της καταπιεστικής τους συμπεριφοράς.
Αυτές οι εκλογές αναφέρονται ως «ροπαλοφόρες εκλογές» -Sopalı seçimler-
Από την άλλη η κοινότητα προσπάθησε να διατηρήσει το ρόλο του εθνικού μηχανισμού, σταδιακά όμως έχασε οποιαδήποτε νομιμοποίηση της ως οσμανικού πολιτικού μηχανισμού.
Συγκεκριμένα, η κοινότητα εξακολούθησε να υφίσταται για να δικαιολογεί αφενός τον «οσμανικό» χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας και αφετέρου την «ελληνικότητα» των Ρωμιών.
Δεν μπορούσε όμως να αναπαράγει τους μηχανισμούς της για να εκφράζεται πολιτικά ο πληθυσμός της και για να ενσωματωθεί στο φυσικό του περιβάλλον.
Η κατάσταση άλλαξε καθώς από τη μία πλευρά η ελληνική εξουσία δημιούργησε ένα πολιτικό πεδίο, στο οποίο η ένταξη της κοινότητας δεν ήταν φυσική και από την άλλη, η οσμανική εξουσία δημιούργησε έναν πολιτικό χώρο, στον οποίο η κοινότητα δεν είχε φυσική ένταξη.Οι εκλογικές περιφέρειες απαιτούσαν πλέον άλλη οργάνωση του χώρου και έπρεπε να γίνει άλλη διευθέτηση των πολιτικών κέντρων.
Η εκπροσώπηση του πληθυσμού των κοινοτήτων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη καθόσον πολλές κοινότητες βρίσκονταν πολύ μακριά από το κέντρο αναφοράς.
Τελικά δημιουργήθηκαν δύο χώροι.
Ένας «οσμανικός» κι ένας «ελληνικός».
Οι συνέπειες από τη δημιουργία αυτών των δύο χώρων, ανταγωνιστικών μεταξύ τους , θα φανούν αμέσως μετά, καθόσον άρχιζε, τόσο στην περιοχή όσο και ευρύτερα, μια εποχή που δεν μπορούσε να είναι εποχή ειρήνης.
Α΄ Βαλκανικός πόλεμος
Β΄ Βαλκανικός πόλεμος
Έναρξη Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ρήξη Βασιλιά με Πρωθυπουργό
Λήξη του πολέμου
Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού
Μικρασιατική Εκστρατεία
Συνθήκη Σεβρών (χωρίς εφαρμογή)
Συνθήκη της Λωζάννης
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Εκείνοι, που έζησαν πριν από μας, έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτα». (Σενέκας)
Εδώ τελειώνω, μ΄ έναν μικρό επίλογο εν είδει συμπερασματικών επικεφαλίδων κι αφού αναρτήθηκε σε τέσσερα μέρη, η ανίχνευση του ιστορικού θέματος «Σχέσεις Ελλήνων – Νεότουρκων».
Η ψηλάφηση βέβαια συνεχίζεται καθόσον συνεχώς ανακαλύπτω μέσα από τα ιστορικά κείμενα λαμπρών συγγραφέων και ιστορικών, συνταρακτικά στοιχεία, που έχουν σχέση με τους «αρχιτέκτονες» αυτής της τόσο σημαντικής και καθοριστικής για την πατρίδα μας περιόδου.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΕΣ
Για την Ελλάδα η πρώτη μεγάλη κρίση του 20ού αιώνα τελείωσε με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Πότε άρχισε; Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε το έτος 1908 ως ημερομηνία έναρξης.
Το καθοριστικό γεγονός, που μας οδηγεί στον καθορισμό του έτους 1908 ως έτος έναρξης της πρώτης μεγάλης κρίσης του 20ου αιώνα για την Ελλάδα, είναι η έκρηξη της επαναστάσεως των Νεοτούρκων, που ο επίσημος τίτλος τους ήταν «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου».
Ήταν η αρχή του τουρκικού εθνικισμού με την ευρωπαϊκή έννοια της λέξης.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, ήδη από την εποχή της ίδρυσής της, ακόμα και επί σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, είχε επιδιώξει να συνεργαστεί με τους Έλληνες.
Η διακήρυξη του Συντάγματος του 1908 προκάλεσε ενθουσιασμό στις μη μουσουλμανικές εθνότητες και ειδικά στους Έλληνες. Αρκετοί πίστεψαν στη δυνατότητα δημιουργίας μιας ανατολικής ομοσπονδίας των λαών της Ανατολίας, όπου η πολιτική δύναμη θα περνούσε σταδιακά στα χέρια των Ελλήνων.
Κύριοι εκφραστές αυτής της άποψης ήταν οι Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης και ο Ίων Δραγούμης.
Η ελληνική κυβέρνηση και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την αλλαγή στην Οσμανική Αυτοκρατορία. Η επίσημη ελληνική πολιτική κατ’ αρχάς δεν είχε πρόβλημα να συνεργαστεί με τους Νεότουρκους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ ́, εξέφρασε διαφορετική άποψη. Δεν συμμερίστηκε το γενικό ενθουσιασμό και αντιστάθηκε στις νεοτουρκικές μεταρρυθμίσεις.
Στις εκλογές που διενεργήθηκαν το 1908 και το 1912, το ελληνικό στοιχείο και το Πατριαρχείο, καθώς και οι άλλες μη μουσουλμανικές εθνότητες προσπάθησαν να έχουν ενεργό ρόλο.
Μετά τις εκλογές του 1908 και την ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους επανεμφανίστηκαν οι ιδεολογικές τάσεις, που υπήρχαν μέσα στην Επιτροπή Ένωσης και Προόδου δηλαδή των Φιλελευθέρων και των Εθνικιστών, καθώς και οι διαφορές τους.
Γι ́αυτό το λόγο η κυβέρνηση της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου άρχισε να δέχεται πλήγματα. Η Αυστρία ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Η Βουλγαρία ανακοίνωσε την ανεξαρτησία της. Η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα.
Το Σεπτέμβριο του 1911 η Ιταλία επιτέθηκε στην Τρίπολη, ενώ τον Οκτώβριο του 1912 άρχισαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.Η απώλεια των βαλκανικών κτήσεων και ο Α ‘ Παγκόσμιος Πόλεμος βοήθησαν εκ νέου στην ανάπτυξη του τουρκικού εθνικιστικού πνεύματος.
Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν μία έντονη δυσαρέσκεια στο λαό λόγω των εδαφικών απωλειών αλλά και εξαιτίας του τρόπου διαχείρισης της εξουσίας. Οι Νεότουρκοι άρχισαν να διοικούν με αυταρχισμό και τρομοκρατία.
Το όραμα της δημιουργίας ενός συνταγματικού αποκεντρωμένου πολυεθνικού κράτους, που είχε συγκινήσει τους πολίτες της αυτοκρατορίας, ήταν πλέον φανερό ότι δεν ήταν πραγματοποιήσιμο.
Η διολίσθηση προς τον εθνικισμό έδωσε τέλος στις ελπίδες για μια ελεύθερη, ισότιμη και ειρηνική συνεργασία όλων των λαών της αυτοκρατορίας.
Τα ιδεολογικά ρεύματα, που κυριάρχησαν στο 19ο αι., του «Οσμανισμού» στον οποίο είχε προσχωρήσει όλη η οσμανική ελίτ, ειδικά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων, καθώς και του «Πανισλαμισμού», που αναπτύχθηκε την περίοδο του σουλτάνου Abdül Hamit B’, είχαν πλέον χρεοκοπήσει.
Η ανάπτυξη του εθνικισμού από τους Νεότουρκους είχε στόχο την αναδιοργάνωση και θεμελίωση του κράτους έχοντας ως βάση την εθνική και φυλετική ομογενοποίηση.
Η βίαιη ενσωμάτωση των μειονοτήτων σε ένα ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο θεωρούνταν δεδομένη.
Οι Νεότουρκοι στόχευαν σε μία κυβέρνηση η οποία θα διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μέσω της συγκρότησης ενός διοικητικού μηχανισμού, καθώς και την προώθηση και εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που κορυφώθηκε μεταξύ 1919 και 1922, έληξε με τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Οσμανικής Αυτοκρατορίας.
cognoscoteam.gr