Το Βερολίνο παρουσιάζει τις προτάσεις του – Τι υποστηρίζει για τις χώρες του Νότου
04.08.2022 | 19:46
Στην αντεπίθεση φαίνεται ότι περνά η Γερμανία, παρουσιάζοντας το σχέδιό της για το νέο καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας στο πλαίσιο της ζώνης του ευρώ. Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει υιοθετήσει ένα νέο πρόγραμμα για τη θωράκιση των ομολόγων του νότου, παρά τις αντιδράσεις του Βερολίνου, και τις φωνές για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας να πληθαίνουν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ αναλύει τον γερμανικό οδικό χάρτη προς τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Μετά από μήνες συζητήσεων εντός της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο κ. Λίντνερ παρουσίασε τη γερμανική πρόταση για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, υπογραμμίζοντας ότι «η Γερμανία παραμένει ο υπέρμαχος της πολιτικής σταθερότητας, ως εκ τούτου, οι κανόνες για το χρέος πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ».
Σύμφωνα με τα όρια που ισχύουν σήμερα, ο ετήσιος νέος δανεισμός δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% της οικονομικής παραγωγής. Επιπλέον, το σύμφωνο απαιτεί μέγιστο συνολικό χρέος 60%. Ωστόσο, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού , ισχύει και για το 2023 η ρήτρα διαφυγής.
Το φθινόπωρο οι προτάσεις της Κομισιόν
Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει την πρότασή της για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας το φθινόπωρο. Μεταξύ των μελών έχουν δημιουργηθεί διάφορα στρατόπεδα. Σύμφωνα μάλιστα με την έτερη γερμανική εφημερίδα Wirtschaftszeitung, η τοποθέτηση της Γερμανίας στις Βρυξέλλες θα πρέπει να θεωρηθεί ως αποφασιστικό μήνυμα για το ποιες επιλογές είναι ρεαλιστικές.
Αυστηρή δημοσιονομική θέση
Σε συνέντευξή του στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ο κ. Λίντνερ επαναλαμβάνει την πάγια αυστηρή δημοσιονομική θέση του Βερολίνου ότι «τo Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί τη βάση για τη συνοχή του ευρώ». Προσθέτει ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί μετρούν ήδη 25 χρόνια και πρέπει να αναθεωρηθούν. Μάλιστα είπε με νόημα ότι η κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί αυτή η μεταρρύθμιση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης
Ο Φιλελεύθερος υπ. Οικονομικών υποστήριξε ότι απαιτείται ένας αξιόπιστος και φιλόδοξος δρόμος για την απομείωση του χρέους, χωρίς ωστόσο να αλλάξει το ήδη ισχύον του 60% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Προτείνει μάλιστα, να εφαρμοστούν οι λεγόμενοι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι, οι οποίοι δεν είναι ακόμη δεσμευτικοί.
Οι χώρες του Νότου
«Μέχρι στιγμής οι σχετικές αποφάσεις βασίζονταν στη διακριτική ευχέρεια της Κομισιόν» υπογραμμίζοντας προσθέτοντας ότι η πρότασή του αποσκοπεί στο να καταστήσει «δεσμευτικούς τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους».
Η οικονομική εφημερίδα επισημαίνει ότι, μετά την περίοδο της πανδημίας το δημόσιο χρέος σε πολλές χώρες εκτινάχθηκε στα ύψη με την πλειοψηφία των κρατών-μελών να «παραβιάζουν» τους κανόνες για το χρέος. «Πολλές χώρες είναι τόσο βαριά χρεωμένες που δεν είναι σαφές πώς θα μπορούσαν να μειώσουν τα επίπεδα του χρέους τους κάτω από το όριο του Μάαστριχτ δηλαδή στο 60% του ΑΕΠ. Το ποσοστό χρέους στην Ελλάδα είναι 185%, στην Ιταλία είναι 150%» γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Το διαρθρωτικό έλλειμμα
Αναφερόμενος στο διαρθρωτικό έλλειμμα, υποστήριξε ότι οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι θα πρέπει να γίνουν επίσης υποχρεωτικοί. Σύμφωνα με την πρότασή του «τα κράτη-μέλη δεν θα πρέπει να εμφανίζουν στους προϋπολογισμούς τους διαρθρωτικό έλλειμμα άνω του 0,5% ετησίως ή τουλάχιστον να προσεγγίζουν σταδιακά τον στόχο αυτό».
Το σκληρό παζάρι του φθινοπώρου
Επισήμως οι προτάσεις του Λίντνερ αναμένεται να συζητηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο το φθινόπωρο, και σύμφωνα με τα όσα διαφαίνονται ως τώρα οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές. Υπάρχουν ήδη διαφορετικά «στρατόπεδα» εντός της ΕΕ ως προς το ζήτημα της μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας, με τη Γερμανία να απορρίπτει την ιδέα χαλάρωσης των ευρωπαϊκών κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η οικονομική εφημερίδα κάνει λίγο για σκληρό παζάρι, σημειώνοντας ότι για την όποια πρόταση της Κομισιόν περί μεταρρύθμισης του Συμφώνου απαιτείται συμφωνία και των 27 κρατών-μελών και έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι αντιδράσεις της Γαλλίας
Έντονη αναμένεται να είναι η αντίδραση της Γαλλίας. Τον περασμένο μήνα ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, χαρακτήρισε «απαρχαιωμένες», τις κατευθυντήριες γραμμές για το χρέος της ΕΕ , προσθέτοντας ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν ώστε να αντικατοπτρίζουν τις τιμές της πανδημίας, του πολέμου και του αυξανόμενου πληθωρισμού.
Ο Μπρούνο Λε Μερ ανέφερε ότι στην Ευρώπη αναδύεται ένα «νέο οικονομικό μοντέλο», καθώς οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται και δήλωσε ότι οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των «οικονομικά εύρωστων» βόρειων κρατών μελών της ΕΕ, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, και των «άχρηστων νότιων» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
«Υπάρχει ένα κράτος στην Ευρώπη, στην ευρωζώνη, που να έχει αφήσει τους πολίτες του μόνους τους να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό; Ούτε ένα», δήλωσε ο Λε Μερ σύμφωνα με τους Financial Times. «Αυτή η έννοια των «κρατών που κάνουν οικονομία» έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Η Ολλανδία δεν είναι ιδιαίτερα φειδωλή. Η Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα φειδωλή. Ξοδεύουν τόσα, όσα κάνουμε εμείς για να προστατεύσουν τους πολίτες τους από τον πληθωρισμό».
Η ρήτρα διαφυγής
Τη διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2023 και την απενεργοποίησή του από το 2024, συνέστησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Μάιο.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να διατηρηθεί το πάγωμα των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και το 2023, δεδομένης της «αυξημένης αβεβαιότητας και των ισχυρών καθοδικών κινδύνων για τις οικονομικές προοπτικές», λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και οι συνεχιζόμενες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας δικαιολογούν την παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2023, σύμφωνα με την Επιτροπή.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συνεχιζόμενη ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής διαφυγής το 2023 θα δώσει τον απαραίτητο «χώρο» στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές να αντιδράσουν άμεσα όταν χρειαστεί. Παράλληλα, θα διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και προς τη «δημοσιονομική σύνεση» που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας.