Η συνείδηση από όλους τους Έλληνες της κοινής καταγωγής, εθίμων και γλώσσας ενισχύθηκε στην Αρχαϊκή περίοδο. Παράλληλα, ωστόσο, καλλιεργήθηκε και ένα αίσθημα ιδιαίτερης “τοπικής” υπερηφάνειας, που σχετιζόταν με την ανάπτυξη των πόλεων-κρατών.
Στην Αθήνα οι κοινωνικές δομές προσδιορίζονται σαφέστερα μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.X. Ο δήμος, μια μορφή κοινωνικής συγκρότησης γνωστή από παλαιότερες εποχές, είναι ο τελευταίος που αποκτά θεσμοθετημένη υπόσταση στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα γίνεται σαφής διαχωρισμός των τάξεων, ενώ παράλληλα αυξάνει -σε σχέση με το παρελθόν -η κοινωνική κινητικότητα.
Η κωδικοποίηση του δικαίου κατά την Αρχαϊκή περίοδο οφείλεται από τη μια στη χρήση της γραφής και από την άλλη στο όλο και πιεστικότερο αίτημα για ισονομία. Οι παραδόσεις για τους πρώτους νομοθέτες χάνονται στα όρια του θρύλου. Η αθηναϊκή νομοθεσία, ακόμη και μετά την Αρχαϊκή περίοδο, φέρει τη σφραγίδα του Δράκοντα και του Σόλωνα. Στον τελευταίο οφείλεται η συγκρότηση ενός νέου δικαστικού σώματος και ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα διάφορα δικαστήρια. Πολλές από τις ρυθμίσεις του, που αφορούσαν τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό δίκαιο, συνέχισαν να ισχύουν και κατά την Κλασική περίοδο.
Παραδόσεις και Νομοθέτες
Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι στο α’ μισό του 7ου αιώνα π.X. διατυπώθηκε στις ελληνικές πόλεις η ανάγκη για γραπτούς νόμους. Το έργο αυτό πραγματοποιούσε συνήθως κάποιος άρχοντας της πόλης περιβεβλημένος με ιδιαίτερες εξουσίες. Στην Αθήνα της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το δίκαιο απένειμαν οι άρχοντες κατά τη βούλησή τους. Ο παλαιότερος θεσμός του βασιλιά είχε πια μετατραπεί σε άρχοντα βασιλέα. Ο τελευταίος από τις αρχικές νομοθετικές και δικαστικές του εξουσίες πλέον ασκούσε μόνον όσες σχετίζονταν με την προάσπιση και την εφαρμογή του ιερού δικαίου. Εξαιτίας αυτού μεριμνούσε και για τα εγκλήματα ασέβειας ή ανθρωποκτονίας, δεδομένου ότι ο φόνος θεωρούνταν πάντα ανοσιούργημα, επέσυρε την οργή των θεών και έφερε άγος στην πόλη.
Ένας από τους αρχαιότερους νομοθέτες, για τον οποίο όμως δεν είμαστε βέβαιοι αν υπήρξε πραγματικά ή πρόκειται για μυθικό πρόσωπο, ήταν ο Λυκούργος της Σπάρτης. Η ιδιαιτερότητα της μορφής του συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος απαγόρευσε να καταγραφούν οι νόμοι που θέσπισε, αλλά ταυτόχρονα πρόβλεψε και αυστηρή τιμωρία σε όποιον επιχειρούσε να τους αλλάξει. Πράγματι η Σπάρτη δε διέθετε γραπτό δίκαιο, τουλάχιστον ως την Κλασική περίοδο. άλλωστε και η λέξη ρήτρα, όπως αποκαλούνταν ο νόμος στη Σπάρτη, υποδηλώνει τον προφορικό του χαρακτήρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι παλαιότεροι γραπτοί νόμοι ήταν του Ζάλευκου για τους Επιζεφύριους Λοκρούς και τους χρονολογούσαν συμβατικά γύρω στο 662 π.X. O ίδιος ο Ζάλευκος μάλιστα ισχυριζόταν ότι τους είχε παραλάβει από την Αθηνά. H απόδοση των νόμων σε θεία έμπνευση αποτελούσε κοινό φαινόμενο στους πρώιμους νομοθέτες, δίχως άλλο για να περιβάλουν το έργο τους με τον αναγκαίο σεβασμό και να εξασφαλίσουν την πιστή τήρησή του. Ο Λυκούργος, επίσης, ισχυριζόταν ότι οι νόμοι του προέρχονταν από το μαντείο των Δελφών. Μία ανάλογη παράδοση ήταν διαδεδομένη και στην Κρήτη, όπου η νομοθεσία και η απονομή της δικαιοσύνης σχετίζονταν με τις μυθικές μορφές του Μίνωα και του Ραδάμανθη.
Oι νόμοι του Ζάλευκου, όπως και εκείνοι του Δράκοντα στην Αθήνα, θεωρούνταν πολύ σκληροί. Ορισμένοι μάλιστα όπως ο λεγόμενος lex talionis, αναλογούσαν στο γνωστό “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”. Ωστόσο, οι πηγές διίστανται ως προς την απόδοσή του στο Ζάλευκο.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο παραπάνω νόμος οφείλεται σε έναν άλλο νομοθέτη του 7ου αιώνα π.X., που επίσης καταγόταν από ελληνική αποικία της Δύσης. Πρόκειται για το Χαρώνδα, νομοθέτη της Κατάνης. Σε αυτόν αποδίδονται νόμοι σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές, την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα δικαστικά όργανα, καθώς και για πρώτη φορά η πρόβλεψη ποινικής δίωξης σε περίπτωση ψευδομαρτυρίας. Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν επίσκεψις.
Oι περιπτώσεις του Ζάλευκου και του Χαρώνδα αφορούν νομοθεσίες που σχετίζονται με την ίδρυση μίας νέας πόλης. Αλλες παλαιότερες πόλεις ζητούσαν τη βοήθεια ενός νομοθέτη κυρίως όταν αντιμετώπιζαν κοινωνικές εντάσεις. Έτσι ο Πιττακός, γνωστότερος από κατοπινές πηγές ως ένας από τους επτά σοφούς, ορίστηκε αισυμνήτης στη Μυτιλήνη, αξίωμα για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά. Στην προκειμένη περίπτωση όμως φαίνεται πως αντιστοιχούσε σε εξουσία τυράννου με διάρκεια δέκα χρόνων. Συχνά ο νομοθέτης έπρεπε να παίξει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα σε συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις και αποκαλούνταν καταρτιστήρ ή διαλλάκτης, όπως για παράδειγμα ο Δημώναξ στην Κυρήνη, ο Αρίσταρχος στην Έφεσο και ο Σόλων στην Αθήνα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4. 161).
Δεν ήταν ωστόσο σπάνιο το φαινόμενο να προτιμάται για νομοθέτης κάποιος ξένος προς την πόλη, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία. Ο Δημώναξ, για παράδειγμα, καταγόταν από τη Μαντίνεια και ο Αρίσταρχος από την Αθήνα. Αντίστοιχα, κάποιος Ανδρομάδας από το Ρήγιο έγραψε νόμους για μία άγνωστη πόλη της Χαλκιδικής και ο Φιλόλαος από την Κόρινθο νομοθέτησε στη Θήβα. Για το έργο άλλων νομοθετών είναι γνωστά μόνον αποσπασματικά στοιχεία: ο Αριστείδης από την Κέα νομοθέτησε σχετικά με την ευκοσμία των γυναικών, ενώ ο Φείδων από την Κόρινθο και ο Φαλέας από τη Χαλκηδόνα σχετικά με τον αριθμό και την έκταση των κτημάτων.
Δημόσιο Δίκαιο
Στο δημόσιο δίκαιο υπάγονται κυρίως όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τους πολιτειακούς θεσμούς, την κατανομή και την άσκηση της εξουσίας. Οι αρμοδιότητες της Εκκλησίας, η λειτουργία της Βουλής, οι εξουσίες των πρυτάνεων, ο έλεγχος των αρχόντων και των στρατηγών, η σύσταση και η λειτουργία των δικαστηρίων είναι οι σπουδαιότερες από αυτές τις ρυθμίσεις.
Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι θεσμοί που έλεγχαν τη νομοθετική δραστηριότητα, τα μέτρα προστασίας του νομοθετικού συστήματος και γενικότερα οι δικονομικές ρυθμίσεις. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν και θεσμοί όπως ο οστρακισμός και η δοκιμασία.
Οι κατηγορίες που με σύγχρονους όρους θα ονομάζαμε εμπράγματο και ενοχικό δίκαιο εξετάζονται σε συνάφεια με το δημόσιο δίκαιο, από το οποίο εν μέρει εξαρτιόνταν. αλλωστε οι παρεμβάσεις της πόλης ήταν συχνές και δυναμικές. Το ενοχικό δίκαιο περιλαμβάνει εκούσιες και ακούσιες σχέσεις. Τέλος, το λεγόμενο σήμερα ποινικό δίκαιο πέρασε στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου από την έννοια της προσωπικής ή οικογενειακής αντεκδίκησης στον έλεγχο της πόλης, η οποία καθόρισε κυρώσεις και ποινές καθώς και τον τρόπο επιβολής του.
Ιδιωτικό Δίκαιο
Το αττικό ιδιωτικό δίκαιο στηριζόταν εξ ολοκλήρου στην έννοια του οίκου, ο οποίος αναφέρεται σε έναν απλό και συνάμα εύστοχο ορισμό του ως “ένα σύνολο προσώπων, πραγμάτων και θρησκευτικών συνηθειών”. Ο οίκος υπόκειται σε ένα δίκαιο εντελώς ξεχωριστό από εκείνο της πόλης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ήταν ο πολίτης, ο οποίος εκτός από ενεργό μέλος των θεσμών της πόλης ήταν και η κεφαλή του οίκου στον οποίο ανήκε.
Η πόλη, ωστόσο, δεν ήταν αδιάφορη για όσα συνέβαιναν στον οίκο. Αντιμετώπιζε τον επικεφαλής της οικογένειας ως κύριο και διαχειριστή της περιουσίας της, η οποία όμως αποτελούσε ταυτόχρονα και το αντικείμενο συγκυριότητας με τα υπόλοιπα μέλη. Γι’ αυτό άλλωστε η πόλη διατηρούσε το δικαίωμα να επεμβαίνει σε περιπτώσεις που το ιδιοκτησιακό καθεστώς διαταρασσόταν, να καθορίζει τις κληρονομικές ρυθμίσεις και να διατηρεί κάποιον έλεγχο στο γάμο και στο διαζύγιο. Στενότερος ήταν ο έλεγχος για την είσοδο με υιοθεσία κάποιου νέου μέλους στον οίκο, αλλά και για τη μεταβίβαση της περιουσίας μέσω διαθήκης ή εξ αδιαθέτου. Ειδικές διατάξεις προέβλεπαν την περίπτωση που ο πολίτης δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς τα μέλη του οίκου του. Το μέσο με το οποίο εξασφαλιζόταν η δυνατότητα παρέμβασης ήταν η γραφή κακώσεως, μία μήνυση δηλαδή που μπορούσε να καταθέσει οποιοσδήποτε τρίτος εναντίον του οικογενειάρχη για παραβίαση των δικαιωμάτων των οικείων του. Επιπλέον, η γραφή ασεβείας επέτρεπε να μηνυθεί όποιος δε μεριμνούσε για την τιμωρία φόνου που είχε συμβεί στην οικογένειά του.
Καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των ρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου ήταν ο όρος αγχιστεία. Η αγχιστεία περιελάμβανε όλες τις σχέσεις που δημιουργούνταν στα όρια της νόμιμης οικογένειας και προσδιόριζε τη συγγένεια και τους βαθμούς της, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό σε πολλές περιπτώσεις όπως είναι η κληρονομιά, η διεκδίκηση επικλήρου και η δίκη φόνου. Περιελάμβανε μέχρι και τα παιδιά των πρώτων εξαδέλφων, δηλαδή και τους συγγενείς πέμπτου βαθμού.