Δεν θεμελιώνεται ευθύνη κατά της τράπεζας από αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της.
Τραπεζικό σκάνδαλο: Με την υπ’ αριθμ. 33/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίφθηκε αγωγή αποζημίωσης κατά του διαβόητου τραπεζικού υπαλλήλου, που έστησε παρατράπεζα, εντός κεντρικού υποκαταστήματος τράπεζας και κατά του τραπεζικού ιδρύματος, που υπέβαλε ένας πανεπιστημιακός καθηγητής της αλλοδαπής μαζί με την σύζυγό του.
Με την αγωγή ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 319.100 λιρών Αγγλίας με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Επιπλέον, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να τους καταβάλουν 50.000 ευρώ σε έκαστο για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης.
Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων διδάσκει λογιστικά και συμβουλευτική στρατηγική στο Πανεπιστήμιο South Bank του Λονδίνου. Η σύζυγός του δραστηριοποιείται σε εταιρεία με τζίρο άνω του ενός εκατ. στερλινών.
Το χρονικό
Κατά τις περιόδους των διακοπών τους έρχονται στο νησί της Ρόδου για παραθερισμό, έχουν ανεγείρει οικία στην δημοτική ενότητα Αφάντου και επένδυσαν σε 8 μεζονέτες τις οποίες εκμισθώνουν σε παραθεριστές.
Ο καθηγητής υποστήριξε ότι ο πρώην τραπεζικός διευθυντής επεδίωξε και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις μαζί του και τον έπεισε για την επένδυση των χρημάτων τους σε ειδικούς προθεσμιακούς λογαριασμούς, από τους οποίους, όπως φέρεται να τους έλεγε, θα είχαν πολλαπλά οφέλη, μεταξύ των οποίων τοκοφορία των καταθέσεών τους.
Προσκόμισαν έτσι επιταγές, προβαίνοντας στην κατάθεση χρημάτων που ανέρχονται συνολικά σε ποσό τουλάχιστον 265.820 στερλινών Αγγλίας. Υποστηρίζουν ότι ο τραπεζικός διευθυντής τους χορηγούσε έγγραφα με εικονικές κινήσεις σε λογαριασμούς τους και καταθέσεις. Του αποδίδεται ότι μετέφερε σε άλλους λογαριασμούς άγνωστους στους ίδιους ποσά συνολικού ύψους 318.400 στερλινών Αγγλίας.
Όταν επιβλήθηκαν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί συνεργάτης τους μετέβη στο υποκατάστημα της τράπεζας και συνάντησε τον τραπεζικό διευθυντή για να του ανακοινώσει την απόφασή τους να «σπάσουν» τις προθεσμιακές τους καταθέσεις.
Εκείνος φέρεται να αντέδρασε με έντονη ανησυχία, προσπαθώντας να αποφύγει εκ νέου να ενημερώσει τον συνεργάτη τους για τις κινήσεις του λογαριασμού τους και για το ύψος των προθεσμιακών τους καταθέσεων. Προσπάθησαν στην πορεία να επικοινωνήσουν μαζί του αλλά είχε εξαφανιστεί και κατόπιν δημοσιοποιήθηκε το σκάνδαλο στην τράπεζα για να διαπιστώσουν ότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των θυμάτων του.
Τραπεζικό σκάνδαλο: Μη νόμιμη η αγωγή για την επιδίκαση ξένου νομίσματος σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος
Ζήτησαν, όπως υποστηρίζουν, ενημέρωση από την τράπεζα η οποία, φέρεται να μην επέδειξε διάθεση συνεργασίας, αλληλεγγύης ή έστω διαφώτισης αναφορικά με το πρόβλημά τους.
Τονίζουν μάλιστα ότι η τράπεζα προσπάθησε να κλείσει την υπόθεσή τους προτείνοντας εξωδικαστικό συμβιβασμό για ποσό ύψους 3.998,07 €, το οποίο, όπως προκύπτει από την κίνηση λογαριασμών που τους χορήγησε υπεξαιρέθηκε την 20.2.2014, δηλαδή αντιστοιχεί σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της διαδοχής της προηγούμενης τράπεζας, όπου εργαζόταν ο τραπεζικός διευθυντής.
Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας μη νόμιμο το κατά την κύρια αγωγική βάση καταψηφιστικό αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης εκ θετικής ζημίας από αδικοπραξία σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και δη σε λίρες Αγγλίας.
Κρίθηκε ειδικότερα πως η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος ως αποζημίωση από αδικοπραξία, εφόσον η ζημία συνίσταται στην απώλεια χρηματικού ποσού σε αλλοδαπό νόμισμα, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο αυτού σε ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία της Τραπέζης της Ελλάδος, που ίσχυε κατά τον χρόνο της απώλειας.
Κρίθηκε ακόμη ότι δεν υπάρχει υπεξαίρεση εκ μέρους του προστηθέντος υπαλλήλου της τράπεζας (δεύτερου των εναγόμενων), σε βάρος των εναγόντων, ώστε λόγω της σχέσεως προστήσεως που υπήρχε μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης τράπεζας, να ευθύνεται και αυτή από κοινού με τον υπάλληλό της και εις ολόκληρον απέναντι στους ενάγοντες.
Και τούτο διότι με την κατάθεση των χρημάτων στην εναγόμενη τράπεζα, αυτή απέκτησε την κυριότητα των κατατεθέντων χρημάτων, ώστε με την ανάληψη αυτών από τον προστηθέντα υπάλληλό της, με απάτη, πλαστογραφία κλπ, για να τα μεταφέρει σε λογαριασμούς, άσχετους προς τους ενάγοντες προσώπων, και όχι κατόπιν εντολής των εναγόντων (δικαιούχων των λογαριασμών), η Τράπεζα ευθύνεται έναντι αυτών, βάσει της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης, εφόσον συντρέχει δόλος του προστηθέντος από αυτήν υπαλλήλου, κατά την ανάληψη των χρημάτων και όχι από αδικοπραξία, αφού η υπεξαίρεση των αναληφθέντων χρημάτων εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου υπαλλήλου της, τελέστηκε σε βάρος της Τράπεζας και όχι σε βάρος των εναγόντων δικαιούχων των χρημάτων.
Κρίθηκε έτσι πως εφόσον δεν θεμελιώνεται ευθύνη κατά της τράπεζας από αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της, δεν θεμελιώνεται ούτε υποχρέωση αυτής και του υπαλλήλου της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.