Του Κώστα Ράπτη
“Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις”; Ή απλώς παιχνίδι με τις λέξεις για να εξωραϊστεί μια δύσκολη πραγματικότητα;
Η αμερικανική οικονομία γνωρίζει επιβράδυνση, αλλά όχι ύφεση. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η κυβέρνηση Μπάιντεν, εστιάζοντας σε δύο οικονομικούς δείκτες: την αρκετά καλή κατάσταση της αγοράς εργασίας και την καταναλωτική δαπάνη. Από την άλλη οι Ρεπουμπλικάνοι επιλέγουν (ενόψει και των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου) να αντεπιχειρηματολογούν με βάση τα οικονομικά εγχειρίδια, τα οποία περιγράφουν τεχνικά την ύφεση ως δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο συρρίκνωσης του ΑΕΠ. Και στη μέση της ιδιότυπης αυτής μάχης που αφορά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα την αμερικανική οικονομία προκύπτουν μια σειρά ζητημάτων με παγκόσμιες προεκτάσεις.
Ορισμοί και αντιφάσεις
Στη μια πλευρά της πολιτικής αυτής διελκυστίνδας βρίσκεται η ίδια η επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου Μπάιντεν, Τζάνετ Γέλεν, και επιφανείς φιλελεύθεροι (με την αμερικανική έννοια) οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. Το βασικό τους επιχείρημα είναι πως η ύφεση θα πρέπει πέραν των στατιστικών δεδομένων να ανταποκρίνεται σε μια ολιστική και όχι αποσπασματική συρρίκνωση της οικονομικής ζωής.
“Πώς είναι δυνατόν μια ισχυρή αγορά εργασίας που παράγει σχεδόν μισό εκατομμύριο [400.000, για την ακρίβεια] θέσεις εργασίας τον μήνα να βρίσκεται σε ύφεση;” είναι το μότο που μονότονα επαναλαμβάνουν οι συγκεκριμένοι κύκλοι και το συμπληρώνουν παραθέτοντας δύο ακόμη στοιχεία. Το ένα αφορά την ανθεκτικότητα του αμερικανικού δολαρίου, που εξακολουθεί σε πείσμα όλων των αναταράξεων να παραμένει κυρίαρχο νομισματικό μέγεθος στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το δεύτερο, το οποίο ενστερνίζονται και οίκοι αξιολόγησης του διαμετρήματος της Moody’s, έχει να κάνει με το γεγονός της αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών.
Στον αντίποδα, όσοι αμφισβητούν την καλή εικόνα που προσπαθεί να εκπέμψει ο Λευκός Οίκος επιμένουν να διευκρινίζουν πως η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης δεν σχετίζεται με την (συρρικνούμενη) κατανάλωση αγαθών, αλλά με την κατανάλωση υπηρεσιών.
Προς επίρρωση των παραπάνω, παραθέτουν επίσης μια εναλλακτική αφήγηση ως προς το ζήτημα της ανεργίας, σύμφωνα με την οποία οι αιτήσεις για χορήγηση του επιδόματος ανεργίας ΗΠΑ (Initial Jobless Claims) βαίνουν αυξητικές ήδη από τον Απρίλιο. Παράλληλα, σημειώνουν πως παρότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται κάθε μήνα παραμένει υψηλός, είναι και αυτός σε τροχιά υποχώρησης τους τελευταίους δύο μήνες.
Συγκρίσεις
Η συζήτηση περί ύφεσης δεν αφορά όμως μόνο τις ΗΠΑ. Μια προσπάθεια σύγκρισης όσων συμβαίνουν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με την ευρωπαϊκή περίπτωση δημιουργεί ερωτήματα για το ποιος εντός της οικογένειας της “συλλογικής Δύσης” βρίσκεται σε χειρότερη θέση: Οι ΗΠΑ, που θεωρητικώς ήδη έχουν ύφεση, ή η στατιστικά αναπτυσσόμενη Ευρώπη;
Και αν θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς πως η Ευρωζώνη καταγράφει θετικούς (καίτοι στα όρια του στατιστικού λάθους) ρυθμούς μεγέθυνσης, δεν απαιτείται παρά μια ελάχιστη προσήλωση στην όποια μεθοδολογική εντιμότητα για να αναγνωρίσει κανείς την περιορισμένη ανθεκτικότητα της Γηραιάς Ηπείρου εν συγκρίσει προς τις ΗΠΑ.
Ένα πρώτο στοιχείο αμερικανικής υπεροχής αποτελεί ο ίδιος ο ενεργειακός παράγοντας. Οι ΗΠΑ σε αντίθεση με τις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου έχουν πετύχει ενεργειακή αυτονομία και δεν έχουν τον διαρκή πονοκέφαλο της προμήθειας με (ρωσικό) φυσικό αέριο που βασανίζει τους Ευρωπαίους, κρατώντας ζωντανό τον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού. Ο ένοικος του Κρεμλίνου, Βλαντίμιρ Πούτιν, δείχνει προετοιμασμένος για αυτό το σενάριο, ξέροντας πως η όποια εναλλακτική των κρατών-μελών της Ε.Ε. θα υπολείπεται της ρωσικής – ένα πολύτιμο όπλο στα χέρια της Μόσχας που μπορεί να κραδαίνει την απειλή της διακοπής της ροής ανά πάσα στιγμή, ωθώντας τις τιμές των προϊόντων σε αύξηση και οδηγώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ύφεση.
Επιπλέον, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή κρίση, η αμερικανική είναι σε σημαντικό βαθμό επιθυμητή από τις ομοσπονδιακές τραπεζικές αρχές που στην αγωνία τους να βάλουν “φρένο” στον πληθωρισμό αύξησαν το κόστος του χρήματος – τάση που συμπληρώνεται από το ισχυρό δολάριο, το οποίο επιβραδύνει τις αμερικανικές εξαγωγές.
Την ίδια γραμμή ακολουθεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα μέτρο αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι η γερμανική “ατμομηχανή” βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ύφεσης.
Αν και μια ύφεση στο Βερολίνο δεν μεταφράζεται αυτομάτως και ως ύφεση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πόσο εύρωστες μπορεί να παραμείνουν οι οικονομίες μιας σειράς χωρών που είναι συνδεδεμένες με τη γερμανική. Εξάλλου η είδηση της κατακόρυφης πτώσης της κατανάλωσης εντός Γερμανίας, τροφοδοτεί με ακόμη περισσότερο πεσιμισμό τους Γερμανούς ιθύνοντες. Υπάρχει ασφαλώς η ελπίδα ότι λιγότερο εκτεθειμένες στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες οικονομίες, όπως η ιταλική (που κατέγραψε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το περασμένο τρίμηνο, οι οποίοι και αναμένεται να συνεχιστούν λόγω τουρισμού και στο τρίτο) θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν τη ζημιά. Όμως τους φόβους για την ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης επιτείνει η αργή μετάβαση σε νέες, πιο “πράσινες” τεχνολογίες, που φαίνεται προς το παρόν να έχουν θυσιαστεί προς όφελος παραδοσιακών συνταγών, όπως ο λιγνίτης.
Το δέλεαρ της δημιουργικής καταστροφής
Υπάρχουν ασφαλώς και οι λάτρεις της ιστορίας. Όπως επισημαίνουν ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές, το σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνακόλουθες “ωδίνες” του παγκόσμιου τοκετού, από τον πληθωρισμό έως την ενεργειακή κρίση, επιταχύνουν την ανάγκη μετάβασης στο μετα-βιομηχανικό μοντέλο, που περιλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο τεχνολογικών εφαρμογών, από τη ρομποτική και την εικονική πραγματικότητα έως την τεχνολογία τροφίμων και την τεχνητή νοημοσύνη.
Υπό αυτή την έννοια, η ουκρανική κρίση λειτουργεί ως ο καταλύτης για το πέρασμα σε ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό υπόδειγμα εντός του καπιταλιστικού πεδίου, σε μια επιβεβαίωση αυτού που ο Γιόζεφ Σουμπέτερ είχε περιγράψει περίπου έναν αιώνα πριν ως “δημιουργική καταστροφή”. Σε αυτό το πλαίσιο οι αναταράξεις που βιώνει ο πλανήτης είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο που θα αντικαταστήσει προϊόντος του χρόνου το παλαιότερο.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο δυσάρεστες παράμετροι που έρχονται να αμφισβητήσουν τη νομοτέλεια αυτού του κύκλου. Η πρώτη αφορά την ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική δυναμική της συγκυρίας που δύναται να εκτρέψει τις όποιες βεβαιότητες των αναλυτών. Η δεύτερη αφορά την ταχύτητα των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης που σε μια αντιστροφή των σουμπετεριανών εννοιών αφήνουν περιθώριο μάλλον για “καταστροφική δημιουργία” παρά για το αντίστροφο.