Αστική ευθύνη δημοσίου. Θάνατος οφειλόμενος σε αυτοκτονία δια απαγχονισμού με αυτοσχέδιο βρόγχο. Δεν υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του ζημιογόνου για τους ενάγοντες αποτελέσματος και δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωσή τους.
Αριθμός απόφασης 12875/2018
ΓΑΚ ./2011
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΜΗΜΑ 19ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Φεβρουαρίου 2018, με δικαστές τους Νικόλαο Πανταζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών ΔΔ, Ιωάννη Δροσόπουλο (εισηγητή), Παναγιώτη Τσόγκα, Πρωτοδίκες ΔΔ και γραμματέα την Θέκλα Κατρή, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης την 11-2-2011
τ ω ν : 1) … και 7) … εκ των οποίων οι 2η, 3η, 4η, 5ος και 6ος παραστάθηκαν μετά του δικηγόρου Γεωργίου Πετράκη, τον οποίο διόρισαν με προφορική δήλωσή τους στο ακροατήριο, ενώ ο 7ος παραστάθηκε δια του ιδίου ως άνω δικηγόρου.
κ α τ ά τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με την, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, δήλωση της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Δήμητρας Αθανασοπούλου.
Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι που παραστάθηκαν, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται παραδεκτώς να αναγνωρισθεί, κατόπιν νομίμου μετατροπής του αιτήματος, κατ’ άρθρο 75 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, σε καθέναν από τον 1ο και 2η των εναγόντων το ποσό των 249.955 ευρώ, και σε καθέναν από τους λοιπούς ενάγοντες το ποσό των 100.000 ευρώ, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄164) και 932 του Α.Κ., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του …, υιού των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφού των λοιπών εναγόντων, για τον οποίο ευθύνονται, κατά τους ισχυρισμούς τους, τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Ασφαλείας Ιλίου.
2. Επειδή, κατόπιν του θανάτου του . στις 7-8-2014 (σχετ. η επίσημη μετάφραση του με αρ. πρωτ. ./8-12-2017 εγγράφου του Συμβολαιογράφου της Πρεμετής .), μετά την άσκηση της αγωγής, η παρούσα δίκη πρέπει να διακοπεί, κατ’ άρθρο 141 του Κ.Δ.Δ., ως προς το πρόσωπο του πρώτου ενάγοντος και να διαταχθεί η συνέχισή της από τους νόμιμους κληρονόμους αυτού, τη σύζυγό του . και τα τέκνα του ., σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά έγγραφα (σχετ. η επίσημη μετάφραση του ./12-12-2017 πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης του Ληξιαρχείου Πρεμετής και η επίσημη μετάφραση του ./7-12-2017 πιστοποιητικού νόμιμης κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου της Πρεμετής .).
3. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Π.Δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζει ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, με την οποία θεσπίζεται ευθύνη προς αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, συνάγεται ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η ένδικη πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη, δηλ. να παραβιάζεται με αυτήν κανόνας δικαίου, ο οποίος τίθεται είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη της διοίκησης, εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδότησης νόμου, προκειμένου να προστατεύσει ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 2622/2014, 1585/2009, 2531/2007 κ.α.). Ωστόσο, η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. συντρέχει, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και της αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 5/2011, 1670/2011 και 926/2009). Επιπλέον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση της μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή από παραλείψεις οφειλόμενων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών, εφόσον αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών. Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση αστικής ευθύνης του Δημοσίου για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψη υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΣτΕ 2898/2014, 2622/2014, 5/2011, 23/2005). Κατά την έννοια της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ., εφόσον συντρέχει η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή ευθύνη του Δημοσίου, εφαρμόζεται, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, κατ’ αναλογίαν η διάταξη του άρθρου 932 εδαφ. γ΄ του Αστικού Κώδικα (Σ.τ.Ε. 3457, 2727, 2320/2003), με την οποία ορίζεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, (Α.Π. 816/2003, ΣτΕ 3230/1998), στην οποία περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς, μεταξύ των οποίων οι γονείς, οι αδελφοί, λόγω ψυχικής οδύνης.
4. Επειδή, εξάλλου, στο π.δ. 141/1991 (Α’ 58), ορίζεται στο άρθρο 66 ότι: «1. Ένοπλη φρουρά κρατητηρίου διατάσσεται πάντοτε αν κρατείται μεγάλος αριθμός κρατουμένων ή κρατείται υπόδικος ή δράστης σοβαρού αδικήματος ή κατάδικος. 2. Η δύναμη και σύνθεση της Φρουράς του κρατητηρίου είναι ανάλογη με τον αριθμό και την επικινδυνότητα των κρατουμένων, την ασφάλεια των κρατητηρίων και τις υπηρεσιακές συνθήκες. 3. Σε υπηρεσίες με μικρό αριθμό προσωπικού η φρούρηση των κρατουμένων μπορεί να ανατίθεται στο γραφειοφύλακα ή τον υπαξιωματικό υπηρεσίας. 4. Εάν το κρατητήριο δεν πληροί τους όρους της ασφαλούς κράτησης ή η υπάρχουσα δύναμη δεν επαρκεί για τη φρούρηση των κρατουμένων, ο διοικητής της Υπηρεσίας οφείλει να παίρνει τα ενδεικνυόμενα από τις περιστάσεις μέτρα, δεσμεύοντας στην ανάγκη τους κρατουμένους για να προλάβει απόδραση, αυτοκτονία ή τραυματισμό τους. 5. Οι αστυνομικοί της φρουράς κρατητηρίου: α… δ. Ευθύνονται για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των κρατουμένων…» και στο άρθρο 67 ότι: «1. Δεσμοφύλακας ορίζεται στις Υποδιευθύνσεις και Τμήματα Μεταγωγών – Δικαστηρίων και σε υπηρεσίες που έχουν μεγάλο αριθμό κρατουμένων… 4. Ο δεσμοφύλακας έχει τα ακόλουθα καθήκοντα: α … γ. Αφαιρεί από τους κρατουμένους που εγκλείονται στο κρατητήριο τα χρήματα, τιμαλφή και οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα των οποίων η εισαγωγή στα κρατητήρια απαγορεύεται και τα παραδίδει στον αξιωματικό υπηρεσίας. δ. Είναι υπεύθυνος για την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων της φρουράς των κρατητηρίων … ιστ. Ελέγχει και ερευνά τα είδη που παραδίδονται στους κρατουμένους από του επισκέπτες και δικαιούται, όταν το κρίνει εύλογο, να διατάξει την ενέργεια σωματικής έρευνας στους επισκέπτες των κρατουμένων … κβ. Απομονώνει και δεσμεύει κατάλληλα τους τοξικομανείς κρατουμένους που εκτρέπονται εξ αιτίας της έλλειψης ναρκωτικών για να προλάβει αυτοκτονία η αυτοτραυματισμό τους. Προκειμένου για τοξικομανείς για τους οποίους δημιουργείται κίνδυνος της ζωής τους από την έλλειψη ναρκωτικών, αναφέρει στον αξιωματικό υπηρεσίας για να κληθεί ιατρός, ο οποίος είναι αρμόδιος να χορηγήσει η όχι τα απαιτούμενα κατά περίπτωση φάρμακα … 5. Σε όσες Υπηρεσίες η κίνηση των κρατουμένων δεν επιβάλλει τον ορισμό δεσμοφύλακα, τα καθήκοντά του εκτελούνται από τον υπαξιωματικό ή αξιωματικό υπηρεσίας…».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, στα οποία περιλαμβάνονται η από 30-11-2007 έκθεση πορίσματος ένορκης διοικητικής εξέτασης και η από 10-12-2008 έκθεση πορίσματος συμπληρωθείσης ένορκης διοικητικής εξέτασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 14-4-2007 και περί ώρα 19.30 συνελήφθησαν από αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας (Τ.Α.) Ιλίου ο ., ηλικίας 20 ετών, και η . κατηγορούμενοι για ληστεία και κλοπές κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και για παράβαση του ν. 3459/2006 «Κώδικας Νόμων για ναρκωτικά». Στις 2.00 ώρα της 15-4-2007, μετά την ολοκλήρωση της προανάκρισης, κρατήθηκαν στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα (Α.Τ.) προκειμένου το πρωί της ίδιας ημέρας να οδηγηθούν ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα. Τους κρατούμενους παρέλαβε ο Αστ/κας ., που εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας, ο οποίος αφού προέβη, όπως ισχυρίζεται, στη σωματική τους έρευνα και στον έλεγχο του χώρου των κρατητηρίων, τους ενέκλεισε σε χωριστά κρατητήρια στο ισόγειο του κτιρίου. Το πρωί της 15-4-2007 οι δύο κρατούμενοι οδηγήθηκαν από τους Αρχ/κες . και . στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών και στην συνέχεια στον 8ο Τακτικό Ανακριτή, ο οποίος ζήτησε τη συνέχιση της κράτησής τους και την επαναπροσαγωγή τους στις 17-4-2007. Περί ώρα 12.55 της ίδιας ημέρας, οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν πάλι στο Α.Τ. Ιλίου και επανεγκλείστηκαν στα κρατητήρια από τους συνοδούς αρχιφύλακες παρουσία του πρωινού Αξιωματικού Υπηρεσίας, αστυφύλακα .. Στις 14.00 ώρα ο εν λόγω αστυφύλακας αντικαταστάθηκε στα καθήκοντά του από τον Ανθυπαστυνόμο ., ο οποίος εκτέλεσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας κατά το 8ωρο 14.00 – 22.00 με βοηθό τον Αστυφύλακα .. Ο κρατούμενος ., μετά τον επανεγκλεισμό του, ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και ζητούσε επίμονα να επικοινωνήσει με τους γονείς του, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο διότι ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών και υπέφερε από στερητικό σύνδρομο. Ο αστυφύλακας . τηλεφώνησε στον πατέρα του και λίγο αργότερα μετέβη στο Τμήμα η μητέρα του κρατουμένου, ., η οποία του πήγε τρόφιμα και ζήτησε από τους αστυνομικούς να μάθει το λόγο κράτησής του. Επειδή δεν ήταν ώρα επισκεπτηρίου επανήλθε στις 16.00 ώρα φέρνοντας στον κρατούμενο ρούχα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της υπήρξε μεγάλη ένταση στη μεταξύ τους συνομιλία, η οποία έγινε στα Αλβανικά, και ο κρατούμενος εξοργισμένος της πέταξε τα ρούχα που του είχε πάει. Η μητέρα του αποχώρησε, λέγοντας στους αστυνομικούς να μην τη ξαναενοχλήσουν. Στις 17.15, ο Ανθυπαστυνόμος ., ικανοποιώντας το αίτημα του . να εξετασθεί από ιατρό λόγω του στερητικού συνδρόμου, κάλεσε τη κοινή περιπολία του Τ.Α. ʼνω Λιοσίων και Τ.Α. Ζεφυρίου (Αστυφύλακες .), η οποία τον μετέφερε στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών. Αφού του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, επέστρεψε περί ώρα 19.30 στα κρατητήρια του Α.Τ. Ιλίου. Επίσης, παραδόθηκαν στους αστυνομικούς 3 δισκία καταπραϋντικά προκειμένου να χορηγηθούν στον κρατούμενο μετά από ένα οκτάωρο (σχ. η από 1-5-2007 αναφορά του Ανθυπαστυνόμου .). Τον ενέκλεισαν στο κρατητήριο ο αξιωματικός υπηρεσίας Ανθυπαστυνόμος . με τη βοήθεια του Αστυφύλακα ., απογευματινό σκοπό του Α.Τ. Ιλίου, καθώς ο αστυφύλακας . είχε αποχωρήσει για εκτέλεση άλλης υπηρεσίας. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο κρατούμενος παρακαλούσε τον αξιωματικό υπηρεσίας να του δώσει και τα υπόλοιπα χάπια που του είχαν χορηγηθεί από το νοσοκομείο για τη νυχτερινή του δόση, ενώ παράλληλα συνομιλούσε με τη συγκρατούμενη φίλη του. Περί ώρα 20.30 ο Ανθυπαστυνόμος ., κατά τον έλεγχο που έκανε στα κρατητήρια, παρατήρησε ότι ο . κοιμόταν βαθιά και όταν του φώναξε δεν απάντησε. Σε νέο έλεγχο που διενήργησε μετά από μισή ώρα, είδε ότι συνέχιζε να κοιμάται. Όταν στις 21.30 ώρα ο Αστυφύλακας ., ο οποίος αναλάμβανε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας κατά τις ώρες 22.00 – 06.00, μετέβη με τον απογευματινό σκοπό Αστυφύλακα . στο χώρο των κρατητηρίων για την παραλαβή και τον έλεγχο των κρατουμένων, διαπίστωσαν ότι ο . είχε απαγχονιστεί με αυτοσχέδιο βρόγχο που είχε φτιάξει με ιμάντα από τσαντάκι μέσης, τον οποίο είχε δέσει στο σιδερένιο κιγκλίδωμα που βρίσκεται στην οροφή του προθαλάμου των κρατητηρίων. Αντιλαμβανόμενοι ότι ο αυτόχειρας ήταν ακόμη ζεστός έκαψαν με αναπτήρα τον ιμάντα προκειμένου να τον απελευθερώσουν και να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Κατά τη πτώση του συνεπεία της κοπής του ιμάντα, οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να τον συγκρατήσουν με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του στα κάγκελα του χώρου, ο οποίος βρίσκεται θαλάμου και του αριστερού κελιού. Στην προσπάθειά τους να τον επαναφέρουν, του έκανα μαλάξεις ειδοποιώντας ταυτόχρονα το ασθενοφόρο οι γιατροί του οποίου διαπίστωσαν ότι ήταν νεκρός. Από την προανάκριση για την αυτοκτονία του εν λόγω κρατουμένου προέκυψε ότι το τσαντάκι που χρησιμοποίησε ο αυτόχειρας δεν ήταν δικό του, αλλά πιθανότατα ανήκε σε προηγούμενο κρατούμενο. Σύμφωνα δε και με την ./16-4-2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του Ιατροδικαστή ., κατά τη διενέργεια της οποία παρέστη ως τεχνικός σύμβουλος ο Ιατροδικαστής ., δεν βρέθηκαν τραύματα πάλης ή αμύνης και ως αιτία θανάτου αναφέρεται ο απαγχονισμός. Επίσης, από την ./23-10-2007 εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών προέκυψε ότι τα ούρα του θανόντος περιείχαν μεκονίνη, κωδεΐνη, μορφίνη, παπαβερίνη (οπιούχα παράγωγα) καθώς και καφεΐνη και παρακεταμόλη (αναλγητικά φάρμακα). Περαιτέρω, με το 89/2009 πρακτικό του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας επιβλήθηκε η ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση διάρκειας ενός μηνός στους . για το λόγο ότι δεν επέδειξαν τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια ώστε να ανευρεθούν τυχόν αντικείμενα πρόσφορα να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των κρατουμένων, με αποτέλεσμα να μην εντοπισθεί το τσαντάκι μέσης το οποίο είχε εισαχθεί στα κρατητήρια υπό άγνωστες συνθήκες. Τέλος, το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, με το ./2011 πρακτικό, απάλλαξε τον . λόγω παραγραφής, ενώ έκρινε αθώους τους λοιπούς εγκαλουμένους.
6. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά αναπτύσσεται με το επ’ αυτής νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει σε καθέναν από τον 1ο και 2η των εναγόντων το ποσό των 249.955 ευρώ, και σε καθέναν από τους λοιπούς ενάγοντες το ποσό των 100.000 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ και 932 ΑΚ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη την οποία υπέστησαν λόγω του θανάτου του ., υιού των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφού των λοιπών εναγόντων, εξαιτίας παρανόμων παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου σχετικά με την κράτησή του. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι « … Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες απεβίωσε ο υιός και αδελφός μας είναι αδιευκρίνιστες, καθώς ουδέποτε παρουσίαζε αυτοκτονικές τάσεις, ούτε η βαρύτητα του αδικήματος για το οποίο συνελήφθη θα δικαιολογούσε σε καμία περίπτωση την απόφαση να θέσει τέλος στη ζωή του … Είναι απορίας άξιο το πώς επετράπη στον συλληφθέντα να διατηρήσει στην κατοχή του μέσα στα κρατητήρια σχοινί, με το οποίο θα μπορούσε να αυτοτραυματιστεί, ενώ αποτελεί πάγια πρακτική η απομάκρυνση κατόπιν σωματικού ελέγχου στους συλληφθέντες αντικειμένων, τα οποία θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και τη σωματική τους ακεραιότητα. Ταυτόχρονα το γεγονός ότι ένας κρατούμενος αποπειράθηκε, εάν αυτό αληθεύει, να θέσει τέλος στη ζωή του και οι αστυνομικοί φρουροί το αντιλήφθηκαν όταν πλέον ήταν αργά μόνο ως εγκληματική παράλειψη μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι κυριολεκτικά αδιανόητο να προβαίνει ένας κρατούμενος σε όλες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες προκειμένου να απαγχονιστεί και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της προετοιμασίας του να μη γίνεται αντιληπτός από κανέναν … Το οδυνηρό γεγονός του θανάτου του υιού και αδελφού μας μάς έχει στιγματίσει … ενώ ποτέ δε μας δόθηκε μία απάντηση για τις συνθήκες και τα κίνητρα του θανάτου του υιού μας, ο οποίος είτε πρόκειται για αυτοκτονία είτε για εγκληματική ενέργεια βαρύνει τα αστυνομικά όργανα του Τ.Α. Ιλίου. Εξάλλου, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζητά να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή, την οποία αρνείται, διότι ουδεμία παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του έλαβε χώρα, με συνέπεια να εκλείπει η βασική προϋπόθεση της διάταξης του 105 ΕισΝΑΚ καθώς και ο απαιτούμενος αιτιώδης μεταξύ νόμιμου λόγος ευθύνης και ζημίας. Ειδικότερα, το εναγόμενο υποστηρίζει ότι : α) ο . προέβη αυτοβούλως στην πράξη αυτοχειρίας, β) κατά τη διάρκεια της κράτησής του έτυχε ιδιαιτέρως καλής μεταχείρισης (μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, του επετράπη η επικοινωνία με τους οικείους του, είχε συνεχή επαφή και με τους αστυνομικούς και με τη φίλη του που βρισκόταν σε διπλανό χώρο), γ) δεν αντιμετώπιζε κάποια ιδιαιτέρως μεγάλη κατηγορία που θα τον απειλούσε με μακροχρόνια φυλάκιση και δ) ο αυτόχειρας ουδέποτε είχε παρουσιάσει σχετικό ψυχολογικό ιστορικό (αυτοκτονικές τάσεις), γεγονός που συνομολογούν οι ενάγοντες, ούτε από την εν γένει συμπεριφορά του κατά την κράτηση του προέκυψαν ενδείξεις ότι σκόπευε να αφαιρέσει τη ζωή του.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο θάνατος του . οφείλεται σε αυτοκτονία δια απαγχονισμού με αυτοσχέδιο βρόγχο που είχε φτιάξει με ιμάντα από τσαντάκι μέσης, β) ο θανών δεν παρουσίαζε αυτοκτονικές τάσεις, γεγονός που συνομολογείται και από τους ενάγοντες, ενώ ούτε από την εν γένει συμπεριφορά του κατά την κράτηση στο Α.Τ. Ιλίου προέκυψαν ενδείξεις ότι σκόπευε να αφαιρέσει τη ζωή του, γ) οι αστυνομικοί υπάλληλοι τον μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το στερητικό σύνδρομο από το οποίο έπασχε, κρίνει ότι η ως άνω φερόμενη ως παράνομη και ζημιογόνα συμπεριφορά των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου (μη εντοπισμός του θύλακος μέσης) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του θανάτου του αυτόχειρα, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, καθώς ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα αυτόβουλης ενέργειας του, συνεπεία της ιδιαίτερης και υποκειμενικής αντιμετώπισης της κατάστασής του από τον ίδιο. Επομένως, δεν υφίσταται, στην προκειμένη περίπτωση, ο από το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αξιούμενος πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του ζημιογόνου για τους ενάγοντες αποτελέσματος και δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωσή τους. Τούτο διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθοριστικός παράγων για την αντικειμενικά μη προβλέψιμη ενέργεια αυτοχειρίας του Λεονάρντ Καλτσά υπήρξε η βούλησή του και όχι το μέσον (εφόσον η συγκεκριμένη πράξη μπορούσε να έχει διαπραχθεί και με τεμάχιο κλινοσκεπάσματος ή ενδύματος) οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόντων τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Το Δικαστήριο, όμως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ ΚΔΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– Απορρίπτει την αγωγή.
– Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΘΕΚΛΑ ΚΑΤΡΗ