Δικαίωση δανειοληπτών έφερε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ακύρωσε προηγούμενη δικαστική κρίση για έκδοση διαταγής καταβολής χρεών.
Νέο δικαστικό μπλόκο για πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, αυτή τη φορά με ένα νέο επιχείρημα επέφερε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Πρόκειται για την απουσία από τη δικογραφία των απαιτούμενων εγγράφων, βάσει των οποίων προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη.
«Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει o δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλομένους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα» σημειώνεται.
«Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της ουσιαστικής απαίτησης με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων, καθώς αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής» προστίθεται.
Πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών: Η απόφαση του Δικαστηρίου
«Μόνο το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αναγράφηκε ότι λήφθηκε υπόψη το έγγραφο της από 14.10.2009 πρόσθετης πράξης δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι τούτο υφίστατο πράγματι εντός της δικογραφίας, ενόψει και της από 04.04.2019 βεβαίωσης του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι απουσιάζει από τον φάκελο αυτό» αναφέρεται.
«Επιπρόσθετα, δεν προκύπτει, καταρχάς, ότι το επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή ως σχετικό υπ’ αριθμ. 12 των από 23.03.2022 προτάσεων της ταυτίζεται με την από 14.10.2009 πρόσθετη πράξη και ιδίως ότι ευρίσκεται αυτό εντός του φακέλου της δικογραφίας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ενόψει του ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν προσεκόμισε σχετική βεβαίωση του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου. Ούτε, άλλωστε, τούτο προσκομίζεται ως αντίγραφο εκ του ευρισκόμενου στη δικογραφία πρωτότυπου εγγράφου, ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής γίνεται αναφορά ότι άπαντα τα επικαλούμενα έγγραφα προσκομίζονται σε πρωτότυπη μορφή» τονίζεται.
Αντιθέτως, επισημαίνεται στην απόφαση «το γεγονός ότι η καθ’ ης η ανακοπή προσκομίζει αυτό δίχως τη σχετική βεβαίωση του Γραμματέα ενδεικνύει την απουσία του από τον φάκελο της σχετικής δικογραφίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση προβολής λόγου ανακοπής που αφορά στις τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ήτοι όπως εν προκειμένω ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του, τότε δεν καθίσταται αντικείμενο της δίκης η ύπαρξη ή μη της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, δεδομένου ότι με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Ούτε, άλλωστε, αρκεί η στην παρούσα δίκη προσκομιδή του προαναφερθέντος εγγράφου, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλλόμενης διαταγής πληρωμής, για να αρθεί η ως άνω τυπική έλλειψη».
Και το Δικαστήριο καταλήγει: «Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται, εν προκειμένω, να αιτιολογήσουν οι ανακόπτοντες με ποιον τρόπο επηρεάζεται η ύπαρξη της οφειλής τους από την απουσία του ως άνω εγγράφου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή. Κατόπιν τούτων, κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν συνέτρεχε η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της απόδειξης της ύπαρξης και του ύψους της καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει και της φύσης της πρόσθετης πράξης ως σχετιζόμενης με το όριο υπεραναλήψεων, και, επομένως, πρέπει, λόγω του διαδικαστικού αυτού απαραδέκτου, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ./2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, γενομένου δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της ανακοπής παρέλκει η εξέταση των έτερων λόγων ανακοπής».