ΑΠΟΦΑΣΗ
Stanislav Lutsenko (αρ. 2) κατά Ουκρανίας της 15.09.2022 (αρ. προσφ. 483/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εκδικητική συμπεριφορά φυλακών σε βάρος κρατουμένου μετά από επιτυχημένη έκβαση προσφυγής του στο ΕΔΔΑ.
Ο προσφεύγων εξέτιε ποινή κάθειρξης 13 ετών, έχοντας καταδικαστεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Όσο ήταν στην φυλακή, εργαζόταν ως μάγειρας, συνέχιζε τις πανεπιστημιακές του σπουδές και είχε επαινεθεί για την διαγωγή του. Κατέθεσε την πρώτη του προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης. Η προσφυγή έγινε δεκτή και ως αντίποινα, η διεύθυνση των φυλακών αποφάσισε την μεταγωγή του σε άλλο κατάστημα κράτησης που απείχε πάνω από 1.000 χιλιόμετρα από την οικογένεια του, επέβαλε σε αυτόν απομόνωση 10 ημερών, και απαγόρευσε τις επισκέψεις στην οικογένεια του. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Το Στρασβούργο επισήμανε, όπως έχει παγιωθεί στη νομολογία του, ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, οι κρατούμενοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, εκτός από το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία .
Διαπίστωσε ότι κυρώσεις που υπέστη ο προσφεύγων ήταν «αβάσιμες και ακατανόητες», δεν είχαν νομική βάση και δεν ήταν αιτιολογημένες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
Αντιθέτως, το Στρασβούργο απέρριψε το μέρος της προσφυγής που αφορούσε το άρθρο 18 ( όρια στην χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα) και το άρθρο 34 για το δικαίωμα ατομικής αναφοράς, ως αβάσιμες γιατί δεν προσκομίστηκαν επαρκή στοιχεία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 18,
Άρθρο 34
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Stanislav Nikolayevich Lutsenko, είναι Ουκρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1977 και ζει στη Makiyivka (Ουκρανία).
Η υπόθεση αφορούσε τη μεταχείριση του προσφρυγοντος από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους των φυλακών, ιδίως τα εικαζόμενα αντίποινα, μετά από θετική απόφαση του ΕΔΔΑ σε προηγούμενη προσφυγή που είχε καταθέσει (Lutsenko κατά Ουκρανίας, αρ. προσφ. 30663/04).
Τα αντίποινα σε βάρος του περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μεταγωγές σε τρεις διαφορετικές φυλακές και πειθαρχικές κυρώσεις.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), το άρθρο 18 (περιορισμός στη χρήση περιορισμών επί των δικαιωμάτων), και το άρθρο 34 (δικαίωμα ατομικής αναφοράς), ο προσφεύγων συγκεκριμένα, κατήγγειλε ότι η διαβίωσή του στη φυλακή επηρεάστηκε αρνητικά από τα φερόμενα αντίποινα των αρχών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(α) Γενικές αρχές
Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει καθιερωθεί ότι κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους, οι κρατούμενοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, εκτός από το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία.
Η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» είναι ευρεία και δεν υπόκειται σε εξαντλητικό ορισμό, μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να καλύπτει την ηθική και σωματική ακεραιότητα του ατόμου, η οποία με τη σειρά της μπορεί να επεκταθεί σε καταστάσεις που καλύπτουν στερήσεις της ελευθερίας. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το άρθρο 8 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρέχει προστασία σε σχέση με τις συνθήκες κατά τη διάρκεια της κράτησης που δεν φθάνει το επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για παραβίαση του άρθρου 3. Οποιαδήποτε παρέμβαση στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 8, εκτός εάν είναι «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκει έναν νόμιμο στόχο σύμφωνα με την παράγραφο 2 και είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» με την έννοια ότι ήταν ανάλογη με τους στόχους που επιδιώκονταν να επιτευχθούν.
(β) Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα υπόθεση
Άρθρο 8
Τα επίμαχα μέτρα είχαν επηρεάσει την καθημερινή ζωή του προσφεύγοντος στη φυλακή με πολύ σημαντικό τρόπο. Για παράδειγμα, δεν του επιτρεπόταν πλέον να επωφεληθεί από την υφ’ όρον απόλυση ή να επισκεφθεί την οικογένεια του, να έχει χρήματα ή να φορέσει πολιτικά ρούχα. Συνεπώς, το άρθρο 8 ίσχυε και τα μέτρα που είχαν επιβληθεί, συνιστούσαν παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή. Το Δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει εάν η παρέμβαση ήταν νόμιμη.
Όσον αφορά τις πειθαρχικές κυρώσεις και την επιβολή αυστηρού καθεστώτος φυλάκισης, σημειώθηκε ότι, αμέσως πριν από τη δημοσίευση της απόφασης του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων είχε επαινεθεί από τη σωφρονιστική αρχή σε πολλές περιπτώσεις για την καλή του συμπεριφορά και είχε τεθεί σε ηπιότερο καθεστώς κράτησης. Στη συνέχεια (μετά την έκδοση της απόφασης) ωστόσο, είχε τοποθετηθεί σε κελί απομόνωσης για μια περίοδο από 10 έως 15 μέρες για παραβάσεις των κανόνων της φυλακής και στη συνέχεια αντιμετώπισε αρνητική αλλαγή στις συνθήκες κράτησής του γιατί μεταφέρθηκε σε φυλακή με αυστηρότερο καθεστώς. Η ισχύουσα εσωτερική νομοθεσία είχε προβλέψει ότι η αλλαγή στις φυλακές ήταν δυνατή μόνο σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης των κανόνων της φυλακής. Η Κυβέρνηση δεν είχε ισχυριστεί ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά του προσφεύγοντος που είχε οδηγήσει στην επιβολή αυστηρότερου καθεστώτος (απουσία από τον χώρο εργασίας και κατοχή κινητού τηλεφώνου) συνιστούσε παραβίαση κατά την έννοια της ισχύουσας νομοθεσίας.
Όσον αφορά τις μεταγωγές μεταξύ των φυλακών, ο προσφεύγων είχε αρχικά εκτίσει την ποινή του, σε φυλακή που βρισκόταν 18 χλμ. από το σπίτι του. Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, ωστόσο, μεταξύ 2009 και 2011 είχε μεταφερθεί σε τρεις διαφορετικές φυλακές, που βρίσκονταν σε απόσταση μεταξύ 72 και 1.390 χιλιομέτρων από το σπίτι του. Σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, οι μεταγωγές επιτρέπονταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Το μόνο διαθέσιμο έγγραφο που αφορούσε τις κυρώσεις και τις μεταγωγές ήταν η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου τον Μάιο του 2011 που διέταξε την υφ’ όρον αποφυλάκιση του προσφεύγοντος για πρώτη φορά. Περιέγραψε τις κυρώσεις ως «αβάσιμες και ακατανόητες» και υπογράμμισε τον εξαιρετικό χαρακτήρα των μεταγωγών. Είχε επίσης δηλώσει ότι ο εισαγγελέας είχε ακυρώσει τις κυρώσεις ως προκατειλημμένες και αβάσιμες και ότι, αργότερα, ο διευθυντής ενός καταστήματος κράτησης ακύρωσε τις κυρώσεις μετά από εσωτερική εξέταση, η οποία είχε αποδείξει ότι ήταν παράλογες και μη νόμιμες. Αν και η απόφαση είχε ακυρωθεί για άγνωστους λόγους και η υπόθεση είχε παραπεμφθεί για νέα εξέταση, η εγκυρότητα των αποφάσεων του εισαγγελέα και του προϊσταμένου των φυλακών δεν είχε επηρεαστεί. Μετά την παραπομπή, το εθνικό δικαστήριο διέταξε εκ νέου την αποφυλάκιση του προσφεύγοντος με βάση τους επαίνους του για καλή συμπεριφορά, τη θετική του στάση απέναντι στην εργασία και τις σπουδές και την έλλειψη οποιωνδήποτε δυσμενών σχολίων από τη διοίκηση της τέταρτης φυλακής σχετικά με τη συμπεριφορά του ή την τήρηση των κανόνων της φυλακής. Η απόφαση αυτή δεν ανέφερε ότι τα πορίσματα της απόφασης του Μαΐου 2011 ήταν εσφαλμένα.
Τα παραπάνω ήταν επαρκή για να συμπεράνει το Δικαστήριο ότι οι επίμαχες πειθαρχικές κυρώσεις, που οδήγησαν στην επιβολή αυστηρότερου καθεστώτος φυλάκισης, και οι αποφάσεις για επανειλημμένες μεταγωγές του προσφεύγοντος σε άλλες φυλακές, δεν είχαν νομική βάση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση (ομόφωνα) του δικαιώματος σεβασμού της προσωπικής ζωής.
Άρθρο 18
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18, ότι υποβλήθηκε σε αντίποινα ενώ βρισκόταν στη φυλακή εξαιτίας της επιτυχούς έκβασης της προσφυγής του στο ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο απέρριψε αυτή την καταγγελία ως προδήλως αβάσιμη γιατί τόσο οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος όσο και της Κυβέρνησης δεν διέθεταν επαρκείς λεπτομέρειες για το θέμα, εμποδίζοντας το Δικαστήριο να εξετάσει και να αποφασίσει για την επίμαχη μεταχείριση.
Άρθρο 34
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι είχε υποβληθεί σε αντίποινα από τις σωφρονιστικές αρχές μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην προσφυγή του με αρ. 30663/04.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς των διαδίκων και τα πορίσματά του βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εξέτασε τα κύρια νομικά ζητήματα που τέθηκαν στην παρούσα αίτηση και ότι δεν χρειάζεται να δοθεί χωριστή απόφαση για το παραδεκτό και το βάσιμο της καταγγελίας του άρθρου 34.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 850 ευρώ για έξοδα και δαπάνες
(επιμέλεια echrcaselaw.com).