Περίληψη
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε.
Ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη.
Η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτής, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας (ΑΠ 1096/2018, ΑΠ 766/2018, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε και τελικά τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 3 Ν. 3899/2010, ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: “Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας”. Κατά δε την παρ. 4 του ιδίου άρθρου “Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης”. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του “σύστημα εκ περιτροπής εργασίας”, μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ’ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι:
α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη,
β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014),
γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και
δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο “αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας”, προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής “συστήματος εκ περιτροπής εργασίας”, αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ’ της παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014).
Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ’ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ’ άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν. 1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ’ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας) (ΑΠ 1318/2019, ΑΠ 697/2018, ΑΠ 470/2018).
Αριθμός 1044/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Θεόδωρο Μαντούβαλο – Εισηγητή, Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία – Μαρίνα Καΐτσα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Α. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλενα Χατζάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/11/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 4491/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσας εταιρεία με την από 8/5/2018 αίτησή της και τους από 16/7/2019 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 8-5-2018 και με αριθ. κατάθεσης 4489/387/9-5-2018 αίτηση αναίρεσης και τους από 16-7-2019 και με αριθ. κατάθεσης 64/25-7-2019 πρόσθετους λόγους, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 4491/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την από 18-2-2014 έφεση και τους από 23-2-2017 πρόσθετους λόγους έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 37/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 23-11-2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της εργοδότριας αυτού εναγομένης -αναιρεσείουσας, αναγνώρισε ότι η από μέρους της εναγομένης μονομερής επιβολή στον ενάγοντα συστήματος εκ περιτροπής εργασίας μιας ημέρας την εβδομάδα είναι άκυρη, αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να τον απασχολεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης όπως πριν και αναγνώρισε εν μέρει, ενώ υποχρέωσε αυτή κατά το υπόλοιπο, να του καταβάλει τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας έως 31-1-2013. Η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1, 569, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτοί (ΚΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (ΚΠολΔ 577 § 3).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ.
Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη. Η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτής, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας (ΑΠ 1096/2018, ΑΠ 766/2018, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 940/2015). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε και τελικά τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 3 Ν. 3899/2010, ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: “Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας”. Κατά δε την παρ. 4 του ιδίου άρθρου “Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης”. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του “σύστημα εκ περιτροπής εργασίας”, μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ’ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι: α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο “αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας”, προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής “συστήματος εκ περιτροπής εργασίας”, αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ’ της παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014).
Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ’ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ’ άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν. 1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ’ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 Ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας) (ΑΠ 1318/2019, ΑΠ 697/2018, ΑΠ 470/2018).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ. Ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλομΑΠ 1/1999, ΟλομΑΠ 24/1992).Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το Εφετείο, επί των κρισίμων ζητημάτων, δέχθηκε επί λέξει τα εξής: “… Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία έχοντας ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την παραγωγή και πώληση φαρμακευτικών σκευασμάτων, συμπληρωμάτων διατροφής και καλλυντικών, στις 24-8-2009 προσέλαβε τον εφεσίβλητο, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί στην επιχείρησή της, με την ειδικότητα του ιατρικού επισκέπτη και τοποθετήθηκε προϊστάμενος του τμήματος πωλήσεων. Το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε πλήρες, από Δευτέρα έως και Παρασκευή από ώρα 8:00 έως 16:00 και ο μηνιαίος συμβατικός μισθός του στο ποσό των 2.602,07 ευρώ, καταβλητέος εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα που ακολουθεί το μήνα στον οποίο θα προσέφερε την εν λόγω εργασία … Μολονότι ο ενάγων εκτελούσε επιμελώς τα καθήκοντά του, η εκκαλούσα δεν επανέφερε τον μηνιαίο μισθό του στο αρχικό συμβατικό ποσό των 2.602,07 ευρώ, αλλά κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2012 εξακολούθησε να του καταβάλει το μειωμένο μισθό των 2.133,70 ευρώ, τον μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους του κατέβαλε το ποσό των 620,66 ευρώ και για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και τις πρώτες είκοσι ημέρες του Ιουνίου του ίδιου έτους, δεν του κατέβαλε κανένα χρηματικό ποσό. Η εκκαλούσα, στις 20-6-2012 όφειλε στον εφεσίβλητο για δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό ποσό, των 9.857,01 ευρώ [936,74 ευρώ ως υπόλοιπο μισθού Ιανουαρίου και Φεβρουάριου 2012, (2.502,07 – 2.133,70 = 468,37 Χ 2) + 1.981,41 ευρώ, ως υπόλοιπο μισθού Μαρτίου 2012 (2.602,07 – 620,66) + 2.602,07 ως μισθός Απριλίου 2012 + 2.602,07 ως μισθός Μαΐου 2012 + 1.734,72 ευρώ για το τμήμα του μισθού που αντιστοιχεί στις είκοσι πρώτες ημέρες του μηνός Ιουνίου 2012),το οποίο συνεχίζει να του οφείλει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα, τον Ιούνιο του έτους 2012, επικαλούμενη περιορισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, επέβαλε μονομερώς, στον εφεσίβλητο και σε άλλους 17 υπαλλήλους της, που απασχολούσε κυρίως, ως ιατρικούς επισκέπτες στο τμήμα πωλήσεων, σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, μιας ημέρας την εβδομάδα, η διάρκεια του οποίου ορίστηκε από 11-6-2012 έως 31-12-2012. Ειδικότερα, στον εφεσίβλητο, επιδόθηκε από τον δικαστικό επιμελητή Ε. Ζ., με επιμέλεια της εκκαλούσας, στις 15-6-2012, το από 7-6-2012 έγγραφο με τίτλο “…”, σύμφωνα με το οποίο η τελευταία, επικαλούμενη την αυξανόμενη οικονομική της δυσχέρεια και την διενέργεια, στις 6-6-2012, διαβούλευσης και ενημέρωσης, του γνωστοποίησε την μονομερή απόφασή της να τον θέσει σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, από 11-6-2012 έως 31-12-2012, ότι θα εργάζεται μία ημέρα την εβδομάδα και θα λαμβάνει τις αντίστοιχες αποδοχές για εργασία μιας ημέρας την εβδομάδα, χωρίς όμως να του προσδιορίσει την ημέρα της εβδομάδας που θα εργάζεται. Την απόφαση αυτή έλαβε η εκκαλούσα χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 εδ. δ’ του ν. 1892/1990 … όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 3 Ν. 3899/2010, ήτοι, χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρησή της, ή έστω με το σύνολο των εργαζομένων στη τμήμα πωλήσεων αυτής, ενόψει του ότι δεν λειτουργούσε συνδικαλιστική οργάνωση ή συμβούλιο εργαζομένων στην επιχείρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του ν. 1767/1988. Συγκεκριμένα, δεν πραγματοποιήθηκε ενημέρωση και διαβούλευση κατά τον κατάλληλο χρόνο, τρόπο και περιεχόμενο, καθώς, δεν έγινε ενημέρωση και διαβούλευση σχετικά με την πρόσφατη και την πιθανή εξέλιξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης της εκκαλούσας καθώς και σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση και τα μέτρα πρόληψης για την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας που απειλούνται, ούτε διαβιβάστηκαν στους εργαζόμενους, πριν από τη διαβούλευση, τα αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να ενημερωθούν για τον πρόσφατο περιορισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και δεν δόθηκε στους εργαζόμενους ο κατάλληλος χρόνος προετοιμασίας για διαβούλευση. Η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τον ισχυρισμό της αυτόν επαναφέρει ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι πραγματοποιήθηκε ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρησή της και για την απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού, επικαλείται και προσκομίζει την από 5-6-2012 έγγραφη ανακοίνωση διαβούλευσης και το από 6-6-2012 πρακτικό διαβούλευσης. Στην ανωτέρω ανακοίνωση, το περιεχόμενο της οποίας, από κανένα από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, δεν προκύπτει ότι έλαβε γνώση ο ενάγων, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται τον τρόπο γνωστοποίησης του περιεχομένου της στους εργαζόμενους και στον ενάγοντα, η εκκαλούσα αναφέρει ότι γνωστοποιεί στους εργαζόμενους ότι την Τετάρτη 6-6-2012 και ώρα 9:00 στα γραφεία της εταιρείας, τα οποία βρίσκονται στις …, επί της οδού …, η εταιρεία θα προβεί σε διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων της, προς ενημέρωση αναφορικά με ανακύπτοντα οικονομικά και εργασιακά θέματα τα οποία έχουν ως ακολούθως: 1) Περιορισμός εργασιών της εταιρείας και επακόλουθη οικονομική κρίση αυτής, 2) Λήψη μέτρων και τρόπων αντιμετώπισης της ως άνω κρίσης (μετατροπή διαθεσιμότητας σε εκ περιτροπής εργασία, παροχή εκ περιτροπής εργασία και άλλα συναφή). Επίσης, στο ανωτέρω πρακτικό, το οποίο φέρει τις υπογραφές μόνο 32 από τους 150 εργαζόμενους που απασχολούσε τότε η εκκαλούσα, στους οποίους (32 εργαζόμενους) δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που τέθηκαν σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, αναφέρεται η ανωτέρω ανακοίνωση για διαβούλευση και επιλέξει ότι: “Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης ο εργοδότης αναφέρθηκε αναλυτικά στη σημερινή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης η οποία είναι αποτέλεσμα της μείωσης του κύκλου εργασιών αυτής παρουσιάζοντας στους εργαζόμενους τα οικονομικά στοιχεία που αποδεικνύουν την συνεχή μείωση του κύκλου εργασιών της εταιρείας. Κατόπιν οι εργαζόμενοι ζήτησαν και έλαβαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και διευκρινίσεις επί των ανωτέρω. Μετά τα παραπάνω και αφού επακολούθησε ανταλλαγή απόψεων, ο εργοδότης ενημέρωσε τους εργαζόμενους για την απόφασή του να θέσει σε εκ περιτροπής εργασία μέρος των εργαζομένων της εταιρείας με έναρξη εφαρμογής την 11-6-2012 και ότι θα εκδώσει απόφαση με το περιεχόμενο αυτό την οποία και θα κοινοποιήσει στους αρμόδιους φορείς”. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι, δεν ενημερώθηκαν όλοι οι εργαζόμενοι για την επικείμενη διαβούλευση, η ενημέρωση των εργαζόμενων δεν ήταν συγκεκριμένη με διαβίβαση στοιχείων ως προς την πρόσφατη και πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης στην επιχείρηση και ειδικότερα του τμήματος των πωλήσεων, καθόσον η πλειοψηφία των εργαζόμενων που τέθηκε σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας ήταν του τμήματος αυτού, ούτε επακολούθησε σοβαρή συζήτηση επί των ανωτέρω θεμάτων κατά τη διαβούλευση. Επομένως, η μονομερής, από μέρους της εκκαλούσας, συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως του αν συνέτρεχε η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής (εκκαλούσας) είναι άκυρη και συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή επέμβαση της εργοδότριας στο περιεχόμενο της εργασιακής σύμβασης και συγκεκριμένα, μερική απασχόληση, η οποία δεν μπορούσε να επιβληθεί μονομερώς, χωρίς τη συναίνεση του εφεσίβλητου και της έγγραφης κατάρτισης αυτής. Έτσι, επήλθε μονομερής βλαπτική για τον εφεσίβλητο μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης την οποία αυτός απέκρουσε ρητά επιδίδοντας στην εργοδότριά του, στις 21-6-2012 την από 20-6-2012 εξώδικη δήλωση, με την οποία διαμαρτυρήθηκε για την ακυρότητα της θέσης αυτού σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας και δήλωσε ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του λόγω μη καταβολής των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών του με αποτέλεσμα, έκτοτε η εκκαλούσα να είναι υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του και να οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.683,92 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 21-5-2012 έως 31-1-2013 … Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε παραδεκτά από την εκκαλούσα, … τον οποίο επαναφέρει με τον τέταρτο και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της έφεσης, ότι το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας ασκήθηκε καταχρηστικά κατ’ άρθρο 281 ΑΚ από τον εφεσίβλητο, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, μέχρι την άσκηση της επίσχεσης εργασίας, ήταν μακράς χρονικής διάρκειας, οι αποδοχές αυτές, που αποτελούσαν το μοναδικό εισόδημα του εφεσίβλητου, ενόψει της οικογενειακής κατάστασης αυτού, ο οποίος ήταν έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, η δε σύζυγός του ήταν άνεργη και σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ήταν αναγκαίες για την αντιμετώπιση των βιοτικών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του, η επίσχεση, ενόψει του ότι ο εκκαλών είχε ήδη τεθεί σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας μιας ημέρας την εβδομάδα, δεν προξένησε δυσβάσταχτη ζημία στην εκκαλούσα, όπως αυτή αβάσιμα υποστηρίζει, καθώς, αν ήταν καίρια η θέση του ως προϊσταμένου του τμήματος πωλήσεων, όπως ισχυρίζεται η τελευταία, δεν θα μείωνε τον χρόνο εργασίας του σε μία ημέρα την εβδομάδα. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι οικονομικές δυσχέρειες της εκκαλούσας δεν αίρουν την υπερημερία της ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του εφεσίβλητου, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αξιόχρεη και αξιόπιστη εργοδότρια, ούτε αυτή επικαλέστηκε συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ούτε ότι η οφειλή αυτών είναι δικαιολογημένη από απρόβλεπτες περιστάσεις και αντιξοότητες τέτοιας έκτασης που να δικαιολογούν την καθυστερημένη και μη εξ ολοκλήρου καταβολή τους…”. Και με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κρίνοντας ορθή την πρωτοβάθμια απόφαση που δέχθηκε την αγωγή, απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που άσκησε η εκκαλούσα -αναιρεσείουσα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του ΑΚ (άρθρα 648, 656, 325, 329, 353, 281) και αυτές των Ν. 2190/1920, 1892/1990, 1767/1988 και του Π.Δ. 240/2006. Ειδικότερα, το Εφετείο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ανέλεγκτα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 325 (σε συνδ. 329, 353, 648, 656) & 281 ΑΚ, απορρίπτοντας ως αβάσιμη τη σχετική ένσταση της αναιρεσείουσας ότι το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας του αναιρεσίβλητου λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 20-6-2012 ποσού 9.857,01 € ασκείται καταχρηστικά, καθόσον σύμφωνα με τα αποδειχθέντα, η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών ήταν μακράς χρονικής διάρκειας, οι αποδοχές αυτές ήταν το μοναδικό εισόδημα του αναιρεσίβλητου που ήταν έγγαμος, πατέρας ενός ανήλικου τέκνου και σύζυγο άνεργη και σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η επίσχεση, ενόψει του ότι ο αναιρεσίβλητος είχε τεθεί σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας μιας ημέρας την εβδομάδα, δεν προξένησε δυσβάστακτη ζημία στην αναιρεσείουσα, οι οικονομικές δε δυσχέρειες της αναιρεσείουσας δεν αίρουν την υπερημερία ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων και δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα ήταν αξιόχρεη και αξιόπιστη εργοδότρια, ούτε επικαλέστηκε συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της ή ότι η οφειλή αυτών είναι δικαιολογημένη από απρόβλεπτες περιστάσεις και αντιξοότητες τέτοιας έκτασης που να δικαιολογούν την καθυστερημένη και μη εξ ολοκλήρου καταβολή τους. Επομένως ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης και πρώτος πρόσθετος λόγος (υπό στοιχ. 5.1) εκ του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης, το Εφετείο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ανέλεγκτα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 Ν. 1892/1990, του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988, έκρινε μη νόμιμη τη μονομερή εκ μέρους της αναιρεσείουσας επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αφού δέχεται ότι δεν προηγήθηκε από αυτήν ενημέρωση και διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρησή της, ενόψει του ότι δεν λειτουργούσε συνδικαλιστική οργάνωση ή συμβούλιο εργαζομένων στην επιχείρηση, σχετικά με την πρόσφατη και την πιθανή εξέλιξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης στην επιχείρηση και τα μέτρα πρόληψης για την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας που απειλούνται, ούτε διαβιβάστηκαν στους εργαζόμενους, πριν τη διαβούλευση, τα αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να ενημερωθούν για τον πρόσφατο περιορισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και δεν δόθηκε στους εργαζόμενους ο κατάλληλος χρόνος προετοιμασίας για διαβούλευση. Επομένως ο περί του αντιθέτου δεύτερος πρόσθετος λόγος (υπό στοιχ. 5.2) εκ του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και συνεπώς δεν στερείται νόμιμης βάσης, ως προς το ζήτημα της υπερημερίας της αναιρεσείουσας περί την αποδοχή της εργασίας του αναιρεσίβλητου, κατά την επιδίκαση σ’ αυτόν του ποσού των 21.683,92 €, ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 21-5-2012 έως 31-1-2013, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα κατέστη υπερήμερη και οφείλει στον αναιρεσίβλητο τους εν λόγω μισθούς υπερημερίας, επειδή δεν του κατέβαλε τις οφειλόμενες ως άνω δεδουλευμένες αποδοχές του, δυνάμει της από 20-6-2012 εξώδικης δήλωσης του αναιρεσίβλητου που της επέδωσε την 21-6-2012, με την οποία της δήλωσε ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του. Επομένως ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης εκ του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τα λοιπά υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα στους παραπάνω δύο λόγους αναίρεσης και δύο πρόσθετους, πλήττουν την ουσία της υπόθεσης, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη και επομένως κατά το μέρος αυτό οι λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Τέλος, ο τρίτος πρόσθετος λόγος (υπό στοιχ. 5.3), εκ του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 Ν. 2112/1920 και του Ν. 1892/1990 εδέχθη ότι η μη νόμιμη εκ περιτροπής εργασία που επέβαλε η εταιρεία της δικαιολογούσε στον αναιρεσίβλητο την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι το Εφετείο δέχεται ως ιστορική και νομική αιτία της επίσχεσης εργασίας, την εξακολουθητική και μακρόχρονη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα (και όχι λόγω της εκ περιτροπής εργασίας).
Μετά από όλα αυτά και μη προβαλλομένου με την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους ετέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και αιτείται την καταδίκη αυτή (ΚΠολΔ 176, 183, 189 § 1, 191 § 2), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-5-2018 και με αριθ. κατάθεσης 4489/387/9-5-2018 αίτηση και τους από 16-7-2019 και με αριθ. κατάθεσης 64/25-7-2019 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4491/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ