Δημοσιεύθηκε στις : [ 23-09-2022 ]
ΑΠ 216/2020
Συμβάσεις μεταξύ αθλητών υδατοσφαίρισης και αθλητικού σωματείου που δεν διατηρεί τμήμα αμοιβόμενων αθλητών (ΤΑΑ)
Απόφαση 216 / 2020 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις του ν. 2725/1999 προκύπτει ότι ο Νομοθέτης διακρίνει μεταξύ αφενός αθλητών με αμοιβή ή επαγγελματιών αθλητών, οι οποίοι είναι αντίστοιχα εκείνοι που παρέχουν αντί αμοιβής τις αθλητικές τους υπηρεσίες στα αθλητικά σωματεία που διατηρούν τμήμα Αμειβομένων Αθλητών ή στις Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρίες δυνάμει συμβάσεων ρητώς χαρακτηριζομένων ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και διεπομένων από τις διατάξεις της εργατικής Νομοθεσίας και αφετέρου ερασιτεχνών αθλητών, οι οποίοι εντάσσονται στη δύναμη ενός αθλητικού σωματείου, είτε ως μέλη του είτε με τη σύναψη συμβάσεως με αυτό, που στόχο έχει τη δια της παροχής των αθλητικών τους υπηρεσιών ανάπτυξη του οικείου αθλήματος και η οποία διέπεται από τις διατάξεις του καταστατικού ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας.
Ο χαρακτηρισμός δηλαδή ενός αθλητή ως επαγγελματία ή ερασιτέχνη εξαρτάται από τον κλάδο άθλησης στον οποίο ανήκει, καθόσον δεν είναι όλοι οι κλάδοι οργανωμένοι σε επίπεδο επαγγελματικού αθλητισμού και περαιτέρω από το ποιός είναι αντισυμβαλλόμενός του στη συναπτόμενη σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών. Έτσι, έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή αθλητικών υπηρεσιών διεπομένη από τις διατάξεις της εργατικής Νομοθεσίας μπορεί να συναφθεί μόνον μεταξύ αθλητή και ΤΑΑ αθλητικού σωματείου ή ΑΑΕ σε κλάδο άθλησης που με υπουργική απόφαση έχει οργανωθεί σε επίπεδο επαγγελματικού αθλητισμού (άρθρα 59 του ανωτέρω Νόμου), καθόσον μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται από το νόμο ή κατάρτιση τέτοιας σύμβασης. Η σύμβαση αντίθετα μεταξύ αθλητή του Αθλητικού Σωματείου που δεν διατηρεί ΤΑΑ, συνάπτεται στα πλαίσια του ερασιτεχνικού αθλητισμού και δεν έχει το χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, αλλά πρόκειται για ιδιόμορφη σύμβαση στην οποία, κατά τις επιταγές του ανωτέρω Νόμου, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του καταστατικού του σωματείου ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας.
Με τη σύμβαση αυτή εγκύρως μπορεί να συμφωνηθούν (361 ΑΚ) οικονομικές ή άλλες παροχές προς τον αθλητή, οι οποίες όμως δεν μεταβάλουν το χαρακτήρα της και δεν την καθιστούν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν αποτελούν οικονομικά ανταλλάγματα προς αυτόν, όπως αντίθετα ισχύει με την αμοιβή στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία δίνεται ως οικονομικό αντάλλαγμα για την παροχή από τον αθλητή των αθλητικών του υπηρεσιών, αλλά συνιστούν, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ενίσχυση του σωματείου προς τον αθλητή για την υποστήριξη της αθλητικής του δραστηριότητας και την επίτευξη της κατά το δυνατό καλύτερης απόδοσής του και περαιτέρω την δι’ αυτής καλλιέργεια της ανάπτυξης του οικείου αθλήματος, στην οποία αποβλέπουν αντιστοίχως και οι εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του αθλητή (τήρηση προγράμματος προπόνησης συμμόρφωση με τις οδηγίες του προπονητή κλπ). Η ανωτέρω δηλαδή συνδέουσα τον ερασιτέχνη αθλητή με το αθλητικό σωματείο έννομη σχέση δεν αποβλέπει σε υλικό όφελος, αλλά στην αθλητική ενασχόληση από ελευθεριότητα του πρώτου και την καλλιέργεια του οικείου αθλήματος από το δεύτερο, η δε τυχόν συμφωνηθείσα οικονομική παροχή προς τον αθλητή αποκλειστικό σκοπό έχει να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του στόχου και σε καμία περίπτωση ο ερασιτέχνης αθλητής δεν μπορεί να είναι εργαζόμενος- μισθωτός του σωματείου στο οποίο παρέχει τις αθλητικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως του ύψους των οικονομικών ανταλλαγμάτων του λαμβάνει.
Η συναπτόμενη μεταξύ αθλητή υδατοσφαίρισης και αθλητικού σωματείου, που δεν διατηρεί τέτοιο τμήμα, σύμβαση δεν φέρει το χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας κατά την έννοια των άρθρων 85 και 86 του ν. 2725/1999, αλλά πρόκειται για την προαναφερόμενη ιδιόμορφου χαρακτήρα σύμβαση που διέπεται από το Καταστατικό του Σωματείου, ο δε αθλητής δεν είναι μισθωτός απασχολούμενος από το σωματείο, αλλά παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες σ’ αυτό στα πλαίσια της από ελευθεριότητα ενασχόλησης του με το οικείο άθλημα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης οικονομικών παροχών προς αυτόν που ενδεχομένως να χρησιμοποιούνται και για την κάλυψη των αναγκών βιοπορισμού του. Επομένως, στη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις εργατικού δικαίου για διαφορές νομίμων αποδοχών, επιδόματα εορτών άδειας επιδόματα αδειών (ΑΠ 1045/1997). Ούτε οι διαφορές που πηγάζουν από τη σύμβαση αυτή υπάγονται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ακολούθως, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Αριθμός 216/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Ν. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Παπαδημητρίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Αθλητικού σωματείου με την επωνυμία “……………………………..όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αικατερίνης Γιαννακοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …ς. Εκδόθηκαν η 9309/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2632/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου …ς. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-5-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Δημάκης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Η από 16-5-2018 και με αριθμό κατάθεσης 1698/2018 αίτηση αναίρεσης κατά της 2632/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου …ς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από τον ενάγοντα έφεσης κατά της 9309/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …ς, εκδοθείσας, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 8-11-2011 (με αριθμό κατάθεσης 43856/2011) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 και 144).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3).
2.
Με το Ν. 2725/1999 ο ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις όπως ισχύει τώρα, ο αθλητισμός διακρίνεται σε ερασιτεχνικό (Τμήμα Α’ άρθρο 1 έως 58) και επαγγελματικό (τμήμα Β’) άρθρα 59 έως 118). Στο άρθρο 1 του Νόμου αυτού ορίζεται ότι “Αθλητικό Σωματείο είναι η κατά τις διατάξεις του άρθρου 78 επόμ. ΑΚ ένωση φυσικών προσώπων που έχει ως κύριο σκοπό την συστηματική καλλιέργεια και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων των αθλητών της για την συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες”. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 “οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε αθλητές που δεν αγωνίζονται σε τμήμα αμειβομένων αθλητών Αθλητικού Σωματείου ή σε Αθλητική Ανώνυμη Εταιρία” (παρ.1) “Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 85 του παρόντος Νόμου, η αγωνιστική δραστηριότητα των αθλητών δεν αποτελεί άσκηση επαγγελματικής αθλητικής”. Οικονομικές ή άλλες παροχές που δίνονται από αθλητικά σωματεία ενώσεις ή ομοσπονδίες σε αθλητές, ως ενίσχυση για την υποστήριξη της αθλητικής τους δραστηριότητας, δεν αποτελούν οικονομικά ανταλλάγματα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 86 του παρόντος Νόμου. Οι σχέσεις αθλητών και Αθλητικών Σωματείων καθορίζονται από τις διατάξεις του καταστατικού ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ( παρ. 2 ). Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του ιδίου Νόμου “Με απόφαση που Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της οικείας Αθλητικής Ομοσπονδίας, μπορεί να καθορίζεται ο κλάδος άθλησης και οι κατηγορίες των αγώνων πρωταθλημάτων του, στη διεξαγωγή των οποίων επιτρέπεται η συμμετοχή αθλητών με αμοιβή. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και οι τυχόν ειδικότεροι όροι ίδρυσης και λειτουργίας ΤΑΑ και ΑΠΕ στο συγκεκριμένο κλάδο” (παρ. 1) “Για την έκδοση της πιο πάνω απόφασης λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τα οικονομικά στοιχεία βιωσιμότητας του κλάδου άθλησης, ο βαθμός και οι δυνατότητες ανάπτυξης του (παρ. 2) και του άρθρου 64 “σύσταση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας επιτρέπεται μόνο με τη μετατροπή του ΤΑΑ. Σε περίπτωση μη υπάρξεως ΤΑΑ λόγω λειτουργίας στο οικείο άθλημα ανωνύμων αθλητικών εταιριών, επιτρέπεται η σύσταση ΑΑΕ με τη μετατροπή του τμήματος ερασιτεχνών αθλητών του αθλητικού σωματείου” (παρ. 1) “Η εταιρία που συνιστάται υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Αθλητικού Σωματείου που προκύπτουν κατά περίπτωση από τη δραστηριότητα του ΤΑΔ ή του τμήματος ερασιτεχνών αθλητών”. Κατά τα λοιπά δεν επηρεάζονται η μορφή και η λειτουργία του αθλητικού σωματείου, το οποίο διατηρεί τα υπόλοιπα αθλητικά του τμήματα, συμπεριλαμβανομένου και του αντίστοιχου ερασιτεχνικού τμήματος (παρ. 2).
Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85 του ιδίου ως άνω Νόμου “Αθλητής με αμοιβή είναι εκείνος που συνδέεται με Αθλητικό Σωματείο που διατηρεί ΤΑΑ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών (παρ.1) “Κατ’ εξαίρεση αθλητής με αμοιβή ή επαγγελματίας αθλητής ανάλογα, είναι και εκείνος ο οποίος διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 94 του παρόντος Νόμου (παρ. 3) “Η πιο πάνω σύμβαση εργασίας αθλητή με αμοιβή ή επαγγελματία αθλητή διέπεται από τις διατάξεις της εργατικής Νομοθεσίας και του νόμου αυτού (παρ. 4).
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο Νομοθέτης διακρίνει μεταξύ αφενός αθλητών με αμοιβή ή επαγγελματιών αθλητών, οι οποίοι είναι αντίστοιχα εκείνοι που παρέχουν αντί αμοιβής τις αθλητικές τους υπηρεσίες στα αθλητικά σωματεία που διατηρούν τμήμα Αμειβομένων Αθλητών ή στις Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρίες δυνάμει συμβάσεων ρητώς χαρακτηριζομένων ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και διεπομένων από τις διατάξεις της εργατικής Νομοθεσίας και αφετέρου ερασιτεχνών αθλητών, οι οποίοι εντάσσονται στη δύναμη ενός αθλητικού σωματείου, είτε ως μέλη του είτε με τη σύναψη συμβάσεως με αυτό, που στόχο έχει τη δια της παροχής των αθλητικών τους υπηρεσιών ανάπτυξη του οικείου αθλήματος και η οποία διέπεται από τις διατάξεις του καταστατικού ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας.
3. Ο χαρακτηρισμός δηλαδή ενός αθλητή ως επαγγελματία ή ερασιτέχνη εξαρτάται από τον κλάδο άθλησης στον οποίο ανήκει, καθόσον δεν είναι όλοι οι κλάδοι οργανωμένοι σε επίπεδο επαγγελματικού αθλητισμού και περαιτέρω από το ποιός είναι αντισυμβαλλόμενός του στη συναπτόμενη σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών. Έτσι, έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή αθλητικών υπηρεσιών διεπομένη από τις διατάξεις της εργατικής Νομοθεσίας μπορεί να συναφθεί μόνον μεταξύ αθλητή και ΤΑΑ αθλητικού σωματείου ή ΑΑΕ σε κλάδο άθλησης που με υπουργική απόφαση έχει οργανωθεί σε επίπεδο επαγγελματικού αθλητισμού (άρθρα 59 του ανωτέρω Νόμου), καθόσον μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται από το νόμο ή κατάρτιση τέτοιας σύμβασης. Η σύμβαση αντίθετα μεταξύ αθλητή του Αθλητικού Σωματείου που δεν διατηρεί ΤΑΑ, συνάπτεται στα πλαίσια του ερασιτεχνικού αθλητισμού και δεν έχει το χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, αλλά πρόκειται για ιδιόμορφη σύμβαση στην οποία, κατά τις επιταγές του ανωτέρω Νόμου, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του καταστατικού του σωματείου ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας. Με τη σύμβαση αυτή εγκύρως μπορεί να συμφωνηθούν (361 ΑΚ) οικονομικές ή άλλες παροχές προς τον αθλητή, οι οποίες όμως δεν μεταβάλουν το χαρακτήρα της και δεν την καθιστούν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν αποτελούν οικονομικά ανταλλάγματα προς αυτόν, όπως αντίθετα ισχύει με την αμοιβή στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία δίνεται ως οικονομικό αντάλλαγμα για την παροχή από τον αθλητή των αθλητικών του υπηρεσιών, αλλά συνιστούν, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ενίσχυση του σωματείου προς τον αθλητή για την υποστήριξη της αθλητικής του δραστηριότητας και την επίτευξη της κατά το δυνατό καλύτερης απόδοσής του και περαιτέρω την δι’ αυτής καλλιέργεια της ανάπτυξης του οικείου αθλήματος, στην οποία αποβλέπουν αντιστοίχως και οι εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του αθλητή (τήρηση προγράμματος προπόνησης συμμόρφωση με τις οδηγίες του προπονητή κλπ). Η ανωτέρω δηλαδή συνδέουσα τον ερασιτέχνη αθλητή με το αθλητικό σωματείο έννομη σχέση δεν αποβλέπει σε υλικό όφελος, αλλά στην αθλητική ενασχόληση από ελευθεριότητα του πρώτου και την καλλιέργεια του οικείου αθλήματος από το δεύτερο, η δε τυχόν συμφωνηθείσα οικονομική παροχή προς τον αθλητή αποκλειστικό σκοπό έχει να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του στόχου και σε καμία περίπτωση ο ερασιτέχνης αθλητής δεν μπορεί να είναι εργαζόμενος- μισθωτός του σωματείου στο οποίο παρέχει τις αθλητικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως του ύψους των οικονομικών ανταλλαγμάτων του λαμβάνει.
Συνεπώς η συναπτόμενη μεταξύ αθλητή υδατοσφαίρισης και αθλητικού σωματείου, που δεν διατηρεί τέτοιο τμήμα, σύμβαση δεν φέρει το χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας κατά την έννοια των άρθρων 85 και 86 του ανωτέρω Νόμου, αλλά πρόκειται για την προαναφερόμενη ιδιόμορφου χαρακτήρα σύμβαση που διέπεται από το Καταστατικό του Σωματείου, ο δε αθλητής δεν είναι μισθωτός απασχολούμενος από το σωματείο, αλλά παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες σ’ αυτό στα πλαίσια της από ελευθεριότητα ενασχόλησης του με το οικείο άθλημα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης οικονομικών παροχών προς αυτόν που ενδεχομένως να χρησιμοποιούνται και για την κάλυψη των αναγκών βιοπορισμού του. Επομένως, στη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις εργατικού δικαίου για διαφορές νομίμων αποδοχών, επιδόματα εορτών άδειας επιδόματα αδειών (ΑΠ 1045/1997). Ούτε οι διαφορές που πηγάζουν από τη σύμβαση αυτή υπάγονται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ακολούθως, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με αυτή ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
4. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων στην από 8-11-2011 (με αριθμό κατάθεσης 43856/2011) αγωγή του εξέθεσε τα εξής: Το εναγόμενο αθλητικό σωματείο, διατηρεί, μεταξύ άλλων, και αθλητικό τμήμα υδατοσφαίρισης ανδρών. Με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίστηκε την 23η Ιουλίου 2009, στη …, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε να παράσχει ο ενάγων αντί αμοιβής τις αθλητικές του υπηρεσίες στην ανδρική ομάδα υδατοσφαίρισης του εναγομένου σωματείου, για χρονικό διάστημα ενός χρόνου, δηλαδή από την 23η Ιουλίου 2009 έως την 22α Ιουλίου 2010 (συν ένα χρόνο, με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο συμβαλλομένων), με αποκλεισμό της δυνατότητάς του για παράλληλη αθλητική δραστηριότητα σε άλλο αθλητικό σωματείο. Για την παροχή στο εναγόμενο των αθλητικών του υπηρεσιών, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, συμφωνήθηκε να λάβει απ’ αυτό το ποσό των 45.000 ευρώ. Απ’ αυτό το ποσό του δόθηκε ως προκαταβολή το ποσό των 9.000 ευρώ και το υπόλοιπο των 36.000 ευρώ θα ήταν καταβλητέο σε δέκα (10) μηνιαίες δόσεις, ποσού 3.600 ευρώ η καθεμιά και επί πλέον επιδόματα δώρων, αδείας και αποδοχές αδείας, καταβλητέα την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου κάθε έτους αντίστοιχα. Εκτός αυτού, με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε να του καταβάλει το εναγόμενο το ποσό των 5.000 ευρώ ως οικονομική επιβράβευση (πριμ), εφόσον η ομάδα υδατοσφαίρισης ανδρών με τη λήξη της κανονικής περιόδου του Πρωταθλήματος Α1 Εθνικής Κατηγορίας Ανδρών της αγωνιστικής περιόδου 2009-10 επιτύγχανε την κατάταξή της μέσα στις πρώτες 6 ομάδες, που θα της εξασφάλιζε την είσοδό της και τη συμμετοχή της στους αγώνες των play off του Πρωταθλήματος. Επίσης συμφωνήθηκε να του καταβάλει το εναγόμενο ως οικονομική επιβράβευση το ποσό των 5.000 ευρώ, σε περίπτωση που η ομάδα επιτύγχανε την είσοδό της και τη συμμετοχή της την περίοδο 2009-10 στους αγώνες της τελικής φάσης του Κυπέλλου Ελλάδας. Η καταβολή των πιο πάνω οικονομικών επιβραβεύσεων συμφωνήθηκε να γίνει στις 30.06.2010. Επίσης συμφωνήθηκε να του καλύπτει το εναγόμενο τη δαπάνη ενός διαμερίσματος για τη διαμονή του στη … κατά το χρονικό διάστημα της παροχής των αθλητικών υπηρεσιών του και να του παρέχει φαγητό σε εστιατόριο συνεργαζόμενο με το εναγόμενο. Ακολούθως, αφού ο ενάγων πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο, κατά τα συμφωνηθέντα, από 23.07.2009 έως 22.07.2010, το εναγόμενο, του πρότεινε, σύμφωνα με σχετικό όρο της πιο πάνω σύμβασης, την ανανέωση αυτής για ένα ακόμη χρόνο. Ο ενάγων αποδέχθηκε την πρόταση και έτσι με την από 26.07.2010 έγγραφη σύμβαση που συνήψε με το εναγόμενο, στη …, συμφωνήθηκε να παράσχει σ’ αυτό, αντί αμοιβής, τις αθλητικές του υπηρεσίες για ένα ακόμη χρόνο, δηλαδή από 26.07.2010 έως 25.07.2011 με αποκλεισμό της δυνατότητάς του για παράλληλη αθλητική δραστηριότητα σε άλλο αθλητικό σωματείο. Για την παροχή στο εναγόμενο των αθλητικών του υπηρεσιών κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (26.07.2010 έως 25.07.2011), συμφωνήθηκε να λάβει απ’ αυτό το ποσό των 37.000 ευρώ. Απ’ αυτό το ποσό του δόθηκε ως προκαταβολή το ποσό των 7.000 ευρώ και το υπόλοιπο των 30.000 ευρώ θα ήταν καταβλητέο σε δέκα (10) μηνιαίες δόσεις. Ακολούθως, από την ένταξη του ενάγοντος, με την από 23.07.2009 σύμβαση, στην ανδρική ομάδα υδατοσφαίρισης του εναγομένου σωματείου, μέχρι και τη λήξη της δεύτερης σύμβασης (25.07.2011), παρείχε σ’ αυτό τις αθλητικές του υπηρεσίες ως αθλητής υδατοσφαίρισης, κατά τους όρους της ως άνω σύμβασης, ακολουθώντας το πρόγραμμα των προπονήσεων, υπό τις οδηγίες των αρμοδίων προπονητών και συμμετέχοντας σε όλους τους αγώνες, στους οποίους ελάμβανε μέρος η ανδρική ομάδα υδατοσφαίρισης του εναγομένου (φιλικούς αγώνες προετοιμασίας, αγώνες Τουρνουά, Πρωταθλήματος και Κυπέλλου Ελλάδας, κλπ.). Από τις ως άνω δε συμφωνηθείσες αποδοχές, που υποχρεούτο, σύμφωνα με την από 26.07.2010 σύμβαση να καταβάλει το εναγόμενο στον ενάγοντα (37.000 ευρώ), κατέβαλε μόνο το ποσό των 16.000, που αφορά προκαταβολή 7.000 ευρώ και τις πρώτες 3 μηνιαίες δόσεις των 3.000 ευρώ η καθεμιά, απ’ αυτές, που έληγαν στις 30.09.2010, στις 30.10.2010 και στις 30-11-2010 και απομένει ως οφειλόμενο το ποσό των 21.000 ευρώ, που αφορά τις υπόλοιπες δόσεις. Επίσης στον ενάγοντα οφείλονται τα δώρα εορτών και οι αποδοχές αδείας ύψους 21030,87 ευρώ και τα προαναφερθέντα ποσά των οικονομικών επιβραβεύσεων ύψους 13000 ευρώ. Ακολούθως, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει νομιμοτόκως τα παραπάνω ποσά συνολικού ύψους 55030,87 ευρώ.
5. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή με την 9309/2014 απόφασή του. Ακολούθως ο ενάγων άσκησε την από 18-5-2015 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση. Οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης έχουν ως εξής: ” Οι επικαλούμενες οικονομικές παροχές, που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, δεν δύνανται να μεταβάλουν τον εν λόγω χαρακτήρα της σύμβασης αυτής σε εξαρτημένης εργασίας και δεν αποτελούν ανταλλάγματα των παρεχόμενων υπηρεσιών του αθλητή. Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι οι όποιες αξιώσεις του ενάγοντος θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να στηριχθούν σε άλλου είδους (ιδιόμορφη) σύμβαση (δηλαδή σε άλλη ιστορική και κυρίως νομική αιτία), στην οποία εφαρμόζονται, οι διατάξεις του καταστατικού του αθλητικού σωματείου ή του σχετικού ειδικού κανονισμού της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας και όχι η εργατική νομοθεσία. Η δε επικουρική βάση της αγωγής, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, το εναγόμενο οφείλει να του αποδώσει το ποσό που ωφελήθηκε από την παροχή της εργασίας του, εφόσον το ποσό τούτο θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούσε στη θέση του δυνάμει έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι, επίσης, μη νόμιμη, διότι, λόγω της ιδιότητας του εναγομένου ως ερασιτεχνικού αθλητικού σωματείου, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συνάψει έγκυρη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας με επαγγελματία ή αμειβόμενο αθλητή για το άθλημα της υδατοσφαίρισης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, ώστε να υποχρεούται να του καταβάλει δυνάμει αυτής μηνιαία αμοιβή και να εξοικονομήσει αντίστοιχη δαπάνη, απασχολώντας στη θέση του τον ενάγοντα και, ως εκ τούτου, ούτε βάσει των ανωτέρω διατάξεων δικαιούται ο ενάγων να αναζητήσει από το εναγόμενο τα συμφωνηθέντα ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ομοίως και, κατόπιν τούτου, απέρριψε την ως άνω αγωγή του ενάγοντος, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική βάση της, ως νόμω αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν με την έφεσή του κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα…”.
6. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη η συναπτόμενη μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου σύμβαση, δεν φέρει το χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας κατά την έννοια των άρθρων 85 και 86 του ανωτέρω Νόμου, αλλά πρόκειται για την προαναφερόμενη ιδιόμορφου χαρακτήρα σύμβαση, κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Κατ’ αυτήν, ο αθλητής δεν είναι μισθωτός απασχολούμενος από το σωματείο, αλλά παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες σ’ αυτό στα πλαίσια της από ελευθεριότητα ενασχόλησης του με το οικείο άθλημα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης οικονομικών παροχών προς αυτόν, που ενδεχομένως να χρησιμοποιούνται και για την κάλυψη των αναγκών βιοπορισμού του και τις οποίες δικαιούται να λάβει σύμφωνα με την μεταξύ τους σύμβαση.
Συνεπώς, το Εφετείο εκτιμώντας ορθά το περιεχόμενο της αγωγής, καθόσον αφορά όλα τα αιτούμενα κονδύλια, πλην των δώρων εορτών και επιδομάτων και αποδοχών αδείας έπρεπε να υπαγάγει την ένδικη σύμβαση στο άρθ 361 ΑΚ και να κρίνει την αγωγή ως προς τα κονδύλια αυτά ως νόμιμη, στηριζόμενη στην εν λόγω διάταξη, και ακολούθως, να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, κατά τα ανωτέρω κεφάλαια. Αντίθετα, ορθώς με την προσβαλλόμενη απορρίφτηκε ως μη νόμιμο, το κεφάλαιο που αφορά την επιδίκαση δώρων εορτών και επιδομάτων και αποδοχών αδείας, γιατί αυτά ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και συγκεκριμένα με τα άρθρα 1 Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 1 επόμ. ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει 1 Ν. 1346/1983, 3 περ. 16 Ν. 4504/1966, 8 Ν 549/1977, 1 Ν 3302/2004, που δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή. Επομένως ο πρώτος από τους λόγους της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η αναιρετική πλημμέλεια από το αρθ 559 παρ 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
9. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, πλην του κεφαλαίου, που αφορά την απόρριψη του αιτήματος για επιδίκαση δώρων εορτών και επιδομάτων αποδοχών αδείας, παρελκούσης της εξέτασης του δεύτερου λόγου αναίρεσης, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ. και να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2632/2017 απόφαση του Εφετείου …ς κατά τα προαναφερθέντα κεφάλαια ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλον δικαστή είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσίβλητο να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Ιουνίου 2019. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ