Απόφαση 987 / 2022 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ.
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (ΑΠ 630/2020, ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 630/2020, ΑΠ 258/2019).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 662, 663 του ΑΚ και 7 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, που είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δεν συνεπάγεται τη λύση της, αλλά παρέχει στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμβατικών όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες, τις οποίες ο μισθωτός του προσφέρει κατά τους όρους της σύμβασης, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει τους αντίστοιχους μισθούς.
Ο εργοδότης, όμως, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό δικαίωμά του (ΑΚ 652), μπορεί, για να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, και να συνδέσει την καταγγελία της με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών. Η καταγγελία, όμως, αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια, αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της, αντίκειται στα κριτήρια της άνω διάταξης (ΑΚ 281) και δη αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή μη από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 978/2019, ΑΠ 944/2005).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ.1 του ν. 1892/1990 (Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α 205), συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2874/ 2000 (Α 286), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010 (Α 66) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, είναι επιτρεπτή, κατά την κατάρτιση ή κατά τη διάρκεια της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας, η έγγραφη συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, που αφορά σε ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία απασχόληση του εργαζομένου, μικρότερης διάρκειας από τη κανονική, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (μερική απασχόληση), με αμοιβή, όχι κατώτερη εκείνης, που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις για τον απασχολούμενο στο κανονικό ωράριο για την ίδια εργασία και αντίστοιχη προς τις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Έτσι, κατά το νόμο, για τη συμφωνία μερικής απασχόλησης απαιτείται ο έγγραφος τύπος, ως συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης εργασίας, που αφορά τη μερική απασχόληση.
Τέτοια μερική ακυρότητα είναι απόλυτη, λαμβάνεται υπ` όψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ενώ δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση, με επίγνωση της έλλειψης του έγγραφου τύπου [άρθρα 158, 159 παρ.1, 180 ΑΚ].
Αν η έγγραφη συμφωνία για τη μερική απασχόληση δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της [όπως η προθεσμία αυτή ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης (1.4.2009)], τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας, με πλήρη απασχόληση (Η ως άνω προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών μειώθηκε σε οκτώ (8) ημέρες από την έναρξη ισχύος του ν. 3846/2010). Έτσι, δημιουργείται τεκμήριο πλήρους απασχόλησης υπέρ του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη και το οποίο (τεκμήριο) προϋποθέτει έγκυρη (έγγραφη) συμφωνία μερικής απασχόλησης και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 703/2020, ΑΠ 202/2015).
Το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό, αφού δεν ορίζεται το αντίθετο στον νόμο (άρθρ. 338 παρ.2 του ΚΠολΔ) και συνεπώς ανατρέπεται, αν αποδειχθεί ότι οι έγγραφες αυτές συμβάσεις αφορούσαν πράγματι μερική και όχι πλήρη απασχόληση (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 811/2012, ΑΠ 1097/2003).
Στο ελάχιστο, δε, περιεχόμενο της σχετικής γραπτής ατομικής σύμβασης, που αφορά μερική απασχόληση, ανήκει η ρύθμιση του χρόνου εργασίας, του τρόπου κατανομής της εργασίας και των περιόδων εργασίας, καθώς και η ρύθμιση της αμοιβής, ενώ η παροχή της εργασίας από τον μερικώς απασχολούμενο πρέπει να είναι συνεχόμενη και να γίνεται μία φορά την ημέρα (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 261/2016).
Αριθμός 987/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο – Εισηγητή, Κωνσταντίνα Νάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Π. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Ματθαίου, ο οποίος ανακάλεσε την από 14/2/2022 δήλωσή του κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μπουμπουχερόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/6/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 47/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 5935/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση και των δύο ως άνω αποφάσεων ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/4/2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552 και 553 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, η πρώτη των οποίων ορίζει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, η δεύτερη των οποίων ορίζει ότι με αναίρεση μπορεί να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων και η τρίτη των οποίων ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση συνάγεται ότι, εάν η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν μεταβιβάσθηκε στο σύνολό της στο εφετείο, σε αναίρεση υπόκειται τόσο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τις διατάξεις της που αναφέρονται στα (παραδεκτώς) μεταβιβασθέντα με την έφεση κεφάλαια, όσο και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις οριστικές της διατάξεις που αναφέρονται σε κεφάλαια που δεν μεταβιβάσθηκαν (ή μεταβιβάσθηκαν απαραδέκτως) στο Εφετείο με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 951/2019, ΑΠ 820/2017, ΑΠ 634/2017). Από δε τη διάταξη του ως άνω άρθρου 553 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ που ορίζει ειδικότερα ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών διατάξεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή και ότι αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη, συνάγεται ότι στην περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων αγωγικών αιτημάτων (κεφαλαίων) σε ένα δικόγραφο αγωγής και έκδοσης οριστικής απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επί όλων των ως άνω κεφαλαίων, αν ασκηθεί έφεση μόνο για ορισμένα από τα αιτήματα αυτά (κεφάλαια), σε αναίρεση υπόκειται κατά τα ανωτέρω η οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ως προς τα μη προσβληθέντα ή απαραδέκτως προσβληθέντα με την έφεση κεφάλαια) μόνο μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του Εφετείου για όλα τα λοιπά κεφάλαια κατά των οποίων ασκήθηκε παραδεκτά έφεση (ΑΠ 951/2019, ΑΠ 916/2013, ΑΠ 1565/2001), διότι τότε καθίσταται τελεσίδικη η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί όλων των διατάξεων αυτής και έκτοτε, συνακόλουθα, αρχίζει να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης και κατ’ αυτής (ΑΠ 362/2020, ΑΠ 951/2019, ΑΠ 916/2013). Ακόμη, με το άρθρο 566 παρ.2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Εξάλλου κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 (A’ 104) ορίζεται ότι “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48) ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους” και τέλος κατά την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν 4792/2021(A’ 54) ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″ (Β` 1194), ήτοι η 6.4.2021”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που επισκοπούνται (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά την έρευνα του παραδεκτού της ένδικης από 5.4.2021 αίτησης αναίρεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθ. καταθ. 1543/151/7.4.2021 και στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. καταθ. 30522/50/10.5.2021, η αναιρεσείουσα αναιρεσιβάλλει τις εκδοθείσες, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, α) με αριθ. 5935/29.11.2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και β) με αριθ. 47/9.1.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα με την από 22.6.2015 και με αριθ. κατάθ. 67994/2194/23.6.2015 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι στις 1.4.2009 προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη τράπεζα, της οποίας διοικητής είναι ο δεύτερος εναγόμενος, μη διάδικος στην παρούσα αναιρετική δίκη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως εξειδικευμένη νομισματολόγος σε εργασίες σχετικές με συλλογές νομισμάτων της εναγομένης τράπεζας, επί δύο (2) ημέρες την εβδομάδα, με ωράριο το ισχύον για το υπόλοιπο προσωπικό της τράπεζας, στο οποίο ήταν πλήρως ενταγμένη, υποκείμενη στις οδηγίες και τον έλεγχο των προϊσταμένων του Τμήματος Ιστορικού Αρχείου που τοποθετήθηκε, με μηνιαίες αποδοχές 1.800 ευρώ, οι οποίες στη συνέχεια ανήλθαν σε 1.900,35 ευρώ. Ότι η εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση εργασίας της στις 23.3.2015, επειδή αυτή (ενάγουσα) αρνήθηκε να συναινέσει στην ίδια εργασία και τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος με την ίδια μηνιαία αμοιβή και ότι της κατέβαλε ελαττωμένη την αποζημίωση απόλυσης, υπολογισμένη χωρίς το επίδομα ισολογισμού που λάμβανε κάθε έτος και αποτελούσε μέρος των συμβατικών της αποδοχών και ότι της οφείλει και διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών συνολικού ύψους 717,75 ευρώ. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη, διότι 1) της καταβλήθηκε ελαττωμένη η αποζημίωση απόλυσης, αφού δεν συμπεριελήφθη στον υπολογισμό της το ετήσιο επίδομα ισολογισμού, 2) παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης αφού δεν συνέτρεξε κανένας από τους περιοριστικούς λόγους απόλυσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των Υπαλλήλων της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ο οποίος εφαρμόζεται και στην περίπτωσή της και 3) ως καταχρηστική, καθώς έγινε για λόγους εκδίκησης και συγκεκριμένα, επειδή αυτή (ενάγουσα) αρνήθηκε σθεναρά να συναινέσει σε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της και ειδικότερα στην αύξηση των ημερών εργασίας της με μείωση των μηνιαίων αποδοχών της και του ασφαλιστέου μισθού της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, όπως παραδεκτώς περιόρισε το αίτημά της με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 23.3.2015 απόλυσής της, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδέχονται στο μέλλον τις προσφερόμενες υπηρεσίες της, με τους ίδιους όρους εργασίας, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 5.701,05 ευρώ ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την άκυρη καταγγελία (23.3.2015) έως 30.6.2015 και το ποσό των 13.302,45 ευρώ για τον ίδιο λόγο και για το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 31.1.2016, νομιμοτόκως, δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 717,75 ευρώ, ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών για τους μήνες από Ιούνιο 2009 έως Μάρτιο 2010, ε) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν το ποσό των 1.900,35 ευρώ ως μισθό υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2016 νομιμοτόκως και στ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η (επικουρικά) αναιρεσιβαλλομένη με αριθ. 47/9.1.2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, λόγω καταχρηστικότητας, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας και να της καταβάλει το ποσό των 16.635,85 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, λόγω άκυρης απόλυσης και για δεδουλευμένες αποδοχές και αναγνώρισε ότι οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ. Επί της από 7.3.2017 με αριθ. καταθ. 513604/500840/7.3.2017 έφεσης της πρώτης εναγομένης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η ως άνω υπ’ αριθ. 5935/29.11.2018 αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η έφεση ήταν τυπικά δεκτή, ότι δεν μεταβιβάσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης τα απορριφθέντα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αγωγικά αιτήματα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας α) λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και β) λόγω της παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης εξαιτίας της μη συνδρομής κανενός από τους περιοριστικούς λόγους απόλυσης που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Κανονισμού Κατάστασης Προσωπικού των μονίμων υπαλλήλων της εναγομένης τράπεζας (2η σελίδα 7ου φύλλου)και ακολούθως έγινε κατ’ ουσία δεκτή αυτή (έφεση), εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα κεφάλαια για τα οποία είχε γίνει δεκτή η από 22.6.2015 αγωγή, κρατήθηκε η υπόθεση, δικάσθηκε η αγωγή και απορρίφθηκε αυτή ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε από την έκδοση της ως άνω οριστικής απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (29.11.2018) κατέστη τελεσίδικη και η 47/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επομένως από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (30.11.2018) άρχισε να τρέχει η προθεσμία για άσκηση αναίρεσης τόσο κατά της απόφασης αυτού, ως προς τις διατάξεις της που αναφέρονται στα μεταβιβασθέντα με την έφεση κεφάλαια, όσο και της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις οριστικές της διατάξεις που αναφέρονται στις προαναφερθείσες βάσεις της αγωγής περί της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, για τις οποίες κρίθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι δεν μεταβιβάσθηκαν με έφεση σ’ αυτό. Επομένως η ένδικη αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας-εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας, που ασκήθηκε με την κατάθεσή της στις 7.4.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών και στις 10.5.2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμία του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Α 87), δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της με αριθ. 5935/29.11.2018 απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (30.11.2018) άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 30.11.2020, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξ αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 (5 μήνες) και συνολικά χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 εδ.α του ν. 4690/2020 και 83 παρ.1 εδ.α του ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης τόσο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών στις 7.4.2021 όσο και ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 10.5.2021. Συνακόλουθα η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1-2 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ.
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (ΑΠ 630/2020, ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 630/2020, ΑΠ 258/2019).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 662, 663 του ΑΚ και 7 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, που είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δεν συνεπάγεται τη λύση της, αλλά παρέχει στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμβατικών όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες, τις οποίες ο μισθωτός του προσφέρει κατά τους όρους της σύμβασης, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει τους αντίστοιχους μισθούς.
Ο εργοδότης, όμως, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό δικαίωμά του (ΑΚ 652), μπορεί, για να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, και να συνδέσει την καταγγελία της με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών. Η καταγγελία, όμως, αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια, αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της, αντίκειται στα κριτήρια της άνω διάταξης (ΑΚ 281) και δη αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή μη από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 978/2019, ΑΠ 944/2005). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ.1 του Ν. 1892/1990 (Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α 205), συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (Α 286), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010 (Α 66) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, είναι επιτρεπτή, κατά την κατάρτιση ή κατά τη διάρκεια της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας, η έγγραφη συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, που αφορά σε ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία απασχόληση του εργαζομένου, μικρότερης διάρκειας από τη κανονική, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (μερική απασχόληση), με αμοιβή, όχι κατώτερη εκείνης, που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις για τον απασχολούμενο στο κανονικό ωράριο για την ίδια εργασία και αντίστοιχη προς τις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Έτσι, κατά το νόμο, για τη συμφωνία μερικής απασχόλησης απαιτείται ο έγγραφος τύπος, ως συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης εργασίας, που αφορά τη μερική απασχόληση.
Τέτοια μερική ακυρότητα είναι απόλυτη, λαμβάνεται υπ` όψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ενώ δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση, με επίγνωση της έλλειψης του έγγραφου τύπου [άρθρα 158, 159 παρ.1, 180 ΑΚ]. Αν η έγγραφη συμφωνία για τη μερική απασχόληση δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της [όπως η προθεσμία αυτή ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης (1.4.2009)], τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας, με πλήρη απασχόληση (Η ως άνω προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών μειώθηκε σε οκτώ (8) ημέρες από την έναρξη ισχύος του ν. 3846/2010). Έτσι, δημιουργείται τεκμήριο πλήρους απασχόλησης υπέρ του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη και το οποίο (τεκμήριο) προϋποθέτει έγκυρη (έγγραφη) συμφωνία μερικής απασχόλησης και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 703/2020, ΑΠ 202/2015). Το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό, αφού δεν ορίζεται το αντίθετο στον νόμο (άρθρ. 338 παρ.2 του ΚΠολΔ) και συνεπώς ανατρέπεται, αν αποδειχθεί ότι οι έγγραφες αυτές συμβάσεις αφορούσαν πράγματι μερική και όχι πλήρη απασχόληση (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 811/2012, ΑΠ 1097/2003). Στο ελάχιστο, δε, περιεχόμενο της σχετικής γραπτής ατομικής σύμβασης, που αφορά μερική απασχόληση, ανήκει η ρύθμιση του χρόνου εργασίας, του τρόπου κατανομής της εργασίας και των περιόδων εργασίας, καθώς και η ρύθμιση της αμοιβής, ενώ η παροχή της εργασίας από τον μερικώς απασχολούμενο πρέπει να είναι συνεχόμενη και να γίνεται μία φορά την ημέρα (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 261/2016).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 19/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016). Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 854/2020, ΑΠ 113/2017). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 109/2020, ΑΠ 269/2020, ΑΠ 1388/2019, ΑΠ 1266/2017). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 1388/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996 ΑΠ 1446/2019). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 790/2020, ΑΠ 85/2020). Αντιθέτως δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1446/2019, ΑΠ 76/2016). Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 85/2020, ΑΠ 667/2018, ΑΠ 76/2016), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 771/2017). Ο ως άνω ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης, πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 56/2020, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 1193/2008) και όχι από τον αντίδικό του, διότι στη τελευταία περίπτωση λείπει από τον αναιρεσείοντα το απαιτούμενο για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, έννομο συμφέρον (ΑΠ 877/2020, ΑΠ 1392/2019, ΑΠ 1324/2018, ΑΠ 1793/2013, ΑΠ 435/2009) και αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 892/2019, ΑΠ 1305/2019, ΑΠ 739/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση” που αφέθηκε αδίκαστη νοείται όχι οποιαδήποτε αίτηση, υποβληθείσα από τους διαδίκους, κατά τη διαδρομή της δίκης, αλλά μόνο εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία (ΑΠ 1137/2020, ΑΠ 427/2020, ΑΠ 17/2017, ΑΠ 1088/2014). Τέτοια αίτηση είναι, ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και κάθε ενδίκου μέσου, όπως η έφεση (ΑΠ 427/2020, ΑΠ 1294/2018, ΑΠ 54/2017), όχι όμως, και οι επί μέρους λόγοι της τελευταίας, η μη λήψη υπόψη των οποίων, όπως προεκτέθηκε, ιδρύει τον εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 427/2020, ΑΠ 54/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του ιδίου κώδικα προκύπτει ότι στην περίπτωση που η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και μια επικουρική, και ύστερα από έφεση του εναγομένου κατά της οριστικής απόφασης που δέχθηκε τη μια βάση και απέρριψε τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνα των βάσεων που απορρίφθηκαν, εκτός εάν στην περίπτωση αυτή έχει ασκηθεί έφεση εκ μέρους του ενάγοντος (ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 994/2010). Ειδικότερα, ο ενάγων που νίκησε δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ασκήσει επικουρική έφεση ή αναίρεση ως προς τις βάσεις της αγωγής του που απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, για την περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης ή αναίρεσης του ηττηθέντος αντιδίκου του, προς αποτροπή της απόρριψης της αγωγής του ως προς όλες τις βάσεις της (ΑΠ 1239/2020, ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 2039/2014). Από τις ίδιες, όμως, ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή εν όλω ή εν μέρει βάση της αγωγής και δεν ερεύνησε τις υπόλοιπες βάσεις αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την βάση της που έγινε δεκτή, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα των μη εξετασθεισών, πρωτοδίκως, βάσεων, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος (ΑΠ 899/2021, ΑΠ 514/2020, ΑΠ 714/2018, ΑΠ 596/2017, ΑΠ 2039/2014). Η παράλειψη του εφετείου να ερευνήσει τις βάσεις αυτές, συνιστά την από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια (ΑΠ 427/2020, ΑΠ 718/2019, ΑΠ 714/2018, ΑΠ 1286/2012) αλλά και την από το αριθμό 8 του ιδίου άρθρου πλημμέλεια (ΑΠ 907/2017, ΑΠ 596/2017, ΑΠ 2039/2014), καθόσον άφησε “αίτηση” αδίκαστη και δεν έλαβε υπόψη “πράγματα”, αφού οι βάσεις της αγωγής είναι “αιτήσεις” με την έννοια του αριθμού 9 και “πράγματα” με την έννοια του αριθμού 8 (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1590/2008). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1388/2019, ΑΠ 573/2018). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον το αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής “…
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 3 της ένδικης σύμβασης η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) θα απασχολούταν τουλάχιστον δύο ημέρες εβδομαδιαίως, ενώ συμφωνήθηκαν αποδοχές ανάλογου πλήρους απασχόλησης, ενόψει της δυνατότητάς απασχόλησής της όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας ως πλήρους δηλαδή απασχόλησης, ενώ στην πράξη η σύμβαση λειτούργησε εξαρχής ως σύμβαση μερικής απασχόλησης δύο ημερών την εβδομάδα, η εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη) διερεύνησε το Φθινόπωρο του 2014 της διαθεσιμότητα της ενάγουσας να εργασθεί κατά πλήρη πλέον απασχόληση, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της επιτάχυνσης, καταγραφής, ταξινόμησης, τεκμηρίωσης κλπ των νομισματικών συλλογών της Τράπεζας, αλλά αυτή κατέστησε σαφές ότι κάτι τέτοιο θα αποδεχόταν μόνο εφόσον συνοδευόταν από ανάλογη αύξηση των μηνιαίων αποδοχών της, διαφορετικά θα θεωρούσε την αύξηση των ημερών απασχόλησής ανά εβδομάδα μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της. Εξαιτίας της άρνησής της αυτής, η εναγόμενη επιχείρησε να της επιβάλλει την μετατροπή της σύμβασης από μερικής σε πλήρη απασχόληση και μάλιστα με μειωμένες αποδοχές επικολλώντας από το Νοέμβριο του 2014 στο ΙΚΑ είκοσι πέντε (25) ένσημα, όπως και στους απασχολούμενους κατά πλήρες ωράριο εργασίας και υπολογίζοντας τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, επί μικρότερων των συμβατικά καθορισθέντων μηνιαίων αποδοχών της. Η διόρθωση στην ασφαλιστική της καρτέλα έλαβε χώρα μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής στις 18.11.2015 και μάλιστα οκτώ ολόκληρους μήνες μετά την απόλυσή της. Είναι προφανές ότι έναυσμα για τη διόρθωση υπήρξε η άσκησή της (ενν. της αγωγής) και αποτελεί μέρος της προσπάθειας της εναγομένης να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της. Στη συνέχεια δεν είχε ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους μονίμους υπαλλήλους. Της είχαν αρνηθεί να την εντάξουν στα προγράμματα φθηνότερων εισιτηρίων αστικών συγκοινωνιών και θεατρικών παραστάσεων, ενώ τις έκαναν τις μισθολογικές αυξήσεις που είχε το μόνιμο προσωπικό. Τελικά η εναγόμενη την απέλυσε εξαιτίας της άρνησής της να αποδεχθεί την πρότασή της για πλήρη απασχόλησή της και της κατέβαλε τη νόμιμη και συμψηφιστέα αποζημίωση. Η εναγόμενη ομολογεί ότι “ενόψει της άρνησης της αντιδίκου να συναινέσει σε απασχόλησή της παγίως κατά πενθήμερο… η αντίδικος ενημερώθηκε… ότι η πρώτη εξ ημών θα προέβαινε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας…” διατείνεται όμως ότι η προταθείσα τροποποίηση ήταν επιβεβλημένη, διότι ο ρυθμός προόδου της οργάνωσης των σχετικών δελτίων, της ταύτισης, ψηφιακής καταγραφής και τεκμηρίωσης των ευρισκομένων στις συλλογές της Τράπεζας νομισμάτων κλπ που αποτελούσαν αντικείμενο ευθύνης και αρμοδιότητάς της, δεν θα ολοκληρωνόταν με τους ρυθμούς αυτούς αλλά σε ένα βάθος πολλών δεκαετιών. Όμως η διάταξη του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1892/1990 ρητώς απαγγέλει την ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης όταν αυτή (καταγγελία) οφείλεται στην άρνηση του μισθωτού να αποδεχθεί την εργοδοτική πρόταση για πλήρη απασχόληση. Ανεξάρτητα πάντως από αυτό, τα (προς θεμελίωση του ισχυρισμού της για καταχρηστική από την ενάγουσα άρνηση της προταθείσας τροποποίησης) αναφερόμενα από την εναγόμενη πραγματικά γεγονότα της υποαπασχόλησης εκείνης και της ύπαρξης αυξημένων αναγκών και αναγκαιότητας για επιπλέον ώρες απασχόλησης νομισματολόγου δεν έχουν επαρκές αποδεικτικό έρεισμα καθώς θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει σε πρόσληψη νομισματολόγου και όχι σε απόλυση ήδη υπάρχοντος προσωπικού. Κατόπιν τούτου πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καταγγελία υπερβαίνει προδήλως τα αξιολογικά όρια που θέτει η ΑΚ 281 και ως εκ τούτου είναι άκυρη. Για χρηματική ικανοποίησή της είναι 1.000 ευρώ…”. Κατόπιν τούτων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, ως καταχρηστική, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, με απειλή χρηματικής ποινής και να της καταβάλει το ποσό των 16.635,85 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης κατόπιν της από 7.3.2017 έφεσης της πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, με την, επίσης, αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής : “….Με την από 01.04.2009 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα τραπεζική ανώνυμη εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη), προκειμένου να απασχοληθεί ως εξειδικευμένη νομισματολόγος στο Τμήμα Ιστορικού Αρχείου, Μουσείου και Συλλογών που είχε συσταθεί ήδη από τον Οκτώβριο του έτους 2007, για την οργάνωση, την ταύτιση και την ψηφιακή καταγραφή των αρχαίων νομισμάτων που η εναγομένη είχε στις συλλογές της, για την ψηφιακή καταγραφή στη γαλλική γλώσσα των αντικειμένων της συλλογής Πετσάλη, την οργάνωση των νομισματοθηκών μόνιμης φύλαξης των νομισματικών συλλογών, την διεκπεραίωση της εξειδικευμένης βιβλιογραφικής έρευνας, την επιμέλεια δημοσίευσης των συλλογών σε επιστημονικά περιοδικά και τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια για την προβολή των νομισματικών συλλογών. Με τον όρο 1ο της επίμαχης σύμβασης ορίστηκε ότι ‘η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να αναθέτει στο μισθωτό και κάθε άλλη σχετική εργασία εντός και εκτός του Κεντρικού Καταστήματος, εφόσον αυτή σχετίζεται με την έρευνα και προβολή της ιστορίας της Τράπεζας’. Με τον όρο 3ο ορίστηκε ότι ‘οι μηνιαίες αποδοχές της μισθωτού, η οποία θα απασχολείται επί δύο (2) τουλάχιστον ημέρες εβδομαδιαίως, ορίζεται σε ευρώ χίλια οκτακόσια 1.800, επί των οποίων θα γίνονται οι νόμιμες κρατήσεις. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο αποδοχές αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις ποσοστιαίες αυξήσεις του βασικού μισθού του μόνιμου κύριου προσωπικού της Τράπεζας, σύμφωνα με την Επιχειρησιακή Σύμβαση και τη ΣΣΕ-ΟΤΟΕ. Ρητώς συνομολογείται ότι η μισθωτός δεν δικαιούται άλλης απολαβής, παροχής ή επιδόματος εξ εκείνων που χορηγούνται ή που θα χορηγηθούν στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας, σύμφωνα με τον Οργανισμό της Εσωτερικής Υπηρεσίας και Κανονισμό της Βαθμολογικής και Μισθολογικής Τάξης των υπαλλήλων ή με βάση ειδικές εγκρίσεις από τις προβλεπόμενες ή που θα προβλέπονται από τις διατάξεις νόμου συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως, της απαριθμήσεως αυτής ούσης ενδεικτικής. Η μισθωτός παρέχει τις υπηρεσίες της σύμφωνα με το ωράριο που ισχύει για το προσωπικό της Τράπεζας, υποκείμενη στις ειδικότερες οδηγίες του εργοδότη και εντασσόμενη στο κατά την κρίση του τελευταίου κατάλληλο οργανωτικό σχήμα. Επίσης δικαιούται κατ’ έτος άδειας αναψυχής με αποδοχές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Η μισθωτός δεν εντάσσεται ούτε ανήκει στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας, δεν ασφαλίζεται στα ασφαλιστικά ταμεία της Τράπεζας, αλλά συνεχίζει την ασφάλισή της στους φορείς που ήταν μέχρι τώρα ασφαλισμένη. Η μισθωτός δεν μπορεί να επικαλεστεί τις υπέρ του μόνιμου προσωπικού διατάξεις των Κανονισμών της Τράπεζας, υποχρεούται όμως όπως, σε σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας της, το ωράριο εργασίας της κλπ να συμμορφώνεται με τους Κανονισμούς της Τράπεζας και με τις εντολές της Διοίκησης και των αρμοδίων οργάνων της’. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η άνω επίμαχη έγγραφη σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης μόνο για δύο εργάσιμες ημέρες εβδομαδιαίως, αφού παράλληλα και εν γνώσει της εναγομένης Τράπεζας, εργαζόταν τις υπόλοιπες τρεις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ωστόσο, ευθέως και σαφώς προκύπτει από το κείμενο της παραπάνω σύμβασης ότι πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, αφού στο άνω κείμενο ορίζεται ο αριθμός δύο (2) ως ελάχιστος (…επί δύο τουλάχιστον ημέρες εβδομαδιαίως…) και όχι ως μέγιστος αριθμός των εργασίμων ημερών, κατά τις οποίες θα απασχολείται υποχρεωτικά εβδομαδιαίως η ενάγουσα, ενώ επιφυλάχθηκε ρητώς στην εναγομένη Τράπεζα το συμβατικό δικαίωμα να της αναθέτει παρεμφερείς εργασίες και τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, κάθε φορά που προέκυπτε ανάγκη και εφόσον η παράλληλη απασχόλησή της στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού το επέτρεπε και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας της απασχόλησής της σε αυτό. Άλλωστε, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επίμαχη σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε εγγράφως και συνεπώς, εγκύρως ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης, κατά το άρθρο 38 παρ.1 του ν.1892/1990, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισής της, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση, αφού δεν γίνεται επίκληση, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι γνωστοποιήθηκε και μάλιστα εγκαίρως εντός 15 ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με το τεκμήριο του εδ.β της παρ.1 του ίδιου πιο πάνω άρθρου του ν.1892/1990. Σε κάθε λοιπόν περίπτωση, πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στην πράξη, με την ανοχή της εναγομένης Τράπεζας, λειτούργησε εξ αρχής ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης, που αφορούσε τις δύο τελευταίες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, ήτοι Πέμπτη και Παρασκευή. Δεν αναιρείται, όμως, ο χαρακτήρας της, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, που αποδείχθηκε και από το συνομολογούμενο και από την ίδια την ενάγουσα γεγονός ότι, οσάκις απαιτήθηκε, κατά τη διάρκεια της ισχύος της εν λόγω σύμβασης, η εργασία της στην εναγομένη Τράπεζα για την προετοιμασία σχετικών εκθέσεων πέραν των δύο εργασίμων ημερών εντός της εβδομάδος, αυτή (ενάγουσα) την παρέσχε χωρίς να αξιώσει πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερεργασίας ή υπερωρίας. Ούτε μπορεί να αναιρεθεί ο πιο πάνω χαρακτήρας της επίμαχης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ως πλήρους απασχόλησης, από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ενάγουσα ασφαλίστηκε στο ΙΚΑ μόνο για απασχόληση 8 ημερών μηνιαίως, ούτε ασκεί καμία επιρροή στον άνω χαρακτηρισμό το γεγονός ότι από τον Νοέμβριο 2014 έως και τον Μάρτιο 2015, είτε εκ παραδρομής όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, είτε σκοπίμως, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η τελευταία ασφαλίστηκε στο ΙΚΑ για απασχόληση 25 ημερών αντί των άνω 8 ημερών και με ασφαλιστέες αποδοχές εκ ποσού 1.773,94 ευρώ αντί εκείνου των 1.900,35 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Μάρτιο του έτους 2013 το προαναφερόμενο Τμήμα Ιστορικού Αρχείου, Μουσείου και Συλλογών της εναγομένης Τράπεζας αναβαθμίστηκε σε αυτοδύναμη Μονάδα με την ονομασία “Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος”, ενώ από τον Απρίλιο του έτους 2014, η εν λόγω Μονάδα διαρθρώθηκε σε επίπεδο Διεύθυνσης διατηρώντας τον τίτλο “Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος”. Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης αυτής, αλλά και της ανασύνταξης και του βραχυπρόθεσμου επανασχεδιασμού των υπηρεσιών των εμπλεκομένων συνεργατών του εν λόγω Κέντρου Πολιτισμού, με σκοπό την επιτάχυνση του έργου του, το φθινόπωρο του έτους 2014, ζητήθηκε από την ενάγουσα, η οποία εν γνώσει της εναγομένης Τράπεζας και με την ανοχή της, είχε παράλληλη απασχόληση και στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, να εργασθεί, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της από την επίμαχη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τις υπόλοιπες τρεις εργάσιμες ημέρες τις εβδομάδος για την επιτάχυνση των εργασιών του άνω Κέντρου. Η ενάγουσα, όμως, μολονότι εκ της ενδίκου συμβάσεως πλήρους απασχόλησης είχε υποχρέωση να παρέχει την εργασία της στην εναγομένη επί πέντε εργάσιμες ημέρες εβδομαδιαίως, αφού κατά τα προαναφερόμενα τέτοια σύμβαση είχε καταρτισθεί και σε κάθε περίπτωση, τέτοια σύμβαση τεκμαίρεται ότι καταρτίστηκε και μολονότι από τις 25.02.2013, είχε παύσει να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού επί τρεις εργάσιμες ημέρες εβδομαδιαίως, εν τούτοις, αξίωσε για την προσφορά της εργασίας της στην εναγομένη Τράπεζα και κατά τις υπόλοιπες τρεις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, ανάλογη αύξηση των μηνιαίων αποδοχών της, οι οποίες τότε είχαν ανέλθει στο ποσό των 1.900,35 ευρώ (ποσοστιαία αύξηση 3% από Ιούνιο 2009 (1.800 Χ 3%=1854) και ποσοστιαία αύξηση 2,5% από Οκτώβριο 2009 (1.854 Χ 2,5%=1.900,35). Όμως, ο τότε Διευθυντής του Κέντρου Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης Π.Π. της γνωστοποίησε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των αποδοχών της και η ενάγουσα συνέχισε για λίγους ακόμη μήνες να απασχολείται στην εναγομένη, με την ανοχή της τελευταίας, όπως και προηγουμένως, δηλαδή μόνο επί δύο (2) ημέρες εβδομαδιαίως, λαμβάνοντας τις συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές της των 1.900,35 ευρώ, ήτοι με τις παραπάνω αυξήσεις. Περαιτέρω, στις 10.03.2015 ο άνω Διευθυντής του άνω Τμήματος Π.Π. κάλεσε στο γραφείο του την ενάγουσα, παρουσία και του συνεργάτη του Κέντρου, αλλά και της ίδιας της ενάγουσας Ν.Δ., όπου της ανακοίνωσε με κόσμιο και συναδελφικό τρόπο, την επικείμενη απόλυσή της, καθώς και την αιτία της. Συγκεκριμένα, της ανακοίνωσε ότι λόγω του επαναπρογραμματισμού και των χρονοδιαγραμμάτων ολοκλήρωσης των εργασιών καταγραφής, ταξινόμησης, τεκμηρίωσης κλπ των νομισματικών συλλογών της Τράπεζας με σκοπό την επιτάχυνση των εργασιών, η εναγομένη θα προέβαινε στις 23.03.2015 σε καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της, επειδή η απασχόλησή της επί δύο μόλις ημέρες εβδομαδιαίως δεν επαρκούσε για να εξυπηρετήσει τους νέους σχεδιασμούς του Κέντρου Πολιτισμού της εναγομένης, εφόσον η ίδια αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις και να εργασθεί και τις υπόλοιπες τρεις εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα. Συγχρόνως, τη διαβεβαίωσε ότι θα διασφαλισθεί η προβολή της, αναφορικά με την εργασία που είχε ήδη επιτελέσει στην τράπεζα, η οποία τιμά την προσφορά και το έργο της. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο εν λόγω Διευθυντής, κατά την ημέρα που την ενημέρωσε για την καταγγελία της επίμαχης σύμβασης, την προσέβαλε και την υποτίμησε φωνάζοντας “αυτό που άκουσες” και “δεν συζητώ πλέον μαζί σου”. Αντίθετα, από την ένορκη βεβαίωση τόσο του ίδιου του Διευθυντή όσο και του αυτόπτου μάρτυρος Ν.Δ., προκύπτει ότι η ενημέρωση στην ενάγουσα έγινε με κόσμιο και συναδελφικό τρόπο. Ακολούθως, στις 23.03.2015 επιδόθηκε στην ενάγουσα με την 1941/23.03.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Σ. Δ. η έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της και της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 5.701 ευρώ, όπως ήδη κρίθηκε τελεσιδίκως με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά το κεφάλαιο αυτό δεν εκκαλείται. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω καταγγελία οφείλεται σε εκδικητικούς λόγους, επειδή αυτή ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της, αρνήθηκε να δεχθεί να απασχολείται όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος στην εναγομένη με τις ίδιες μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε για την απασχόλησή της επί διήμερο. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν αποδείχθηκε από την ίδια που φέρει και το σχετικό βάρος. Και τούτο διότι οι μηνιαίες αποδοχές της που είχαν διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της καταγγελίας στο ποσό των 1.900,35 ευρώ, δεν αντιστοιχούσαν σε μερική απασχόληση δύο (2) εργασίμων ημερών, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται, αλλά αντιστοιχούσαν σε απασχόληση πέντε (5) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, αφού η επίμαχη σύμβαση εργασίας της αποτελούσε τέτοια πλήρους και όχι μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και συνεπώς, αρνούμενη η ενάγουσα να προσφέρει την εργασία της στην εναγομένη με τις ίδιες συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές και κατά τις υπόλοιπες τρεις (3) εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, όχι μόνο δεν άσκησε νόμιμο δικαίωμά της, μη αρεστό στην εναγομένη, όπως αβάσιμα η ενάγουσα ισχυρίζεται, αλλά αθέτησε συμβατική της υποχρέωση έναντι της εναγομένης εργοδότριας Τράπεζας. Και είναι αλήθεια ότι η τελευταία είχε τη δυνατότητα να αξιώσει την εκ της συμβάσεως συμμόρφωση της ενάγουσας, πλην όμως, επέλεξε λόγω της άκρως εξειδικευμένης επιστημονικής εργασίας, για την οποία αυτή είχε προσληφθεί, την καταγγελία της επίμαχης σύμβασης, ώστε να αποφύγει τυχόν μείωση της ποιότητας της προσφοράς της ενάγουσας, που θα οφειλόταν στην αναμενόμενη μετά βεβαιότητας δυσαρέσκειά της από τον εξαναγκασμό της σε εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης για πενθήμερη εργασία με τις ίδιες αποδοχές και στη θέση της προσέλαβε ως νέα νομισματολόγο την Κ. Π. Γ., αφού η ανάγκη της εναγομένης για νομισματολόγο εξακολουθούσε να υπάρχει και μάλιστα αυξημένη, ήτοι για ολόκληρη την εργάσιμη εβδομάδα. Με βάση τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε από την ενάγουσα, που φέρει το σχετικό βάρος, ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας της εκ μέρους της εναγομένης είχε ως αποκλειστική ή κύρια αιτία την εκδικητικότητα, επειδή, αυτή ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της μη αρεστό στην εναγομένη, αρνήθηκε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται και ότι συνεπώς, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, με την καταγγελία της επίμαχης σύμβασης, υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος (281 ΑΚ). Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη άσκησε το διευθυντικό της δικαίωμα μέσα στα άνω όρια και προκειμένου να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησής της, κατά την προαναφερόμενη αναδιάρθρωση την υπηρεσιών της και να τη διαφυλάξει από τις προαναφερθείσες πλημμέλειες της ενάγουσας στην εκτέλεση των καθηκόντων της και προς εξάλειψη της έντασης που είχε δημιουργηθεί στον χώρο εργασίας της, αφού η τελευταία αρνείτο κατηγορηματικά να εκτελέσει και τις πέντε εργάσιμες ημέρες τα καθήκοντα που απέρρεαν από την επίμαχη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και διακινδύνευε το έργο της αναδιάρθρωσης του Κέντρου Πολιτισμού της εναγομένης και η υψηλή ποιότητα της εξειδικευμένης εργασίας την οποία όφειλε να παράσχει η ενάγουσα. Ακόμη, όμως, και αν δεν είχαν αποδειχθεί οι παραπάνω λόγοι απόλυσης που επικαλείται η εναγομένη Τράπεζα, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, τούτο δεν θα ασκούσε καμία επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από την ενάγουσα καταχρηστικής απόλυσης, αφού, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αυτή που φέρει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή της και όχι το αντίθετο, και στην προκειμένη περίπτωση, δεν απέδειξε τον σχετικό ισχυρισμό της. Εν όψει τούτων, η ένδικη αγωγή για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω καταχρηστικότητας, επειδή δηλαδή έγινε από εκδικητικότητα που οφείλεται στην άρνηση της ενάγουσας να συναινέσει σε βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας της, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και κατ’ ακολουθίαν, ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν είναι απορριπτέο και το αγωγικό αίτημα για αναγνώριση και επιδίκαση μισθών υπερημερίας. (….). Εν όψει των ανωτέρω, η ουσιαστική βασιμότητα της ιστορικής βάσης της κρινόμενης αγωγής δεν αποδείχθηκε και γι’ αυτό η αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε τα αντίθετα προς τα ανωτέρω, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και περί την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα ισχυρίζεται η εναγομένη με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσής της είναι βάσιμα και πρέπει να γίνουν δεκτά. Κατ’ ακολουθίαν, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τα κεφάλαια με τα οποία δέχθηκε την αγωγή, ως προς τα οποία προσβάλλεται, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί κατά τα αντίστοιχα μέρη η αγωγή και να απορριφθεί αυτή, ως ουσία αβάσιμη…”. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης του 1ου Τμήματος του δικογράφου (στο οποίο περιέχονται οι λόγοι αναίρεσης κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου) προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τις εκ των αριθμών 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες α) ότι δεν έλαβε υπόψη της πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και πιο συγκεκριμένα ότι, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η απόλυσή της επήλθε ως καταχρηστική αντίδραση της αναιρεσίβλητης στο γεγονός ότι αυτή απέκρουσε μονομερή βλαπτική μεταβολή που προσπάθησε να της επιβάλει η αναιρεσίβλητη λόγω της απαίτησης της να την εξαναγκάσει σε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση αντί για απασχόληση δύο ημερών εβδομαδιαίως και λόγω της απαίτησής της να της επιβάλει μονομερώς μείωση αποδοχών από 1.900,35 ευρώ το μήνα σε 1.733,94 ευρώ το μήνα, που είχε προβάλλει με την αγωγή της και είχε αναπτύξει με τις προτάσεις της, η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν καταχρηστική, κάνοντας δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία το σχετικό λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, παρέλειψε, όμως, να λάβει υπόψη της και να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτής (αναιρεσείουσας) κατά το μέρος που αντέδρασε στο μισθολογικό σκέλος της επιχειρούμενης βλαπτικής μεταβολής και β) ότι επικουρικά σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι απορρίφθηκε σιωπηρά ο ως άνω ισχυρισμός της από την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αυτή δεν έχει νόμιμη αιτιολογία, άλλως ότι έχει αντιφατική αιτιολογία ως προς την παραδοχή της ότι από το Φθινόπωρο του 2014 μετά την άρνηση αυτής (αναιρεσείουσας) να εργασθεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης συνέχισε να εργάζεται μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της (23.3.2015) μόνο δύο (2) ημέρες την εβδομάδα με καταβαλλόμενες αποδοχές ύψους 1.900,35 ευρώ (2η σελίδα 11ου φύλλου), σε σχέση με την ετέρα παραδοχή της ότι από το Νοέμβριο του έτους 2014 έως το Μάρτιο του 2015 αυτή ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ για απασχόληση 25 ημερών αντί 8 ημερών και με ασφαλιστέες αποδοχές ύψους 1.733,94 ευρώ (2η σελίδα 10 φύλλου). Ο ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της πρωτοβάθμιας απόφασης (47/2017) προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία απέλυσε την ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξαιτίας της άρνησής της ενάγουσας να αποδεχθεί την πρότασή της για πλήρη απασχόληση. Και είναι μεν αληθές ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του δέχθηκε επίσης ότι η αναιρεσίβλητη, εξαιτίας της άρνησης της αναιρεσείουσας να εργασθεί κατά πλήρη απασχόληση χωρίς αύξηση των αποδοχών της, επιχείρησε να της επιβάλει τη μετατροπή της σύμβασης της από μερική σε πλήρη απασχόληση και μάλιστα με μειωμένες αποδοχές, επικολλώντας από το Νοέμβριο του έτους 2014 είκοσι πέντε (25) ένσημα, όπως στους απασχολούμενους κατά πλήρες ωράριο εργασίας και υπολογίζοντας τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές επί μικρότερων των συμβατικά καθορισθέντων μηνιαίων αποδοχών της (και όχι ότι επιχείρησε να της καταβάλει μειωμένες αποδοχές ως αβασίμως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται) πλην, όμως, δεν έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας έγινε για λόγους εκδίκησης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης γιατί δεν δέχθηκε την κατά τα άνω μείωση των αποδοχών της, αντίθετα, όπως προεκτέθηκε, έκρινε ότι αυτή οφειλόταν στην άρνησή της να δεχθεί να εργάζεται με πλήρη απασχόληση. Σε κάθε, δε, περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέτασε τη βάση της αγωγής που στηριζόταν στην καταχρηστική άσκηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και την απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι η καταγγελία έγινε από εκδικητικότητα που οφείλεται στην άρνηση αυτής (αναιρεσείουσας) να συναινέσει στη βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εργασίας της και συνεπώς την απέρριψε σιωπηρώς και ως προς το μέρος που στηριζόταν, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, στην αντίδρασή της στη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, ως προς το μισθολογικό σκέλος τους, που επιχείρησε η αναιρεσίβλητη. Επιπρόσθετα ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, τα ως άνω αναφερόμενα στο λόγο αναίρεσης πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, πέραν του γεγονότος ότι δεν είναι κρίσιμα ως προς τη συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος, ότι, δηλαδή, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν καταχρηστική, σε κάθε περίπτωση δεν συγκρούονται μεταξύ τους και δεν αλληλοαναιρούνται, καθότι η παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα από το Φθινόπωρο του έτους 2014 συνέχισε να εργάζεται μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της για δύο (2) ημέρες την εβδομάδα λαμβάνοντας τις συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.900,35 ευρώ αφορούσε τις ημέρες εργασίας της αναιρεσείουσας και το ύψος των καταβαλλόμενων σ’ αυτή εκ μέρους της αναιρεσίβλητης μηνιαίων αποδοχών, ενώ η ετέρα παραδοχή του ότι από το Νοέμβριο του έτους 2014 έως το Μάρτιο του 2015 η αναιρεσείουσα ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ για απασχόληση 25 ημερών και με ασφαλιστέες αποδοχές ύψους 1.733,94 ευρώ αφορούσε τις ημέρες ασφάλισης της αναιρεσείουσας και το ύψος των μηνιαίων αποδοχών που δήλωνε η αναιρεσίβλητη στο ΙΚΑ ως ασφαλιστέες αποδοχές, ανεξαρτήτως του ότι τελευταίες δεν ταυτίζονταν με τις πραγματικές ημέρες εργασίας και με τις καταβαλλόμενες στην αναιρεσείουσα μηνιαίες αποδοχές.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης του 1ου Τμήματος της αίτησης η αναιρεσείουσα προσάπτει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τις εκ των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες και ειδικότερα α) τις εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτιάσεις της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης της διάταξης του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 και συγκεκριμένα ότι με τις παραδοχές της αα) ότι η από 1.4.2009 σύμβαση εργασίας της με την αναιρεσίβλητη ήταν πλήρους απασχόλησης και όχι μερικής απασχόλησης και ότι με τη διάταξη του άρθρου 3 της σύμβασης εργασίας της, με την οποία οριζόταν ότι αυτή θα εργαζόταν επί δύο (2) τουλάχιστον ημέρες εργασίας την εβδομάδα, είχε συμφωνηθεί εργασία πλήρους απασχόλησης και όχι μερικής απασχόλησης, ββ) ότι η παράλειψη της αναγγελίας της σύμβασης εργασίας της εκ μέρους της αναιρεσίβλητης στην Επιθεώρηση Εργασίας, θεωρείται αμάχητο τεκμήριο, άλλως ως υποχρεωτική κύρωση, ότι η σύμβαση εργασίας της είναι πλήρους απασχόλησης, γγ) ότι ο όρος του άρθρου 3 της σύμβασης εργασίας της περί εργασίας “κατ’ ελάχιστο 2 ημερών” την εβδομάδα συνεπάγεται συμβατική υποχρέωση αυτής (αναιρεσείουσας) να παρέχει εργασία κατά πλήρη απασχόληση, ενώ δέχθηκε αντιφατικά, με τα ανωτέρω, ότι συμφωνήθηκε ότι αυτή θα παρείχε τις υπηρεσίες της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης εφόσον υπήρχε ανάγκη, είχε τούτο ζητηθεί και απαιτηθεί από την αναιρεσίβλητη και εφόσον επέτρεπαν τέτοια απασχόληση οι άλλες εργασιακές απασχολήσεις της, ότι το διάστημα από 1.4.2009 μέχρι το έτος 2014 απασχολήθηκε για δύο (2) ημέρες την εβδομάδα γιατί δεν υπήρχε εργοδοτική ανάγκη της αναιρεσίβλητης για πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και ότι κρίνοντας ότι η επιλογή της αναιρεσίβλητης να την απολύσει δεν ήταν καταχρηστική με την παραδοχή ότι η άρνηση αυτής (αναιρεσείουσας) να εργασθεί επί πενθήμερο συνιστούσε αθέτηση συμβατικής της υποχρέωσης απέναντι στην αναιρεσίβλητη, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και με πλημμελείς και αντιφατικές αιτιολογίες τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, καθότι όφειλε να κρίνει ότι η σύμβαση εργασίας της ήταν μερικής απασχόλησης και όχι πλήρους απασχόλησης, ότι το τεκμήριο υπέρ της πλήρους απασχόλησης από την παράλειψη αναγγελίας εκ μέρους του εργοδότη στην Επιθεώρηση Εργασίας της σύμβασης μερικής απασχόλησης έχει τεθεί με στόχο την προστασία των συμφερόντων του εργαζομένου και δεν μπορεί να ερμηνευθεί σε βάρος του και ότι η επιλογή της αναιρεσίβλητης να την απολύσει ήταν καταχρηστική, γιατί έγινε επειδή αυτή (αναιρεσείουσα) αρνήθηκε τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, β) την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση ότι, ενώ θεώρησε ότι έχρηζε ερμηνείας η έγγραφη σύμβαση εργασίας της με την αναιρεσίβλητη για το αν ήταν πλήρους ή μερικής απασχόλησης, δεν προσέφυγε, όπως όφειλε, στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ και, προκειμένου να αχθεί στην κρίση της ότι αυτή ήταν πλήρους απασχόλησης, προσέφυγε σε επιπρόσθετα στοιχεία εκτός κειμένου της σύμβασης για να την ερμηνεύσει και γ) την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη της τον ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης που περιεχόταν στις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από τον οποίο προκύπτει ότι δεν υπήρχε βούληση των μερών για σύναψη σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ο ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που η αναιρεσείουσα με αυτόν προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τον περιεχόμενο στις προτάσεις της ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης από τον οποίο προκύπτει ότι δεν υπήρχε βούληση των μερών για σύναψη σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι αυτός δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα αλλά από την αναιρεσίβλητη, σε κάθε, δε, περίπτωση δεν θεωρείται “πράγμα” υπό την έννοια που προεκτέθηκε (αυτοτελής ισχυρισμός) αλλά επιχείρημα της αναιρεσίβλητης ως προς τη σχέση εργασίας της αναιρεσείουσας, ως πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Περαιτέρω, ο ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τις ως άνω εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης της διάταξης του άρθρου 38 παρ.1 του Ν. 1892/1990 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του ότι η αναιρεσίβλητη καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας γιατί αυτή αρνήθηκε να δεχθεί να απασχολείται όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος με τις ίδιες μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε για την απασχόλησή της επί διήμερο για το λόγο ότι οι μηνιαίες αποδοχές της που είχαν διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της καταγγελίας στο ποσό των 1.900,35 ευρώ, δεν αντιστοιχούσαν σε μερική απασχόληση δύο (2) εργασίμων ημερών αλλά αντιστοιχούσαν σε απασχόληση πέντε (5) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, αφού η επίμαχη σύμβαση εργασίας της αποτελούσε τέτοια πλήρους και όχι μερικής απασχόλησης και ότι αρνούμενη η αναιρεσείουσα να προσφέρει την εργασία της στην αναιρεσίβλητη με τις ίδιες συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές και κατά τις υπόλοιπες τρεις (3) εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, όχι μόνο δεν άσκησε νόμιμο δικαίωμά της, αλλά αθέτησε συμβατική της υποχρέωση έναντι της εργοδότριας τράπεζας, ότι η τελευταία άσκησε το διευθυντικό της δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησής της, κατά την προαναφερόμενη αναδιάρθρωση την υπηρεσιών της και να τη διαφυλάξει από τις προαναφερθείσες πλημμέλειες της ενάγουσας στην εκτέλεση των καθηκόντων της και προς εξάλειψη της έντασης που είχε δημιουργηθεί στον χώρο εργασίας της, αφού η τελευταία αρνείτο κατηγορηματικά να εκτελέσει και τις πέντε εργάσιμες ημέρες τα καθήκοντα που απέρρεαν από την επίμαχη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και διακινδύνευε το έργο της αναδιάρθρωσης του Κέντρου Πολιτισμού αυτής και η υψηλή ποιότητα της εξειδικευμένης εργασίας την οποία όφειλε να παράσχει η αναιρεσείουσα και ότι σε κάθε περίπτωση, και αν δεν είχαν αποδειχθεί οι παραπάνω λόγοι απόλυσης που επικαλείται η αναιρεσίβλητη, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, τούτο δεν θα ασκούσε καμία επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από την αναιρεσείουσα καταχρηστικής απόλυσης, αφού αυτή δεν απέδειξε τον σχετικό ισχυρισμό της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ.1 του Ν. 1892/1990 και 281 του ΑΚ, περιέλαβε δε σ’ αυτή πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Και είναι μεν αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας με την αναιρεσίβλητη ήταν σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης, όπως προέκυπτε από την έγγραφη σύμβαση εργασίας της και ότι στην πράξη λειτούργησε εξαρχής με την ανοχή της αναιρεσίβλητης τράπεζας ως σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης, που αφορούσε τις δύο τελευταίες εργάσιμες ημέρες Πέμπτη και Παρασκευή, καθότι η αναιρεσείουσα εν γνώσει της αναιρεσίβλητης και με την ανοχή της είχε παράλληλη απασχόληση στο Ίδρυμα Μείονος Ελληνισμού, πλην, όμως, η ως άνω παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε στο πλαίσιο εξέτασης του αγωγικού ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, επειδή αυτή δεν δέχθηκε τη βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εργασίας της από μερικής απασχόλησης σε πλήρους απασχόλησης, τον οποίο (λόγο ακυρότητας της καταγγελίας) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσία κρίνοντας ότι η εναγόμενη δεν άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της για καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Όπως, δε, προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μισθωτού εκ μέρους του εργοδότη στα πλαίσια της αποδέσμευσής του από τους δυσμενείς όρους εργασίας από μόνο το γεγονός ότι αιτία της είναι η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή των όρων εργασίας του, αλλά ελέγχεται η καταχρηστικότητα με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή αν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της, αντίκειται στα κριτήρια της άνω διάταξης (ΑΚ 281) και δη αν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων δικαιολογείται ή μη από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης ή από λόγους που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 978/2019, ΑΠ 944/2005), όπως (δικαιολογείται) στην προκειμένη περίπτωση, που κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας έγινε λόγω της άρνησης της να εργασθεί υπό καθεστώς πενθήμερης απασχόλησης, όπως όφειλε να προσφέρει την εργασία της με βάση τη σύμβαση πρόσληψής της, έστω και αν στη πράξη και με την ανοχή της αναιρεσίβλητης εργαζόταν δύο (2) εργάσιμες ημέρες καθ’ όλο το μέχρι τότε διάστημα της απασχόλησής της στην αναιρεσίβλητη, δηλαδή λόγω της άρνησής της να εργασθεί και τις υπόλοιπες τρεις (3) εργάσιμες ημέρες που συνιστούσε αθέτηση συμβατικής της υποχρέωσης. Εξάλλου, κατά το μέρος που, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι εσφαλμένα θεώρησε ως αμάχητο τεκμήριο, άλλως ως υποχρεωτική κύρωση, ότι η σύμβαση εργασίας της θεωρείται ως πλήρους απασχόλησης εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι γνωστοποιήθηκε εγκαίρως εντός 15 ημερών από την κατάρτισή της στην Επιθεώρηση Εργασίας, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, ο ως άνω λόγος κατά το μέρος αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έχοντας ήδη κρίνει ότι είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης, ως επιπρόσθετο επιχείρημα, υπέρ της ως άνω κρίσης του, δέχθηκε ότι και στην υποθετική περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι καταρτίσθηκε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης γιατί δεν αποδείχθηκε γνωστοποίησή της εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάρτισή της στην Επιθεώρηση Εργασίας και συνεπώς δεν δέχθηκε, από τη μη γνωστοποίηση αυτής, αμάχητο τεκμήριο περί ύπαρξης σχέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Επίσης, κατά το μέρος που με τον ως άνω δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλείται παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) από το Εφετείο κατά την ερμηνεία του άρθρου 3 της σύμβασης εργασίας της, με βάση την οποία έκρινε ότι η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας της ήταν πλήρους και όχι μερικής απασχόλησης, ο ως άνω λόγος είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε αμέσως ή εμμέσως κενό ή αμφιβολία στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των διαδίκων που περιέχονταν στην από 1.4.2009 σύμβαση εξηρτημένης εργασίας της αναιρεσείουσας και ειδικά κατά το μέρος που με το άρθρο 3 αυτής ορίσθηκε ότι η αναιρεσείουσα θα εργαζόταν δύο (2) τουλάχιστον ημέρες την εβδομάδα, ώστε να συντρέχει περίπτωση παραβίασης των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθότι δέχθηκε ότι από το κείμενο της ως άνω σύμβασης σαφώς και ευθέως προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση εξηρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης (ζήτημα αναγόμενο στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του). Ακόμη, κατά το μέρος που με τον ως άνω δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δέχθηκε ότι συμφωνήθηκε, βάσει της σύμβασης εργασίας της, αορίστως παροχή εργασίας για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μεταξύ δύο (2) και πέντε (5) ημερών εργασίας την εβδομάδα, κατά τη διακριτική ευχέρεια της εργοδότριας, καθότι η ως άνω ρήτρα στη σύμβαση εργασίας είναι άκυρη γιατί αντιτίθεται στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π/Δτος 156/2004 (Α 102) με το οποίο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 91/533/ΕΟΚ και της παρ.5 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, από τις οποίες προκύπτει ότι πρέπει να καθορίζεται από τον εργοδότη η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης, ο λόγος αναίρεσης, κατά το ως άνω μέρος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός, μεν, γιατί δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και αφετέρου, δε, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης πέντε (5) εργασίμων ημερών την εβδομάδα και ότι στην πράξη λειτούργησε με την ανοχή της αναιρεσίβλητης ως σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης δύο (2) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, την Πέμπτη και Παρασκευή, χωρίς να αναιρείται, όμως, ο χαρακτήρας της ως πλήρους απασχόλησης, που αποδείχθηκε και από την εργασία της αναιρεσείουσας για προετοιμασία εκθέσεων πέραν των δύο (2) εργασίμων ημερών την εβδομάδα και συνακόλουθα δεν δέχθηκε, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι είχε συμφωνηθεί χρόνος απασχόλησης της αναιρεσείουσας αορίστως μεταξύ δύο (2) και πέντε (5) ημερών την εβδομάδα. Τέλος, κατά το μέρος, που με τον ως άνω δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τις αιτιάσεις, α) ότι η αναφορά στη σύμβαση εργασίας της σε ελάχιστο και όχι σε μέγιστο αριθμό ημερών δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως συμφωνία σύμβασης εργασίας πλήρους πενθήμερης απασχόλησης την εβδομάδα, β) ότι ο όρος περί πλήρους απασχόλησης δεν ανιχνεύεται σε κάποιον όρο της σύμβασης, γ) ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε επιφύλαξη υπέρ της αναιρεσίβλητης τράπεζας να της αναθέτει εργασίες και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, δ) ότι δεν ήταν δυνατόν να σκόπευαν τα συμβαλλόμενα μέρη να καταρτίσουν σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ενώ γνώριζαν ότι η αναιρεσείουσα είχε και άλλη εργασία στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, ε) ότι δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση αν η επιπρόσθετη απασχόλησή της για την προετοιμασία εκθέσεων στα 16 χρόνια εργασίας της (προφανώς εννοεί στα 6 χρόνια εργασίας της αναιρεσείουσας) ήταν συχνή και τακτική ή έκτακτη και σπάνια και αν συνιστούσε επιπλέον ώρες ή ημέρες εργασίας, στ) ότι χωρίς απόδειξη δέχθηκε ότι για όσες φορές αυτή εργάσθηκε για περισσότερες από δύο (2) ημέρες την εβδομάδα δεν ήγειρε αξιώσεις για επιπρόσθετη αμοιβή και ότι εξ αυτού δεν θα μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η σύμβαση που τη συνέδεε ήταν πλήρους απασχόλησης, ζ) ότι είναι αντιφατική η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι δεν υπήρχε ανάγκη παροχής εργασίας επί πενθήμερο από την πρόσληψή της μέχρι του έτος 2014, σε σχέση με την ετέρα παραδοχή της ότι η σύμβαση συμφωνήθηκε ως πλήρους απασχόλησης, παραβιάζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας, η) ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης η σύμβαση εκείνη που εξαρτάται από την πλήρωση αιρέσεων, θ) ότι ο όρος “τουλάχιστον” για δύο ημέρες εργασίας την εβδομάδα στη σύμβαση εργασίας της είχε το νόημα να επιτρέπεται η πρόσθετη απασχόλησή της σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία κατά την έννοια της παρ. 11 του άρθρου 38 του Ν 1892/1990 και ι) ότι ομολογήθηκε από την αντίδικό της ότι η απόλυσή της οφειλόταν στην άρνησή της να δεχθεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εργασίας της από μερικής σε πλήρους απασχόλησης, οι ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), το μεν γιατί πλήττουν, υπό την επίκληση των εκ των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικών πλημμελειών, τις αναιρετικά ανέλεγκτες για τα πράγματα κρίσεις του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι η σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας ήταν πλήρους και όχι μερικής απασχόλησης και ότι δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της, το δε γιατί συνιστούν επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, που επίσης, δεν ιδρύουν τον εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, αλλά ούτε τον εκ του αριθμού 1 του ιδίου άρθρου για παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 573/2018). Περαιτέρω η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο κατ’ ορθή αρίθμηση (και όχι πέμπτο) λόγο αναίρεσης του 1ου Τμήματος της αίτησης, εκ των αριθμών 5 και 16 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αληθώς, όμως, εκ του αριθμών 8 και 9 του ως άνω άρθρου, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου τις πλημμέλειες ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν εκκαλείται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τις απορριφθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής της περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της λόγω α) της μη καταβολής εκ μέρους της αναιρεσίβλητης της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και β) της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης γιατί δεν συνέτρεξε για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της κανένας από τους περιοριστικά αναγραφόμενους λόγους απόλυσης του άρθρου 19 του Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των Μονίμων Υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης τράπεζας, καθότι από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης δεν προκύπτει ότι εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν οι ως άνω αγωγικές βάσεις που στήριζαν αυτοτελείς λόγους ακύρωσης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Ότι ως εκ τούτου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά παραδοχή λόγου έφεσης της αναιρεσίβλητης και την απόρριψη του λόγου αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ως καταχρηστικής, εξετάζοντας κατ’ ουσία την αγωγή, όφειλε να εξετάσει τις ως άνω μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής που στήριζαν αυτοτελείς λόγους αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι ως άνω βάσεις της αγωγής της περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της είχαν απορριφθεί από την πρωτοβάθμια απόφαση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε να τις εξετάσει καθότι αυτή (αναιρεσείουσα) ως νικήσασα διάδικος δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση ως προς το κεφάλαιο αυτό, αφού είχε γίνει δεκτό από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το αίτημά της να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ως καταχρηστική. Ο ως άνω τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως προς αμφότερα τα σκέλη του ως αβάσιμος. Ειδικότερα α) ως προς το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθότι από την επισκόπηση της πρωτοβάθμιας απόφασης (47/2017) προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε κατ’ ουσία τόσο το λόγο ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης με την παραδοχή στο αιτιολογικό της ότι η αναιρεσίβλητη κατέβαλε τη “νόμιμη” αποζημίωση απόλυσης, όσο εμμέσως και σιωπηρά και το λόγο ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης που απορρέει από το άρθρο 19 του Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των Υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι απόλυσης του μόνιμου προσωπικού της, με την παραδοχή στο αιτιολογικό της ότι η ενάγουσα δεν είχε ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους υπαλλήλους της εναγομένης, ώστε να εφαρμόζεται και σ’ αυτή ο ως άνω Κανονισμός και δεδομένου ότι η οριστική απόφαση παραδοχής ή απόρριψης αγωγικού αιτήματος, που διαλαμβάνεται συνήθως στο διατακτικό της απόφασης, μπορεί να περιληφθεί και στο αιτιολογικό αυτής (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 2072/2014, ΑΠ 2008/2009) και β) ως προς το δεύτερο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα που νίκησε στον πρώτο βαθμό, ως προς τη βάση της αγωγής που έγινε δεκτή, είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει επικουρική έφεση ως προς τις βάσεις της αγωγής της που απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για την περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης της αντιδίκου της ως προς τη βάση της αγωγής που έγινε πρωτοδίκως δεκτή, προκειμένου να εξετασθούν οι απορριφθείσες βάσεις της αγωγής, δεδομένου ότι αυτές (απορριφθείσες βάσεις) δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως δεν έσφαλε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δεν εξέτασε τις απορριφθείσες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο βάσεις της αγωγής, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά παραδοχή του λόγου έφεσης της αναιρεσίβλητης και την απόρριψη κατ’ ουσία της βάσης της αγωγής, που είχε γίνει πρωτοδίκως, δεκτή, ότι, δηλαδή, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας ήταν καταχρηστική, καθότι οι ως άνω απορριφθείσες, από την πρωτοβάθμιο δικαστήριο, βάσεις της αγωγής που στηρίζουν αυτοτελείς λόγους αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας, δεν είχαν μεταβιβασθεί προς εξέταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δεν είχε ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της αναιρεσείουσας και δεν εξετάζονταν αυτεπάγγελτα από αυτό.
Με τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 235/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του 1ου Τμήματος της αίτησης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την πλημμέλεια ότι προέβη σε προφανή παραμόρφωση της από 1.4.2009 έγγραφης σύμβασης πρόσληψής της καθότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα από αυτά που αναφέρονται σ’ αυτή και ειδικότερα δέχθηκε ότι “Ωστόσο, ευθέως και σαφώς προκύπτει από το κείμενο της παραπάνω σύμβασης ότι πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, αφού…, ενώ επιφυλάχθηκε ρητώς στην εναγομένη Τράπεζα το συμβατικό δικαίωμα να της αναθέτει παρεμφερείς εργασίες και τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, κάθε φορά που προέκυπτε ανάγκη και εφόσον η παράλληλη απασχόλησή της στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού το επέτρεπε και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας της απασχόλησής της σε αυτό”, χωρίς αυτά να αναφέρονται στη σύμβαση και ότι, επίσης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου με την παραδοχή ότι η συμβατική ρήτρα του όρου 3 της σύμβασης για απασχόληση “τουλάχιστον 2 ημερών εβδομαδιαίως” συνιστούσε αναφορά σε πλήρη απασχόληση. Ο ως άνω τρίτος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου της από 1.4.2009 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά, αντίθετα, σωστά ανέγνωσε αυτό και από το περιεχόμενό του συνήγαγε το αποδεικτικό πόρισμα ότι από το κείμενο της παραπάνω σύμβασης προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης με την αιτιολογία ότι στο άνω κείμενο ορίζεται ο αριθμός δύο (2) ημερών εργασίας ως ελάχιστος και όχι ως μέγιστος αριθμός των εργασίμων ημερών, κατά τις οποίες θα απασχολείται υποχρεωτικά εβδομαδιαίως η ενάγουσα, δηλαδή συνήγαγε από τους όρους του εγγράφου αυτού αποδεικτικό πόρισμα με διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Η δε επιπρόσθετη παραδοχή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι επιφυλάχθηκε ρητά στην εναγόμενη τράπεζα το συμβατικό δικαίωμα να της αναθέτει παρεμφερείς εργασίες τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες προκύπτει σαφώς από το άρθρο 1 της σύμβασης, που παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το περιεχόμενο του οποίου επίσης διέλαβε στις παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση, όπου ορίζεται ότι “η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να αναθέτει στο μισθωτό κάθε άλλη σχετική εργασία εντός και εκτός του Κεντρικού Καταστήματος εφόσον αυτή σχετίζεται με την έρευνα και την προβολή της ιστορίας της Τράπεζας” σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αυτής που συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα απασχολείται τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνο δύο εργάσιμες ημέρες. Τέλος η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας η αναιρεσείουσα θα εργαζόταν εφόσον προέκυπτε ανάγκη και εφόσον η παράλληλη απασχόλησή της στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού το επέτρεπε και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας της απασχόλησής της σε αυτό, έγινε σε απάντηση ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι ήταν σε γνώση της αναιρεσίβλητης ότι εργαζόταν της υπόλοιπες τρεις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (2η σελίδα του 9ου φύλλου). Από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει το συζητητικό σύστημα στην πολιτική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, προκύπτει ότι ο σχετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που είχαν προταθεί νομίμως και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ανεξαρτήτως εάν αυτά τα είχε προσκομίσει ο ίδιος ή ο αντίδικός του (ΑΠ 759/2018, ΑΠ 161/2017). Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 172/2020, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 1037/2010, ΑΠ 336/2010). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για να είναι ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 269/2020, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 1361/2019, ΑΠ 1199/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο εκ του αριθμών 8, 9, 11γ και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του 2ου Τμήματος του δικογράφου της αίτησης (στο οποίο περιέχονται οι λόγοι αναίρεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τις αιτιάσεις ότι α) δεν έλαβε υπόψη της τον αγωγικό ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της δεν ήταν νόμιμη λόγω ελλιπούς καταβολής αποζημίωσης απόλυσης καθότι η εναγόμενη δεν συνυπολόγισε το επίδομα ισολογισμού που κατέβαλε σ’ αυτή ως τμήμα των τακτικών αποδοχών της με συνέπεια να της καταβάλει μειωμένη αποζημίωση απόλυσης ύψους 5.268 ευρώ, αντί της οφειλόμενης ύψους 6.762,07 ευρώ, β) ότι δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και βεβαιώσεις μισθοδοσίας από τις οποίες προέκυπτε η τακτική καταβολή του ως άνω επιδόματος καθόλα τα έτη της εργασιακής της σχέσης και γ) ότι στερείται αιτιολογίας σε σχέση με την απόρριψη του αγωγικού της αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ως άκυρης λόγω ελλιπούς καταβολής αποζημίωσης, καθότι έκρινε μόνο ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη κατέβαλε σ’ αυτή τη νόμιμη (και συμψηφιστέα) αποζημίωση απόλυσης, χωρίς να αναφέρει το ποσό αποζημίωσης που της καταβλήθηκε, το ύψος των τακτικών αποδοχών της και το νόμιμο τρόπο υπολογισμού της. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το πρώτος σκέλος αυτού, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τον ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη λόγω ελλιπούς αποζημίωσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθότι από την επισκόπηση της πρωτοβάθμιας απόφασης, προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι καταβλήθηκε “η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης” και συνεπώς δεν άφησε αδίκαστη την αίτηση και ως εκ τούτου δεν υπέπεσε στην εκ των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την εκ του αριθμού 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τις μισθολογικές βεβαιώσεις και αποδείξεις πληρωμής αποδοχών από τις οποίες προέκυπτε ότι της καταβαλλόταν εκ μέρους της αναιρεσίβλητης το επίδομα ισολογισμού είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος καθότι, όπως προκύπτει από το από 25.2.2022 υπόμνημα της αναιρεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο επισκοπείται κατά την ουσιαστική έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ.1), αυτή δεν επικαλείται ότι προσκομίζει τα ως άνω έγγραφα, μολονότι είναι αναγκαίο για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού της αναίρεσης, και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενό τους, ώστε να ελεγχθεί και η μη τυχόν λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τέλος και κατά το μέρος που με το τρίτο σκέλος του ως άνω λόγου η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι στερείται αιτιολογίας σε σχέση με την απόρριψη του αγωγικού της αιτήματος για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ως άκυρης λόγω ελλιπούς καταβολής αποζημίωσης, ο λόγος αυτός, κατά το ως άνω σκέλος, είναι απορριπτέος ως αόριστος και συνακόλουθα απαράδεκτος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και το περιεχόμενο αυτών που φέρεται ότι παραβιάσθηκαν, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή τους, έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογιών ως προς την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αγωγικού αιτήματος της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ως άκυρης λόγω ελλιπούς καταβολής αποζημίωσης. Με το άρθρο 5 παρ.1 και 2 της με αριθμ. 6/28-2-2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) “Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ.6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012” (Α38), η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ.6 του Ν. 4046/2012 (Α 28) και εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014), ορίσθηκε ότι “1. Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρίες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 101). 2. Από την 14-2-2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας, οργανισμών προσωπικού και αποφάσεων διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρίες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)”. Με το άρθρο 6 της εν λόγω ΠΥΣ ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (28-2-2012), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω ΠΥΣ, καταργήθηκαν από τις 14-2-2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Ειδικότερα, η έννοια της παρ.2 του άρθρου 5 της ανωτέρω ΠΥΣ είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ.1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και οτιδήποτε παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται, δηλαδή, οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους (ΟλΑΠ 11/2017, ΑΠ 140/2020, ΑΠ 1237/2019, ΑΠ 426/2018). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 578 του ΚΠολΔ αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθό, απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 10/2007), εκτός εάν υφίσταται έννομο προς τούτο συμφέρον του αναιρεσείοντος, οπότε η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς τις αιτιολογίες της (ΑΠ 540/2017, ΑΠ 2077/2014, ΑΠ 60/2011). Αν η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης ως προς τις αιτιολογίες αυτής, κρίνεται κατά περίπτωση (ΑΠ 2027/2017, ΑΠ 2077/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης (του 2ου Τμήματος του δικογράφου της αίτησης) η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τις, κατ’ εκτίμηση εκ των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες ότι δεν έλαβε υπόψη της και δεν εξέτασε τον αγωγικό της ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την αναιρεσίβλητη ήταν άκυρη γιατί έγινε κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεδομένου ότι τύγχανε εφαρμογής στην περίπτωσή της με βάση την ως άνω αρχή ο Γενικός Κανονισμός Κατάστασης των Υπαλλήλων της εναγομένης, στο άρθρο 19 του οποίου και με τον τίτλο “ΑΠΟΛΥΣΗ” ορίζονται περιοριστικά οι λόγοι απόλυσης των μονίμων υπαλλήλων της α)λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας…β)λόγω ανεπάρκειας ή ανικανότητας σωματικής ή πνευματικής, γ) λόγω πειθαρχικής απόφασης για οριστική παύση και δ) λόγω κατάργησης θέσης και ότι επικουρικά προέβη σε μη νόμιμη και αναιτιολόγητη απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού της. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τις ανάγκες της αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, απέρριψε σιωπηρά κατ’ ουσία τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτής (23.3.2015) ίσχυαν οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012, δυνάμει των οποίων καταργήθηκαν οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας που προβλέπονται από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και οτιδήποτε παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου και συνεπώς καταργήθηκαν και οι διατάξεις του άρθρου 19 του έχοντος συμβατική ισχύ Γενικού Κανονισμού Κατάστασης Υπαλλήλων της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας (ΑΠ 1045/2018, ΑΠ 1833/2006) με τους οποίους ορίζονται περιοριστικά λόγοι απόλυσης των υπαλλήλων της. Συνακόλουθα ο ως άνω αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, που στηρίζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, είναι νόμω αβάσιμος. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό κατ’ ουσία, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, συνισταμένη στην κατ’ ουσία απόρριψη του σχετικού αιτήματος, κατέληξε σε ορθό απορριπτικό διατακτικό, αφού κατά τα ήδη προαναφερθέντα, μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, καταργήθηκαν οι περιορισμοί των λόγων απόλυσης που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Γενικού Κανονισμού Κατάστασης Υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης τράπεζας και επομένως για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των υπαλλήλων της εφαρμόζονται οι διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δεν συντρέχει δε στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας έννομο συμφέρον αποτροπής δεδικασμένου, ούτως ώστε να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μόνο ως προς τις αιτιολογίες της, καθόσον η απόρριψη στη προκειμένη περίπτωση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του ανωτέρω αγωγικού αιτήματος ως κατ’ ουσία αβάσιμου αντί της απόρριψης αυτού ως νόμω αβάσιμου δεν είναι δυσμενέστερη για την αναιρεσείουσα. Επομένως και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Απριλίου 2021 αίτηση με αριθ. κατάθ. 1543/151/7.4.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών και με αριθ. καταθ. 30522/50/10.5.2021 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών για αναίρεση της με αριθ. 5935/29.11.2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και της με αριθ. 47/9.1.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ