Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρος. Έννοια. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 2005/2009, ΑΠ 173/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πότε υπάρχει στην απόφαση. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει (ΑΠ 250/2009). Υποβολή από κατηγορούμενο εγκλήσεως σε βάρος πολιτικώς ενάγοντος για πλαστογραφία υπεξαγωγή εγγράφων και παράβαση του Ν. 2472/1997, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσε ενόρκως. Άσκηση ποινικής διώξεως για τις πράξεις αυτές. Αμετάκλητη απαλλαγή με βούλευμα. Λόγοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί των υποκειμενικών (άμεσου δόλου) και αντικειμενικών στοιχείων των κατηγοριών και επί των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών 84 παρ. 2 β΄ και ε΄ ΠΚ., εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής. Αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 191/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου – Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Χορταρέα, περί αναιρέσεως της 4420/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο …, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.7.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1121/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο κάποιας από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, η παραδοχή της οποίας οδηγεί σε μείωση της ποινής στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ’ έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως που τελέσθηκε με την υποβολή στον εισαγγελέα της από 5-3-2002 εγκλήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, που τελέσθηκε με την βεβαίωση ενόρκως του περιεχομένου της εγκλήσεως: “Επειδή από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του 2ου κατηγορουμένου και από όλη την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο μεν δεύτερος κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ο δε πρώτος την ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος ενώ τέλεσε τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρα. Ειδικότερα από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ στις 7-3-2002 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κατά του μηνυτή – πολιτικώς ενάγοντα Ψ την από 5 Μαρτίου 2002 μήνυση του, η οποία έλαβε τον αριθμό ΑΒΜ: Δ02/862. Συγχρόνως ο ως άνω κατηγορούμενος βεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών το περιεχόμενο της εν λόγω μήνυσής του. Με τη μήνυση αυτή ο κατηγορούμενος Χ ισχυριζόταν τα ακόλουθα: Στο στάδιο κυρίας ανάκρισης επί μηνύσεως του εναντίον του μηνυτή – πολιτικώς ενάγοντα, βάσει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία, ο μηνυτής-πολιτικώς ενάγων με το από 31-1-2002 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του ΣΤ’ Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, μεταξύ άλλων εγγράφων, προσκόμισε και τα παρακάτω πλαστά – νοθευμένα έγγραφα και ειδικότερα την από 25-5-2001 απόδειξη πληρωμής ποσού 2.004.000 δρχ., ως δήθεν προερχομένη από το μπλοκ αποδείξεων της επιχείρησης του κατηγορούμενου, το οποίο αυτός είχε υπεξαγάγει, στην οποία (απόδειξη) αλλοίωσε την πραγματική ημερομηνία και έθεσε παράνομα αυτή “της 25-5-2001” και με το δικό του γραφικό χαρακτήρα πρόσθεσε τη φράση “δια προσωπικές ανάγκες” και στην ένδειξη “ΓΙΑ ΤΗΝ “ΠΛΗΡΩΜΗ” κατ’ απομίμηση ολόγραφα την αναγραφή των στοιχείων του κατηγορούμενου. Επίσης ότι νόθευσε απόδειξη ποσού 727.000 δρχ., αφού εξαφάνισε την ημερομηνία έκδοσης αυτής και ότι έθεσε παράνομα και “κατ'” απομίμηση τις υπογραφές του κατηγορούμενου σε χειρόγραφες καταστάσεις που εμφάνιζαν τον τελευταίο να έχει εισπράξει στις αντίστοιχες ημερομηνίες τα σε αυτές αναγραφόμενα ποσά .Τέλος ότι με το ίδιο ως άνω απολογητικό του υπόμνημα ο μηνυτής – πολιτικώς ενάγων προσκόμισε πληροφοριακό έντυπο που περιείχε απόρρητα προσωπικά δεδομένα του κατηγορούμενου, το οποίο είχε λάβει από την εταιρία “ΑLΡΗΑ ΜΙ ΑΕ” εν αγνοία του κατηγορουμένου. Κατόπιν της ως άνω μήνυσης του κατηγορουμένου (ΑΒΜ Δ02/862) ασκήθηκε σε βάρος του μηνυτή – πολιτικώς ενάγοντα ποινική δίωξη για πλαστογραφία – νόθευση μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, υπεξαγωγή εγγράφου και από κοινού παράβαση του Ν. 2472/1997 και διενεργήθηκε προανάκριση από τον 3° Πταισματοδίκη Αθηνών. Μετά το πέρας αυτής, η υπόθεση εισήχθη στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ’ αριθ. 631/2006 Βούλευμα το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο, ως προκύπτει από την από 16-4-08 βεβαίωση του Αρείου Πάγου, αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του μηνυτή πολιτικώς ενάγοντα για τις ανωτέρω πράξεις .Εξάλλου, από το σκεπτικό του ανωτέρω Βουλεύματος σε συνδυασμό με τα λοιπά προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι μεταξύ του κατηγορούμενου και του μηνυτή -. πολιτικώς ενάγοντα υπήρχε εμπορική δραστηριότητα που είχε περιβληθεί, με το από 1-3- 2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, τον τύπο της αφανούς εταιρίας, εξαιτίας δε αυτής της συνεργασίας, προέκυψαν σοβαρές μεταξύ τους οικονομικές διαφορές, καθώς και ότι η από 25-5-2001 απόδειξη ποσού 2.040.000 δρχ. και αυτή ποσού 727000 δρχ. είναι γνήσιες κατά την υπογραφή, η οποία είχε τεθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ενώ η φράση “για προσωπικές ανάγκες” είχε τεθεί από τον μηνυτή με τη συναίνεση του κατηγορουμένου και ενώπιόν του, ότι ο μηνυτής – πολιτικώς ενάγων- ουδέποτε νόθευσε την ημερομηνία έκδοσης της απόδειξης ποσού 727.000 δρχ., ότι οι υπογραφές που έχουν τεθεί στις χειρόγραφες αποδείξεις είναι γνήσιες, ήτοι έχουν τεθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, και τέλος ότι ο μηνυτής-πολιτικώς ενάγων νομίμως έλαβε και χρησιμοποίησε το παραπάνω πληροφοριακό δελτίο οικονομικού χαρακτήρα του κατηγορούμενου. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η από 5-3-2002 μήνυση του κατηγορούμενου Χ εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος (ΑΒΜ: Δ02/862) είναι καθ’ ολοκληρίαν ψευδές γεγονός που ο ανωτέρω κατηγορούμενος γνώριζε και έγινε από τον τελευταίο με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη αυτού (μηνυτή) για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας – νόθευσης μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, υπεξαγωγής εγγράφου και παράβασης του Ν, 2472/1997. Η πρόθεση του κατηγορουμένου να καταμηνύσει ψευδώς τον μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντα προκύπτει σαφώς από την ενώπιον του Δικαστηρίου κατάθεση του τελευταίου, αλλά συνάγεται και από το γεγονός ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν, όπως προεκτέθηκε, σοβαρές οικονομικές διαφορές και έντονες δικαστικές διαμάχες”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο των ανωτέρω πράξεων και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι : “Αα. Στην … την 7η Μαρτίου 2002 εν γνώσει καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 5 Μαρτίου 2002 μήνυσή του (Α.Β.Μ.: Δ02/862), κατά του ήδη εγκαλούντος Ψ, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για τις πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφου, πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και παράβασης του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (Ν. 2472/1997), ισχυριζόμενος, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή, ότι (Ι) ο ως άνω εγκαλών (απολογούμενος την 31 Ιανουαρίου 2001 σχετικά με δίωξη για απάτη και τοκογλυφία που ασκήθηκε κατόπιν μηνύσεως [Δ 01/2525] του πρώτου των κατηγορουμένων σε βάρος-του) προσκόμισε ενώπιον του Ανακριτή του ΣΤ Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών (i) μία απόδειξη πληρωμής ποσού 2.004.000 δραχμών, που φέρεται ότι εκδόθηκε από τον πρώτο των κατηγορουμένων την 25.5.2001 για να βεβαιώσει ότι (δήθεν) του κατέβαλε (ο εγκαλών) το ανωτέρω ποσό, ενώ στην πραγματικότητα η ανωτέρω απόδειξη είχε εκδοθεί από τον πρώτο των κατηγορουμένων προς βεβαίωση της καταβολής του τιμήματος αγοράς εμπορευμάτων από πελάτη της επιχείρησής του και ο εγκαλών αφαίρεσε το σχετικό μπλοκ αποδείξεων από τα γραφεία της ανωτέρω Επιχείρησης και αλλοίωσε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου στελέχους διαγράφοντας την πραγματική ημερομηνία έκδοσης και αντικαθιστώντας την με την πλασματική “25.05.2001”, προσθέτοντας στο κείμενό της τη φράση “(για)” προσωπικές του ανάγκες” και θέτοντας την υπογραφή του καθώς και αναγράφοντας το ονοματεπώνυμό του ολογράφως στη θέση “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ”, (ii) μία χειρόγραφη απόδειξη είσπραξης ποσού 727.000 δραχμών, που εξέδωσε ο πρώτος των κατηγορουμένων για να βεβαιώσει ότι (δήθεν) ανέλαβε από τον ως άνω εγκαλούντα, με την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξή τους και να καταβάλει το προϊόν στον εγκαλούντα, την με ημερομηνία έκδοσης 25.12.2000 και αριθμό … επιταγή της Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης ποσού 300.000 δραχμών και την με ημερομηνία έκδοσης 10.3.2001 και αριθμό … επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 427.750 δραχμών, τις οποίες προγενέστερα του είχε παραδώσει ως εγγύηση αποπληρωμής ατόκου, ισόποσου δανείου που του είχε χορηγήσει κατά το έτος 2001, ενώ στην πραγματικότητα ο εγκαλών είχε αποσβήσει την ημερομηνία έκδοσης της ανωτέρω απόδειξης από την οποία αποδεικνυόταν ότι οι ανωτέρω μεταχρονολογημένες επιταγές προεξοφλήθηκαν την 30.11.2000 από τον εγκαλούντα, ο οποίος παρακράτησε ως τοκογλυφικό ωφέλημα 62.000 δραχμές για την πρώτη και 127.750 δραχμές για τη δεύτερη των ως άνω επιταγών και (iii) δύο χειρόγραφες καταστάσεις λογαριασμών, που εξέδωσε ο εγκαλών για να καταγράψει (δήθεν) καταβολές ύψους, συνολικά, 2.600.000 δραχμών προς τον πρώτο των κατηγορουμένων, που έλαβαν χώρα από 6.3 έως 24.5.2001 εκ της συνεργασίας τους, ενώ στην πραγματικότητα ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν είχε εισπράξει τα ανωτέρω ποσά και οι υπογραφές στο πλάι των σχετικών εγγραφών είχαν τεθεί από τον εγκαλούντα κατ’ απομίμηση της υπογραφής του πρώτου των κατηγορουμένων καθώς και (II) ο ως άνω εγκαλών ώθησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ανώνυμης εταιρίας με τον διακριτικό τίτλο “ALPHA MI ΑΕ” να του χορηγήσουν, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, πληροφοριακό δελτίο, που περιείχε απόρρητα προσωπικά δεδομένα του πρώτου των κατηγορουμένων, ενώ τα αληθή είναι ότι η απόδειξη πληρωμής 2.004.000 δραχμών εκδόθηκε από τον πρώτο των κατηγορουμένων την 25.5.2001 για να βεβαιωθεί η εκ μέρους του ήδη εγκαλούντος καταβολή σε αυτόν του ανωτέρω ποσού από το συνολικά εισπραχθέν δυνάμει της με αριθμό … επιταγής της Τράπεζας Ευβοίας, εκδόσεως του …, ποσού 7.000.000 δραχμών, ο δε εγκαλών συμπλήρωσε ενώπιόν του και με τη συναίνεσή του την ημερομηνία “25.05.2001” τη φράση “(για) προσωπικές του ανάγκες” και υπέγραψε στη θέση “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ”, ότι ο εγκαλών δεν απέσβησε την ημερομηνία έκδοσης της απόδειξης είσπραξης ποσού 727.000 δραχμών, ότι οι δύο χειρόγραφες καταστάσεις λογαριασμών φέρουν υπογραφές του πρώτου των κατηγορουμένων και ότι ο εγκαλών δεν κατέπεισε κάποιον να παραβεί τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, αλλά αιτήθηκε νομίμως το ανωτέρω πληροφοριακό δελτίο. Αβ. Ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο βεβαίωσε, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, το ψευδές περιεχόμενο της ανωτέρω υπό στοιχείο Α περιγραφόμενης μηνύσεώς του”. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 229 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, και για την πληρότητα της αιτιολογίας, αναφέρει την δικονομική κατάληξη της σε βάρος του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, κατόπιν δικής του εγκλήσεως, ασκηθείσης ποινικής διώξεως για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, μνημονεύοντας μάλιστα και την αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση (βούλευμα) με αριθμό 631/2006 του αρμοδίου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Αιτιολογεί δε και τον άμεσο δόλο που απαιτούν οι ανωτέρω πράξεις, αφού δέχθηκε ότι η υπογραφή που έφεραν οι επίμαχες και, κατά το περιεχόμενο της έγκλησης, νοθευθείσες από τον πολιτικώς ενάγοντα από 25-5-2001 απόδειξη ποσού 2.040.000 δραχμών και εκείνη των 727.000 δραχμών, είχε τεθεί από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, η δε φράση “… για προσωπικές ανάγκες …” που έφερε η πρώτη από τις αποδείξεις είχε γραφεί από τον πολιτικώς ενάγοντα ενώπιον του αναιρεσείοντος και με την συναίνεση του. Η μετά ταύτα υποβολή από τον αναιρεσείοντα της ανωτέρω εγκλήσεως με την οποία κατάγγειλε τον πολιτικώς ενάγοντα για πλαστογραφία (νόθευση) των εν λόγω εγγράφων, έκδοση αυτών από υπεξαχθέν μπλόκ αποδείξεων της επιχειρήσεως του και χρήση αυτών από μέρους του, αλλά και παραβίαση του Ν. 2472/1997, ενέχει το στοιχείο της γνώσεως της αναλήθειας του περιεχομένου της εγκλήσεως του και κατ ακολουθία τούτου τον σκοπό του να επιτύχει την ποινική δίωξή του για τις ανωτέρω πράξεις, όπως και έγινε, κατά τα ανωτέρω, αφού αυτό που κατάγγειλε ότι τα έκανε εν αγνοία του ο πολιτικώς ενάγων, είχε γίνει, είτε από τον ίδιο, είτε από τον πολιτικώς ενάγοντα, με την παρουσία του και την συναίνεσή του. Με τις παραδοχές αυτές και την αιτιολόγηση του αμέσου δόλου για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως αιτιολογείται και ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος και για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος κατά ανωτέρω, αφού η τέλεσή του έγινε, όπως λέχθηκε, με τη βεβαίωση ενόρκως, αμέσως μετά την κατάθεσή της, ενώπιον του Εισαγγελέα, του περιεχομένου της ψευδούς κατά τα ανωτέρω εγκλήσεως του, του οποίου (ψευδούς περιεχομένου) τελούσε σε γνώση, κατά τα ανωτέρω, όταν την κατέθετε, και δεν χρειαζόταν να αιτιολογείται ξεχωριστά και ο άμεσος δόλος για το δεύτερο αυτό αδίκημα. Την κρίση για την συνδρομή των ως άνω πραγματικών περιστατικών την συνήγαγε το Δικαστήριο, όπως ρητά αναφέρεται στην προσβαλλομένη, από το σκεπτικό του απαλλακτικού για τον πολιτικώς ενάγοντα 631/2006 αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, το οποίο (σκεπτικό) υιοθέτησε πλήρως και το κατέστησε τμήμα του αιτιολογικού της αποφάσεως του, σε συνδυασμό μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων που κατ είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται στην σελίδα 12, στα οποία περιλαμβάνεται και η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα, προς θεμελίωση του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του περί μη συνδρομής στο πρόσωπό του, του υποκειμενικού στοιχείου του αμέσου δόλου, 62066/2007 αθωωτική αυτού και άλλων προσώπων αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών, η οποία λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο και δεν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εκ του ότι δεν μνημονεύεται ειδικώς στο σκεπτικό της αποφάσεως, αφού δεν υπήρχε ειδικός λόγος, για τον οποίο και έπρεπε να τονισθεί ιδιαίτερα σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αποφάσεως αυτής, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε αφορά αθώωση του αναιρεσείοντος, λόγω αμφιβολιών, ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρος, εξαιτίας υποβολής στις 3-8-2001 σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος άλλης εγκλήσεως, το οποίο (περιεχόμενο) επιβεβαίωσε ενόρκως, για τα αδικήματα της τοκογλυφίας και απάτης σε βαθμό κακουργήματος, πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, η οποία κατέληξε στην έκδοση του 2879/2003 αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που αναγνώσθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία στο Εφετείο και εκτιμήθηκε από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, παραδεκτά δε επισκοπείται, για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως. Η κατά του βουλεύματος αυτού ασκηθείσα από τον πολιτικώς ενάγοντα στην δίκη εκείνη και αναιρεσείοντα στην παρούσα αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την 1404/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία παραδεκτά επισκοπείται. Με το ανωτέρω βούλευμα, μετά από εξαφάνιση του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις εν λόγω πράξεις. Όπως προκύπτει δε από το σκεπτικό του βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την έρευνα της υπάρξεως ή μη σοβαρών ενδείξεων ενοχής για τα ανωτέρω αδικήματα, ερεύνησε και την γνησιότητα των δύο ως άνω αποδείξεων των 2.040.000 και 727.000 δραχμών, και έκρινε και εκείνο, εκτιμώντας μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων και το πόρισμα διενεργηθείσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, για την οποία είχε συνταχθεί η … έκθεση του …, ότι αυτές είχαν υπογραφεί από τον αναιρεσείοντα και ήταν γνήσιες, αβάσιμα δε ισχυριζόταν ο τελευταίος ότι είχαν πλαστογραφηθεί από τον κατηγορούμενο στη δίκη εκείνη και πολιτικώς ενάγοντα στην παρούσα. Περαιτέρω με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε με την προσβαλλομένη απόφαση, ως μη απαραίτητη για την κατ ουσία έρευνα της υποθέσεως, με πλήρη αιτιολογία και το αίτημα του αναιρεσείοντος για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προς διαπίστωση της πλαστότητας των δύο αποδείξεων. Τούτο δε διότι, εκτιμώντας όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η … ως άνω έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, δέχθηκε, όπως και τα δύο ως άνω βουλεύματα, ότι τις είχε υπογράψει ο αναιρεσείων, οπότε, πλήρως αιτιολογημένα, έκρινε τη διενέργεια εκ νέου γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, για το αυτό ζήτημα, ως μη αναγκαία. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, που τον εκπροσώπησε στην δίκη, με τον αυτοτελή ισχυρισμό που πρόβαλε και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζήτησε να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 β και ε (βλ. υπό στοιχείο 3 στο τέλος αυτού). Προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού ουδέν πραγματικό περιστατικό εξέθεσε και επικαλέσθηκε, αλλ απλώς περιορίσθηκε να αναφέρει μόνον τις εν λόγω διατάξεις.
Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός τύγχανε παντελώς αόριστος και δεν υπήρχε, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση του Δικαστηρίου να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία στην απορριπτική αυτού κρίση του. Κατ ακολουθία τούτων αβάσιμα πλήττει ο αναιρεσείων την εκκαλουμένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 27, 224, 229 και 84 ΠΚ με τους πρώτους και δεύτερο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγους αναιρέσεως. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση (δήλωση) πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 9-7-2009 αίτηση (δήλωση) του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 4420/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ