Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη απόφαση για φοροδιαφυγή δι’ εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 ν. 2523/1997), δια τιμολογίων, δηλαδή, που αφορούσαν συναλλαγές από πρόσωπο διαφορετικό από το αναγραφόμενο σ” αυτά. Δεν είναι αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 195/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εσηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Χ. του Μ., κατοίκου … και προσωρινά διαμένων στη …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παρασκευή Φεζίκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 279/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1062/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 19§1 εδ. α του ν. 2523/1997 “διοικητικές – ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, “όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών”. Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, “εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 279/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 19§§1 και 4 του ν. 2523/1997 (εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στις 10- 12-2007, στην Ιεράπετρα Ν. Λασιθίου, προέβη στην έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, και δη τιμολογίων για συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται σε αυτά. Συγκεκριμένα, κατά τον γενόμενο έλεγχο από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) Περιφερειακής Δ/νσης Κρήτη στην επιχείρηση “ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.”, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., διαπιστώθηκε ότι είχε εκδώσει τιμολόγια εικονικά, συνολικής αξίας 143.294 € πλέον Φ.Π.Α. 27.227 € και ειδικότερα: Α) για το έτος 2006: … Β) για το έτος 2007: … Οι παραπάνω εργασίες που περιγράφονται στα τιμολόγια είναι εξειδικευμένες και απαιτούν την απασχόληση επιστημονικού προσωπικού, όμως η ως άνω εταιρία “ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.” δεν διέθετε το προσωπικό αυτό ούτε είχε αναθέσει σε τρίτους τις εργασίες αυτές. Επομένως, τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά, με την έννοια ότι εκδόθηκαν για συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν όχι από την εταιρία “ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.”, αλλά ενδεχομένως από την ατομική επιχείρηση του ίδιου του κατηγορουμένου, η οποία διέθετε την σχετική υποδομή, εκδόθηκαν δε με σκοπό να εισπράξει η ως άνω εταιρία την επιστροφή του Φ.Π.Α. Στην έκδοση δε των εν λόγω εικονικών στοιχείων για λογαριασμό της εταιρίας “ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.” προέβη ο κατηγορούμενος, καθώς, αν και δεν ήταν τυπικά ο νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας (την ιδιότητα αυτή τυπικά την είχε ο Μ. Λ., ως Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος), αποδείχθηκε ότι αυτός ήταν που εν τοις πράγμασι ασκούσε την διοίκησή της, ασχολούμενος με όλα τα διοικητικά θέματα, άρα και με την έκδοση των παραπάνω εικονικών παραστατικών. Τούτο προέκυψε σαφώς από την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα Θ. Μ., αλλά και από την κατάθεση του Ι. Τ., υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων που είχαν διενεργήσει τον παραπάνω έλεγχο, ενισχύεται δε και από το γεγονός ότι κατά τον παραπάνω έλεγχο συνεργάσθηκαν με τον κατηγορούμενο, ο οποίος τους προσκόμιζε τα στοιχεία που του ζητούσαν, έδινε εξηγήσεις για το ζήτημα κλπ.
Συνεπώς, … , ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Όμως, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι οι σχετικές συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες, πρέπει ο εν λόγω κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της παραβάσεως του εδαφίου α’ της παρ. 1 σε συνδυασμό με την παρ. 4 εδαφ. γ’ του άρθρου 19 του Ν. 2523/97 κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδομένης σ’ αυτόν πράξης, όπως άλλωστε προέβη και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. …”.
Με αυτά που δέχθηκε, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της φοροδιαφυγής δια της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 19§§1 και 4 του ν.2523/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Η μοναδική αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη, αφού: Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχαν τεθεί ενώπιόν του, μεταξύ των οποίων 1) την υπ` αριθ. 3411/2007 έκθεση ελέγχου, που φέρει στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν αύξ. αριθ. 2 και 2) τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο κατηγορούμενος με αύξ. αριθ. 1, 2, 14, 16, 17, 18, 19, 20 και 21 (από 05.01.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ ΕΥΡΩΔΟΜΗ – Χ. Ε. κατατεθειμένο στην Δ.Ο.Υ Ιεράπετρας, κατάσταση συμφωνητικών ΕΥΡΩΔΟΜΗ – τρίτων προς τη Δ.Ο.Υ., τα επίδικα τιμολόγια έκαστο μαζί με ιδιωτικά συμφωνητικά κατατεθειμένα στη Δ.Ο.Υ. και εγκεκριμένα από την Περιφέρεια, επτά (7) περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ 2006 της ΕΥΡΩΔΟΜΗ επιστροφή ΦΠΑ ΜΗΔΕΝ (0), δώδεκα (12) περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ 2006 της ΕΥΡΩΔΟΜΗ επιστροφή ΦΠΑ ΜΗΔΕΝ (0), δημοσίευση ισολογισμού 2006 – 2007 ΕΥΡΩΔΟΜΗ, Πτυχία Τ.Ε.Ι εργαζομένων στην ΕΥΡΩΔΟΜΗ Ε. Μ., Λ. Μ. και Ε. Χ., αριθ. Πρωτ. 2329 βεβαίωση ΚΕΤΑ ότι η ΕΥΡΩΔΟΜΗ είναι γραμμένη στα Μητρώα συμβούλων και ΦΕΚ 2345/2006 σκοποί ΕΥΡΩΔΟΜΗΣ κατασκευές – παροχή επιχειρημάτων και διαχείρισης συμβουλών). Δεν ήταν δε αναγκαίο να προβεί αυτό σε αξιολόγηση και συγκριτική στάθμιση των εγγράφων αυτών με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ούτε να προσδιορίσει ποιο βάρυνε περισσότερο στην κρίση του ούτε να αιτιολογήσει γιατί γίνεται ειδική αναφορά στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Θ. Μ. και Ι. Τ. ούτε γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, εγγράφων), είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6767/2014) αίτηση (δήλωση) του Ε. Χ. του Μ., για αναίρεση της 279/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ανατολικής Κρήτης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015 .
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ