Η διαδικασία μετά τον Ν. 4335/2015 – Παραπομπή της αγωγής στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο με πρόσφατη απόφασή του διέταξε την παραπομπή αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών (ΠΠρΑθ 2225/2022).
Αναλυτικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι η αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί ανυπαρξίας έννομης σχέσης μεταξύ των διαδίκων, απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, διότι η επίδικη διαφορά συνιστά οικογενειακή διαφορά, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 592 παρ. 3 ΚΠολΔ, που υπάγεται στην ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, καθόσον αφορά σε αξίωση που έχει ως γενεσιουργό λόγο την υποχρέωση διατροφής που πηγάζει κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, μεταξύ πρώην συζύγων, καθώς και των τέκνων κατά των γονέων τους.
Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν δύναται να προχωρήσει στην εκδίκαση αυτής με την προσήκουσα ειδική διαδικασία, λόγω της διαφοροποίησης των δικονομικών κανόνων μεταξύ των δύο διαδικασιών, τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με τη μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον Ν. 4335/2015, επήλθαν ουσιώδεις νομοθετικές μεταβολές στην ύλη των ειδικών διαδικασιών. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 592 παρ. 3 του νέου ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται κάθε είδους αγωγές που αφορούν αξιώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων κατά τη διακοπή της συμβίωσης, μεταξύ πρώην συζύγων μετά το διαζύγιο, καθώς και αξιώσεις διατροφής τέκνων κατά των γονέων τους.
Μετά τη ριζική αλλαγή και αναδιάρθρωση που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στη διεξαγωγή της πρωτοβάθμιας δίκης κατά την τακτική διαδικασία, προκλήθηκαν ουσιώδεις αποκλίσεις σχετικά με το διαδικαστικό πλαίσιο που ισχύει στις εκδικαζόμενες, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υποθέσεις, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης του νέου άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, παρά το γεγονός ότι επαναλαμβάνεται αυτολεξεί η και παλαιότερα ισχύουσα ρύθμιση.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι χαρακτηριστικές τέτοιες διαδικαστικές αποκλίσεις, πέραν εκείνων που αφορούν στη διαδικασία κατάθεσης του δικογράφου της αγωγής, προσδιορισμού της δικασίμου και κλήτευσης των διαδίκων, είναι, μεταξύ άλλων, και η διαδικασία κατάθεσης των προτάσεων και σχετικών εγγράφων, καθώς και η προφορικότητα της συζήτησης και η εξέταση μαρτύρων κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο.
Ακολούθως, το δικαστήριο επεσήμανε ότι, σε περίπτωση εσφαλμένης εισαγωγής προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία υπόθεσης εκδικαστέας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ακόμη και αν το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, δεν είναι δυνατό να διακρατήσει αυτή προς εκδίκαση, εφαρμόζοντας, χάριν οικονομίας της δίκης, άμεσα, την προσήκουσα διαδικασία, διότι, τοιουτοτρόπως, παρακάμπτεται, σε βάρος των διαδίκων, η ισχύουσα αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που διαπνέει το δικονομικό σύστημα εκδίκασης των διαφορών που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες.
Απόσπασμα απόφασης
Η πρόσφατη μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον Ν. 4335/2015 επέφερε ουσιώδεις νομοθετικές μεταβολές στην ύλη των ειδικών διαδικασιών. Οι διατάξεις του κώδικα που ρυθμίζουν τις ειδικές διαδικασίες περιορίστηκαν αριθμητικά, καταλαμβάνοντας, πλέον, τα άρθρα 591 έως 645 ΚΠολΔ, αντίστοιχα δε καταργήθηκαν από την αρίθμηση οι διατάξεις των άρθρων 646 έως 681 του προϊσχύοντος ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τον ως άνω νόμο συστηματοποιήθηκαν οι ειδικές διαδικασίες σε τρεις κατηγορίες: α) των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 592-613), β) των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614-622 Β), και γ) των διαταγών (άρθρα 623-645). Οι βασικές ρυθμίσεις, που ισχύουν για όλες τις ειδικές διαδικασίες, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις, περιέχονται στη διάταξη του άρθρου 591 ΚΠολΔ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 592 παρ. 3 του νέου ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται: « 3. Οι λοιπές οικογενειακές διαφορές αφορούν: α) τον καθορισμό,, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί, β) ……. γ) ……. δ) κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων, ή των γονέων και τέκνων». Κατά την προκείμενη διαδικασία υπάγονται κάθε είδους αγωγές που αφορούν αξιώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων κατά τη διακοπή της συμβίωσης, μεταξύ πρώην συζύγων μετά το διαζύγιο, καθώς και αξιώσεις διατροφής τέκνων κατά των γονέων τους. Περαιτέρω, πέραν των ειδικών διατάξεων των άρθρων 593-613 ΚΠολΔ για τις οικογενειακές διαφορές, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι γενικές διατάξεις του άρθρου. 591 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ’Α 87) και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τις κατατεθείσες από 1ης Ιανουαρίου 2016 αγωγές. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παράγραφοι 1 έως 5 ΚΠολΔ: «1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά:-α) Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα (30) ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση. … γ) Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση, δ) Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα, ε) Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα. στ) Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο -390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν. 2. Ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. 3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους εκπροσώπους τους και τους εξετάζει, κατά την κρίση του, σύμφωνα με τα άρθρα 415 επ….. 5. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις πού έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.». Περαιτέρω, κατά την έκτη παράγραφο της ίδιας ως άνω διάταξης «… 6. Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται, δηλαδή επαναλήφθηκε αυτούσια η προγενέστερη σχετική ρύθμιση (άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως είχε πριν την τροποποίηση του με τον Ν. 4335/2015). Σύμφωνα με τη νομολογιακή πρακτική που είχε ακολουθηθεί από τα Δικαστήρια, πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015, κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, σε περίπτωση που μία . διαφορά, υπαγόμενη σε ειδική διαδικασία, εισαγόταν προς συζήτηση, εσφαλμένα, κατά την τακτική διαδικασία, καταρχήν ελεγκτέα ήταν η ύπαρξη υλικής αρμοδιότητας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ελλείψει δε αυτής, η: υπόθεση παραπεμπόταν υποχρεωτικά προς εκδίκαση ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου (άρθρ. 46 ΚΠολΔ), του τελευταίου δικάζοντος, κατά την προσήκουσα εκάστοτε ειδική διαδικασία. Εάν, αντίθετα, το Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο, είχε τη διακριτική ευχέρεια, διατάσσοντας την εκδίκαση της διαφοράς, κατά την αρμόζουσα διαδικασία, είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση, που θα περιλαμβάνει τόσο την ανωτέρω διάταξη όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία, κυρίως όταν η τήρηση της προδικασίας ή της διαδικασίας στο. ακροατήριο που απαιτούσε η διαδικασία, κατά την οποία έπρεπε να εκδικαστεί η υπόθεση, εισήγαγε αποκλίνουσες ρυθμίσεις, ενόψει των οποίων καθίστατο ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της, λόγω έλλειψης κατάλληλης προπαρασκευής ή μη εφαρμογής ειδικού δικονομικού κανόνα που ήταν εφαρμοστέος και ο οποίος πρόδηλα περιείχε ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις (ΑΠ 14/2007, ΑΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 1984. 362, ΕφΑΘ 131/2008, ΕλλΔνη ,2009. 853, ΠΠΑΘ ,1074/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ποδηματά σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, 2000, άρθρο 591 ΚΠολΔ, αρ. 9-10, σελ. 1099). Ωστόσο, μετά τη ριζική αλλαγή και αναδιάρθρωση που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στη διεξαγωγή της πρωτοβάθμιας δίκης κατά την τακτική διαδικασία, προκλήθηκαν ουσιώδεις αποκλίσεις σχετικά με το διαδικαστικό πλαίσιο που ισχύει στις εκδικαζόμενες, κατά την προαναφερόμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, υποθέσεις, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης του νέου άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ και δη παρά το γεγονός ότι επαναλαμβάνεται αυτολεξεί η και παλαιότερα . ισχύουσα ρύθμιση. Χαρακτηριστικές τέτοιες διαδικαστικές αποκλίσεις, πέραν εκείνων που αφορούν στη διαδικασία κατάθεσης του δικογράφου. της αγωγής, προσδιορισμού της δικασίμου και κλήτευσης των διαδίκων, είναι, μεταξύ άλλων, και οι ακόλουθες: α. Οι προτάσεις επί των περιουσιακών διαφορών κατατίθενται, όπως και κατά το προγενέστερο δίκαιο, το αργότερο κατά τη-συζήτηση στο ακροατήριο (591 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΚΠολΔ) και μέσα στην ίδια προθεσμία προσκομίζονται από τους διαδίκους και τα αποδεικτικά τους μέσα, ενώ στην τακτική διαδικασία οι προτάσεις και όλα τα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων κατατίθενται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, με ποινή απαραδέκτου (άρθρο 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τον ν. 4335/2025), β. Η συζήτηση, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (όπως σε όλες τις ειδικές διαδικασίες), παραμένει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προφορική (άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ). Προς τούτο οι διάδικοι υποχρεούνται να προβάλλουν και προφορικά τα μέσα επίθεσης και’ άμυνας τους, ακόμη και αν αυτά περιλαμβάνονται στις κατατιθέμενες επί της έδρας προτάσεις τους (591 παρ. 1 στοιχ. δ’ και άρθρο 115 παρ. 2 ΚΠολΔ), η σχετική δε υποχρέωση τους τάσσεται με ποινή απαραδέκτου. Αντίθετα, στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας, η αρχή της προφορικής διεξαγωγής της δίκης έχει άκρως περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν έχουν καν υποχρέωση εμφάνισης, κατά την ορισθείσα ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης (άρθρο 237 παρ. 4 εδάφιο 7 και άρθρο 115 παρ. 2 ΚΠολΔ) και γ. Στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επιτρέπεται η με επιμέλεια των διαδίκων εξέταση μαρτύρων, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο (591 παρ. 2 ΚΠολΔ), σε αντίθεση με την τακτική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας η εξέταση μαρτύρων αποκλείεται (άρθρο 237 παρ. 4 εδάφιο 7 ΚΠολΔ), και μόνο κατ’ εξαίρεση, δηλαδή υπό την προϋπόθεση ότι κρίνεται απολύτως αναγκαία, δύναται να διαταχθεί η. επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προς εξέταση μαρτύρων από τους ήδη χορηγήσαντες ένορκη βεβαίωση. Ακολούθως, με το ισχύον δικονομικό δίκαιο και με βάση την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, σε περίπτωση εσφαλμένης εισαγωγής προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία υπόθεσης, εκδικαστέας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ακόμη και αν το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, δεν είναι δυνατό να διακρατήσει αυτή προς εκδίκαση, εφαρμόζοντας, χάριν οικονομίας της δίκης, άμεσα, την προσήκουσα διαδικασία, διότι, τοιουτοτρόπως, παρακάμπτεται, σε βάρος των διαδίκων, η ισχύουσα αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που διαπνέει το δικονομικό σύστημα εκδίκασης των διαφορών που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες. Προς τούτο, το δικαστήριο πρέπει να εκδώσει μη οριστική απόφαση, δια της οποίας θα παραπέμψει την υπόθεση προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, προκειμένου όπως εκδικαστεί κατά την προσήκουσα διαδικασία (Καλλιόπη Μακρίδου/Χαρούλα Απαλαγάκη/Γεώργιος Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Έκδοση 2016, σελίδες 11 – 12, Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος, Λέκτορας Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον ν. 4335/2015).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.