Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ – Διαμονή αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα – Αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 7-09-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι υπήκοος τρίτης χώρας που δικαιούται άδεια διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης μπορεί να αποκτήσει, όταν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει το δίκαιο της Ένωσης, το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, E. K., είναι υπήκοος Γκάνας. O υιός της, ο οποίος γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2002, έχει την ολλανδική ιθαγένεια. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2013, χορηγήθηκε στην E. K., δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, άδεια διαμονής στην ολλανδική επικράτεια με την ένδειξη «μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης».
Στις 18 Φεβρουαρίου 2019, η Ε. Κ. υπέβαλε, βάσει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2003/109/ΕΚ [οδηγία σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες], αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ. Η αίτηση απορρίφθηκε από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, ο οποίος έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ είχε προσωρινό χαρακτήρα και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσε να της χορηγηθεί η ζητηθείσα άδεια διαμονής. Η διοικητική προσφυγή που άσκησε η E. K. κατά της απόφασης αυτής κρίθηκε αβάσιμη.
Η E. K. άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείου Χάγης, μεταβατική έδρα Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες).
Το δικαστήριο αυτό εξέφρασε, καταρχάς, αμφιβολίες ως προς τον προσωρινό χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής που αποκτάται δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, τέθηκε το ζήτημα, αφενός, αν ένα δικαίωμα διαμονής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προσωρινό» μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα αυτό θα λήξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία, γνωστή εκ των προτέρων, και, αφετέρου, αν ο προσωρινός ή μη χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ μπορεί να συνδέεται με την πρόθεση του υπηκόου τρίτης χώρας που έχει το δικαίωμα αυτό, δεδομένου ότι η E. K. εξέφρασε, μεταξύ άλλων, τη βούλησή της να εγκατασταθεί επί μακρόν στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών. Εν συνεχεία, το εν λόγω δικαστήριο παρατήρησε ότι η E. K. και ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης και Ασφάλειας διαφωνούσαν ως προς το αν ο καθορισμός του προσωρινού ή μη χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ή αν, αντιθέτως, η έννοια του «δικαιώματος διαμονής προσωρινού χαρακτήρα» πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε επίπεδο Ένωσης. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ μεταφέρθηκε ορθώς στην ολλανδική έννομη τάξη.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, μεταβατική έδρα Άμστερνταμ) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, η ως άνω έννοια δεν καλύπτει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο οικείος πολίτης της Ένωσης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA