Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Μεταφορά του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του – Αναστολή της μεταφοράς λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19 – Αδυναμία πραγματοποίησης της μεταφοράς – Δικαστική προστασία – Επιπτώσεις στην προθεσμία μεταφοράς
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-09-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η αναστολή, λόγω της πανδημίας COVID-19, της εφαρμογής απόφασης μεταφοράς αιτούντος άσυλο στο αρμόδιο κράτος μέλος δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας των έξι μηνών για μεταφορά, την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 [κανονισμός για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα], γνωστός και ως “κανονισμός Δουβλίνο III”.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, το αιτούν κράτος μέλος καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση C‑245/21
Τον Νοέμβριο του 2019, ο MA και η PB υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου στη Γερμανία.
Κατόπιν έρευνας στο σύστημα Eurodac, από την οποία προέκυψε ότι ο MA και η PB είχαν εισέλθει παράτυπα στο έδαφος της Ιταλίας και ότι είχαν καταχωριστεί ως αιτούντες διεθνή προστασία στο εν λόγω κράτος μέλος, η Υπηρεσία υπέβαλε στις ιταλικές αρχές, στις 19 Νοεμβρίου 2019, αίτημα περί αναδοχής του MA και της PB βάσει του κανονισμού Δουβλίνο III.
Οι ιταλικές αρχές δεν απάντησαν στο αίτημα αναδοχής.
Με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, η Υπηρεσία απέρριψε ως απαράδεκτες τις αιτήσεις ασύλου του MA και της PB, διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι οι οποίοι να κωλύουν την απομάκρυνσή τους, διέταξε την απομάκρυνσή τους στην Ιταλία τους επέβαλε απαγορεύσεις εισόδου και διαμονής.
Την 1η Φεβρουαρίου 2020, ο MA και η PB άσκησαν προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Verwaltungsgericht (διοικητικού δικαστηρίου, Γερμανία) κατά της αποφάσεως της Υπηρεσίας. Επιπλέον, η PB συνυπέβαλε αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως. Η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2020, η Υπηρεσία ανέστειλε μέχρι νεωτέρας την εκτέλεση των διαταγών απομάκρυνσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 80, παράγραφος 4, του κώδικα διοικητικής δικονομίας και του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο III, λόγω του ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης της πανδημίας της νόσου COVID‑19, δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση της μεταφοράς του MA και της PB.
Με απόφαση της 14ης Αυγούστου 2020, το επιληφθέν της προσφυγής (διοικητικό δικαστήριο) ακύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας της 22ας Ιανουαρίου 2020. Η απόφαση του Verwaltungsgericht στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι, αν υποτεθεί ότι η Ιταλία ήταν υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου του MA και της PB, η ευθύνη της αυτή είχε μεταβιβαστεί στη Γερμανία, λόγω της εκπνοής της προβλεπόμενης στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III προθεσμίας για τη μεταφορά, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή δεν είχε διακοπεί με την από 8 Απριλίου 2020 απόφαση της Υπηρεσίας.
Η Γερμανία άσκησε αίτηση αναιρέσεως (Revision) κατά της αποφάσεως της 14ης Αυγούστου 2020 ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία).
Η υπόθεση C‑248/21
Τον Αύγουστο του 2019, ο LE υπέβαλε αίτηση ασύλου στη Γερμανία.
Κατόπιν έρευνας στο σύστημα Eurodac, από την οποία προέκυψε ότι στις 7 Ιουνίου 2017 ο LE είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στην Ιταλία, η Υπηρεσία υπέβαλε στις ιταλικές αρχές αίτημα περί εκ νέου ανάληψης του LE βάσει του κανονισμού Δουβλίνο III.
Οι ιταλικές αρχές αποδέχθηκαν το αίτημα περί εκ νέου ανάληψης.
Η Υπηρεσία απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ασύλου του LE, διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι οι οποίοι να κωλύουν την απομάκρυνσή του, διέταξε την απομάκρυνσή του στην Ιταλία και του επέβαλε απαγόρευση εισόδου και διαμονής.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2019, ο LE άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως της Υπηρεσίας ενώπιον του αρμόδιου Verwaltungsgericht (διοικητικού δικαστηρίου). Επιπλέον, συνυπέβαλε αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε την 1η Οκτωβρίου 2019.
Με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2020, οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν τις γερμανικές αρχές ότι, λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19, δεν πραγματοποιούνταν πλέον οι κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Δουβλίνο III μεταφορές από και προς την Ιταλία.
Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2020, η Υπηρεσία ανέστειλε μέχρι νεωτέρας την εκτέλεση της διαταγής απομάκρυνσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 80, παράγραφος 4, του κώδικα διοικητικής δικονομίας και του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο III, λόγω του ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης της πανδημίας της νόσου COVID‑19, δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση της μεταφοράς του LE.
Αφού απέρριψε, στις 4 Μαΐου 2020, και δεύτερη αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως περί μεταφοράς του LE, το επιληφθέν της προσφυγής Verwaltungsgericht (διοικητικό δικαστήριο), με απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, ακύρωσε την ως άνω απόφαση της Υπηρεσίας. Η απόφαση του Verwaltungsgericht στηρίχθηκε σε αιτιολογία ανάλογης με εκείνη της αποφάσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως.
Η Γερμανία άσκησε αίτηση αναιρέσεως (Revision) ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου) κατά της αποφάσεως της 10ης Ιουνίου 2020.
Κοινές εκτιμήσεις επί αμφοτέρων των υποθέσεων
Το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν ενώπιόν του εφόσον διαπιστωθεί, πρώτον, ότι η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς, με την αιτιολογία ότι η μεταφορά ήταν πρακτικώς αδύνατη λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο III, δεύτερον, ότι μια τέτοια αναστολή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προβλεπόμενης στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προθεσμίας για την πραγματοποίηση της μεταφοράς και, τρίτον, ότι η διακοπή της προθεσμίας για την πραγματοποίηση της μεταφοράς έχει εφαρμογή ακόμη και στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει προηγουμένως απορρίψει αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως μεταφοράς.
Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι, μολονότι το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο III απαιτεί η προβλεπόμενη σε αυτό αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς να συνδέεται με την άσκηση ένδικου βοηθήματος, θα μπορούσε, εντούτοις, να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και σε μια έννομη κατάσταση όπως οι καταστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών, δεδομένου ότι εκκρεμεί ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως μεταφοράς και ότι η αδυναμία πραγματοποίησης της απομάκρυνσης μπορεί, κατά το γερμανικό δίκαιο, να γεννήσει αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι επιδιωκόμενοι με τον ως άνω κανονισμό σκοποί καθώς και τα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων προσώπων και του οικείου κράτους μέλους αντιστοίχως, η ισορροπία των οποίων θα πρέπει να διασφαλίζεται στο πλαίσιο της υγειονομικής κατάστασης που διαμορφώθηκε με την πανδημία της νόσου COVID‑19.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 27, παράγραφος 4, και το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III έχουν την έννοια ότι η προβλεπόμενη στην τελευταία αυτή διάταξη προθεσμία μεταφοράς δεν διακόπτεται στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους εκδώσουν, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, ανακλητή απόφαση περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως μεταφοράς, με την αιτιολογία ότι η εκτέλεσή της είναι πρακτικώς αδύνατη λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA