Όταν οι προληπτικοί λόγοι συνδέονται με την καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 20-09-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης για ένα έτος από τη δημιουργία του σχετικού αρχείου από τους φορείς παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών δεν επιτρέπεται για προληπτικούς λόγους που συνδέονται με την καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.
Επιπλέον, κατά το ΔΕΕ, εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως με την οποία κρίνονται ανίσχυρες οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τέτοια διατήρηση.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στη Γαλλία, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των VD και SR για τα εγκλήματα της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, της αποδοχής προϊόντων του ως άνω εγκλήματος, της συνέργειας, της δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η κατηγορούσα αρχή είχε στηριχθεί σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τηλεφωνικές κλήσεις των VD και SR, τα οποία προέκυψαν στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και διαβιβάστηκαν στον ανακριτή από την Autorité des marchés financiers (γαλλική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, AMF), κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε η ίδια.
Οι VD και SR άσκησαν ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) αναίρεση κατά δύο αποφάσεων του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων), ενώπιον του οποίου επικαλέστηκαν τη νομολογία του Δικαστηρίου, ήτοι την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, για να αμφισβητήσουν κατά πόσον η AMF μπορούσε νομίμως να προχωρήσει στη συλλογή των ως άνω δεδομένων βασιζόμενη σε εθνικές διατάξεις οι οποίες, αφενός, δεν ήταν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, στον βαθμό που προέβλεπαν ότι τα δεδομένα σύνδεσης διατηρούνταν γενικώς και αδιακρίτως, και, αφετέρου, δεν έθεταν κανένα όριο στην εξουσία που αναγνωρίζεται στην AMF να απαιτεί, όταν διενεργεί έρευνες, να της κοινοποιούνται τα διατηρούμενα δεδομένα.
Το Cour de cassation υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την οποία ρώτησε, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο πώς συμβιβάζονται το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ [οδηγίας σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες)], ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχεία α’ και δ’, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ [οδηγίας για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς)] και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία ζ’ και η’, του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 [κανονισμού για την κατάχρηση της αγοράς], στο πλαίσιο εθνικών νομοθετικών μέτρων που επιβάλλουν στους φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προληπτικούς λόγους σχετικούς με την καταπολέμηση των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, την υποχρέωση να διατηρούν γενικώς και αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης για ένα έτος από την ημέρα της δημιουργίας των αρχείων των δεδομένων.
Σε περίπτωση που κριθεί ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν είναι δυνατόν να παραμείνουν προσωρινά σε ισχύ τα αποτελέσματά της προκειμένου να αποφευχθεί η ανασφάλεια δικαίου και να μπορέσουν τα δεδομένα τα οποία έχουν διατηρηθεί βάσει αυτής να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό και τη δίωξη πράξεων κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, διαπίστωσε, κατά πρώτον, ότι ούτε η οδηγία για την κατάχρηση αγοράς ούτε ο κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς μπορούν να αποτελέσουν τη νομική βάση προς θεμελίωση μιας γενικής υποχρέωσης διατήρησης των αρχείων των δεδομένων κίνησης που τηρούνται από τους φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για τις ανάγκες της άσκησης των εξουσιών τις οποίες οι προαναφερθείσες ενωσιακές ρυθμίσεις απονέμουν στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η οδηγία για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες συνιστά την πράξη αναφοράς σε σχέση με τη διατήρηση και, γενικότερα, με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Συνεπώς, η συγκεκριμένη οδηγία έχει εφαρμογή και επί των αρχείων των δεδομένων κίνησης που τηρούνται από τους φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που μπορούν να ζητηθούν από τις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα, κατά την έννοια της οδηγίας για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και του κανονισμού για την κατάχρηση της αγοράς. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα της επεξεργασίας των αρχείων που τηρούνται από τους φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η οδηγία για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η οδηγία για την κατάχρηση αγοράς και ο κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς, σε συνδυασμό με την οδηγία για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και υπό το πρίσμα του Χάρτη, δεν επιτρέπουν να διατηρούνται γενικώς και αδιακρίτως, από τους φορείς παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τα δεδομένα κίνησης και τα δεδομένα θέσης για ένα έτος από τη δημιουργία του σχετικού αρχείου, προς τον σκοπό της καταπολέμησης των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.
Κατά τρίτον, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως την οποία οφείλει, βάσει του εθνικού δικαίου, να εκδώσει για να κηρύξει ανίσχυρες τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν γενικώς και αδιακρίτως τα δεδομένα κίνησης και τα δεδομένα θέσης, λόγω της ασυμβατότητας της νομοθεσίας αυτής με την οδηγία για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
Το Δικαστήριο επισήμανε πάντως ότι το κατά πόσον πρέπει να γίνουν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω μιας τέτοιας διατήρησης των δεδομένων αποτελεί, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, ζήτημα το οποίο άπτεται του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη της τήρησης, ειδικότερα, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Βάσει της τελευταίας αυτής αρχής, ο εθνικός ποινικός δικαστής δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω αντίθετης προς το ενωσιακό δίκαιο διατήρησης όλων γενικώς και αδιακρίτως των δεδομένων, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν δυνατότητα αποτελεσματικής υποβολής παρατηρήσεων επί των πληροφοριακών και αποδεικτικών αυτών στοιχείων, τα οποία προέρχονται από τομέα που εκφεύγει της γνώσης των δικαστών και θα μπορούσαν να ασκήσουν καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA