ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 24ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ Α775/2022
Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του, στις 14 Οκτωβρίου 2021, με δικαστή τον Θεόδωρο Δημητρούλια, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Νεκταρία Φραγκιαδουλάκη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης (στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος) 26-4-2013 και περιέλευσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 30-12-2020,
της ……, κατοίκου ……, η οποία παραστάθηκε με την από 11-10-2021 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Λιούλιου,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου και, ήδη, από 1-1-2017, της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με την επωνυμία: «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.), νομίμως εκπροσωπουμένης, εν προκειμένω, από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) …. ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφτηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία, μετά την έκδοση της 24/2019 απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, φέρεται προς συζήτηση, καθ’ ο μέρος παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο και για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί παράβολο ύψους 163,06 ευρώ [σχετ. το, …… διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ (με αύξοντα αριθμό …… /8-10-2018) και το, Σειράς …… διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ (με αύξοντα αριθμό ……/19-4-2013), τα οποία εκδόθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. ..], η προσφεύγουσα, δικαστική λειτουργός, ζητεί, παραδεκτώς: α) να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη (σιωπηρή) απόρριψη, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. …, της ……/31-12-2012 αίτησης μερικής ανάκλησης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματός της, των οικονομικών ετών 2011 και 2012 (διαχειριστικών περιόδων 2010 και 2011) -η οποία, όπως διέγνωσε, παρεμπιπτόντως, το παραπάνω Ειδικό Δικαστήριο, διαβιβάσθηκε, εγκαίρως, στη Δ.Ο.Υ. …., από τη Δ.Ο.Υ. … στην οποία, το πρώτον, υποβλήθηκε-, β) να γίνει δεκτή η εν λόγω αίτηση, γ) να χωρήσει, με τροποποίηση των οικείων εκκαθαριστικών σημειωμάτων, επανεκκαθάριση του οφειλομένου -για τα ανωτέρω έτη- φόρου εισοδήματος, αφού αφαιρεθεί από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο αποδοχών της ποσό ίσο με το 25% αυτών, καθώς και ποσό 10.560 ευρώ ή, επικουρικώς, ποσό ίσο με το εκάστοτε καταβληθέν σε αυτή, ετησίως, ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος και δ) να της επιστραφεί, νομιμοτόκως, από την κατάθεση της αίτησης ανάκλησης, άλλως, από την επίδοση της προσφυγής στο καθ’ ου, ο αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβληθείς, για τα ανωτέρω οικονομικά έτη, φόρος εισοδήματος. Περαιτέρω, ειδικώς όσον αφορά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2012, η προσφεύγουσα ζητεί, επιπλέον, την επιστροφή, νομιμοτόκως, κατά τα προαναφερόμενα, του ποσού της επιβληθείσας στις οικείες ετήσιες αποδοχές της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011, επικουρικώς, δε, να υπολογισθεί η εν λόγω εισφορά όχι επί των προ φόρου ετησίων αποδοχών της, αλλά επί των καθαρών και να της επιστραφεί, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, η εντεύθεν προκύπτουσα διαφορά. Τέλος, ζητεί να αναγνωρισθεί, για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) και τα επόμενα οικονομικά έτη, ότι, από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβαλλομένων σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της, δεν οφείλεται φόρος, αφενός, για ποσό 10.560 ευρώ ή, επικουρικώς, για ποσό ίσο με το εκάστοτε πράγματι καταβαλλόμενο σε αυτή, ετησίως, ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος και, αφετέρου, για ποσό ίσο με το 25% των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών της, καθώς και ότι δεν οφείλεται και, ως εκ τούτου, (ότι) παύει να παρακρατείται από τις αποδοχές της η ως άνω ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
2. Επειδή, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Χολαργού κλητεύθηκε, νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. το από 27-1-2021 αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων ……), για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την παρούσα δικάσιμο, συνεπώς, η συζήτηση χωρεί νομίμως, παρά την απουσία του.
3. Επειδή, το καταβληθέν παράβολο υπερβαίνει, κατά το ποσό των 0,94 ευρώ, το οφειλόμενο (βλ. το ……/19-4-2013 σημείωμα υπολογισμού παραβόλου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …) και, κατά τούτο, είναι αποδοτέο στην προσφεύγουσα, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης (άρθρο 277 παρ. 11 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97).
4. Επειδή, με την προαναφερόμενη (24/2019) απόφαση του, κατ’ άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, Ειδικού Δικαστηρίου, η κρινόμενη προσφυγή απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορούσε το ως άνω «φορολογικό αίτημα αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», με αντικείμενο την αναγνώριση της υποχρέωσης της οικείας φορολογικής αρχής να προσδιορίζει καθ’ ορισμένο τρόπο τον φόρο εισοδήματος που θα οφείλει η προσφεύγουσα για τις αποδοχές της από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, κατά τα επόμενα της άσκησης της προσφυγής οικονομικά έτη, με τις ως άνω προβαλλόμενες απαλλαγές. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, αφού διαπιστώθηκε ότι τα νομικά ζητήματα της κρινόμενης προσφυγής που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου είχαν ήδη επιλυθεί με την 89/2013 απόφασή του, απορρίφθηκε αυτή καθ’ ο μέρος αφορούσε και στην αφαίρεση από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβαλλόμενων σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της προσφεύγουσας ποσού 10.560 ευρώ ή, επικουρικώς, ποσού ίσου με το καταβαλλόμενο, ετησίως, αντισταθμιστικό επίδομα και παραπέμφθηκε, κατά τα λοιπά, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο.
5. Επειδή, με την 89/2013 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η διάταξη του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 23) -η οποία, αφού προστέθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002 (Α΄ 110), παρέμεινε σε ισχύ με το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58) και προβλέπει απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης, ερμηνευόμενη ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 26 του Συντάγματος και των αρχών που προκύπτουν από το άρθρο αυτό, δηλαδή των αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, όπως εξειδικεύονται, ως προς τη δικαστική λειτουργία, στα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος-, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, προς διαφύλαξη των ανωτέρω συνταγματικών αρχών. Και τούτο διότι, με την ανωτέρω διάταξη, αυξήθηκε, πράγματι, το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης, με την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% αυτής. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, κρίθηκε ότι, εφόσον το επίδομα που καταβάλλεται στους δικαστικούς λειτουργούς για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και την αντιστάθμιση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται για την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και οργάνωση γραφείου) δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, από το γεγονός ότι το επίδομα αυτό δεν φορολογείται και όταν καταβάλλεται στους βουλευτές, ενόψει της εξίσωσης, με την από 22-12-1964 απόφαση της Βουλής (συνεδρίαση ΚΔ΄ της 22ης-12-1964), της βουλευτικής αποζημίωσης προς τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, δεν δημιουργείται υποχρέωση, από συνταγματική διάταξη, να αφαιρεθεί από τις υποκείμενες σε φόρο εισοδήματος αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και άλλο ποσό, ίσο με το χορηγούμενο σε αυτούς για την ανωτέρω αιτία επίδομα. Τέλος, κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, με την οποία καθιερώθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, καταλαμβάνει και τους δικαστικούς λειτουργούς.
6. Επειδή, στο άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152), το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο Ε’ του νόμου, με τίτλο «Δημοσιονομικά μέτρα για την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής», όπως η περίπτωση α’ της ως άνω παραγράφου συμπληρώθηκε, από τότε που ίσχυσε, με την παρ. 11 του άρθρου 24 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), ορίζονται τα εξής: «α) Καθιερώνεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., καθώς και των υπαλλήλων όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών … β) Καθιερώνεται ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Πρόνοιας των Δημοσίων Υπαλλήλων … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού, είσπραξης και απόδοσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. γ) … 3. …». Περαιτέρω, με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης Οικ. 2/57654/0022/22-8-2011 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 1853), ορίσθηκαν τα εξής: «1. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 2 α’ του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 … ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλου του μισθοδοτούμενου προσωπικού του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., καθώς και του προσωπικού όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών. … 2. Το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού … 3. Το εν λόγω ποσό παρακρατείται κατά την πληρωμή της τακτικής μισθοδοσίας και των λοιπών πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων του μισθοδοτούμενου προσωπικού της παρ. 1 της παρούσας. Η απόδοση αυτού στον οικείο ΚΑΕ του κρατικού προϋπολογισμού γίνεται κάθε μήνα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για την απόδοση και των λοιπών κρατήσεων. 4. …».
7. Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι, μετά την τροποποίησή της και με την παρ. 10 του άρθρου 3 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58), ορίζονταν τα εξής: «Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο. Μπορεί όμως, για λόγους συγγνωστής πλάνης να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει φέροντας και το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τη συνιστούν. Η ανάκληση γίνεται με την υποβολή δήλωσης μέσα στο οικείο οικονομικό έτος στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την οποία ανακαλείται φορολογητέα ύλη ή αντικειμενική δαπάνη και πραγματική δαπάνη ή οποιοδήποτε προσδιοριστικό της δαπάνης στοιχείο, προκειμένου να προσδιοριστεί το εισόδημα με βάση τα άρθρα 16 και 17 του Κ.Φ.Ε. Στην περίπτωση απόρριψης της ανάκλησης επιδίδεται, από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με απόδειξη, γνωστοποίηση αυτής στο φορολογούμενο, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει προσφεύγοντας, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α`), ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αν η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο του οικείου οικονομικού έτους, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο φορολογούμενο, επί αποδείξει, ότι η ανάκληση δεν γίνεται δεκτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού έτους και ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του Ν. 2717/1999 κατά της γνωστοποίησης αυτής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, το οποίο αποφαίνεται στην ουσία. …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 84 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι: «Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας», ενώ, στην παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010, οριζόταν ότι: «… Αν υποβληθεί ανακλητική δήλωση ή δήλωση με επιφύλαξη, η αξίωση για την επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία έτη από την ημέρα της με οποιονδήποτε τρόπο αποδοχής της. …». Τέλος, στον ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), οριζόταν, στο άρθρο 90 παρ. 2 αυτού, ότι: «2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ΄ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από της καταβολής. …» και, στο άρθρο 91, ότι: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. …».
8. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει βάσει δήλωσής του, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δήλωσης. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση είτε και μεταγενεστέρως, μέχρι, όμως, τον χρόνο εντός του οποίου είναι δυνατή η βεβαίωση του φόρου από τη φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, εκτός αν οριστικοποιηθεί εν τω μεταξύ η φορολογική εγγραφή. Μόνο, δε, από την τυχόν αποδοχή της υποβληθείσας εντός της ως άνω πενταετίας ανάκλησης, είτε με πράξη της φορολογικής αρχής είτε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν προσφυγής του φορολογουμένου κατά της ρητής, ή σιωπηρής απόρριψης της δήλωσης ανάκλησης, καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση τη δήλωση και αρχίζει η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τριετής παραγραφή της αξίωσης επιστροφής του. Συνεπώς, η προμνημονευθείσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (γενική διάταξη αφορώσα χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου, παρόμοια με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), η οποία προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το διάφορο ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δήλωσης φόρου εισοδήματος, από την αποδοχή της οποίας και μόνο καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος, διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΣτΕ 7μ. 1440/2018 σκ. 5, 425/2017 σκ. 5, 1751/2017 σκ. 7). Όπως, δε, έχει περαιτέρω κριθεί (ΣτΕ 7μ. 1751/2017 σκ. 8), ως προς τον χρόνο εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δήλωσης φόρου εισοδήματος, δεν επήλθε μεταβολή ούτε με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 84 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτε με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013, Α΄ 170).
9. Επειδή, περαιτέρω, με την 2190/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι, επί αξιώσεων του φορολογουμένου προς επιδίκαση τόκων κατά την επιστροφή φόρων κλπ. αχρεωστήτως καταβληθέντων, ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας, ενόψει της αντισυνταγματικότητας (κατά το μέρος αυτό) των διατάξεων του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944, η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου, όπως η φορολογική, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου κλπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως. Εν τω μεταξύ, πριν δηλαδή από τη δημοσίευση (στις 12-6-2014) της 2190/2014 απόφασης της Ολομέλειας, ο ν. 4174/2013, με το άρθρο 53, εισήγαγε νέες ρυθμίσεις αναφορικά με το ζήτημα του εντόκου της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, διαφοροποιούμενος σε σχέση με την προϊσχύσασα ρύθμιση αναφορικά τόσο με τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας (υποβολή αίτησης επιστροφής, αντί της παρόδου εξαμήνου από την κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης ή την υποβολή της δήλωσης ή την έκδοση εκκαθαριστικού σημειώματος) (53 παρ. 2) όσο και με το επιτόκιο (53 παρ. 4). Ειδικότερα στο άρθρο 53 του Κώδικα αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), ορίζεται ότι: «1. … 2. Σε περίπτωση καταβολής υπερβάλλοντος ποσού φόρου (αχρεώστητη καταβολή), καταβάλλονται τόκοι στον φορολογούμενο για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία αίτησης επιστροφής του υπερβάλλοντος ποσού φόρου μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή, εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή από τη Φορολογική Διοίκηση της αίτησης επιστροφής φόρου του φορολογουμένου. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, εάν το υπερβάλλον ποσό φόρου συμψηφιστεί με άλλες οφειλές, το ποσό θεωρείται ότι επιστράφηκε κατά το χρόνο διενέργειας του συμψηφισμού. 3. Τόκοι επί των τόκων δεν υπολογίζονται και δεν οφείλονται. 4. Ο Υπουργός Οικονομικών με απόφαση του, ορίζει τα επιτόκια υπολογισμού τόκων, καθώς και όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.». Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 53 παρ. 4 του ν. 4174/2013 εκδόθηκε η ΔΠΕΙΣ 1198598ΕΞ2013/31-12-2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός των επιτοκίων του άρθρου 53 του ν. 4174/2013» (Β΄ 19/10-1-2014), στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι: «Το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α 170) που καταβάλλονται στον φορολογούμενο ορίζεται ως το επιτόκιο πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) που ισχύει κατά την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του φόρου, πλέον πέντε και εβδομήντα πέντε (5,75) εκατοστιαίες μονάδες, ετησίως», στο άρθρο 3 ότι: «Το επιτόκιο των ανωτέρω παραγράφων δεν μεταβάλλεται κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα λαμβανομένου ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας» και στο άρθρο 4 ότι: «Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ από 1.1.2014».
10. Επειδή, εξάλλου, ο φορολογούμενος ο οποίος καταβάλλει φόρο χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση, υφίσταται περιουσιακή ζημία. Παρεπόμενη προς την υποχρέωση του Δημοσίου να επιστρέφει φόρους που καταβάλλονται χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση, είναι η υποχρέωσή του για καταβολή τόκων με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων (ΣτΕ Ολομ. 2190/2014). Η παρεπόμενη αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας από τη στέρηση της περιουσίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο διέπεται από το νομοθετικό καθεστώς που εκάστοτε ισχύει κατά τον χρόνο που αυτή (η παρεπόμενη αξίωση) γεννάται. Επομένως, σε περίπτωση που η κύρια αξίωση προς επιστροφή του φόρου γεννήθηκε μέχρι τις 31-12-2013, αναφορικά με την παρεπόμενη αξίωση του φορολογουμένου προς αποκατάσταση της ζημίας του από τη στέρηση της περιουσίας του, εφαρμοστέο είναι το επιτόκιο που εκάστοτε ορίζεται όσο διαρκεί η στέρηση της περιουσίας από την οποία και απορρέει η αξίωση καταβολής των τόκων. Συνεπώς, εάν η κύρια αξίωση προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου γεννήθηκε μέχρι τις 31-12-2013, περίπτωση που δεν εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ., το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι, για μεν το διάστημα μέχρι τις 31-12-2013, το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν. 1473/1984, για δε το διάστημα μετά την 1-1-2014, εκείνο που ορίζεται με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ. ΔΠΕΙΣ1198598ΕΞ2013/31-12-2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (βλ. ΣτΕ 1527/2018 σκ. 16).
11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, δικαστική λειτουργός με τον βαθμό, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Πρωτοδίκη, με την ……/31-12-2012 αίτησή της προς τη Δ.Ο.Υ. …. -η οποία, όπως έγινε δεκτό με την 24/2019 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, διαβιβάσθηκε, εγκαίρως, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χ….-, προέβη σε μερική ανάκληση των δηλώσεών της φορολογίας εισοδήματος, μεταξύ άλλων, των οικονομικών ετών 2011 και 2012 (χρήσεις 2010 και 2011), για τον λόγο ότι δεν εφαρμόσθηκαν επί των αποδοχών της, ως δικαστικής λειτουργού, οι φορολογικές απαλλαγές που ίσχυαν για τη βουλευτική αποζημίωση, αφενός με βάση το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002, αφετέρου, δε, με βάση την 1072374/1223/Α0012/23-7-2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ειδικότερα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αφαιρεθεί από το εκάστοτε συνολικό ποσό των, υποβληθεισών σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της, αφενός, ποσό ίσο με το 25% του αντίστοιχου ετήσιου συνολικού ακαθαρίστου ποσού αυτών, αφετέρου, ποσό 10.560 ευρώ, άλλως ποσό ίσο με το εκάστοτε πράγματι καταβληθέν ετησίως σε αυτή ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος, να γίνει νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος και να της επιστραφεί ο αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβληθείς φόρος εισοδήματος. Επιπλέον, ειδικώς όσον αφορά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2012 (χρήση 2011), η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιστραφεί το ποσό της επιβληθείσας, με το άρθρο 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011, ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με την οποία είχαν επιβαρυνθεί οι αποδοχές της, επικουρικώς δε να υπολογισθεί η εν λόγω εισφορά όχι επί των ακαθαρίστων, προ φόρου, ετησίων αποδοχών της, αλλά επί των αντίστοιχων καθαρών και να της επιστραφεί η διαφορά. Η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την περιέλευσή της στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ….. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, καθ’ ο μέρος αυτή παραπέμφθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, στο Δικαστήριο τούτο, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της ως άνω τεκμαιρόμενης (σιωπηρής) απόρριψης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …., καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε η ανωτέρω αίτηση μερικής ανάκλησης, να γίνει δεκτή η συγκεκριμένη αίτηση, να χωρήσει, με τροποποίηση των οικείων εκκαθαριστικών σημειωμάτων, επανεκκαθάριση του οφειλομένου για τα ανωτέρω έτη φόρου εισοδήματος, αφού αφαιρεθεί από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο αποδοχών της ποσό ίσο με το 25% των συνολικών ακαθαρίστων αποδοχών αυτής και να της επιστραφεί, νομιμοτόκως, από την κατάθεση της αίτησης ανάκλησης, άλλως από την επίδοση της προσφυγής, ο αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβληθείς φόρος εισοδήματος. Εξάλλου, το καθ’ ου η προσφυγή Ελληνικό Δημόσιο, με την από 7-10-2013 έκθεση απόψεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, που κατατέθηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής, ως νόμω αβάσιμης.
12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 61 παρ. 4 του ν. 2238/1994, ο φορολογούμενος δεσμεύεται, κατ’ αρχήν, από τη φορολογική του δήλωση, μπορεί, όμως, να την ανακαλέσει αν, από σφάλμα νομικό, οφειλόμενο σε πλάνη, περιλήφθηκε φορολογητέα ύλη ανύπαρκτη ή υπερβαίνουσα την πραγματική ή μη υποκείμενη σε φόρο, αν, δε, η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο του οικείου οικονομικού έτους, το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται κατ’ ουσίαν, καθώς και ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε την ……/31-12-2012 ανακλητική δήλωση, για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012, επικαλούμενη νομική πλάνη, κρίνει ότι μη νομίμως απορρίφθηκε το αίτημά της να αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο αποδοχών της από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, ποσό ίσο με το 25% του ετήσιου συνολικού ακαθάριστου ποσού αυτών, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της προσφυγής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις περιλαμβανόμενες στον φάκελο της δικογραφίας σχετικές υπηρεσιακές βεβαιώσεις αποδοχών των ένδικων χρήσεων (του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, του Πρωτοδικείου Νάξου και του Τμήματος Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οικονομικού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), οι φορολογητέες ακαθάριστες αποδοχές της προσφεύγουσας, από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, ανέρχονταν στο ποσό των 31.319,30 ευρώ για το οικονομικό έτος 2011 και στο ποσό των 35.397,17 ευρώ για το οικονομικό έτος 2012. Συνεπώς, μη νομίμως υπήχθη σε φορολόγηση ποσοστό 25% επί των ανωτέρω ακαθάριστων αποδοχών, ήτοι, τα ποσά των 7.829,83 ευρώ για το οικονομικό έτος 2011 (δηλαδή ακαθάριστες φορολογητέες αποδοχές 31.319,30 ευρώ Χ 25%) και των 8.849,29 ευρώ για το οικονομικό έτος 2012 (δηλαδή ακαθάριστες αποδοχές 35.397,17 ευρώ Χ 25%), ο δε φόρος που αναλογεί στα προαναφερόμενα ποσά και παρακρατήθηκε αχρεωστήτως πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα, μετά από νέα εκκαθάριση, ενόψει και του ότι οι ένδικες αξιώσεις της προς επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου για τα ως άνω οικονομικά έτη δεν έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, η οποία άρχισε από το τέλος κάθε έτους, αντιστοίχως, εντός του οποίου έληγε η προθεσμία επίδοσης της σχετικής δήλωσης, ήτοι, από τις 31-12-2011 και 31-12-2012, αντιστοίχως.
13. Επειδή, ως προς την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η επιβολή της μόνο σε βάρος των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και όχι και σε βάρος των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η αρχή της ισότητας ελέγχεται επί ομοίων καταστάσεων, οι δε μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι του Δημοσίου, κατά κοινή πείρα, δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα, συνεκτιμωμένου του γεγονότος ότι οι πρώτοι (τουλάχιστον οι με σχέση δημοσίου δικαίου υπάλληλοι) απολαύουν του προνομίου της μονιμότητας. Συνεπώς, είναι θεμιτή η διαφοροποίηση των δύο αυτών κατηγοριών. Περαιτέρω, η επιβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011 εισφοράς επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., καθώς και των υπαλλήλων όλων των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων των Τραπεζών, δεν υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει, με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τον ενδεδειγμένο, εκάστοτε, τρόπο και χρόνο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2565/2015, 1685/2013, 3408-3409/2013), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη προσφυγή, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, ο επιμέρους ισχυρισμός, για το ίδιο κεφάλαιο, κατά τον οποίο η ανωτέρω ειδική εισφορά αλληλεγγύης, ενόψει του ότι αποτελεί φόρο κι όχι κοινωνικοασφαλιστική κράτηση, ελλείψει ανταποδοτικότητας, μη νομίμως υπολογίσθηκε επί των ακαθάριστων αποδοχών της προσφεύγουσας αντί επί των καθαρών αποδοχών της, δηλαδή αυτών που απομένουν μετά την αφαίρεση του συνόλου των βαρυνουσών κρατήσεων και του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, αφού έχει αφαιρεθεί τόσο το ποσό των 10.560 ευρώ, άλλως ποσό ίσο με το ετησίως πράγματι καταβαλλόμενο σε αυτή αντισταθμιστικό επίδομα, όσο και ποσοστό 25% του ακαθάριστου ποσού των αποδοχών της, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, φορολογητέα ύλη για τον υπολογισμό της επίδικης εισφοράς, η οποία συνιστά μία ειδική φορολογική επιβάρυνση, αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι «τακτικές αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις», ως τακτικών αποδοχών νοουμένων των ακαθάριστων αποδοχών και ως πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων νοουμένων των πάσης φύσεως λοιπών αποδοχών, ανεξαρτήτως εάν αποτελούν φορολογητέο ή απαλλασσόμενο εισόδημα, ενώ, από ουδεμία συνταγματική διάταξη εμποδίζεται ο νομοθέτης να προσδιορίζει την έκταση της φορολογικής βάσης της εκάστοτε οικονομικής επιβάρυνσης, ακόμη κι αν σε αυτή περιλαμβάνονται διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και φόροι, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν υπάρχει αρχή που να απορρέει από το Σύνταγμα, αλλά ούτε και γενική αρχή του δικαίου που να απαγορεύει την επιβολή φόρου επί φόρου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2566/2015, ΣτΕ 7μ. 3423/1991).
14. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ …., της ……/31-12-2012 αίτησης ανάκλησης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας, για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 (χρήσεις 2010 και 2011), κατά το μέρος που αφορά στη μη υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% των ακαθάριστων αποδοχών της, να γίνει εν μέρει δεκτή η εν λόγω αίτηση, να αναγνωριστεί ότι δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος το ποσό των 7.829,83 ευρώ για το οικονομικό έτος 2011 και το ποσό των 8.849,29 ευρώ για το οικονομικό έτος 2012 και να διαταχθεί νέα εκκαθάριση του αναλογούντος φόρου. Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα ο αχρεωστήτως καταβληθείς φόρος, νομιμοτόκως, από την ημερομηνία άσκησης της κρινόμενης προσφυγής (26-4-2013), με εφαρμοστέο επιτόκιο για μεν το χρονικό διάστημα από 26-4-2013 έως 31-12-2013, αυτό των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας, για δε το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης της προσφεύγουσας για την επιστροφή του, αυτό που ορίζεται στο άρθρο 2 της ΔΠΕΙΣ1198598ΕΞ2013/31-12-2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το καταβληθέν παράβολο, κατά το ποσό των 70 ευρώ και, κατά τα λοιπά, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. γ΄ και 11 του Κ.Δ.Δ.), ενώ, τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν, μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της μερικής νίκης και της μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει τη τεκμαιρόμενη (σιωπηρή) απόρριψη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …, επί της ……/31-12-2012 αίτησης μερικής ανάκλησης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας, καθ’ ο μέρος αφορούσε στη μη υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% των ακαθάριστων αποδοχών αυτής, για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012.
Δέχεται την ……/31-12-2012 αίτηση μερικής ανάκλησης των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας, για τα ανωτέρω οικονομικά έτη, κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιο.
Αναγνωρίζει ότι, από τις υποβληθείσες σε φόρο αποδοχές της προσφεύγουσας, δεν υπόκειται σε φόρο το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (7.829,83 ευρώ) και το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (8.849,29 ευρώ) για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012, αντιστοίχως.
Υποχρεώνει τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού να προβεί σε νέα εκκαθάριση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος για τα ως άνω οικονομικά έτη, τροποποιουμένων αναλόγως των οικείων εκκαθαριστικών σημειωμάτων φορολογίας εισοδήματος της προσφεύγουσας και να επιστρέψει σε εκείνη το ποσό φόρου, που κατέβαλε αχρεωστήτως, νομιμοτόκως, από την ημερομηνία άσκησης της κρινόμενης προσφυγής (26-4-2013), με εφαρμοστέο επιτόκιο, για μεν το χρονικό διάστημα από 26-4-2013 έως 31-12-2013, αυτό των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας, για δε το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης της προσφεύγουσας για την επιστροφή του, αυτό που ορίζεται στο άρθρο 2 της ΔΠΕΙΣ1198598ΕΞ2013/31-12-2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών.
Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα του καταβληθέντος παραβόλου, κατά το ποσό των εβδομήντα (70) ευρώ και την κατάπτωση αυτού, κατά τα λοιπά, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 31ης-1-2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΑΔΟΥΛΑΚΗ