Ο αιτών δανειολήπτης, το ατομικό μηνιαίο εισόδημα του οποίου δεν υπερβαίνει το 170% των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του θα πρέπει να καταβάλει το ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστώτριές του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι τα 2/3 της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, ποσού 38.839,88 ευρώ αφαιρουμένων των εξόδων αναγκαστικής εκτέλεσης. Πλην όμως, επειδή τα χρέη του αιτούντος ανέρχονται σε 126.500,63 ευρώ, δηλ. σε ποσό μεγαλύτερο του υποχρεωτικού ανταλλάγματος, ο αιτών θα πληρώσει το μικρότερο αυτό ποσό των 25.893,25 ευρώ σε 240 μηνιαίες δόσεις ποσού 107,89 ευρώ μηνιαίως. Δέχεται την αίτηση.
Αριθμός 169/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΒΟΛΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Λεωνίδα Ψύχαλο με την παρουσία και της Γραμματέως Παρασκευής Χατζάκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Νοεμβρίου 2018, ημέρα Τετάρτη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: του , κατοίκου Βόλου με Α.Φ.Μ.: που παραστάθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Χριστίνα Κων. Γιαννακίδου, κάτοικο Βόλου (Χατζηαργύρη 66), η οποία υπέβαλε προτάσεις.
ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Αιόλου 86) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ », που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 4) και εκπροσωπείται νόμιμα: α) αυτοτελώς και β) ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ BANK Α.Ε.», με Α.Φ.Μ που εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Μιχ. Χριστοδουλάκη, κάτοικο Βόλου (Γαλλίας 12), η οποία υπέβαλε προτάσεις, 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Ανώνυμη Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα (Όθωνος 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ.: , που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Μιχ. Μαθηνού, κάτοικο Σκιάθου, η οποία υπέβαλε προτάσεις και 4) Της Περιφερειακής Μονάδας (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Φ.Κ.Α. – πρώην ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ), που εδρεύει στο Βόλο (Κοραή 65 και Πλάτωνος) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αιτών με την από 16-1-2018 αίτηση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ./16-1-2018, ζητεί τα αναφερόμενα σ’ αυτή για τους λόγους που επικαλείται.
Για τη συζήτηση της αίτησης αυτής ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 754 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο έκτο ν. 4335/2015, και ισχύει από 1-1-2016 (σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ιδίου νόμου): «Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστούν οι διάδοχοι ή εμφανιστούν και δεν λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν ο αιτών δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανιστεί ο καθού η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανιστεί ο αιτών και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 (σελ. 16), σκοπός της νέας ρύθμισης της ερημοδικίας στην εκούσια δικαιοδοσία ήταν να αποφευχθεί η διατήρηση της εκκρεμοδικίας στην περίπτωση που δεν εμφανίζεται ο αιτών και εμφανίζεται ο καθού ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί η παρέμβει και όχι η διαφοροποίηση της αντιμετώπισης της ερημοδικίας του καθού. Ειδικότερα, κατά την προηγούμενη μορφή του, το άρθρο 754 ΚΠολΔ όριζε τα εξής: «1. Αν κατά την ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστεί ο αιτών ή εμφανιστεί και δεν λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται, ακόμη και αν παρίσταται ο τρίτος που κλητεύθηκε ή που είχε ασκήσει παρέμβαση χωρίς να κλητευθεί και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 746. 2. Αν κατά την ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο εμφανιστεί ο αιτών και λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση, ενώ δεν εμφανίζεται ή εμφανίζεται αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν αυτός να είχε εμφανιστεί». Στην αρχική της μορφή η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 754 ΚΠολΔ περιλάμβανε και δεύτερο εδάφιο που όριζε τα εξής: «Το τεκμήριο του άρθρου 271 παρ. 3 δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή», το οποίο καταργήθηκε από 16-9-2001 με το άρθρο 21 παρ. 2 του νόμου 2915/2001, με τον οποίο καταργήθηκαν οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη του ν. 4335/2015 η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας που επανεισήχθησαν στον ΚΠολΔ με τον ν. 3994/2011 και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας για την περίπτωση της ερημοδικίας του καθού. Εάν υπήρχε τέτοιος σκοπός, ενόψει και της διαφορετικής ρύθμισης που ίσχυσε διαχρονικά καθόλη τη διάρκεια εφαρμογής του ΚΠολΔ, θα υπήρχε ρητή αναφορά στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ στο κείμενο του νόμου ή, τουλάχιστον, της αιτιολογικής έκθεσης. Εξάλλου, για την περίπτωση της ερημοδικίας του αιτούντος προκύπτει σαφώς από το κείμενο του άρθρου ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 272 παρ. 2 ΚΠολΔ και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση στην ουσία, εφόσον επισπεύδει τη συζήτηση ή έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, ουδείς δε λόγος διαφορετικής μεταχείρισης του εναγομένου υφίσταται. Εξάλλου, η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας στην εκούσια δικαιοδοσία δεν συμβιβάζεται με το ανακριτικό σύστημα που καθιερώνεται με τα άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ και ισχύει για κάθε υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, γνήσιας ή μη. Συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι από προφανή παραδρομή παραλείφθηκε στο νέο άρθρο 754 ΚΠολΔ η ρύθμιση για την ερημοδικία του καθού, η οποία περιλαμβανόταν στην προηγούμενη μορφή του άρθρου 754 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενόψει δε του σκοπού του νομοθέτη του ν. 4335/2015 και της ratio των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ, συστηματικά ερμηνευόμενων, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως δηλαδή προβλεπόταν ρητά στην αρχική μορφή του άρθρου 754 ΚΠολΔ) για τις δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας του καθού στην εκούσια δικαιοδοσία ως μη προσαρμοζόμενη με τη διαδικασία αυτή κατ’ άρθρο 741 ΚΠολΔ. Συνεπώς, στην περίπτωση ερημοδικίας του καθού η αίτηση, ο οποίος έχει κλητευτεί νομίμως για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης, αυτή προχωρεί κανονικά σαν να είχε εμφανιστεί και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (βλ. σχετυχά: Πολ.Πρωτ.Αθ. 213/2017 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Πολ.Πρωτ.Αθ. 5/2007 μη δημοσιευμένη στο νομικό τύπο).
Από τις υπ’ αριθμ. ../29-1-2018 και ./29-1-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Λάρισας , που προσκομίζει ο αιτών, προκύπτει ότι πιστό αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη και στην τέταρτη των καθών η αίτηση αντίστοιχα. Οι τελευταίες, όμως, δεν παραστάθηκαν την παραπάνω δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση σα να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρα 5 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 3869/2010, 744, 748 παρ. 1 εδ. β’ σε συνδυασμό με το άρθρο 754 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 (όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν. 4346/2015), σαφώς προκύπτει, ότι η αίτηση του οφειλέτη πρέπει να αναφέρει: α) την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και του συζύγου και τα πάσης φύσεως εισοδήματα τους, β) τους πιστωτές του και τις απαιτήσεις τους, αναλυόμενες σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 4α του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου, γ) τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων του επί ακινήτων, στις οποίες ο οφειλέτης προέβη την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης και δ) τυχόν αίτημα για διαγραφή των χρεών του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5α ή σχέδιο για τη διευθέτηση των οφειλών του, που λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών, την περιουσία, τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογενείας του και την προστασία της κύριας κατοικίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 (βλ. σχετικά: Αθαν.Κρητικού «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» τέταρτη έκδοση 2016, άρθρο 4 αριθμ. 7 σελ. 115, ’γγ.Αλεξανδρόπουλου – Ν.Κωστάκου – Φ.Πανταζή σε Ευγ.Τζαννίνη «Υπερχρεωμένοι οφειλέτες: από τις οφειλές προς τις τράπεζες στις οφειλές προς το δημόσιο» έκδοση 2016, κεφ. Ε’ παρ. 3 σελ. 68). Περαιτέρω πρέπει να υπομνησθεί ότι η αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 είναι δικόγραφο και ως εκ τούτου για την πληρότητα του θα πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία, που προβλέπουν τα άρθρα 118 και 747 του ΚΠολΔ. Εν απουσία των ως άνω, η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη (βλ. σχετικά: ’γγ. Αλεξανδρόπουλου – Ν.Κωστάκου – Φ.Πανταζή, ό.π., σελ. 68 – 69). Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων στην Ελλάδα εκδηλώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει σχετικά ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται μια θεσμική εγγύηση, που οριοθετεί τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Η εγγύηση αυτή διασφαλίζει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης παρεμποδίζοντας την αλλοίωση του οργανωτικού πυρήνα του, χωρίς όμως να αποκλείεται η αναδιάρθρωση του, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων απονομής ασφαλιστικών παροχών, το ύψος ή η έκταση τους. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης οφείλει να παραμείνει σύμφωνος με τις βασικές αρχές, οι οποίες είναι σύμφυτες με την οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και προσδίδουν τη διαχρονική ταυτότητα του θεσμού αυτού. Η πολιτειακή εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, που στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές βάσεις, και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις με γνώμονα πάντοτε την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 1 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του προβλέπεται ότι πλέον: «Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου περιλαμβάνονται επίσης: α) οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β) οι βεβαιωμένες οφειλές προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α’ και β’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών που προκύπτουν από εισφορά σε χρήμα ή την μετατροπή εισφοράς γης σε χρήμα των προς ένταξη ή και των ήδη ενταγμένων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με το ν. 1337/1983 από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α’, β’ και γ’ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με τις οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές». Εν προκειμένω με την νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, με την οποία εντάχθηκαν στο ν. 3869/2010 και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους Ο.Κ.Α., όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, παρέχεται η δυνατότητα σε μία κατηγορία ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα σε εκείνους των οποίων οι οφειλές έναντι των εν λόγω οργανισμών (από ασφαλιστικές εισφορές) συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές να ζητήσουν και να επιτύχουν ακόμη και την πλήρη διαγραφή των οφειλομένων από αυτούς ασφαλιστικών εισφορών. Με το σοβαρό πλήγμα που προκάλεσε η μείωση κατά 53% (ύψους 18,7 δις ευρώ) της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, στα οποία είχαν επενδύσει τα ασφαλιστικά ταμεία, η οποία και ολοκληρώθηκε με τη 2η φάση του PSI με περαιτέρω μείωση, η οποία ανήλθε στο ποσό των 1,2 δις ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. . έγγραφο Γενικής Δ/νσης Οικονομικής Πολιτικής Δ/νση Πιστ. και Δημ/κών Υποθέσεων Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο επισυνάπτεται το με αρ. πρωτ. ./ 2.8.2012 έγγραφο της δ/ νσης ανθρώπινου δυναμικού και οργάνωσης της Τράπεζας της Ελλάδος), τα αποθεματικά των Ο.Κ.Α. έχουν περιοριστεί σημαντικά, ενώ στην μείωση των εσόδων και στην αύξηση των ελλειμμάτων τους, που σημειώθηκε κατά τα τελευταία έτη λόγω της αύξησης των δεικτών ανεργίας, της αδήλωτης εργασίας κλπ., έρχεται να προστεθεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 2 εδ. β’ περ. γ’ του ν. 3869/2010, η εφαρμογή της οποίας σημαίνει ότι θα επέλθουν νέα σημαντικά ελλείμματα που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω συρρίκνωση τα αποθεματικά τους. Συνακόλουθα, με την ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3869/2010 παραβιάζεται ευθέως η πολιτειακή εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος και αφορά το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις με γνώμονα πάντοτε την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Για τους παραπάνω λόγους η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη, επειδή κρίνεται, ως αντισυνταγματική, από το παρόν δικαστήριο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, την οποία θεσπίζουν τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος (Ολομ. ΑΠ 3/2013, 46/2005, 9/2004). Σημειωτέον, δε, ότι, όσον αφορά τα χρέη προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, προηγήθηκε της μεταρρύθμισης του ν. 3869/2010 με το ν. 4336/2015 ειδικός νόμος γενναίας περικοπής (άρθρο 19 παρ, 1 ν. 4324/2015), με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα στα αναφερόμενα σε αυτόν πρόσωπα να προβούν σε ρυθμίσεις για την ελάφρυνση του χρέους τους προς τους φορείς αυτούς (βλ. σχετικά: Ειρ.Λαρ. 616/2018 και 258/2018 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Ειρ.Πατρ. 40/2018 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝΟΜΟΣ, Ειρ.Βόλ. 39/2019, 362/2018 και 124/2018, Ειρ.Ιωανν. 199/2017 ad hoc, αδημοσίευτη και μνημονευόμενη στην υπ’ αριθμ. 39/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου, Ειρ.ΑΘ. 1588/2016 και 774/2016 αδημοσίευτες στο νομικό τύπο και μνημονευόμενες στην Ειρ.Πατρ. 40/2018, ό.π., Ειρ.ΑΘ. 771/2016 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ad hoc).
Με την κρινόμενη αίτηση του ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τις πιστώτριες τράπεζες και τον Ε.Φ.Κ.Α., που αναφέρονται στην αίτηση και κλήτευσε στη δίκη, αιτείται κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010 τη ρύθμιση αυτών (οφειλών) με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας και του ι.χ. επιβατηγού αυτοκινήτου του από την εκποίηση σύμφωνα με το υποβαλλόμενο σχέδιο διευθέτησης.
Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό, η κρινόμενη αίτηση υλικά και τοπικά αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 3 του ν. 3869/2010) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επόμ. του ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από την παρ. 4 του άρθρου 1 της υποπαραγράφου Α4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015) και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις 19-8-2015, αφού προσκομίστηκαν τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη έγγραφα καθώς επίσης και η από 16-1-2018 υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την ορθότητα και πληρότητα της καταστάσεως της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία. Επίσης, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 ν. 3869/2010, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές του. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της, όπως προβλέπονται από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, είναι επαρκώς ορισμένη (σύμφωνα με την προεκτεθείσα πρώτη μείζονα σκέψη της παρούσας) και νόμιμη, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού περί αοριστίας, που προβάλλουν οι παριστάμενες καθών η αίτηση, ως νόμω αβασίμου. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015) και 9 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4346/2015, που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 μέχρι και 31-12-2018) του ν. 3869/2010. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση, ως προς τον τέταρτο των καθών η αίτηση (Ε.Φ.Κ.Α.), κρίνεται απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθώς η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ’ του ν. 3869/2010 είναι μη εφαρμοστέα, επειδή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα δεύτερη νομική σκέψη (Ειρ.Λαρ. 616/2018 και 258/2018, ό.π., Ειρ.Πατρ. 40/2018, ό.π., Ειρ.Βόλ. 39/2019, 362/2018 και 124/2018, Ειρ.Ιωανν. 199/2017, ό.π., Ειρ.ΑΘ. 771/2016 ό.π.). Εφόσον, λοιπόν, δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των πιστωτών του και κατά το μέρος που η ένδικη αίτηση κρίθηκε νόμιμη, πρέπει αυτή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι παριστάμενες τράπεζες με τις παραδεκτά κατατεθείσες προτάσεις τους και με δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της δίκης, αρνούνται την κρινόμενη αίτηση, ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, και ζητούν την απόρριψη της. Περαιτέρω, εκτός από τον ισχυρισμό περί αοριστίας, ο οποίος έχει ήδη κριθεί και απορριφθεί από το δικαστήριο (ως μη νόμιμος), προβάλλουν και την ένσταση της δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, για τους λόγους που επικαλούνται. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα, ως αόριστη, για τους ακόλουθους λόγους:
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, 330 του ΑΚ και 27 παρ. 1 του ΠΚ συνάγεται, ότι, για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (βλ. σχετικά: Α.Π. 515/2018 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα, η προβληθείσα ως άνω ένσταση είναι αόριστη, διότι οι καθών η αίτηση πιστώτριες τράπεζες, που έχουν κατά το νόμο το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου των οφειλετών, παραλείπουν να αναφέρουν το αρχικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, το χρόνο που τα συμφώνησε και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε, ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Εφόσον λοιπόν η ως άνω ένσταση είναν αόριστη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (Α.Π. 515/2018 ό.π.).
Περαιτέρω η τρίτη καθής η αίτηση προβάλλει και την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι η ένδικη αίτηση έχει ασκηθεί εντελώς καταχρηστικά για τους αναφερόμενους από αυτήν λόγους. Η ένσταση αυτή κρίνεται απορριπτέα, ως νομικά αβάσιμη, σύμφωνα με το ακόλουθο σκεπτικό: Το άρθρο 281 ΑΚ ορίζει, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος, υπό τους εις αυτήν διαλαμβανόμενους όρους, είναι παραδεκτή, όταν πρόκειται για δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου (βλ. σχετικά: Α.Π. 735/2017, Α.Π. 44/2016 ad hoc, Α.Π. 1003/2008 ad hoc, Α.Π. 1662/2006 ad hoc, Α.Π. 1142/2006, Α.Π. 1006/1999, Α.Π. 683/1999 ad hoc, Εφ.Πειρ. 339/2013 και 357/2005, Εφ,Δωδ. 116/2002, Μον.Πρωτ.Λαρ. 236/2018, Ειρ.Κεφαλλ. 161/2018, Ειρ.Νεμ. 16/2018, Ειρ.’ργ. 93/2017, Ειρ.Λαρ. 94/2016, Ειρ.Πύργ. 4/2016, Ειρ.Ελευσ. 1/2015 και 42/2014, όλες καταχωρημένες στην ιστοσελίδα «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Β. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ» Αθήνα 2001, άρθρο 281 αριθμ. 72 σελ. 1152). Περαιτέρω, η καταχρηστική άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων και ευχερειών ρυθμίζεται αποκλειστικά από την ΚΠολΔ 116 (Εφ.ΑΘ. 5454/1986 Ελλ.Δνη 28-1448). Όμως, η διάταξη αυτή δεν θεσμοθετεί, ως γνήσια δικονομική κύρωση, το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, η οποία επιχειρήθηκε κατά παράβαση της, αφού η παράβαση των ορισμών του άρθρου 116 ΚΠολΔ συνεπάγεται μόνο ορισμένες έμμεσες κυρώσεις (βλ. σχετικά: Α.Π. 1142/2006, ό.π., Α.Π. 5/1998 Ελλ.Δνη 40-57, Εφ.Πειρ. 357/2005, ό.π., Μον.Πρωτ.Χαλκ. 139/1992 Ελλ.Δνη 34-1397, Θ.Σαμακοβλή «Επιλογή Νομικών Σκέψεων» Αρχ.Ν. 2004-485, Κ.Κεραμέως «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο» έκδοση 1986 παρ. 70 σελ. 197). Στην προκειμένη περίπτωση η τρίτη καθής η αίτηση αναφέρει επί λέξει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «…Όμως αντίθετα, ο καθού ενήργησε όλως καταχρηστικώς καταθέτοντας την υπό κρίση αίτηση του…Η συμπεριφορά του όχι μόνο υπερβαίνει αλλά προφανώς τίθενται εναντίον της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του φερόμενου δικαιώματος του. Η προφανής υπέρβαση – αντίθεση των ορίων αυτών καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος αυτού του αντιδίκου μας κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ειδικότερα στην υπό κρίση αίτηση η αντίθεση της συμπεριφοράς του αντιδίκου στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη εμφανίζεται και με τις ειδικότερες μορφές που είτε ο δικαιούχος ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την προηγούμενη συμπεριφορά του (venire contra factum proprium) είτε κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της συνεπούς και σύμφωνα με την καλή πίστη συμπεριφοράς, όπως διαγράφεται εκτός της 281 Α.Κ. και στις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 Α.Κ., που επιβάλλουν την καλόπιστη παροχή των παροχών. Δηλαδή, ενώ ο αντίδικος αιτήθηκε τη λήψη δανείων έρχεται σήμερα και αιτείται τη ολική διαγραφή των οφειλών του προς εμάς. Η απαίτηση του αυτή καταδεικνύει την αντίθεση της συμπεριφοράς του στις διατάξεις της 281 Α.Κ.. Το καταχρηστικό της συμπεριφοράς του αλλά και η έλλειψη οποιασδήποτε ειλικρινούς προσπάθειας του αντιδίκου περί διευθέτησης και αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του καταδεικνύεται και από το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του. Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω η άσκηση της υπό κρίση αίτησης πρέπει να απορριφθεί ως αντιβαίνουσα τις διατάξεις της 281 Α.Κ.». Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, ως νομικά αβάσιμη, διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι οι ορισμοί του άρθρου αυτού δεν ισχύουν επί δικαιωμάτων, που ασκούνται κατ’ εφαρμογή δικονομικών διατάξεων, όπως είναι και το δικαίωμα άσκησης της αίτησης (βλ. την προαναφερόμενη νομολογία και ιδίως: Μον.Πρωτ.Λαρ. 236/2018, ό.π., Ειρ.Κεφαλλ. 161/2018, ό.π., Ειρ.Νεμ. 16/2018, ό.π., Ειρ.’ργ. 93/2017, ό.π., Ειρ.Λαρ. 94/2016, ό.π., Ειρ.Πύργ. 4/2016, ό.π., Ειρ.Ελευσ. 1/2015 και 42/2014, ό.π., οι οποίες αναφέρονται ειδικά σε περιπτώσεις αιτήσεων υπαγωγής φυσικών προσώπων στο ν. 3869/2010, όπως και η κρινόμενη).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που λήφθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της δίκης (οι καθών η αίτηση δεν εξέτασαν μάρτυρα), τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τις δικαστικές ομολογίες των ιδίων και από την όλη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι ηλικίας 58 ετών περίπου (έχει γεννηθεί στις , διαζευγμένος με την τρίτη στην παρούσα δίκη και πατέρας μιας ενήλικης κόρης (ηλικίας 24 ετών περίπου). Από την 1-9-1990 μέχρι τις 30-9-2011, οπότε απολύθηκε, εργαζόταν, ως ιδιωτικός υπάλληλος (και ειδικότερα ως μηχανικός) στην ανώνυμη εταιρία παραγωγής και εμπορίας φαρμάκων με την επωνυμία Η πρώην σύζυγος του έπασχε από του πάθηση για την οποία χρειάστηκε να δαπανήσει μεγάλα χρηματικά ποσά και κυρίως την ως άνω ληφθείσα αποζημίωση απολύσεως (ποσού 59.854,96 ευρώ). Κατά τα χρονικά διαστήματα: α) από 5-10-2011 μέχρι 6-11-2012 και β) από 10-5-2013 μέχρι 13-5-2015 ήταν άνεργος, ενώ πριν την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης και ειδικότερα από το μήνα Μάϊο του 2015 μέχρι το μήνα Οκτώβριο του 2015 εργάστηκε σε εργοληπτική εταιρία, συνεργαζόμενη με την πως συνομολογεί στην ένδικη αίτηση. Στηρίζεται οικονομικά στη μηνιαία σύνταξη του Ι.Κ.Α. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), που λαμβάνει η μητέρα του, ποσού 487,43 ευρώ (βλ. το ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων του μηνός Νοεμβρίου 2017). Περαιτέρω, ο αιτών διαμένει με την υπερήλικη μητέρα του σε μια ισόγεια οικία, εμβαδού 46,53 τ.μ., κτισμένη εντός οικοπέδου, εμβαδού 92,91 τ.μ., η οποία (ισόγεια οικία) βρίσκεται επί της οδού στη θέση « » εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του Βόλου, χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του ιδίου, ανήκει κατά δικαίωμα ψιλής κυριότητας σ’ αυτόν και της οποίας τη διάσωση από την εκποίηση επιθυμεί, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 [βλ. το υπ’ αριθμ. συμβόλαιο περιουσιακής παροχής (γονικής) αστικού ακινήτου κατά ψιλή κυριότητα της Συμβολαιογράφου Βόλου , το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα. Διαθέτει, επίσης, κατά δικαίωμα πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας, το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ι.χ. επιβατηγό αυτοκίνητο, μοντέλου κυλινδρισμού 1.349,00 κ.ε., το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στις 29-9-2010 και του οποίου ζητεί την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση (βλ. την προσκομιζόμενη άδεια κυκλοφορίας και το υπηρεσιακό αντίγραφο αυτής). Εξάλλου, από τις μισθωτές υπηρεσίες του ιδίου και μόνο ο αιτών δήλωσε ατομικά εισοδήματα:
1) για το φορολογικό έτος 2014, μηδενικού ποσού,
2) για το φορολογικό έτος 2015, ποσού 2.745,28 ευρώ,
3) για το φορολογικό έτος 2016, ποσού 0,02 ευρώ και
4) για το φορολογικό έτος 2017, μηδενικού ποσού
(βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου και των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των ανωτέρω φορολογικών ετών). Ήδη τα μηνιαία ατομικά εισοδήματα του αιτούντος είναι ελάχιστα και ανέρχονται στο ποσό των 487,43 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε. Το μηνιαίο κόστος διαβίωσης του ιδίου για την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών (ποσού 460,00 ευρώ) καλύπτεται από τη μηνιαία σύνταξη της μητέρας του. Περαιτέρω, ο αιτών στερείται οποιασδήποτε άλλης ακίνητης και κινητής περιουσίας καθώς και κάθε άλλης πηγής εσόδων (τραπεζικών καταθέσεων, μερισμάτων, ομολόγων, συμμετοχών σε εταιρίες κλπ. – βλ. την από 6-11-2018 βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος και την ένορκη μαρτυρική κατάθεση).
Περαιτέρω προέκυψε, ότι ο αιτών σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη (συμπεριλαμβανομένων και των αναλογούντων τόκων και εξόδων) προς τις μετέχουσες στη δίκη πιστώτριες τράπεζες, εκ των οποίων: α) το μεν στεγαστικό δάνειο (με την τρίτη καθής η αίτηση) είναι εμπράγματος εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του αιτούντος και συνεχίζει να εκτοκίζεται μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης, όπως συνομολογεί ο αιτών στην ένδικη αίτηση [άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3869/2010) – βλ. σχετικά με τον ως άνω κρίσιμο χρόνο: Ειρ.ΑΘ.-925/2017, 200/2017, 175/2015 και 816/2014, Ειρ.Λαρ. 184/2015, Ειρ.Πειρ. 205/2014, Ειρ.Θεσ. 2836/2014, όλες καταχωρημένες στην ιστοσελίδα «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 6 αριθμ. 70 σελ. 277] και β) τα δε τέσσερα (4) καταναλωτικά δάνεια δεν είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένα και ήδη με την κοινοποίηση της αίτησης θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3869/2010, ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. σχετικά με τον ως άνω κρίσιμο χρόνο: Μον.Πρωτ.Πειρ. 2221/2014, Ειρ.ΑΘ. 175/2015 και 816/2014, Ειρ.Πειρ. 205/2014, Ειρ.Θεσ. 2836/2014, Ειρ.Ελευσ. 1/2015, όλες καταχωρημένες στην ως άνω ιστοσελίδα «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 6 αριθμ. 69 και 71 σελ. 276 – 277). Ειδικότερα ο αιτών είχε καταρτίσει (ως οφειλέτης):
1) με την πρώτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία την υπ’ αριθμ. σύμβαση καταναλωτικής πίστης, το κόστος της οποίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της κρινόμενης αίτησης ανήλθε στο ποσό των 7.597,89 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. ./28-8-2017 αναλυτική κατάσταση οφειλών της πρώτης καθής η αίτηση),
2) με τη δεύτερη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία: α) την υπ’ αριθμ. κωδικού σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το κόστος της οποίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της κρινόμενης αίτησης ανήλθε στο ποσό των 69.474,45 ευρώ, β) την υπ’ αριθμ. κωδικού σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το κόστος της οποίας κατά τον ίδιο ως άνω κρίσιμο χρόνο ανήλθε στο ποσό των 3.172,25 ευρώ και γ) την υπ’ αριθμ. κωδικού σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το κόστος της οποίας κατά τον ίδιο ως άνω κρίσιμο χρόνο ανήλθε στο ποσό των 2.363,01 ευρώ (βλ. τις από 5-10-2018 και 10-10-2018 καρτέλες πελάτη της δεύτερης καθής η αίτηση). Επομένως, οι επιμέρους οφειλές του αιτούντος προς τη δεύτερη καθής η αίτηση ανέρχονται στο ποσό των (69.474,45 + 3.172,25 + 2.363,01 =) 75.009,71 ευρώ και
3) με την τρίτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία την υπ’ αριθμ . σύμβαση στεγαστικού δανείου, το κόστος της οποίας κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης της παρούσας απόφασης ανέρχεται στο ποσό των 43.893,03 ευρώ (βλ. την από 24-10-2018 βεβαίωση οφειλών της τρίτης καθής η αίτηση). Κατά συνέπεια, οι οφειλές του αιτούντος προς τις πιστώτριες τράπεζες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (7.597,89 + 75.009,71 + 43.893,03 =) 126.500,63 ευρώ. Επί των συνολικών ως άνω οφειλών του αιτούντος προς τις καθών η αίτηση (ποσού 126.500,63 ευρώ) το οφειλόμενο ποσό: 1) προς την πρώτη καθής η αίτηση αναλογεί σε ποσοστό (7.597,89 : 126.500,63 =) 6,00%, 2) προς τη δεύτερη καθής η αίτηση αναλογεί σε ποσοστό (75.009,71 : 126.500,63% =) 59,30% και 3) προς την τρίτη καθής η αίτηση αναλογεί σε ποσοστό (43.893,03 :126.500,63% =) 34,70%.
Λόγω της ανάγκης του αιτούντος να καταφύγει σε προσωπικό δανεισμό με τα παραπάνω τραπεζικά προϊόντα (στεγαστικό και καταναλωτικά δάνεια), για να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας της πρώην συζύγου του, να ανταπεξέλθει στις ανάγκες διαβίωσης του ιδίου και λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της χώρας και της οικονομικής κρίσης, με την οποία και αυτός πλήττεται, τα ατομικά του εισοδήματα είναι ανεπαρκή, όπως και η ικανότητά του να εκπληρώσει τις οφειλές του. Με βάση τα παραπάνω εισοδήματα του και τις οφειλές του αποδεικνύεται, ότι ο αιτών από το έτος 2018 έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, η αδυναμία του, δε, αυτή δεν οφείλεται σε δόλο. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, λόγω ελλείψεως ρευστότητας, δηλαδή ελλείψεως όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Ειδικότερα η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητας του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και, αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευομένων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητα του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής (βλ. σχετικά: Α.Π. 951/2015 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ο αιτών έχει περιέλθει κατά τους κρίσιμους χρόνους τόσο της κατάθεσης, όσο και του μεσοδιαστήματος μέχρι τη συζήτηση της ένδικής αίτησης στο ακροατήριο του παρόντος (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, λόγω υπερχρέωσης, δεδομένου ότι οι μηνιαίες δόσεις των επίδικων δανείων υπερβαίνουν τα μηνιαία εισοδήματα του (ποσού 487,43 ευρώ), καθόσον ανέρχονται στο συνολικό ποσό των [(18,42 + 8,96 + 8,56 + 14,84 =) 50,78 Χ 10 =] 507,80 ευρώ τουλάχιστον (βλ. τα προσκομιζόμενα έγγραφα των καθών η αίτηση τραπεζών και σχετικά με τους ως άνω κρίσιμους χρόνους: Α.Π. 1208/2017 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι το προτεινόμενο από τον αιτούντα σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του δεν έγινε δεκτό από τις ως άνω πιστώτριες τράπεζες και συνεπώς, με όσα έγιναν δεκτά, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κατ’ άρθρο 8 του ν. 3869/2010 ρύθμιση των οφειλών του από το δικαστήριο, αφού δεν υπάρχουν αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις παραπάνω πιστώτριες του από τη μηνιαία σύνταξη της μητέρας του επί τριετία (36 μηνιαίες καταβολές), που θα αρχίσουν αμέσως ένα (1) μήνα μετά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση προς τις παραπάνω πιστώτριες ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών αναγκών του αιτούντος και της μη προοπτικής βελτίωσης στο μέλλον της οικονομικής του κατάστασης, ανέρχεται σε 20,00 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές του δυνατότητες. Έτσι σύμφωνα με την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης ο αιτών πρέπει να καταβάλει: 1) ποσό (20,00 ευρώ Χ 6,00% =) 1,20 ευρώ στην πρώτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία, 2) ποσό (20,00 ευρώ Χ 59,30 =) 11,86 ευρώ στη δεύτερη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία και 3) ποσό (20,00 ευρώ Χ 34,70% =) 6,94 ευρώ στην τρίτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τριετίας η πρώτη καθής η αίτηση θα έχει λάβει ποσό (36 μήνες Χ 1,20 ευρώ =) 43,20 ευρώ, η δεύτερη καθής η αίτηση ποσό (36 μήνες Χ 11,86 ευρώ =) 426,96 ευρώ και η τρίτη καθής η αίτηση ποσό (36 μήνες Χ 6,94 ευρώ =) 249,84 ευρώ και θα επέλθει απαλλαγή του αιτούντος για το υπόλοιπο. Σημειωτέον ότι, εφόσον βελτιωθούν τα εισοδήματα του αιτούντος, μπορεί να αναπροσαρμοστούν οι μηνιαίες δόσεις με ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, κατ’ άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 3869/2010 και 758 του ΚΠολΔ (βλ. σχετικά: Ειρ.Λαρ. 613/2017 και 62/2017 ad hoc, Ειρ.Θηβ. 123/2017 ad hoc, καταχωρημένες στην ιστοσελίδα «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 8 αριθμ. 103 σελ. 352).
Σύμφωνα με το νέο δίκαιο του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το ν. 4161/2013, ο Ειρηνοδίκης, ενόσω δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση κατά την μετά τη δίμηνο από την κατάθεση της αιτήσεως ορισθείσα ημέρα της επικυρώσεως, αποφασίζει την καταβολή μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως. Από τη σχετική διατύπωση του νόμου προκύπτει, ότι ο Ειρηνοδίκης πρέπει να ορίσει την καταβολή μηνιαίων δόσεων τόσο για την περίπτωση του άρθρου 8 παρ. 2, όσο και για την περίπτωση του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου, εφόσον στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει αίτημα εξαιρέσεως από την εκποίηση της πρώτης κατοικίας. Οι μηνιαίες αυτές καταβολές συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα του άρθρου 8 παρ. 2 ή αντίστοιχα του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Κατά το ορθό δηλαδή νόημα της διατάξεως ο χρόνος, στον οποίο αντιστοιχούν οι καταβολές που γίνονται στα πλαίσια του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3869/2010, προσμετράται στο χρόνο ρυθμίσεως του άρθρου 8 παρ. 2 ή και του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου. Επίσης, ενώ το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3869/2010 περιορίζεται μόνο στο χρονικό διάστημα των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, κατά την γνώμη της θεωρίας η επέκταση πρέπει να καταλάβει και το ποσό (βλ. σχετικά: Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 5 αριθμ. 132 σελ. 237, άρθρο 8 αριθμ. 90 σελ. 346 και άρθρο 9 αριθμ. 151,153 – 154 σελ. 442 – 443). Η διάταξη του εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 5 του νόμου, καθόσον αφορά το συνυπολογισμό, πρέπει να συνδυασθεί με την παρ. 4 του άρθρου 9 του νόμου, που προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4161/2013, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που οι πραγματοποιηθείσες καταβολές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται, το δε ποσό αυτό αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 και του άρθρου 9 παρ. 2 με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες (βλ. σχετικά: Ειρ.Ελευσ. 1/2015 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Η διαφορά αυτή πρέπει να καθορίζεται στην οριστική απόφαση του δικαστηρίου. Για να γίνει ωστόσο αυτό πρέπει ο οφειλέτης να προσκομίσει στο δικαστήριο τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα περί των γενομένων καταβολών, ώστε το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες οριστικές καταβολές να μπορέσει να προσδιορίσει η διαφορά αυτή (βλ. σχετικά: Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 5 αριθμ. 133 σελ. 237).
Περαιτέρω, με την από 27-2-2018 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκου Βόλου, που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, καθορίστηκαν προσωρινά, μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης, μηνιαίες καταβολές, ποσού 50,00 ευρώ, σύμμετρα διανεμόμενο προς τις πιστώτριες τράπεζες, που αφορούν, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της προσωρινής διαταγής, μόνο στη ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος. Ο αιτών, όμως, δεν προσκομίζει, ούτε επικαλείται πρόσφορα αποδεικτικά μέσα (παραστατικά) περί των γενομένων καταβολών, ώστε το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες οριστικές καταβολές, να μπορεί να προσδιορίσει την εν λόγω διαφορά, σύμφωνα με τα λεχθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Επομένως, δεν είναι εφικτός ο οποιοσδήποτε συνυπολογισμός προσωρινών καταβολών με τις οριστικές ρυθμίσεις της παρούσας απόφασης (Ειρ.Λαρ. 667/2017 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 5 αριθμ. 133 σελ. 237).
Η παραπάνω ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος θα συνδυασθεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 του Ν. 4346/2015, εφόσον με τις καταβολές επί τριετία δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των παραπάνω πιστωτριών του, προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση, με το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις, που τάσσονται από το εν λόγω άρθρο, όπως ισχύει από 1-1-2016, καθόσον: α) το ακίνητο (ισόγεια οικία στο Βόλο), που περιγράφεται ανωτέρω, χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του αιτούντος, β) ο αιτών έχει μηνιαίο ατομικό εισόδημα, ποσού 487,43 ευρώ, επομένως δεν υπερβαίνει το 170% των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, ποσού [460,00 ευρώ + (460,00 ευρώ δαπάνες διαβίωσης Χ 70% =) 322,00 ευρώ =] 782,00 ευρώ (βλ. άρθρο 9 παρ. 2, που παραπέμπει στο άρθρο 5 παρ. 3 ως προς τον καθορισμό των δαπανών διαβίωσης σε συνδυασμό με απόφαση ΤτΕ 54/15-12-2015 ΦΕΚ 2740), γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος (200.000,00 ευρώ για διαζευγμένο με ένα τέκνο) και δ) οι πιστώτριες στα πλαίσια του άρθρου 338 του ΚΠολΔ δεν επικαλέστηκαν, ούτε απέδειξαν, ως όφειλαν, ότι ο αιτών δεν ήταν συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών. Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας του θα πρέπει να καταβάλει ποσό που θα λάμβαναν οι πιστώτριες του σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, ο αιτών θα όφειλε να καταβάλει το ποσό των 25.893,25 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα 2/3 της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, ποσού 38.839,88 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. ./27-8-2017 δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και άρθρα 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ), αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση τα χρέη του ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 126.500,63 ευρώ, δηλαδή είναι μεγαλύτερα από το παραπάνω ποσό του υποχρεωτικού ανταλλάγματος, επομένως ο αιτών θα πληρώσει το μικρότερο αυτό ποσό των 25.893,25 ευρώ. Η αποπληρωμή του ποσού των 25.893,25 ευρώ θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού, πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) έτη (240 μηνιαίες δόσεις). Το ποσό που θα καταβάλει ο αιτών στα πλαίσια αυτής της ρύθμισης θα ανέρχεται σε (25.893,25 ευρώ : 240 μήνες =) 107,89 ευρώ μηνιαίως, οι δε μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός του πρώτοι) πενθημέρου εκάστου μηνός, θα αρχίσουν να καταβάλλονται τρία (3) χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καθόσον κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στον αιτούντα περίοδος χάριτος, ώστε να προετοιμαστεί και να είναι συνεπής με τη ρύθμιση αυτή. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτριών του κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. του ΚΠολΔ (Ειρ.ΑΘ. 932/2017, ό.π., Αθαν.Κρητικού, ό.π., άρθρο 9 αριθμ. 66 σελ. 401 – 402).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση: α) ν’ απορριφθεί, ως μη νόμιμη, ως προς τον τέταρτο των καθών η αίτηση και β) να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τις τρεις πρώτες των καθών η αίτηση, και να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος, εξαιρουμένων της κύριας κατοικίας του και του ι.χ. επιβατηγού αυτοκινήτου του από την εκποίηση, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Διάταξη για τη δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι τέτοια δεν επιδικάζεται στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 8 παρ. 6 εδ. β’ του ν. 3869/2010). Τέλος, παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους της πρώτης και του τέταρτου των καθών η αίτηση δεν θα οριστεί, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 του ν. 3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει ερήμην της πρώτης και του τέταρτου των καθών η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
-Απορρίπτει την αίτηση ως προς τον τέταρτο των καθών η αίτηση.
-Δέχεται την αίτηση ως προς τις τρεις πρώτες των καθών η αίτηση πιστώτριες τράπεζες.
-Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντος προς τις πιστώτριες τράπεζες, κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, με μηνιαίες καταβολές επί 36 μήνες.
-Καθορίζει τις μηνιαίες επί 36 μήνες καταβολές του αιτούντος προς τις πιστώτριες τράπεζες στο ποσό των είκοσι (20,00) ευρώ, το οποίο θα καταβάλλεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της απόφασης μήνα και σύμφωνα με την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης ο αιτών θα καταβάλει: 1) ποσό 1,20 ευρώ στην πρώτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία, 2) ποσό 11,86 ευρώ στη δεύτερη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία και 3) ποσό 6,94 ευρώ στην τρίτη καθής η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία.
-Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία του αιτούντος, δηλαδή μια ισόγεια οικία, εμβαδού 46,53 τ.μ., κτισμένη εντός οικοπέδου, εμβαδού 92,91 τ.μ., η οποία (ισόγεια οικία) βρίσκεται επί της οδού . στη θέση «Κ.» ή «Χ.» ή «Χ.» εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του Βόλου.
-Επιβάλλει στον αιτούντα την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του το ποσό των 25.893,25 ευρώ, που θα καταβληθεί στις πιστώτριες του σε 240 μηνιαίες δόσεις των εκατόν επτά ευρώ και ογδόντα εννέα (107,89) λεπτών η καθεμία. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και ορίζεται να ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα γίνει δε χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας. Από τις καταβολές αυτές θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτριών κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. του ΚΠολΔ.
-Εξαιρεί από τη ρευστοποίηση το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΖΧΜ-. ι.χ. επιβατηγό αυτοκίνητο του αιτούντος.
-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στο Βόλο την 1η Απριλίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των παρισταμένων αυτών.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/EirVolou169.2020.htm