In-Focus, από το Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
Γιώργος Μανάλης-Μάνος Ματσαγγάνης
Η ανάκαμψη από την πανδημία έφερε από τα μέσα του προηγούμενου χρόνου μία γενικευμένη αισιοδοξία για τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα σημείωναν οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτό εν γένει επαληθεύεται. Ακόμα και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σύμφωνα με τη θερινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ΕΕ αναμένεται να κλείσει το 2022 με ρυθμό ανάπτυξης 2,7%, σαφώς μικρότερο βέβαια από την χειμερινή πρόβλεψη (4%).
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η θεαματική ανάκαμψη της τουριστικής δραστηριότητας, η οποία τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία), που εξαρτώνται σημαντικά από τον τουρισμό, δίνει μία βαθιά ανάσα.
Εν τω μεταξύ, η όξυνση της ενεργειακής κρίσης υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να ξοδέψουν σημαντικά ποσά για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ενδεικτικά η Γερμανία αυτή την εβδομάδα αποφάσισε τρίτο πακέτο στήριξης ύψους 65 δισ. ευρώ (1,8% του Γερμανικού ΑΕΠ).
Η Γαλλία στις αρχές του Αυγούστου θέσπισε δέσμη μέτρων ύψους 64 δισ. ευρώ. Η Ιταλία έχει ήδη δαπανήσει περίπου 52 δισ. ευρώ για τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Η χώρα μας ακολουθεί τον κανόνα: τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο αντιστοιχούν στο 1,46% του ελληνικού ΑΕΠ (βλ. προηγούμενο σημείωμα).
Η βαθιά, γενικευμένη ενεργειακή κρίση αναμφίβολα δικαιολογεί τα μεγάλα ποσά που δαπανώνται. Το κύριο ερώτημα όμως είναι αν η δαπάνη είναι αποδοτική: αν καλύπτει τα νοικοκυριά που πραγματικά έχουν ανάγκη, και αν συμβάλλει στην απαιτούμενη προσαρμογή στα νέα ενεργειακά δεδομένα που υποχρεώνουν σε εξοικονόμηση ενέργειας.
Σχετικά με το πρώτο σημείο, ευρήματα από την έρευνα του Eurofound αποκαλύπτουν πως η ενεργειακή κρίση πλήττει ανισομερώς τους πολίτες. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το ποσοστό όσων αφήνουν απλήρωτους λογαριασμούς κοινής ωφελείας είναι πολλαπλάσιο στα χαμηλά εισοδήματα (τα νοικοκυριά που τα βγάζουν πέρα με μεγάλη δυσκολία στις οικονομικές του υποχρεώσεις) συγκριτικά με τα υψηλά εισοδήματα (νοικοκυριά που τα βγάζουν πέρα με ευκολία).
Η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό απλήρωτων λογαριασμών και στις δύο κατηγορίες: 84,8% των νοικοκυριών που ανταπεξέρχονται δύσκολα στις οικονομικές τους ανάγκες αφήνει απλήρωτους λογαριασμούς, ενώ το ίδιο κάνει και 7,2% των νοικοκυριών με οικονομική άνεση. Η διαφορά μεταξύ ευάλωτων και μη νοικοκυριών είναι συντριπτική, υποδεικνύοντας ποια θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα των κυβερνητικών μέτρων στήριξης.
Η παρούσα συνθήκη επιβάλλει μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που θα παρέχει ένα κοινωνικό δίχτυ προστασίας. Η πολιτική όμως θα πρέπει να σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να στηρίζει τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να παρέχει κίνητρα εξοικονόμησης ενέργειας, και να προστατεύει τα δημόσια οικονομικά. Η διαφαινόμενη στροφή στην κυβερνητική πολιτική προς την κατεύθυνση του περιορισμού της επιδότησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι κάποιο πλαφόν στις κιλοβατώρες που καταναλώνονται συνιστά επιβεβλημένη διόρθωση. Η εξαίρεση των εξοχικών κατοικιών θα ήταν επίσης θετική. Η παροχή κινήτρων για τη μόνωση των κατοικιών, την εγκατάσταση ηλιακών θερμοσιφώνων κτλ. θα ήταν ένα λογικό επόμενο βήμα. Ο χειμώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος.