ΕΣΚΤ – Εθνική κεντρική τράπεζα – Αποκατάσταση ζημιών που προκύπτουν από τη θέσπιση μέτρων εξυγιάνσεως – Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ – Ανεξαρτησία – Γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-09-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) οριοθέτησε την ευθύνη μίας κεντρικής τράπεζας ως προς τις ζημίες που υπέστησαν κάτοχοι κεφαλαιακών μέσων, τα οποία αυτή διέγραψε κατ’ εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) έκρινε συμβατές με το Σύνταγμα της Σλοβενίας νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στην Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας να διαγράψει ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ενδέχεται να πτωχεύσει και συνιστά απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του. Αντιθέτως, το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη κενού αντίθετου προς το Σύνταγμα της Σλοβενίας, λόγω της ελλείψεως ειδικών δικονομικών κανόνων στην επίμαχη νομοθεσία όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως που μπορούν να ασκήσουν πρώην κάτοχοι διαγραφέντων χρηματοπιστωτικών μέσων.
Προκειμένου να θεραπεύσει το κενό αυτό, το Državni zbor Republike Slovenije (Κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας) εξέδωσε τον zakon o postopku sodnega in izvensodnega varstva nekdanjih imetnikov kvalificiranih obveznosti bank (νόμο περί της διαδικασίας δικαστικής και εξωδικαστικής προστασίας των πρώην κατόχων απαιτήσεων που απορρέουν από επιλέξιμες τραπεζικές υποχρεώσεις, ZPSVIKOB), ο οποίος θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην αποτελεσματική δικαστική προστασία των πρώην κατόχων χρηματοπιστωτικών μέσων που διέγραψε η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας.
Η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας υπέβαλε αίτηση ελέγχου της συνταγματικότητας διαφόρων διατάξεων του ZPSVIKOB και μίας διατάξεως του zakon o bančništvu (τραπεζικού νόμου), προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι κανόνες των διατάξεων αυτών όσον αφορά την ευθύνη της και την πρόσβαση σε πληροφορίες που κατέχει προσέκρουαν στο δίκαιο της Ένωσης.
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατ’ εφαρμογήν του ZPSVIKOB, η ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας της Σλοβενίας για ζημίες προκληθείσες από τη διαγραφή ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων δύναται να θεμελιωθεί διαζευκτικά στο πλαίσιο δύο διαφορετικών καθεστώτων.
Αφενός, η ευθύνη αυτή δύναται, καταρχήν, να θεμελιωθεί όταν αποδεικνύεται ότι η διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου δεν συνιστούσε αναγκαίο μέτρο για την αποτροπή της πτωχεύσεως της οικείας τράπεζας και τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή ότι παραβιάστηκε η αρχή κατά την οποία ο πιστωτής δεν μπορεί να περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση απ’ ό,τι σε περίπτωση πτωχεύσεως. Τούτου δοθέντος, η εν λόγω ευθύνη δύναται να θεμελιωθεί μόνον αν η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας δεν αποδείξει ότι η ίδια ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτήν πρόσωπα ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διαγραφή αυτή λαμβάνει χώρα υπό τις ειδικές περιστάσεις μιας κρίσιμης καταστάσεως που απαιτεί ταχεία εκτίμηση περίπλοκων ζητημάτων.
Αφετέρου, τα φυσικά πρόσωπα που ήταν προηγουμένως κάτοχοι διαγραφέντος χρηματοπιστωτικού μέσου και των οποίων το ετήσιο εισόδημα είναι χαμηλότερο ενός συγκεκριμένου ορίου μπορούν να λάβουν από την Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας αποζημίωση ίση με το 80% του τιμήματος που είχε καταβληθεί κατά την απόκτηση του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου, με ανώτατο ποσό τα 20.000 ευρώ.
Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η κάλυψη του κόστους που προκύπτει από την εφαρμογή των καθεστώτων ευθύνης που θεσπίζει ο ZPSVIKOB, ο εν λόγω νόμος προβλέπει ότι τα κέρδη που πραγματοποιεί η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας από 1ης Ιανουαρίου 2019 πρέπει να καταβάλλονται σε ειδικά αποθεματικά που προορίζονται για την κάλυψη του ως άνω κόστους. Αν τα ειδικά αποθεματικά αποδειχθούν ανεπαρκή για τον σκοπό αυτόν, η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας θα πρέπει να χρησιμοποιήσει μέχρι το 50% των γενικών της αποθεματικών και, στη συνέχεια, αν τα γενικά αποθεματικά αποδειχθούν επίσης ανεπαρκή για την εξασφάλιση της ως άνω καλύψεως, θα πρέπει να δανειστεί τα αναγκαία ποσά από τις σλοβενικές αρχές.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε ως προς τη συμβατότητα των επίμαχων καθεστώτων ευθύνης με το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ [πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας], καθόσον η ευθύνη που αναλαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας αντί των σλοβενικών αρχών δύναται να εξομοιωθεί με μια μορφή χρηματοδοτήσεως των εν λόγω αρχών, καθώς και με την αρχή της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που απορρέει από το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου για το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ.
Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι ο ZPSVIKOB προβλέπει κανόνες σχετικά με την αυτοδίκαιη γνωστοποίηση, σε όλους τους δυνητικούς ενάγοντες και τους εκπροσώπους τους, ορισμένων εμπιστευτικών εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν για να αποφασιστεί η διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και τη δημοσίευση ενός πιο περιορισμένου αριθμού τέτοιων εγγράφων. Πλην όμως, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των κανόνων αυτών με τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες 2006/48/ΕΚ [οδηγία σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων] και 2013/36/ΕΕ [οδηγία σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων].
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι εθνική κεντρική τράπεζα ανήκουσα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ευθύνεται με ίδια κεφάλαια για τις ζημίες που υπέστησαν πρώην κάτοχοι χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία η εν λόγω τράπεζα διέγραψε κατ’ εφαρμογήν μέτρων εξυγιάνσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24/ΕΚ [οδηγίας για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων], που διέταξε η ίδια, όταν, στο πλαίσιο μεταγενέστερης ένδικης διαδικασίας, προκύπτει είτε ότι η επίμαχη διαγραφή δεν ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος είτε ότι οι εν λόγω πρώην κάτοχοι χρηματοπιστωτικών μέσων υπέστησαν, λόγω της προαναφερθείσας διαγραφής, ζημία μεγαλύτερη από εκείνη που θα είχαν υποστεί σε περίπτωση πτωχεύσεως του οικείου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, αρκεί η οικεία κεντρική τράπεζα να θεωρείται υπεύθυνη μόνον όταν η ίδια ή τα πρόσωπα τα οποία έχει εξουσιοδοτήσει να ενεργούν επ’ ονόματί της ενήργησαν παραβαίνοντας σοβαρά την υποχρέωσή τους επιμελείας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤκαι της ΕΚΤ αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι εθνική κεντρική τράπεζα η οποία ανήκει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ευθύνεται με ίδια κεφάλαια, και εντός προκαθορισμένων ορίων, για τη ζημία που υπέστησαν πρώην κάτοχοι χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία η εν λόγω τράπεζα διέγραψε κατ’ εφαρμογήν μέτρων εξυγιάνσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, που διέταξε η ίδια, με μόνες προϋποθέσεις, αφενός, να είναι οι επίμαχοι πρώην κάτοχοι φυσικά πρόσωπα με ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από το όριο που καθορίζει η οικεία νομοθεσία και αφετέρου, να παραιτηθούν οι επίμαχοι πρώην κάτοχοι από τη διεκδίκηση αποζημιώσεως για τις επίμαχες ζημίες μέσω άλλου ενδίκου βοηθήματος.
Ακόμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι κεντρική εθνική τράπεζα η οποία ανήκει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ευθύνεται για τις ζημίες που προκαλούνται από τη διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων, κατ’ εφαρμογήν μέτρων εξυγιάνσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, που διέταξε η ίδια, έως ποσού ικανού να επηρεάσει την ικανότητά της να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή της και χρηματοδοτούμενου, κατά σειρά προτεραιότητας, από τη διάθεση σε ειδικά αποθεματικά του συνόλου των κερδών που πραγματοποιεί η εν λόγω κεντρική τράπεζα από συγκεκριμένη ημερομηνία και εξής, παρακράτηση από τα γενικά αποθεματικά της ίδιας κεντρικής τράπεζας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% των αποθεματικών αυτών και έντοκο δάνειο συναπτόμενο με το οικείο κράτος μέλος.
Τέλος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι κανόνες του άρθρου 33 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, των άρθρων 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, καθώς και των άρθρων 53 έως 62 της οδηγίας 2013/36/ΕE δεν έχουν εφαρμογή σε πληροφορίες που συλλέγονται ή δημιουργούνται κατά την εφαρμογή μέτρων εξυγιάνσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαδικασιών ενημερώσεως ή διαβουλεύσεως που προβλέπουν τα άρθρα 4, 5, 8, 9, 11 και 19 της τελευταίας ως άνω οδηγίας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA