ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 211/2021
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο, Ιωάννη Χριστοδούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Χρύσανθο Παπαδημητρίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ../../2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1426/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο καθ΄ου η ανακοπή και ήδη εκκαλών με την από 23.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2019) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 23-7-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος καθ΄ ου η ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. 1426/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ.το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ …………/2019,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Με την από 22-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) ανακοπή η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι διατηρεί απαίτηση σε βάρος του οφειλέτη της, μη διαδίκου, ………. (πατέρα της), που της επιδικάστηκε με την υπ’ αρ. 7779/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος να της καταβάλλει ως μηνιαία διατροφή το ποσό των 900 ευρώ. Ότι, επειδή ως άνω οφειλέτης-πατέρας της δεν καταβάλλει την επιδικασθείσα μηνιαία διατροφή, βάσει της ανωτέρω απόφασης, προέβη, δυνάμει του από 22-10-2018 κατασχετηρίου, σε κατάσχεση εις χείρας του καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος, ως τρίτου, επί του ημίσεος των ληξιπρόθεσμων και των μελλοντικών απαιτήσεων που προέρχονται από το μισθό του (………..), εφόσον αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της, συνολικού ποσού 15.470,04 ευρώ, το οποίο (κατασχετήριο) κοινοποίησε στον καθ’ ου (εργοδότη του ανωτέρω πατέρα της) στις 23-10-2018. Ότι ο καθ’ ου δεν υπέβαλε σχετική δήλωση εντός της προθεσμίας των 8 ημερών από την επίδοση σε αυτόν του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου, λογιζομένης της μη υποβολής δηλώσεως ως αρνητικής δήλωσης, η οποία, όμως, είναι ανειλικρινής δεδομένου ότι ο ως άνω πατέρας της (οφειλέτης) εργαζόταν και εργάζεται μέχρι σήμερα στην επιχείρηση φαρμακείου που διατηρεί ο καθ’ ου επί της οδού ……….. στον Πειραιά Αττικής. Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα, για τον επικαλούμενο μ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγο, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (ανακοπής), ζήτησε α) να ακυρωθεί η ως άνω δήλωση του καθ’ ου ως ανειλικρινής, β) να αναγνωριστεί η κατασχεθείσα απαίτηση του οφειλέτη – καθ’ ου η κατάσχεση, γ) να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να της καταβάλει την κατασχεθείσα απαίτηση, ποσού 15.470,04 ευρώ, δ) να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να της καταβάλει σωρευτικά το ως άνω ποσό των 15.470,04 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστη από την από μέρους του παράλειψη υποβολής της ανωτέρω δηλώσεως, συμπεριφορά την οποία σκοπίμως έχει επαναλάβει στο παρελθόν με σκοπό να την εμποδίσει να εισπράξει το ποσό της διατροφής που δικαιούται από τον οφειλέτη πατέρα της, η οποία (ζημία) είναι ισόποση με την απαίτησή της, καθώς και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1426/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, έκρινε α) ότι η ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, β) ότι στο δικόγραφό της σωρεύεται αίτημα αποζημίωσης, κατ΄ άρθρα 985 παρ.3 εδ. β΄, 986 εδ. β΄ του ΚΠολΔ), γ) ότι παραδεκτά εισήχθη στο Δικαστήριο αυτό (πρωτοβάθμιο), δ) ότι είναι ορισμένη (η ανακοπή) ως προς τα τρία πρώτα αιτήματά της, ε) ότι το αίτημα να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να καταβάλει στην ανακόπτουσα, σωρευτικά, το ποσό των 15.470,04 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστη από την σκόπιμη από μέρους του παράλειψη υποβολής της εκεί αναφερόμενης δηλώσεως, παρότι δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία διότι δεν ανοίγει δίκη περί την εκτέλεση, ωστόσο εν προκειμένω, για την οικονομία της δίκης, έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Επιπλέον έκρινε ότι κατά τα λοιπά η ανακοπή τυγχάνει νόμιμη με εξαίρεση το μέρος του καταψηφιστικού αιτήματος που αφορά την εφάπαξ καταβολή των μελλοντικών μισθών, εκείνων, δηλαδή, που δεν είναι απαιτητοί κατά το χρόνο συζήτησης της ανακοπής, ούτε επομένως ακόμα δικαστικώς επιδιώξιμοι, ότι, όμως, τυγχάνει νόμω βάσιμο (κατ’ άρθρο 69 του ΚΠολΔ) το εμπεριεχόμενο, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής, ως έλασσον στο ως άνω, αίτημα, να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να καταβάλλει στην ανακόπτουσα κατ’ έκαστο μήνα και για το μέλλον, μέχρι τη συμπλήρωση του ποσού 15.470,04 ευρώ για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση, το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών – μισθών του ως άνω οφειλέτη αυτής (ανακόπτουσας). Ακολούθως δε, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και 1) ακύρωσε την αρνητική δήλωση του καθ’ ου ως ανειλικρινή, 2) αναγνώρισε ότι υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του καθ’ ου (ως εργοδότη) και του οφειλέτη της ανακόπτουσας ………… (ως εργαζομένου) βάσει της οποίας ο καθ’ ου οφείλει να καταβάλλει προς τον τελευταίο μηνιαίες αποδοχές ύψους εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (644,69 ευρώ), 3) υποχρέωσε τον καθ’ ου, ως τρίτο στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, α) να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό των χιλίων εξακοσίων έντεκα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (1.611,73 ευρώ) [που αφορά στο ήμισυ των ήδη απαιτητών κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (8-3-2019) αποδοχών του ως άνω υπαλλήλου του (οφειλέτη) ………, για χρονικό διάστημα πέντε μηνών (Νοέμβριο έως και Μάρτιο του 2018), ήτοι από 23-10-2018 (ημέρα επίδοσης του κατασχετηρίου εις χείρας του ως τρίτου) έως τη συζήτηση της αγωγής (644,69/2Χ 5 = 1.611,73)] και β) να καταβάλει στην ανακόπτουσα, από 1-4-2019 και για το μέλλον μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργασίας μεταξύ αυτού (καθ’ ου) και του εργαζομένου – οφειλέτη της ανακόπτουσας, το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών αυτού (του ως άνω υπαλλήλου του) (ύψους 644,69 ευρώ), ήτοι το ποσό των τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών [322,34 (= (644,69/2) ευρώ] μηνιαίως μέχρι τη συμπλήρωση του ποσού των 15.470,04 ευρώ για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση (συνυπολογιζομένου του ποσού των 1.611,73 ευρώ που αναφέρεται στην αμέσως ανωτέρω διάταξη) και επέβαλε σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, το ύψος των οποίων καθόρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 23-7-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς καθ΄ ου η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή-αγωγή της εφεσίβλητης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 982 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ, μπορεί να κατασχεθεί αναγκαστικά και χρηματική απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, εφόσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή. Η κατάσχεση αυτή στα χέρια τρίτου γίνεται όπως ορίζει το άρθρο 983 του ΚΠολΔ, δηλαδή με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου, το οποίο μάλιστα στον καθ’ ου η εκτέλεση πρέπει να επιδοθεί το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου γίνει η επίδοση στον τρίτο. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 985, 986 και 988 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση, οφείλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σ’ αυτόν του κατασχετηρίου να δηλώσει στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση και σε καταφατική περίπτωση να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 988 του ΚΠολΔ, διαφορετικά, αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης, δικαιούται δε αυτός που επέβαλε την κατάσχεση να ανακόψει την αρνητική (ρητή ή σιωπηρή) δήλωση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της δηλώσεως, επικαλούμενος την αναγνώριση της ανακρίβειας της δήλωσης εν όλω ή εν μέρει, που αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της αναγνώρισης της ύπαρξης της απαίτησης, με σκοπό και με αιτήματα της ανακοπής, την καταδίκη του τρίτου, στην καταψήφιση του ποσού που κατασχέθηκε ή στην παράδοση του κατασχεθέντος πράγματος (ΑΠ 480/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 73/1995 ΕλλΔνη 1997.809, ΑΠ 44/1990 ΕλλΔνη 1991.81). Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή κατά το άρθρο 990 του ΚΠολΔ η κατ’ αυτού ανακοπή, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει είτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών (ΑΠ 663/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 249/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά το άρθρο 986 εδ. 2 του ΚΠολΔ, «Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3». Η αποζημίωση που μπορεί να ζητήσει ο κατασχών με την ανακοπή του άρθρου 986 του ΚΠολΔ, περιλαμβάνει τη ζημία του κατασχόντος που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την ανακριβή δήλωση ή την παράλειψη της δήλωσης, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η στο δικόγραφο της ανακοπής σώρευσή της και μάλιστα επικουρικώς. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδικότερη μορφή του άρθρου 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έχει εφαρμογή και επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, ο τρίτος δικαιούται να προσβάλει την κατάσχεση μόνον αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα κατά το άρθρο 983 του ΚΠολΔ στοιχεία ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Επομένως, ο τρίτος δεν μπορεί να προσβάλει την κατάσχεση για άλλους λόγους και μάλιστα για ουσιαστική ακυρότητα αυτής, εκτός αν ο νόμος χορηγεί τέτοιο δικαίωμα και στον τρίτο ή η ακυρότητα τέθηκε και προς το συμφέρον του ή και το συμφέρον αυτού ή τέθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 1948/2014 ΝΟΜΟΣ). Στη δίκη ειδικότερα, που ανοίγεται, με την ως άνω ανακοπή, ο τρίτος μπορεί να προτείνει όλες τις ενστάσεις τις οποίες έχει κατά του δανειστή του (καθ’ ου η εκτέλεση), που αφορούν την οφειλή του, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας του τίτλου από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο, μπορεί όμως να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, δηλαδή, ενστάσεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης (ΕφΠειρ 104/2019, ΕφΑθ 1837/2007 ΝοΒ 2007.1143, ΕφΑθ 5526/2006 ΝοΒ 2007.363). Ο αποκλεισμός δε προσβολής της κατάσχεσης για ουσιαστικούς λόγους, όπως για ελαττώματα της απαίτησης του κατασχόντος, του εκτελεστού τίτλου (π.χ. κατά του κύρους της απαίτησης του κατασχόντος, κατά του οφειλέτη του, την εξόφληση αυτής, την εικονικότητα αυτής ή την εικονικότητα της εκχώρησης αυτής) δικαιολογείται από το γεγονός ότι αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της δήλωσης του τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι της δήλωσής του και η ύπαρξη ή όχι οφειλής του προς τον οφειλέτη του κατασχόντος (ΕφΑθ 279/2020). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49.1814, ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38.534, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΟλΑΠ 62/1990). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 47 εδ. α΄ του ΚΠολΔ απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι θεωρείται απαράδεκτος ο λόγος εφέσεως που προσάπτει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι δίκασε υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου (ΕφΘεσσαλ 2657/2019, ΕφΠατρ 337/2018, ΕφΔωδ 242/2017,ΕφΠειρ 508/2015, ΕφΛαρ 439/2014 ΝΟΜΟΣ, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 47, αρ. 1, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. στ΄, αρ. 931, σελ. 367). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, καθόσον επικαλούμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) λόγους οικονομίας της δίκης, αντί να χωρίσει την υπόθεση και να παραπέμψει να εκδικασθεί αυτή κατά μεν το μέρος της ανακοπής περί την εκτέλεση στο αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία, κατά δε το μέρος της αποζημίωσης επίσης στο αρμόδιο καθ΄ ύλην κατά τόπον Ειρηνοδικείο Πειραιά δικάζον κατά την τακτική διαδικασία, διακράτησε αυτή και θεώρησε ότι είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη νομική σκέψη, ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η υπόθεση, σε κάθε περίπτωση, εκδικάστηκε από ανώτερο Δικαστήριο. Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, που κατάγεται, κατ΄ άρθρο 986 του ΚΠολΔ, δίκη ανακοπής της δήλωσης του άρθρου 985 του ΚΠολΔ και δεν κατάγεται, κατ΄ άρθρο 987 του ΚΠολΔ, δίκη περί προσβολής από τον τρίτο του κύρους της κατάσχεσης, με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη ανακοπή (κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι ως προς τα τρία πρώτα αιτήματά της) είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα πρωτοδίκως από τον καθ΄ ου η ανακοπή, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφο αυτής (ανακοπής) των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων, ήτοι η ανακόπτουσα προσδιορίζει κατά τα ουσιώδη στοιχεία της την απαίτηση, δηλαδή, την αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ΄ ου η εκτέλεση [τη δικαιογόνο αιτία], τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν [παραγωγικά γεγονότα] και το ποσό της απαίτησης για το οποίο (η ανακόπτουσα) επέβαλε την κατάσχεση, ειδικότερα δε, η ανακόπτουσα επικαλείται ότι κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως εις χείρας του καθ’ ου η ανακοπή, υφίσταντο υπέρ του καθ΄ ου η εκτέλεση ληξιπρόθεσμες, αλλά και μελλοντικές απαιτήσεις μισθών από σύμβαση εργασίας με εργοδότη τον καθ’ ου η ανακοπή, οι οποίες μπορούσαν να καλύψουν τουλάχιστον το επικαλούμενο ποσό της απαιτήσεώς της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο με την ένδικη έφεση, έκρινε ορισμένη την ανακοπή, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ανακόπτουσας ……….. και της ανωμοτί κατάθεσης του καθ΄ ου η ανακοπή, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], [σημειώνοντας ότι οι διάδικοι στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως (η δε εφεσίβλητη και την προσθήκη αντίκρουση αυτών), καλυπτόμενες από την υπογραφή των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους αντίστοιχα, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα διατηρεί απαίτηση σε βάρος του ……….. (πατέρα της) (μη διαδίκου στην παρούσα και στην πρωτοβάθμια δίκη), που της έχει επιδικασθεί με την υπ’ αρ. 7779/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος να της καταβάλλει εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή το ποσό των 900 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 20-12-2016 έως 31-5-2018, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα επέδωσε στον οφειλέτη της την 12-10-2018 την από 11-10-2018 επιταγή προς εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης, ενώ ακολούθως (λόγω της μη εκούσιας συμμόρφωσης αυτού) προέβη, δυνάμει του από 22-10-2018 κατασχετηρίου, σε κατάσχεση εις χείρας του καθ’ ου η ένδικη ανακοπή, ως τρίτου, επί του ημίσεος των ληξιπρόθεσμων και των μελλοντικών απαιτήσεων που προέρχονται από το μισθό του ως άνω οφειλέτη της (……………), εφόσον αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της συνολικού ποσού 15.470,04 ευρώ (που αφορά σε αξιώσεις μηνιαίας διατροφής της, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2017 έως 31-5-2018, συνολικού ποσού 13.148 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων), το οποίο (κατασχετήριο) κοινοποίησε στον καθ’ ου (εργοδότη του ανωτέρω πατέρα της) στις 23-10-2018. Ο καθ’ ου, ωστόσο, δεν υπέβαλε τη δήλωση του άρθρου 985 του ΚΠολΔ για την ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης εντός της προθεσμίας των 8 ημερών από την επίδοση σε αυτόν του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου, λογιζομένης της μη υποβολής δηλώσεως ως αρνητικής δήλωσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω λογιζόμενη ως αρνητική δήλωση του καθ’ ου είναι ανειλικρινής δεδομένου ότι ο υπόχρεος σε καταβολή διατροφής – πατέρας της ανακόπτουσας (οφειλέτης) απασχολείται, ήδη από την 23-9-2013, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος γραφείου, στην ατομική επιχείρηση φαρμακείου που διατηρεί ο καθ’ ου στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …………, με μηνιαίες μικτές αποδοχές ποσού 644,69 ευρώ, αφού στην έννοια του μισθού περιλαμβάνονται οι αποδοχές που λαμβάνει ο οφειλέτης, ήτοι ο βασικός μισθός, καθώς και τα καταβαλλόμενα κάθε φύσεως επιδόματα, τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, καθώς επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, για την ικανοποίηση απαίτησης για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο, μπορούν να κατασχεθούν απαιτήσεις μισθών έως το μισό των εν λόγω απαιτήσεων, υπολογιζομένου επί των ακαθάριστων αποδοχών των ως άνω παροχών (πρβλ. Ι. Καστριώτης: Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Α΄, εκ. 2009, σελ. 283). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ήτοι ότι το ύψος των αποδοχών του οφειλέτη της ανακόπτουσας (επί του έως του μισού του οποίου επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση) ανέρχεται στο ποσό των 644,69 ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό δεύτερο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Ακολούθως, με τις νομίμως κατατεθείσες, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έγγραφες προτάσεις του ο εκκαλών-καθ΄ ου η ανακοπή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι μετά την πρωτοβάθμια δίκη εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 5169/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξαφάνισε την υπ΄ αρ. 7779/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση και ότι συνεπώς (κατ΄ εκτίμηση του ισχυρισμού αυτού) μη υφισταμένης πλέον εκτελεστότητας της ως άνω (7779/2018) αποφάσεως δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος σε βάρος του, ως τρίτου. Ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας αυτού (ισχυρισμού), κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο καθ’ ου η ανακοπή μπορεί, ως τρίτος, να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, ήτοι, έχει δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της κατάσχεσης αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 του ΚΠολΔ ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας της ως άνω αποφάσεως από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο.
Με τον τρίτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε με το να απορρίψει την ένστασή του που προτάθηκε πρωτοδίκως περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης ανακοπής. Με τον ως άνω λόγο ο εκκαλών επιχειρεί να συμπληρώσει τον ήδη πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης ανακοπής, επικαλούμενος και νέα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα επικαλείται ότι η ένδικη ανακοπή ασκείται καταχρηστικά καθόσον α) η επιβληθείσα κατάσχεση αφορούσε σε προγενέστερες μηνιαίες διατροφές της εφεσίβλητης, οι οποίες φέρονταν ως ήδη πραγματοποιηθείσες και συνεπώς δια της κατασχέσεως των αποδοχών του υπαλλήλου του δεν θα καλύπτονταν άμεσες και παρούσες ανάγκες της εφεσίβλητης, β) εκκρεμούσε και εκκρεμεί έκδοση απόφασης επί ασκηθείσας εφέσεως του υπαλλήλου του κατά της εκτελεστέας αποφάσεως με απολύτως βάσιμους λόγους εξαφάνισης της και απόρριψης της σχετικής αγωγής, ενώ επαναφέρει, κατ΄ εκτίμηση, το πραγματικό περιστατικό που είχε προβάλει πρωτοδίκως για να θεμελιώσει την ως άνω ένσταση, ήτοι ότι, γ) η από μέρους του παρακράτηση του ημίσεος των ισχνών μηνιαίων αποδοχών, λαμβανομένων υπόψη των διατροφικών αναγκών του υπαλλήλου του, προκειμένου να αποδίδονται στην εφεσίβλητη, είναι άκρως δυσμενής και υπερβαίνουσα τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον αναιρεί την έννοια της καταβολής του προσήκοντος μισθού ως δίκαιης και αναγκαίας αντιπαροχής του εργοδότη προς τον μισθωτό, ώστε ο εργοδότης να απολαμβάνει της προσήκουσας αντιπαροχής των δυνάμεων και της υπευθυνότητας του υπαλλήλου του, παρά ταύτα όλως αναιτιολόγητα και άδικα ικανοποίησε το αίτημα της εφεσίβλητης, ενώ έπρεπε να το απορρίψει στο σύνολό του, άλλως να ορίσει την υποχρέωσή του επί τη βάσει του ¼ των αποδοχών του και όχι του ημίσεος. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο εκκαλών για τη θεμελίωση της ως άνω ένστασης, ανεξαρτήτως του ότι ως προς τα δύο πρώτα πραγματικά περιστατικά, ο εκκαλών δεν επικαλείται τους λόγους της βραδείας προβολής αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, και συνεπώς απαραδέκτως επιχειρεί να συμπληρώσει την ως άνω ένσταση με αυτά και είναι απορριπτέα ως προς αυτά, σε κάθε περίπτωση αυτά, αλλά και το τρίτο επικαλούμενο πραγματικό περιστατικό και αληθή υποτιθέμενα (και τα τρία πραγματικά περιστατικά) δεν συνιστούν καταχρηστική, κατ΄ άρθρο 281 του ΑΚ, την άσκηση της ένδικης ανακοπής εκ μέρους της ανακόπτουσας και συνεπώς η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης ανακοπής, ως προς το τρίτο πραγματικό περιστατικό, ως νόμω αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν τούτων η σιωπηρή αυτή αρνητική δήλωση του καθ’ ου, ως τρίτου, είναι ανακριβής και η ένδικη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει (κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο με την ένδικη έφεση) ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, οι δε σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης: Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως, ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, ήδη εφεσίβλητης, σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματός της, καθόρισε δε το ύψος αυτών στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Με τον τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για την επιβολή σε βάρος του των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την επιβολή αυτών σε βάρος του, δεδομένου ότι εφόσον η ανακοπή έγινε εν μέρει (κατά το ήμισυ) δεκτή και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά, έπρεπε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠολΔ και να συμψηφίσει τη μεταξύ τους (διαδίκων) δικαστική δαπάνη και να μην εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, επιδικάζοντας υπέρ της εφεσίβλητης δικαστικά έξοδα ποσού 400 ευρώ. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), είναι νόμω βάσιμος και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου. Επομένως, συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού κατά ένα μέρος των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων και επιβολής του υπολοίπου σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή κατ΄ άρθρο 179 του ΚΠολΔ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε το σχετικό αίτημα της ανακόπτουσας και επέβαλε σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, ποσού 400 ευρώ, έσφαλε και συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης του εκκαλούντος, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ………../2019,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ,σ΄ αυτόν (εκκαλούντα), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της, (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) της ανακόπτουσας σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή όσον αφορά την πρωτόδικη δίκη. Επίσης για τους ίδιους λόγους και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) της ανακόπτουσας-εφεσίβλητης σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή – εκκαλούντος (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 23-7-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση.
Δέχεται κατ΄ ουσίαν αυτήν [από 23-7-2019 (αρ. καταθ. …./2019) έφεση] κατά το μέρος που αφορά τα δικαστικά έξοδα.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ……../2019,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ.1426/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα.
Κρατεί και δικάζει την από 22-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) ανακοπή, αποκλειστικώς ως προς το ως άνω μέρος της κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (ήτοι της ανακόπτουσας εφεσίβλητης και του καθ΄ ου η ανακοπή – εκκαλούντος) και επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) της ανακόπτουσας εφεσίβλητης σε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή – εκκαλούντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ