Tο πληθωριστικό της σοκ συμπίπτει με την οικονομική ύφεση
Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η άνιση ανάκαμψη από την πανδημία του κορωνοϊού και η ξηρασία σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος της Ευρώπης έχουν «συνωμοτήσει» ώστε να προκαλέσουν σοβαρή ενεργειακή κρίση, υψηλό πληθωρισμό, χαμηλή ανάπτυξη – και τεράστια αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τους περισσότερο ευάλωτους. Και μέσα σε όλη αυτή την ταραχή, όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα: η ύφεση είναι προ των θυρών.
Το πόσο άσχημη θα είναι η ύφεση εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί το ενεργειακό σοκ και πώς θα ανταποκριθούν σε αυτό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Αυτή την εβδομάδα, οι τιμές ενέργειας έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη: πάνω από 290 ευρώ (291 δολάρια) ανά μεγαβατώρα (MWh) για το φυσικό αέριο αναφοράς – το οποίο θα παραδοθεί το τέταρτο τρίμηνο του έτους (η συνήθης τιμή του πριν την πανδημία κυμαινόταν σε περίπου 30 ευρώ)- και πάνω από 1.200 ευρώ ανά MWh για την ημερήσια ηλεκτρική ενέργεια, το ίδιο τρίμηνο, στη Γερμανία (από περίπου 60 ευρώ). Το φυσικό αέριο καθορίζει ευρύτερα την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς αποτελεί το οριακό καύσιμο στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ευρωπαϊκή οικονομία εισήλθε στην κρίση, όντας σε αρκετά ισχυρή θέση. Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι σχετικά υγιής, με την ανεργία στο 6,6%, γεγονός που σημαίνει ότι, για τα μέτρια πρότυπα της Ευρώπης, πλησιάζει την πλήρη απασχόληση. Η αύξηση των μισθών θα επιταχυνθεί κατά τους επόμενους μήνες, καθώς ξεκινά η επαναδιαπραγμάτευση μακροχρόνιων συμβάσεων. Με το ξέσπασμα του πολέμου, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μειώθηκε σημαντικά, στην κατανάλωση, ωστόσο, δεν σημειώθηκε κάποια πτώση. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν, επίσης, κατά κάποιο τρόπο, υποχωρήσει.
Εντούτοις, τα πράγματα θα μοιάζουν αρκετά πιο δυσοίωνα σε λίγους μήνες, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, η βιομηχανία βρίσκεται υπό πίεση. Την άνοιξη, οι ηγέτες των μεγαλύτερων κατασκευαστών στην Ευρώπη υποστήριξαν ότι η άμεση διακοπή της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει οικονομική κρίση στην ήπειρο. Παρά τις υψηλές τιμές, η βιομηχανική παραγωγή έχει παραμείνει ισχυρή, μέχρι στιγμής. «Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι οι επιχειρήσεις επεξεργάζονται όσες παραγγελίες είναι ακόμη σε εκκρεμότητα», αναφέρει ο Michael Hüther από το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο, δεξαμενή σκέψης.
Οι εν λόγω παραγγελίες, όμως, δεν θα διαρκέσουν για πάντα, ενώ, παράλληλα, οι εκτιμήσεις ορισμένων δεικτών μοιάζουν αρκετά δυσοίωνες. «Οι νέες παραγγελίες μείον τα αποθέματα έχουν μειωθεί απότομα», αναφέρει ο Robin Brooks από το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, το οποίο εκπροσωπεί τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές. Η πτώση αντανακλά την αποδυνάμωση της παγκόσμιας, και ιδίως της κινεζικής, οικονομίας. Όπως σημειώνει ο Brooks, μια τέτοια πτώση μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής στον οικονομικό κύκλο.
Οι βιομηχανίες που θα πληγούν περισσότερο θα βρίσκονται πιθανότατα ανατολικά του Ρήνου. Πρόσφατες έρευνες σε διευθυντές εταιρειών στη Γερμανία και την Αυστρία δείχνουν συρρίκνωση. Η μη υγιής εξάρτηση της Γερμανίας από τους Κινέζους αγοραστές κινδυνεύει να συμπαρασύρει τη ζήτηση για αγαθά σε όλη την Τευτονική εφοδιαστική αλυσίδα. Η ιταλική βιομηχανία μοιάζει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία, οι οποίες βρίσκονται εκτός της ευρωζώνης, είναι επίσης ευάλωτες. Εξαίρεση αποτελεί η Ουγγαρία, όπου η μεταποίηση επεκτείνεται με υγιείς ρυθμούς, χάρη στις επενδύσεις σε μπαταρίες, την άνθιση της αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων και τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια ενέργειας (αν και ορισμένα από αυτά θα λήξουν σύντομα).
Ο δεύτερος λόγος για τη συνολική δυσαρέσκεια που επικρατεί είναι ότι οι καταναλωτικές δαπάνες για υπηρεσίες δεν θα μπορέσουν εύκολα να συγκρατήσουν την οικονομία της ηπείρου. Έπειτα από μια ισχυρή τουριστική σεζόν στη Γαλλία και τη νότια Ευρώπη, καθώς οι παραθεριστές σπαταλούσαν τις αποταμιεύσεις στις οποίες είχαν προβεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο τουρισμός κατάφερε να συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το θετικό, όμως, αυτό κλίμα έχει αρχίσει να χαλάει, με τους καταναλωτές να «σφίγγουν το ζωνάρι τους», ώστε να προετοιμαστούν για έναν μακρύ, κρύο χειμώνα. Οι υπηρεσίες πιθανότατα να παραμείνουν στάσιμες, κατά τους επόμενους μήνες, με τα ακίνητα και τις μεταφορές να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα σοβαρές δυσκολίες, σύμφωνα με τον δείκτη PMI της S&P Global.
Τέλος, η Ευρώπη θα δει σχεδόν σίγουρα το ενεργειακό σοκ να συμπίπτει με την αύξηση των επιτοκίων. Έχοντας υποτιμήσει την αύξηση των τιμών, όπως και πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, η ΕΚΤ φαίνεται αποφασισμένη να επαναφέρει τον ετήσιο πληθωρισμό στον στόχο του 2%, από το ανησυχητικό 9,1%, που καταγράφηκε τον Αύγουστο. Η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας, τάχθηκε υπέρ της πρόκλησης περισσότερου πόνου στην οικονομία για να ολοκληρωθεί το έργο στην πρόσφατη ετήσια συνάντηση κεντρικών τραπεζιτών και οικονομολόγων της Fed των ΗΠΑ στο Τζάκσον Χόλ του Γουαϊόμινγκ.
Ως εκ τούτου, οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα προσπαθήσει να ενισχύσει τα διαπιστευτήριά της για την καταπολέμηση του πληθωρισμού με μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίαση πολιτικής της, στις 8 Σεπτεμβρίου, αυξάνοντας, ενδεχομένως, τα επιτόκια κατά τρία τέταρτα της ποσοστιαίας μονάδας. Εν αναμονή αυτού, οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων σημείωσαν αύξηση, τον τελευταίο μήνα. Παρόλα αυτά, το ευρώ συνέχισε να υποχωρεί, φτάνοντας σε ισοτιμία με το δολάριο, για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες. Αυτό αντανακλά τις επιδεινούμενες προοπτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία και την απόφαση των παγκόσμιων επενδυτών να στραφούν αλλού για επενδύσεις. Όλο αυτό αρχίζει να γίνεται ανησυχητικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ηπείρου, καθώς ένα ασθενέστερο νόμισμα τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, μέσω των ακριβότερων εισαγωγών, πλήττοντας τα πραγματικά εισοδήματα και, συνεπώς, την κατανάλωση.
Τα γεγονότα αυτά υποδηλώνουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα εισέλθει, σχεδόν σίγουρα, σε ύφεση, η οποία θα ξεκινήσει από χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία ή και οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπη. Οι αναλυτές της τράπεζας JPMorgan Chase αναμένουν ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης -2% για την ευρωζώνη, συνολικά, το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, -2,5% για τη Γαλλία και τη Γερμανία και -3% για την Ιταλία. Τα προβλήματα της Ιταλίας και τα υψηλά χρέη της θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να προκαλέσουν νευρικότητα στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν αφιερώσει, μέχρι στιγμής, πολύ χρόνο στο να σκέφτονται πώς θα αντιδράσουν στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Σύντομα, όμως, θα έρθουν αντιμέτωποι με μία ευρύτερη κρίση.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com