ΑΠΟΦΑΣΗ
C. κατά Ρουμανίας της 30.08.2022 (αρ. προσφ. 47358/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένης. Σεβασμός ιδιωτικής ζωής. Αναποτελεσματική έρευνα.
Η προσφεύγουσα είναι καθαρίστρια σε σιδηροδρομικό σταθμό. Κατέθεσε έγκληση για σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας της κατά του διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού, κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε επανειλημμένα να την εξαναγκάσει σε σεξουαλική επαφή και ότι το κράτος δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου χωρίς να εκφράσει γνώμη για το εάν ο διευθυντής του σταθμού ήταν ένοχος για την καταγγελθείσα σεξουαλική παρενόχληση, διαπίστωσε ότι η έρευνα που διεξήχθη από την εργοδότρια εταιρεία και την εισαγγελία είχε σημαντικά ελαττώματα, τα οποία ανέρχονταν σε παράβαση των θετικών υποχρεώσεων του κράτους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης (σεβασμός ιδιωτικής ζωής).
Κατά το ΕΔΔΑ η εισαγγελία είχε απλά περιγράψει τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν και δεν είχε προσπαθήσει να αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία και την αξιοπιστία των καταθέσεων της προσφεύγουσας. Επίσης δεν έγινε καμία αξιολόγηση της σχέσης εξουσίας και υποταγής μεταξύ προσφεύγουσας και του καταγγελλομένου διευθυντή ή των απειλών που φέρεται να απηύθυνε αυτός εναντίον της. Επιπλέον, δεν εξετάστηκε εάν οι ενέργειες του καταγγελλομένου είχαν πιθανές ψυχολογικές συνέπειες για την προσφεύγουσα ή εάν υπήρχαν λόγοι που η προσφεύγουσα υπέβαλε έγκληση εναντίον του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 ης ΕΣΔΑ στο διαδικαστικό του σκέλος και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα C., είναι Ρουμάνα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1970 και ζει στο Fibiş (Ρουμανία). Το 2014-2017, ενώ εργαζόταν σε εταιρεία καθαρισμού, η προσφεύγουσα διορίστηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Timişoara East, ο οποίος ανήκε στην κρατική σιδηροδρομική εταιρεία CFR Călători. Το 2017, υπέβαλε έγκληση στην τοπική εισαγγελία κατά του C.P., διευθυντή του σιδηροδρομικού σταθμού, κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε επανειλημμένα να την εξαναγκάσει σε σεξουαλική επαφή μαζί του μέσα σε διάστημα δύο ετών. Υποστήριξε ότι, λόγω της άρνησής της, ήταν λεκτικά επιθετικός απέναντί της, αρνούμενος να της χορηγήσει τα είδη καθαρισμού που χρειαζόταν για να εκτελέσει τα καθήκοντά της και στη συνέχεια κατηγορώντας την ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά της.
Πριν από την υποβολή της έγκλησης, είχε πει στον διευθυντή της στην εταιρεία καθαρισμού για την συμπεριφορά του C.P., εξηγώντας ότι δεν τον είχε καταγγείλει νωρίτερα γιατί τον φοβόταν και εκείνος συχνά την κορόϊδευε, λέγοντας ότι κανείς δεν θα την πίστευε, καθώς ήταν απλώς μια καθαρίστρια.
Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα, ο διευθυντής της και ένας υπάλληλος της σιδηροδρομικής εταιρείας που επέβλεπε τη σύμβαση με την εταιρεία καθαρισμού, συναντήθηκαν με τον επικεφαλής της ασφάλειας επιβατών στο περιφερειακό υποκατάστημα της σιδηροδρομικής εταιρείας της Τιμισοάρα για να συζητήσουν σχετικά με την ανάρμοστη συμπεριφορά του C.P. Πέντε μέρες αργότερα, ο επικεφαλής της ασφάλειας επιβατών, κάλεσε την ίδια την προσφεύγουσα, τον C.P. και τον υπάλληλο που επέβλεπε τη σύμβαση καθαριότητας στο γραφείο του.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο C.P. ζήτησε συγγνώμη.
Αυτή αποδείχθηκε ότι ήταν η τελευταία μέρα της απασχόλησης της προσφεύγουσας στον σιδηροδρομικό σταθμό της Timişoara East.
Την 1η Οκτωβρίου 2017 αναγκάστηκε να πάρει την ετήσια άδειά της και, μετά την επιστροφή της τρεις εβδομάδες αργότερα, ενημερώθηκε ότι έπρεπε να εργαστεί σε άλλο σιδηροδρομικό σταθμό ή να παραιτηθεί. Επέλεξε να παραιτηθεί.
Στις 27 Νοεμβρίου 2017 η εισαγγελία ξεκίνησε ποινική έρευνα με βάση τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας και εξέτασε ιδιωτικές ηχογραφήσεις τις οποίες είχε συλλέξει από τις συναντήσεις της με τον C.P. Συνάδελφοί της στο σιδηροδρομικό σταθμό επιβεβαίωσαν ότι, αν και δεν είχαν δει ή ακούσει προσωπικά τον C.P. να την παρενοχλεί, την είχαν δει μερικές φορές αναστατωμένη στη δουλειά της και ότι τελικά τους είχε εκμυστηρευτεί ότι ο C.P. την παρενοχλούσε. Ο επικεφαλής της ασφάλειας των επιβατών δήλωσε ότι δεν είχε ερευνήσει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της, καθώς αυτό δεν εμπίπτει στην εργασία του, αλλά την παρότρυνε να απευθυνθεί στην αστυνομία εάν θεωρούσε ότι είχε διαπραχθεί ποινικό αδίκημα. Ο ίδιος της εξήγησε ότι κατά τη συνάντηση στο γραφείο του, ο C.P. είχε ζητήσει συγγνώμη σε γενικές γραμμές, χωρίς να παραδεχτεί τα γεγονότα που ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Φαίνεται ότι η σιδηροδρομική εταιρεία δεν εξέτασε περαιτέρω τις καταγγελίες.
Όταν κατέθεσε ενώπιον του εισαγγελέα, ο C.P. ισχυρίστηκε ότι είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με την προσφεύγουσα μόνο μία φορά, το 2014, και ότι την είχε αποφύγει μετά από φόβο μήπως η σύζυγός του το μάθαινε. Ισχυρίστηκε επίσης ότι, είχε αρχίσει να την ακολουθεί το 2016 και να την αγγίζει απρεπώς εκείνη την περίοδο.
Η εισαγγελία αποφάσισε να μην ασκήσει δίωξη και να περατωθεί η έρευνα, λόγω του ότι οι πράξεις που διαπράχθηκαν δεν συνιστούσαν αδίκημα διωκόμενο από το νόμο. Η απόφαση περιείχε πλήρη περιγραφή των καταθέσεων που δόθηκαν από την προσφεύγουσα και τους μάρτυρες, που αναφέρθηκαν εντός εισαγωγικών. Ο προϊστάμενος της εισαγγελίας επικύρωσε την απόφαση χωρίς επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας. Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για τις αποφάσεις των εισαγγελέων στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Τιμισοάρα, αλλά αυτό τις επικύρωσε, διαπιστώνοντας ότι ο C.P. είχε ζητήσει σεξουαλικές χάρες από την προσφεύγουσα, αλλά ότι η προσφεύγουσα δεν είχε νιώσει ότι απειλείται ή ότι ένιωσε ταπείνωση, στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο για τις πράξεις που αποτελούν ποινικό αδίκημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η σιδηροδρομική εταιρεία ανήκε στο κράτος και, ως εκ τούτου, εκπροσωπούσε δημόσια εξουσία. Ωστόσο, ελάχιστα φαινόταν να έχουν γίνει από τη σιδηροδρομική εταιρεία ως απάντηση στις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση από μία υπάλληλό της. Παρά την ύπαρξη εσωτερικής πολιτικής που απαγορεύει κάθε συμπεριφορά που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ενός ατόμου και ενθαρρύνει την καταγγελία τέτοιων συμπεριφορών προς τη διοίκηση, ο υπεύθυνος ασφάλειας επιβατών που είχε ενημερωθεί για την κατάσταση και είχε εξετάσει τα εμπλεκόμενα μέρη, είχε αρνηθεί να εξετάσει την περίπτωση της προσφεύγουσας και αρκέστηκε στο να την ενημερώσει να απευθυνθεί στην αστυνομία, αν το έκρινε απαραίτητο. Εξίσου σημαντικό, χωρίς καμία προφανή προειδοποίηση, ο ίδιος είχε καλέσει την προσφεύγουσα με τον C.P. στο γραφείο του. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι αυτός την είχε παροτρύνει να απευθυνθεί προς οποιονδήποτε άλλον στην εταιρεία που θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξέταση των παραπόνων της ή ότι ο ίδιος είχε γνωστοποιήσει το θέμα στο κατάλληλο άτομο εντός της σιδηροδρομικής εταιρείας. Μάλιστα, φάνηκε ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καθόλου εσωτερική έρευνα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ήταν αδύνατο για το Δικαστήριο να αξιολογήσει εάν είχαν τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμοί σε επίπεδο εργοδότη για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας.
Ωστόσο, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι το βασικό σημείο της καταγγελίας της προσφεύγουσας ήταν η απάντηση που δόθηκε από τους εισαγγελείς και τα δικαστήρια σχετικά με τις καταγγελίες της για σεξουαλική παρενόχληση. Ως εκ τούτου, εξέτασε εάν, κατά την ποινική διαδικασία σχετικά με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το κράτος είχε προστατεύσει επαρκώς το δικαίωμά της αναφορικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής, ιδιαίτερα της προσωπικής της ακεραιότητας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα είχε καταθέσει έγκληση κατά του C.P. για σεξουαλική παρενόχληση, ότι η έρευνα είχε ξεκινήσει αμέσως και ότι τόσο η εισαγγελία όσο και το Επαρχιακό Δικαστήριο είχαν αναγνωρίσει ότι ο C.P. είχε συμπεριφερθεί με τον τρόπο που ισχυριζόταν η προσφεύγουσα αλλά ότι η συμπεριφορά του δεν συνιστούσε το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν για την εν λόγω απόφαση διαπίστωσαν είτε ότι ο C.P. δεν είχε ποινική ευθύνη για το φερόμενο ποινικό αδίκημα ή ότι η προσφεύγουσα δεν είχε νιώσει ταπείνωση από τη συμπεριφορά του, στοιχείο που απαιτείται από το εσωτερικό δίκαιο για να χαρακτηριστεί η εκάστοτε συμπεριφορά ως σεξουαλική παρενόχληση.
Ωστόσο, τίποτα στις εγχώριες αποφάσεις δεν έδειχνε πώς οι αρχές είχαν καταλήξει στα δικά τους συμπεράσματα. Η εισαγγελία είχε απλώς περιγράψει λεπτομερώς τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν και δεν είχε προσπαθήσει να αξιολογήσει τη συνοχή και την αξιοπιστία των καταθέσεων και αναφορών της προσφεύγουσας ή να τις τοποθετήσει στο ευρύτερο πλαίσιο.
Για παράδειγμα, δεν έγινε καμία αξιολόγηση της σχέσης εξουσίας και υποταγής μεταξύ προσφεύγουσας και C.P., ή των απειλών που φέρεται να απηύθυνε εναντίον της. Επιπλέον, δεν εξετάστηκε εάν οι ενέργειες του C.P. είχαν πιθανές ψυχολογικές συνέπειες για την προσφεύγουσα ή εάν υπήρχαν λόγοι να απευθύνει η προσφεύγουσα ψευδείς κατηγορίες εναντίον του C.P., όπως είχαν υπονοηθεί σε ορισμένες μαρτυρικές καταθέσεις.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε με ανησυχία ότι η απόφαση της εισαγγελίας περιείχε λεπτομερή περιγραφή των υπαινιγμών που έκανε ο C.P. στις καταθέσεις του για την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας και τα υποτιθέμενα κίνητρα για τις πράξεις και τις κατηγορίες της. Στο ίδιο πνεύμα, κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, η προσφεύγουσα έπρεπε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον επικεφαλής ασφαλείας επιβατών. Καμία εξήγηση δεν είχε δοθεί από τον εισαγγελέα ως προς την αναγκαιότητα αυτής της αντιπαράθεσης και τον αντίκτυπό της στην προσφεύγουσα. Τέλος, η προσφεύγουσα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον τόπο της απασχόλησής της, ενώ το στοιχείο αυτό δεν είχε ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση καταγγελιών της από τις αρχές.
Επομένως, χωρίς να εκφράζεται άποψη για το αν ο C.P. ήταν ένοχος για το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έρευνα της υπόθεσης περιείχε σημαντικά ελαττώματα που ισοδυναμούσαν με παραβίαση της υποχρέωσης του κράτους και συνεπώς με παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com)