In-Focus, από το Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
Γιώργος Μανάλης-Μάνος Ματσαγγάνης
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις αρχές του 2022 όταν η υποχώρηση της πανδημικής κρίσης επέτρεπε συγκρατημένη αισιοδοξία για την αναπτυξιακή πορεία της Ευρώπης (και της Ελλάδας). Η επανεμφάνιση του πληθωρισμού δεν άλλαζε τη μεγάλη εικόνα. Με την ανάκαμψη της ζήτησης και την επανέναρξη της παραγωγικής δραστηριότητας, ο πληθωρισμός έμοιαζε να είναι παροδικό φαινόμενο, προορισμένο να εξαλειφθεί καθώς οι εφοδιαστικές αλυσίδες εξομαλύνονται και η παραγωγή προσαρμόζεται στην αυξημένη ζήτηση.
Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε το τοπίο ριζικά. Η αύξηση του κόστους της ενέργειας παρέσυρε όλα τα υπόλοιπα αγαθά οδηγώντας σε μια γενικευμένη αύξηση του επιπέδου τιμών. Οι πληθωριστικές πιέσεις θα διατηρηθούν όσο κρατάει ο πόλεμος, και μέχρις ότου οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρουν βιώσιμους και οικονομικά συμφέροντες τρόπους να αντικαταστήσουν τη Ρωσία ως βασικό ενεργειακό προμηθευτή. Οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής (και παγκόσμιας) οικονομίας αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Εν τω μεταξύ, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπα με ραγδαίες αυξήσεις του κόστους κάλυψης των ενεργειακών τους αναγκών, υποχρεώνοντας τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εντείνουν τις προσπάθειες απεξάρτησης από τη Ρωσία, να επανασχεδιάσουν τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και να στηρίξουν τους καταναλωτές από τις συνέπειες της αύξησης των τιμών.
Η δεξαμενή σκέψης Bruegel, ήδη από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο καταγράφει τα μέτρα που τίθενται σε εφαρμογή και το κόστος τους για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στην Ελλάδα, το κόστος αυτό ανέρχεται σε 3,7% του ΑΕΠ. Όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με την εξαίρεση της Λιθουανίας, κινούνται κάτω από το 3%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρονται στα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από τον Σεπτέμβριο 2021 έως και τον Ιούλιο 2022. Ήδη η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, το πρόσθετο κόστος των οποίων εκτιμάται σε 1.46% του ΑΕΠ. Αντίθετα από ό,τι σε άλλες χώρες, όπου το μείγμα μέτρων στήριξης περιέχει περισσότερη δόση στοχευμένων ενισχύσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά, στην Ελλάδα η μερίδα του λέοντος αφορά οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών, αδιακρίτως για κύριες και για εξοχικές κατοικίες, για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Βραχυπρόθεσμα, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός αναμένεται να αποτραπεί. Το μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους των μέτρων καλύπτεται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης της ΕΕ, ενώ η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού εξισορροπείται τουλάχιστον εν μέρει από τα αυξημένα φορολογικά έσοδα.
Μεσοπρόθεσμα, το μεγάλο κόστος των μέτρων προκαλεί ανησυχία. Η Ελλάδα παραμένει το κράτος μέλος με το μεγαλύτερο λόγο χρέους στο ΑΕΠ (193,3% το 2021), σε μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ιταλία (150,8%), υπερδιπλάσιο του μέσου όρου για την ΕΕ (88,1%). Η συνετή διαχείριση υπαγορεύει μεγαλύτερη δημοσιονομική εγκράτεια, ειδικά στις αβέβαιες συνθήκες που διαγράφονται.
Επί πλέον, η ειρήνευση στην Ουκρανία δεν είναι ορατή, ούτε η αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης. Ακόμη όμως και μετά το τέλος του πολέμου, οι τιμές της ενέργειας δεν θα επανέλθουν στα προηγούμενα χαμηλά επίπεδα: η κλιματική αλλαγή και τα μέτρα αντιμετώπισής της συνεπάγονται ότι η εποχή της φτηνής ενέργειας ανήκει στο παρελθόν.
Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής. Χρειάζεται να επιδοτηθούν με ταχύτερες διαδικασίες οι επενδύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων για εξοικονόμηση ενέργειας. Χρειάζεται να αξιοποιηθεί με περισσότερη αποφασιστικότητα το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στην ηλιακή και στην αιολική ενέργεια.
Μέχρι να αποδώσει η ενεργειακή μετάβαση, είναι ανάγκη να σχεδιαστεί με διαφορετικό τρόπο η στήριξη των καταναλωτών. Χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις εισοδηματικές ενισχύσεις των ευάλωτων νοικοκυριών (των φτωχών, των ηλικιωμένων, των κατοίκων ορεινών περιοχών). Στο βαθμό που οι επιδοτήσεις τιμών κρίνονται απαραίτητες, χρειάζεται να είναι περιορισμένες: μόνο για την πρώτη κατοικία, και μόνο μέχρι ένα «πλαφόν» που αντιστοιχεί στην προσεκτική κατανάλωση ενός νοικοκυριού ανάλογα με τον αριθμό των μελών του, και την τοποθεσία (όχι το μέγεθος) της πρώτης κατοικίας.
Γιώργος Μανάλης
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής,
Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
Μάνος Ματσαγγάνης
Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Καθηγητής, Politecnico di Milano