Η εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην διαχειρίστρια εταιρεία από τη δικαιούχο της απαίτησης, δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης
Δεκτή έγινε από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών αίτηση αναστολής άνευ εγγυήσεως της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς πιθανολογήθηκε βάσιμος ο λόγος έφεσης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΜονΕφΑθ 1858/2022).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι εταιρίες αυτές συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 919 του ΚΠολΔ προσδιορίζεται η έκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας όσων προσώπων μετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, κατά μεν την περίπτωση 1 του άρθρου 919 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση, όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, καθώς και κατά των προσώπων εκείνων τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος αυτής, κατά δε την περίπτωση 2, όμως, του ίδιου άρθρου, που αφορά σε όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους (πλην των αποφάσεων), η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σε αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327 ΚΠολΔ, καθώς και κατά των προσώπων τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου.
Το δικαστήριο τόνισε, λοιπόν, ότι, όπως σαφώς συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις, όταν πρόκειται για τους υπόλοιπους, πλην των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, εκτελεστούς τίτλους, όπως είναι και η διαταγή πληρωμής, κατά νομική επιταγή, τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας δεν επεκτείνονται και υπέρ και κατά των προσώπων εκείνων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ, αφού η τελευταία αυτή διάταξη δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στην ως άνω περίπτωση (2η του άρθρου 919) και επομένως δεν επεκτείνονται υπέρ και κατά των μελών νομικού προσώπου, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού αυτού προσώπου έναντι των τρίτων.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ως βάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο η εκκαλούμενη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η συναφθείσα βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 μεταξύ της καθ’ ης και της εταιρείας ειδικού σκοπού σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει μεταξύ των προσώπων αυτών σχέση εκούσιας, άμεσης αντιπροσώπευσης, κατά ην οποία η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επέχει θέση αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης έναντι των ανακοπτόντων στην καθ’ ης.
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003. Συνεπώς, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση.
Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας.
Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως.
Περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη.
Απόσπασμα απόφασης
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ανακόπτοντες αιτιώνται την εκκαλουμένη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η συναφθείσα βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 μεταξύ της καθ’ ης και της εταιρείας ειδικού σκοπού σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει μεταξύ των προσώπων αυτών σχέση εκούσιας, άμεσης αντιπροσώπευσης, κατά ην οποία η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επέχει θέση αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης έναντι των ανακοπτόντων στην καθ’ ης. Ο κρινόμενος λόγος ελέγχεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και τα εκτεθέντα από την καθ’ ης προκύπτει ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…….», που έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας με αριθμό μητρώου ……, κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………. » δυνάμει της από ……2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……../16.9.2019 (τόμος ….. και αριθμός ……). Η τελευταία ανέθεσε, ακολούθως, τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων αρχικά στην ανωτέρω τράπεζα κι εν συνεχεία στην καθ’ ης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (αριθ. πρωτ……../…….2019). Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων η καθ’ ης τυγχάνει διαχειρίστρια, κατά τα προαναφερθέντα, περιλαμβάνεται και η απαίτηση της «Τράπεζας ……..» κατά των αιτούντων, με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ………../2015 διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επίσπευση της προκείμενης εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος τους. Κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση (βλ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτησή της από «εταιρεία αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2019.305). Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας Δ. Αναγκ. Εκτελ. 1 παρ.20 αρ.3, Άννα Πλεύρη Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 35-36, 59-60). Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔνη 48.439, ΕΠειρ 693/1982, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1968, σ. 88 επ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 1986, σ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, παρ. 24, αριθ. 14 ). Περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη. Πλην, όμως, η προσβαλλόμενη από 5.3.2020 επιταγή προς πληρωμή συντάχθηκε από την καθ’ ης, όπως και η ομοίως προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2.10.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, ως αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», μολονότι στη διενέργεια αυτών νομιμοποιείται μόνο η τελευταία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετη κρίση και απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ο δε σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω πιθανολογείται, επίσης, ότι η εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες, ενόψει του ότι ευρίσκονται ήδη σε διαπραγματεύσεις με την καθ’ ης για τη συναινετική εκποίηση των κατασχεθέντων, με την οποία θα επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα που θα καταστήσει ευχερέστερη την ολοσχερή εξόφληση της επίδικης απαίτησης σε βάρος τους.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.