Δεκτή αίτηση αναστολής άνευ εγγυήσεως διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η συμβατική ανάθεση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων καθιστά την διαχειρίστρια εταιρία αντιπρόσωπο της δικαιούχου εταιρίας, αλλά αυτή δεν αποκτά την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου δικαιούχου. Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρία από την δικαιούχο της απαίτησης δεν δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας καθορίζονται ρητά και περιοριστικά με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλ. την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον νόμο να είναι άκυρη.
Αριθμός απόφασης 1858/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Μπάστα, Εφέτη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου και τη Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο γραφείο του Προέδρου (αριθ. γραφείου 1119, 7ος όροφος του καταστήματος του Εφετείου Αθηνών) στις 7 Απριλίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1)……….του…… και 2)……..του ………, κατοίκων αμφοτέρων Αμαρουσίου Αττικής, οδός ……… αρ…….., οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αριάδνης Νούκα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ και τον διακριτικό τίτλο «……….ΑΕΔΑΔΠ» (πρώην «……..ΑΕΔΑΔΠ»), που εδρεύει στην Αθήνα, ……. αρ…….. και εκπροσωπείται νομίμως, η οποία ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νομίμως και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ……… Ανώνυμη Εταιρεία», κατόπιν μεταβίβασης σε αυτή από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της ……
Οι αιτούντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 31.3.2022 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../1.4.2022, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 περ.β’ ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2016 και εφαρμόζεται επί ανακοπών κατά της εκτέλεσης και αιτήσεων αναστολής, εφόσον η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή διενεργείται μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία (άρθρο 1 άρθρου ενάτου παρ.3 εδ.α’ Ν.4335/2015 « Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν.4334/2015» (Α’80), «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης.
Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης του εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00′ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από την ως άνω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως, επισπευδομένης δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής, είναι : α) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ) απόφασης από τον αιτούντα (ΕΑ 579/2020, ΕΑ 499/2019, ΕΘεσ 1014/2018 ΤΝΠ Νόμος), β) ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης. «Ανεπανόρθωτη» είναι η βλάβη, όταν με την αναγκαστική εκτέλεση δημιουργούνται οριστικές καταστάσεις, οι οποίες θα είναι αδύνατον ή εξαιρετικώς δυσχερές να ανατραπούν ή επανορθωθούν, έστω και εάν η πράξη ακυρωθεί (ΕΑ 481/2019 ΤΝΠ Νόμος, Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. II, 2012, υπό το προ της 1.1.2016 ισχύον άρθρο 938, αριθ. 9). Το Δικαστήριο προβαίνει στην περίπτωση αυτή σε στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, ήτοι της ωφέλειας του δανειστή από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και της εξ αυτής ζημίας του οφειλέτη, αρκεί δε η πιθανολόγηση με ελεύθερη απόδειξη και γ) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης (ενός τουλάχιστον) λόγου έφεσης. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης είναι, εάν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμόδιου (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας του πλειστηριασμού. Η προϋπόθεση αυτή είναι αυτοτελής και δεν τελεί υπό τη δικονομική αίρεση της δημοσίευσης της εκκαλούμενης οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής) απόφασης σε χρόνο προ της ως άνω (προπαρασκευαστικής) προθεσμίας, δεδομένου ότι η ακριβής ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού είναι ήδη γνωστή στον καθ’ ου η εκτέλεση με την προς αυτόν επίδοση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και έχει αυτός πλέον το βάρος να μεριμνήσει για την έγκαιρη επίσπευση της συζήτησης της ανακοπής του, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 934 παρ. 1 περ. α’ και 933 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι τη θέση σε ισχύ από 1.1.2022 του Ν. 4842/2021 «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ.Α’ 190/13.10.2021). Με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του αμέσως προαναφερόμενου Νόμου, το Μέρος Δ’ του οποίου υπό τον τίτλο «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ισχύει από την 1.1.2022, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 120 αυτού, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ και προστέθηκε (εκ νέου) άρθρο 938 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 59 του ως άνω Νόμου ως εξής : «1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση : α ) β).., γ) η προθεσμία και η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης. … 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 937 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59 του παρόντος, εφαρμόζεται και για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ».
Με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ζητούν, για τους λόγους που αναφέρουν σε αυτήν, να ανασταλεί άνευ εγγυήσεως η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της υπ’ αριθ………./2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 10.12.2021 (αριθ. εκθ. καταθ……./……./2022) έφεσής τους, που νομοτύπως και εμπροθέσμως άσκησαν κατά της υπ’ αριθ……../2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την από 14.4.2021 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../…../2021) ανακοπή τους κατά της επισπευδόμενης δυνάμει των ως άνω πράξεων εκτέλεσης, επικαλούμενοι ανεπανόρθωτη βλάβη σε περίπτωση εξακολούθησης της εκτελεστικής διαδικασίας.
Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, ως ίσχυε προ της εφαρμογής του Ν.4842/2021, ως εκ του χρόνου επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, ήτοι προ της ενάρξεως ισχύος του ως άνω Νόμου την 1.1.2022, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ ), καθόσον : α) έχει κατατεθεί τουλάχιστον προ πέντε (5) εργασίμων ημερών από την ορισθείσα ημέρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού (13.4.2022) και β) η από 10.11.2021 (αριθ. εκθ. καταθ. …./……./2022) έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της υπ’ αριθ. ……/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και δεν αποδεικνύουν επίδοση αυτής, ενώ από τη δημοσίευσή της (4.11.2021) μέχρι την άσκηση της έφεσης (14.1.2022) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511,513 παρ. 1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 686 επ. και 933 και 937 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (ως οι δύο τελευταίες διατάξεις ίσχυαν μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 4842/2021, κατά τα προεκτιθέμενα), πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ ης η αίτηση σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης, το οποίο παρίσταται απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14 παρ.3 Ν.4236/2014, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται πάντοτε εις βάρος του αιτούντος (ΕΠειρ 36/2022, ΕΑ 579/2020 ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003, «Τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το Προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων… (παρ. 2). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού «μεταβιβάζων» είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. «Αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. (παρ 3). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του Ν.Δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τον νόμο αυτόν.
Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του Κ.Ν, 2190/1920 δεν εφαρμόζεται […]. (παρ. 6). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, (παρ. 8). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α’) και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Επιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσον η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου, (παρ. 9). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν όμως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να ορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση, (παρ. 10). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/ 2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, (παρ.11). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. (παρ.14). Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με τον σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή, (παρ.15). Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικό σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικό σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται, (παρ.16). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα, με το άρθρο 10 του άνω νόμου προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων που αποτελούν έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή καλύπτοντας (κατ’ αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια) και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μία άλλη εταιρεία που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: (α) Προκειμένου εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες προσφεύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστάμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες τις «τιτλοποιούν» ενσωματώνοντας τες σε ομολογίες, που εκδίδουν, συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστη που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφλησή τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων (β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενών απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. (γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού με έγγραφη σύμβαση, σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξή τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς ωστόσο ο νόμος (3156/2003) να απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, (δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου, (ε) οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο (όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην ΥΑ 161388/2003) (ΑΠ 909/2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων », όπως αυτός τροποποιηθείς ισχύει, « Ι.α. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (ΑΊ07) ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα … β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά : αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο ( ΓΕΜΗ ) … γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (ΑΊ57), ν. 1905/1990 (ΑΊ47), 1665/1986 (ΑΊ94), 3606/2007 (ΑΊ95) και 4261/2014 (ΑΊ07) …» (άρθρο 1), περαιτέρω δε η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 έως 4 του ιδίου Νόμου προβλέπει ότι «1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ’ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014. 2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα : α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β. Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013. γ. Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Αντίγραφο της συμβάσεως κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα ( 10 ) ημερών από την υπογραφή της. 3. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης της προηγούμενης παραγράφου δύναται να εξειδικεύεται περαιτέρω με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα σχέδια των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς συμμόρφωσης στον παρόντα νόμο. 4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης … ». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ προσδιορίζεται η έκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας όσων προσώπων μετέχουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, κατά μεν την περίπτωση 1 του άρθρου 919 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση, όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, καθώς και κατά των προσώπων εκείνων τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος αυτής, κατά δε την περίπτωση 2, όμως, του ίδιου άρθρου, που αφορά σε όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους (πλην των αποφάσεων), η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σε αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327 ΚΠολΔ, καθώς και κατά των προσώπων τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. Από τις πιο πάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, όταν πρόκειται για τους υπόλοιπους, πλην των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, εκτελεστούς τίτλους, όπως είναι και η διαταγή πληρωμής, κατά νομική επιταγή, τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας δεν επεκτείνονται και υπέρ και κατά των προσώπων εκείνων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ, αφού η τελευταία αυτή διάταξη δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στην ως άνω περίπτωση (2η του άρθρου 919) και επομένως δεν επεκτείνονται υπέρ και κατά των μελών νομικού προσώπου, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού αυτού προσώπου έναντι των τρίτων.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος των αιτούντων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, εκ των οποίων ορισμένα μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα για την κατ’ ουσίαν διάγνωση της διαφοράς, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… η καθ’ ης η αίτηση ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αρχικής δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος των αιτούντων με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ…………./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της οποίας κοινοποίησε η καθ’ ης στους αιτούντες μετά της από 5.3.2020 επιταγής προς πληρωμή για την ικανοποίηση απαίτησης συνολικού ποσού 1.244.455,01 ευρώ. Ειδικότερα, η ανωτέρω κατάσχεση επιβλήθηκε επί των κάτωθι ακινήτων : α) της υπ’ αριθ. (2) διώροφης ιδιοκτησίας του πρώτου και δεύτερου ορόφου μίας τριώροφης μεθ’ υπογείου οικοδομής, κάθετης ιδιοκτησίας, κείμενης στη Σαρωνίδα Αττικής, στην οποία ανήκει η υπ’ αριθ. (2) αποθήκη και χώρος στάθμευσης ενός αυτοκινήτου, β) της υπ’ αριθ. (1) κατοικίας του ισογείου ορόφου της ως άνω τριώροφης μεθ’ υπογείου οικοδομής, επί της ίδιας ως άνω κάθετης ιδιοκτησίας, στην οποία ανήκει η υπό στ. (Υ-1) αποθήκη του υπογείου και ο υπ’ αριθ. (I) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου και γ) επί της υπ’ αριθ. (5) κάθετης ιδιοκτησίας (τμήματος γηπεδικής έκτασης μετά της επ’ αυτού οικίας) με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ενιαίου αγρού 212,94/οοο εξ αδιαιρέτου, κείμενου του αγρού στη θέση «……..» Σαρωνίδας Αττικής. Ημέρα διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ορίστηκε η 12.5.2021 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. Ακολούθως, την 24.6.2021 η καθ’ ης επέδωσε στους αιτούντες ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 17.6.2021 επιταγής προς πληρωμή, συγκοινοποιώντας τους ταυτόχρονα και τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνυόταν η αναμεταβίβαση -επανεκχώρηση των απαιτήσεων της δανείστριας «Τράπεζας …..» από την εταιρεία ειδικού σκοπού «……..», στην οποία αρχικά είχε μεταβιβαστεί η ένδικη απαίτηση, η εν συνεχεία μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την «Τράπεζα …….» προς την εταιρεία ειδικού σκοπού «………» και τέλος η ανάθεση της διαχείρισης αυτής από την τελευταία αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού στην καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία. Εν συνεχεία, δυνάμει της από 30.7.2021 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατά το άρθρο 973 του ΚΠολΔ της καθ’ ης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νυν δικαιούχου εταιρείας ειδικού σκοπού «………», συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ……./30.07.2021 πράξη δήλωσης/επίσπευσης πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ….., σύμφωνα με την οποία ορίστηκε ότι θα διενεργηθεί νέος δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός των ανωτέρω κατασχεθέντων ακινήτων στις 10.11.2021. Κατά της επισπευδόμενης ως άνω εκτέλεσης οι αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../……../2021 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επί της οποίας και κατόπιν συνεκδίκασης με την από 6.9.2021 (αριθ. εκθ. καταθ……./………../2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ της καθ’ ης, υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή ιδίας ως άνω ανώνυμης εταιρείας «…….. » ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 370/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε. Κατά της ως άνω απόφασης οι αιτούντες έχουν ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 10.12.2021 (αριθ. εκθ.καταθ……../……/2022) έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθ………../……../2022 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού για τη δικάσιμο της 17.11.2022. Την 10.11.2021 διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός των ανωτέρω κατασχεθέντων ακινήτων, ο οποίος και ολοκληρώθηκε για την υπ’ αριθ. ένα (I) ιδιοκτησία – κατοικία του ισογείου ορόφου, ενώ για τα υπόλοιπα ακίνητα ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε λόγω έλλειψης πλειοδοτών και ήδη δυνάμει της από 3.2.2022 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ της καθ’ ης, συνταχθείσης της υπ’ αριθ………./3.2.2022 πράξης δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Αθηνών ……… ορίστηκε νέα ημερομηνία δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα στις 13.4.2022 ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ανακόπτοντες αιτιώνται την εκκαλουμένη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η συναφθείσα βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 μεταξύ της καθ’ ης και της εταιρείας ειδικού σκοπού σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει μεταξύ των προσώπων αυτών σχέση εκούσιας, άμεσης αντιπροσώπευσης, κατά ην οποία η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επέχει θέση αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης έναντι των ανακοπτόντων στην καθ’ ης. Ο κρινόμενος λόγος ελέγχεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και τα εκτεθέντα από την καθ’ ης προκύπτει ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…….», που έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας με αριθμό μητρώου ……, κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………. » δυνάμει της από ……2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……../16.9.2019 (τόμος ….. και αριθμός ……). Η τελευταία ανέθεσε, ακολούθως, τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων αρχικά στην ανωτέρω τράπεζα κι εν συνεχεία στην καθ’ ης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (αριθ. πρωτ……../…….2019). Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων η καθ’ ης τυγχάνει διαχειρίστρια, κατά τα προαναφερθέντα, περιλαμβάνεται και η απαίτηση της «Τράπεζας ……..» κατά των αιτούντων, με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ………../2015 διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επίσπευση της προκείμενης εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος τους. Κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση (βλ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτησή της από «εταιρεία αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2019.305). Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας Δ. Αναγκ. Εκτελ. 1 παρ.20 αρ.3, Άννα Πλεύρη Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 35-36, 59-60). Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔνη 48.439, ΕΠειρ 693/1982, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1968, σ. 88 επ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 1986, σ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, παρ. 24, αριθ. 14 ). Περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη. Πλην, όμως, η προσβαλλόμενη από 5.3.2020 επιταγή προς πληρωμή συντάχθηκε από την καθ’ ης, όπως και η ομοίως προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2.10.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, ως αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», μολονότι στη διενέργεια αυτών νομιμοποιείται μόνο η τελευταία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετη κρίση και απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ο δε σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω πιθανολογείται, επίσης, ότι η εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες, ενόψει του ότι ευρίσκονται ήδη σε διαπραγματεύσεις με την καθ’ ης για τη συναινετική εκποίηση των κατασχεθέντων, με την οποία θα επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα που θα καταστήσει ευχερέστερη την ολοσχερή εξόφληση της επίδικης απαίτησης σε βάρος τους.
Ενόψει όσων εκτέθηκαν και εφόσον πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ένας τουλάχιστον λόγος της έφεσης που άσκησαν οι καθ’ ων η εκτέλεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης, όρος αναγκαίος για τη χορήγηση της αναστολής, πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί αναστολής της εκτελέσεως να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης, να ανασταλεί άνευ εγγυήσεως, καθόσον τούτο δεν κρίνεται σκόπιμο, η επισπευδόμενη σε βάρος των αιτούντων αναγκαστική εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ως άνω έφεσης και να συμψηφισθεί εξ ολοκλήρου η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου δεν αποκλείεται από την ανωτέρω αναφερομένη στο σκεπτικό διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 « Κώδικας Δικηγόρων», όπως έχει αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 14 παρ.3 Ν. 4236/2014).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΕΙ τη διαδικασία του ηλεκτρονικού αναγκαστικού πλειστηριασμού, που επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων την 13.4.2022 δυνάμει της υπ’ αριθ……./2.10.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 10.12.2021 (αριθ. εκθ. καταθ……/…../2022) έφεσης, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθ………/…./2022 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού για τη δικάσιμο της 17.11.2022.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 11 Απριλίου 2022
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MonEf1858.2022.htm