Ευθύνη τραπεζών από επενδυτικές υπηρεσίες. Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης. Υποχρεώσεις τράπεζας σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Κύρια υποχρέωση της τράπεζας κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών είναι η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών με τρόπο κατανοητό στον καταναλωτή και προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Υποχρέωση ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες. Μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου συμβεβλημένου με αυτή προσώπου. Αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Εμπορία υπηρεσιών από απόσταση. Σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Εσωτερική σχέση μεταξύ συνδικαιούχων. Δικαίωμα αναγωγής. Σε περίπτωση θανάτου ενός των καταθετών δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης. Οι κληρονόμοι μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Όρος ότι σε περίπτωση θανάτου η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος δεν μπορούν να στραφούν.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 16285/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κουφογιαννάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 21η Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) .. 5) … οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις ίδια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, Μιχαήλ Μαρκουλάκου του Ιωάννη, κατοίκου Αθηνών (λεωφ. Αλεξάνδρας αριθ. 14) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», με Α.Φ.Μ. ., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αριθ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», με Α.Φ.Μ. ., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καρνέαδου αριθ. 25-29) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, Νικολάου Κανελλιά του Λεωνίδα, κατοίκου Αθηνών (οδός Σίνα αριθ. 30) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11.1.2017 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2017 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ* εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11.4.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24.4.1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1.11.2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.”… Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.”. Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν) κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του “προμηθευτή”, συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του κατά τη σύναψη της καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία ωστόσο της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεση της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από τη βούληση του καταθέτη. Εξάλλου, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξη τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης- τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υττό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα. Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντας του, απλώς προς διευκόλυνση του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων. Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι: «επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων». Και ότι: «διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως». Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς την συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχο τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως («ιδίω ονόματι» και «εξ ιδίου δικαίου») η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια. Οι ως άνω διατάξεις είναι προφανές ότι καθιερώνουν κανόνες εξαιρετικού δικαίου και για το λόγο αυτό το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των προϋποθέσεων τους φέρει ο επικαλούμενος την εξαίρεση και ωφελούμενος από αυτήν (ΑΠ 1128/2017).
Οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή, εκθέτουν ότι, εξαιτίας της μη ορθής, ελλιπούς, ανακριβούς και παραπλανητικής ενημέρωσης εκ μέρους των στελεχών που οι εναγόμενες εταιρείες προέστησαν στην υπηρεσία τους, κατά την αγορά ομολόγων εκδόσεως της «ASPIS FINANCE PLC», στο πλαίσιο σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δη χωρίς να τους παρασχεθούν πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτών, τις αληθείς ιδιότητες τους, την αξιοπιστία της εκδότριας του ομολογιακού δανείου και της εγγυήτριας αυτού και το ρόλο που είχε διαδραματίσει η πρώτη των εναγομένων στην έκδοση του ομολογιακού δανείου, ούσα ανάδοχος, δηλαδή επ’ αμοιβή διαμεσολαβητής για τη διάθεση των τίτλων, ώστε να γίνει αντιληπτό από τους ίδιους, ως καταναλωτές, το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης, που αντιλήφθηκαν το έτος 2012, όταν πληροφορήθηκαν ότι η εγγυήτρια του ομολόγου ετέθη σε ειδική εκκαθάριση, υπέστησαν ζημία, ο πρώτος αυτών ποσού 120.600 ευρώ, οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος ποσού 74.512,01 ευρώ και οι πέμπτος, έκτη και όγδοος ποσού 70.385 ευρώ, ποσά τα οποία αντιστοιχούν στη δαπάνη απόκτησης των κατεχόμενων από τους ενάγοντες ομολόγων, ενώ έχουν υποστεί και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, ο πρώτος αυτών ποσού 30.000 ευρώ και έκαστος των λοιπών ποσού 10.000 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω και επικαλούμενοι την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, καθότι ευθύνονται έναντι αυτών εξαιτίας της υπαίτιας παραβίασης δια των στελεχών τους των υποχρεώσεων τους που απέρρεαν από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και των αρχών του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ που τύγχαναν εφαρμοστέες κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης, όσο και των διατάξεων του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή και των αρχών που θέτει το άρθρο 288 ΑΚ, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλλουν εις ολόκληρον σε καθένα από αυτούς τα παραπάνω χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προγενέστερης, από 26.11.2012 (με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2012) αγωγής τους κατά των εναγομένων, από το δικόγραφο της οποίας δηλώνουν παραίτηση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμα ζητούν να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και τα ως άνω αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, που περιέχει συρροή νομίμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, καθώς οι ενάγοντες στηρίζουν τις ένδικες αξιώσεις τους προς αποζημίωση, τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την επικαλούμενη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην οποία και συνεβλήθησαν με την ιδιότητα του καταναλωτή, όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι δε πλήρως ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση ως προς όλες τις βάσεις της, απορριπτόμενου του προβληθέντος από τις εναγόμενες ισχυρισμού περί αοριστίας ως αβάσιμου. Περαιτέρω, είναι νόμιμη, βασιζόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις, του ισχύοντος, κατά το χρόνο των πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων, Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αρ. 12263/β.500/11.04.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (Φ.Ε.Κ. Β’ 340/24.4.1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 § 1 Ν. 2396/1996, στα άρθρα 2 παρ. 1α, 2στ, 6, 3 παρ. 1,13,16,17 παρ. 1, 5, 22 του Ν. 2396/1996 «Επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άυλες μετοχές», που εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την κατάργηση του από το Ν. 3606/2007 σε πράξεις ή παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νεότερου αυτού νόμου την 1.11.2007 (άρθρα 71 και 85 του Ν. 3606/2007), στην ΠΤΔ με αριθμό 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», στα άρθρα 1 παρ. 3, 4, 8 παρ. 1, 2 εδ. β, 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση τους από το Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α1 152/10.7.2007) και σύμφωνα με τα άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ ρυθμίζουν την επίδικη ενοχή (συμβατική και από αδικοπραξία), αφού τα παραγωγικά της γεγονότα έλαβαν χώρα πριν από την ισχύ του νέου αυτού νόμου, που δεν ισχύει αναδρομικά (ΑΠ 181/2000, ΑΠ 292/1992) και στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 330, 334, 346, 361, 481, 914, 919, 922, 926, 932 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα με κωδικούς … e-παράβολα και τα από 9.6.2017 αποδεικτικά πληρωμής τους).
Οι εναγόμενες, με τις προτάσεις τους, αρνούνται την αγωγή, αποκρούοντας, εκτός άλλων, την ύπαρξη εκ μέρους τους υπαιτιότητας ως προς την επικαλούμενη από τις ενάγουσες ζημία τους, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση έλλειψης υπαιτιότητας τους, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 και επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Επικουρικά ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δεν προέβησαν εγκαίρως στη ρευστοποίηση του επίδικου ομολόγου, οπότε η ζημία τους θα περιοριζόταν κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις τους, με αποτέλεσμα να έχουν συντελέσει με δικό τους πταίσμα, σε ποσοστό 99%, στην επέλευση και στη μη αποτροπή της επαύξησης της ζημίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγουσών στην έκταση της ζημίας τους, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 εδ. β’ ΑΚ και 6 παρ. 11 του Ν 2251/1994, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται εν προκειμένω), προκύπτει ότι οι διάδικοι προσκομίζουν τα αποδεικτικά τους μέσα με τις προτάσεις τους, επικαλούμενοι αυτά, και μόνο εάν προβάλουν ισχυρισμό σε αντίκρουση ισχυρισμού του αντιδίκου προβληθέντος με τις προτάσεις, μπορούν, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους και προς αντίκρουση του προηγουμένως προβληθέντος ισχυρισμού του αντιδίκου να προσκομίσουν μετ’ επικλήσεως νέα αποδεικτικά μέσα. Με τον όρο «ισχυρισμός» νοείται αυτό που προβάλλεται με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, αντένσταση κ.λπ. και θεμελιώνει, καταλύει ή παρακωλύει δικαίωμα του αντιδίκου ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, το οττοίο ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο και προβλήθηκε με τον ίδιο ως άνω τρόπο (αγωγή κ.λπ.), ή τείνει στον περιορισμό των συνεπειών του δικαιώματος του αντιδίκου, είτε ως ένσταση ή αντένσταση είτε ως αίτημα που δεν έχει αυτοτελή υπόσταση με τη έννοια ότι δε θεμελιώνεται σε ιδιαίτερη ανταξίωση αυτού που το προβάλλει κατά της αγωγής (ΑΠ 1602/2008, ΑΠ 1588/2008), ενώ δεν εμπίπτουν στην έννοια του ισχυρισμού τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται προς ανατροπή των όσων εκθέτει ο αντίδικος ή τα συμπεράσματα που συνάγονται από την αξιολόγηση των αποδείξεων ή την επεξεργασία των όσων υποστηρίζει ο αντίδικος (ΑΠ 1332/2010, 1043/2010, 999/2010, 842/2010, 677/2010, 570/2010). Με βάση τα ανωτέρω και με δεδομένο ότι οι διάδικοι προέβαλαν τους ισχυρισμούς τους με την ανωτέρω έννοια, οι μεν ενάγοντες με την αγωγή τους, οι δε εναγόμενες με τις προτάσεις τους, επίσης όλα τα διάδικα μέρη με την κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ προσθήκη των προτάσεων τους περιορίστηκαν στην έκθεση επιχειρημάτων ή συναγωγή συμπερασμάτων, απαραδέκτως προσκομίζονται και δεν λαμβάνονται υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν το πρώτον με την ως άνω προσθήκη τους, συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθ. 1256/8.6.2017 ένορκης βεβαίωσης του Εμμανουήλ Πετράκη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Βαλσαμίδου, αφού από την παραδεκτή προεπισκόπησή τους δεν προσκομίζονται προς αντίκρουση ισχυρισμών, κατά την ως άνω εκτεθείσα έννοια, των αντιδίκων τους, αλλά προσκομίζονται από τους μεν ενάγοντες προς απόδειξη της αγωγής τους, από τις δε εναγόμενες προς αντίκρουση αυτής.
Από την υπ’ αριθ. ./24.5.2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου … και την υπ’ αριθ. ./25.5.2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγόντων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. ./18.5.2017 και ./18.5.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή … και τη συνημμένη σε αυτές από 16.5.2017 κλήση), από την υπ’ αριθ. ./18.11.2015 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, την υπ’ αριθ. ./18.11.2015 ένορκη βεβαίωση της …ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και την υπ’ αριθ. ./18.11.2015 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου …, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθ. ../13.11.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή … με τη συνημμένη από 11.11.2015 κλήση), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενες εταιρείες συναποτελούν το τμήμα «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», το οποίο αποτελεί τον κύριο φορέα υπηρεσιών «private banking» της πρώτης των εναγομένων. Σημειωτέον ότι, η δεύτερη εναγομένη, οιονεί καθολική διάδοχος, δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», είναι θυγατρική της πρώτης κατά 100%. Την 21.5.2004, μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης και αφετέρου του πρώτου ενάγοντος, ενεργούντος ατομικά αλλά και για λογαριασμό των δύο ανηλίκων τέκνων του, …, ως ασκών (μαζί με τη σύζυγο του) τη γονική μέριμνα αυτών, καθώς και της ήδη αποβιώσασας μητέρας του, …, υπογράφηκε η υπ’ αριθ. … σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, την 28.2.2005, ο πρώτος ενάγων προέβη στην αγορά του τίτλου (ομολόγου) με την ονομασία … CL AS με εκδότρια την ASP IS FINANCE PLC LDN, με κωδικό …, ημερομηνία εκδόσεως την 10.2.0105 και λήξεως την 10.2.2015, ονομαστικής αξίας 120.000 ευρώ, για την απόκτηση του οποίου ο σχετικός λογαριασμός χρεώθηκε με το ποσό των 120.809,46 ευρώ. Επίσης, την 17.2.2011 μεταξύ αφενός των εναγομένων και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης και αφετέρου του πρώτου ενάγοντος υπογράφηκε η υπ’ αριθ. … σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι την 2.12.2003, μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης και αφετέρου του δεύτερου ενάγοντος, του αποβιώσαντος την 4.10.2014 πατέρα του, …, της τρίτης ενάγουσας (συζύγου του δεύτερου ενάγοντος) και του τέταρτου ενάγοντος (αφελφού του δεύτερου ενάγοντος) υπογράφηκε η υπ’ αριθ. … σύμβαση περιορισμένης εντολής, με την οποία οι εναγόμενες ανέλαβαν, αντί αμοιβής, να παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους τους επενδυτικές υπηρεσίες (κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων κατόπιν εντολής εκ μέρους των επενδυτών), συμπεριλαμβανομένων συμβουλευτικών επενδυτικών υπηρεσιών. Παράρτημα της εν λόγω σύμβασης ήταν ένα ερωτηματολόγιο-έλεγχος συμβατότητας για το επενδυτικό προφίλ των πελατών. Από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου προέκυψε για τους ως άνω ότι το είδος του χαροφυλακίου που αντιπροσωπεύει τους επενδυτικούς τους στόχους είναι μικτό, το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική επεξήγηση που υπάρχει στο ίδιο έντυπο, σημαίνει ότι ο επενδυτής, μεταξύ άλλων, αποδέχεται μια πιθανή διακύμανση του κεφαλαίου. Σημειώνεται ότι, ως προς την ένδικη αξίωση, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του … είναι τα τέκνα του, εν προκειμένω δεύτερος και τέταρτος των εναγόντων. Οι εν λόγω ενάγοντες, με την αγωγή και τις προτάσεις τους, ισχυρίζονται ότι, σε χρόνο που δεν προσδιορίζουν, «τοποθετήθηκε στο ομόλογο “ASPIS FINANCE PLC” το συνολικό ποσόν των 74.412,01 ευρώ για την αγορά τίτλου ονομαστικής αξίας 74.000 ευρώ». Πλην όμως, το μόνο έγγραφο που οι ενάγοντες επικαλούνται συναφώς είναι η αποσταλείσα στο δεύτερο αυτών από τη δεύτερη εναγομένη ανάλυση επενδυτικού λογαριασμού περιόδου 31.10.2014-30.11.2014, όπου, στην αποτύπωση χαρτοφυλακίου, απεικονίζεται ότι την 30.11.2014 στο χαρτοφυλάκιο που αντιστοιχεί στην προαναφερόμενη σύμβαση των εν λόγω εναγόντων, υπήρχαν, μεταξύ άλλων ομολόγων υψηλής απόδοσης, ομόλογα “ASPIS FINANCE PLC 10.2.2005 – 10.2.2015”, με ονομαστική αξία 74.000 ευρώ και αξία κτήσης 74.512,01 ευρώ, των οποίων η τρέχουσα αξία ήταν μηδενική. Από το έγγραφο αυτό, όμως, δεν προκύπτει η συναλλαγή (ή οι συναλλαγές) με την οποία αποκτήθηκαν τα ως άνω ομόλογα και διατέθηκε από τους εν λόγω ενάγοντες το ως άνω ποσό, που συνιστά και την επικαλούμενη ζημία τους. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός των δεύτερου, τρίτης και τέταρτου των εναγόντων ότι η εκ μέρους τους κτήση των επίδικων ομολόγων έγινε με συναλλαγή (ή συναλλαγές) οφειλόμενες στην επικαλούμενη υπαίτια, παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων δεν αποδεικνύεται και το συναφές αγωγικό αίτημα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 29.9.2004, μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης και αφετέρου του πέμπτου των εναγόντων, της έκτης (συζύγου του πέμπτου), του έβδομου και του όγδοου αυτών (τέκνα των πέμπτου και έκτης εναγόντων, που, λόγω της τότε ανηλικότητάς, εκπροσωπήθηκαν από τους γονείς τους) υπογράφηκε η υπ’ αριθ. Ζ. σύμβαση περιορισμένης εντολής, με την οποία οι εναγόμενες ανέλαβαν, αντί αμοιβής, να παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους τους επενδυτικές υπηρεσίες (κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων κατόπιν εντολής εκ μέρους των επενδυτών), συμπεριλαμβανομένων συμβουλευτικών επενδυτικών υπηρεσιών. Παράρτημα της εν λόγω σύμβασης ήταν ένα ερωτηματολόγιο-έλεγχος συμβατότητας για το επενδυτικό προφίλ των πελατών, το οποίο, ωστόσο, δεν συμπληρώθηκε από τους ως άνω ενάγοντες. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, την 13.5.2005, ο πέμπτος ενάγων έδωσε εντολή αγοράς του ομολόγου ASPIS FINANCE 10.2.2005 – 10.2.2015, ονομαστικής αξίας 70.000 ευρώ, για την απόκτηση του οποίου ο σχετικός λογαριασμός χρεώθηκε με το ποσό των 70.385 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ως άνω επίδικο ομόλογο είχε εκδοθεί την 10.2.2005, με την εγγύηση της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK Α.Ε.» (μετέπειτα «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ») από τη θυγατρική αυτής «ASPIS FINANCE LPC», η οποία είχε συσταθεί, μόνον, προς το σκοπό έκδοσης του ομολόγου. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ. Το ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ το τοκομερίδιο του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο με βάση το τρίμηνο επιτόκιο Euribor συν περιθώριο 1,35% μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2010 και ύστερα, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1,30%. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH ήταν ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στους πρώτο, πέμπτο, έκτη, έβδομο και όγδοο ενάγοντες πριν την αγορά του ομολόγου. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το ομόλογο είχε καθοδική πορεία και υπήρξε υποβάθμιση του από ΒΒ κατά την έκδοση του, σε Β, την 3.11.2008, σε CCC+ την 29.7.2009, σε CCC την 3.11.2009 και σε C την 22.12.2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Επίσης, σύμφωνα με το Ενημερωτικό Δελτίο 2006 της ASPIS BANK, εγγυήτριας του ομολόγου, η τράπεζα, το Δεκέμβριο του έτους 2005, είχε λάβει από το διεθνή οίκο αξιολόγησης FITCH τις εξής διαβαθμίσεις: Μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -ΒΒ+, Βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση -Β, χρηματοοικονομική θέση -C/D. Σύμφωνα με τους ορισμούς του ίδιου οίκου, με ημερομηνία δημοσίευσης ορισμών τον 12/2014, η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της ASPIS BANK, ως ΒΒ, υποδεικνύει ότι υπήρχε αυξημένος κίνδυνος να διακόψει πληρωμές, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα δυσμενών οικονομικών αλλαγών ή μεταβολών της αγοράς. Η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση, ως Β, υποδεικνύει κερδοσκοπικού χαρακτήρα πιστοληπτική ικανότητα και μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και αυξημένη ευπάθεια σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Τέλος, η αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης της τράπεζας, ως C/D, υπεδείκνυε ότι επρόκειτο για μια τράπεζα με μία ή και περισσότερες προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης. Η αξιολόγηση αυτή υπεδείκνυε, επιπλέον, ανησυχίες σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση και το περιβάλλον λειτουργίας της ή τις προοπτικές της. Εξάλλου, στην αρχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος για την έκδοση του εν λόγω ομολογιακού δανείου, αναφέρεται ότι η έκδοση είναι με την «αμετάκλητη εγγύηση» της ASPIS BANK και διευκρινίζεται ότι η εγγύηση αναφέρεται στην μειωμένης διασφάλισης εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK, δηλαδή μετά τους πιστωτές της εγγυήτριας με διασφάλιση και μετά τους λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες ομολογίες. Σε περίπτωση δηλ. πτώχευσης, εκκαθάρισης κλπ. η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της ASPIS FINANCE. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα από την αγορά του ομολόγου, οι ενάγοντες αυτοί εισέπρατταν τους τόκους αυτού και ενημερώνονταν τακτικά για την πορεία της επένδυσης τους, που ουδέποτε αμφισβήτησαν ότι έγινε κατόπιν εντολής τους. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη με την υπ’ αριθ. ./28.12.2011 επιστολή της ενημέρωσε τον πρώτο ενάγοντα ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 25/1/17.12.2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ» (πρώην ASPIS BANK), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων του από το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρείας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι και την 10.2.2012. Την ίδια ενημέρωση παρείχε και στους πέμπτο, έκτη, έβδομο και όγδοο ενάγοντες με την υπ’ αριθ. ./12.1.2012 επιστολή της προς αυτούς. Επίσης, με βάση την υπ’ αριθ. 26/17.12.2011 (ΦΕΚ Β 2856/17.12.2011) απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα με την από 11.10.2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως, σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα, δια των εκκαθαριστών της, δηλώνει ότι λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής, όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Ενόψει του γεγονότος ότι, βάσει της υπ’ αριθ. 26/1/17.12.2011 απόφασης, άρθρο 2, στοιχ. Β’, στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ASPIS BANK από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της ASPIS FINANCE, για κεφάλαιο ύψους 50 εκατ. ευρώ, αλλά και του ότι από την από 11.10.2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρείας, προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, πλήρως καταδεικνύεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρείας, δεν υφίσταται διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί εκ μέρους των ανωτέρω εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του ομολόγου, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό που διέθεσαν για την αγορά τους. Η ζημία τους αυτή έχει συντελεστεί και άρα είναι παρούσα. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν ενδιαφέρονταν για μία υψηλού ρίσκου και απόδοσης επένδυση, ενώ δεν διέθεταν ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου τους, και βρίσκονταν εκτός του κύκλου των προσώπων που θα μπορούσαν να κατανοήσουν και κατά μείζονα λόγο να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο ειδικών πληροφοριών που αφορούν στη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους κινδύνους των διαφόρων προτεινόμενων επενδυτικών επιλογών. Με τα δεδομένα αυτά, που προσδιορίζουν τη θέση κάθε μέρους στην υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων συναλλακτική σχέση, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής προκύπτει ότι η τελευταία δεν είχε τη μορφή της εκτέλεσης εκ μέρους των προστηθέντων των εναγομένων όσων επενδυτικών επιλογών απέδιδαν αντίστοιχες αποφάσεις των εναγόντων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού προηγουμένως είχαν ενημερωθεί σχετικώς από τις αντισυμβαλλόμενες τους. Αντιθέτως, οι εναγόμενες δια των εξειδικευμένων υπαλλήλων τους ήταν σε θέση να διαμορφώσουν οι ίδιες το περιεχόμενο όσων επιλογών εμφανίζονταν να επιχειρούνται από τους ως άνω ενάγοντες, χωρίς να παρέχουν στους τελευταίους κατά τρόπο κατανοητό για τους ίδιους όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν συνειδητά με πλήρη γνώση του περιεχομένου της επίδικης συναλλαγής, ενόψει και της πολυπλοκότητας της, εάν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη σε αυτούς επένδυση του κεφαλαίου τους. Επιπλέον οι προστηθέντες των εναγόμενων εταιρειών διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις σχετικές συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές των τελευταίων να είναι άκρως απαραίτητες για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των εναγόντων, οι οποίοι με τη σειρά τους βασίστηκαν στην υπεύθυνη πληροφόρηση εκ μέρους των εναγομένων. Εάν οι εναγόμενες, δια των ττροστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στους ενάγοντες το ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει προφορικώς να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για τον μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης, που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, είναι βέβαιο ότι αυτοί θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, προεχόντως, διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, ώστε να ελέγξουν, την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα λόγο, οι ενάγοντες θα είχαν απορρίψει την επένδυση αυτή, σε περίπτωση που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν λόγου ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και ότι η εναγομένη δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι τους σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στην συγκεκριμένη συμβατική σχέση η αντισυμβαλλόμενη – εκδότρια ήταν μία εταιρεία εδρεύουσα στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι εναγόμενες παρέλειψαν, όπως είχαν υποχρέωση, να τους ενημερώσουν σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξαν να επιχειρήσουν, με συνέπεια να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδέονταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους τους. Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι των ανωτέρω εναγόντων, συνισταμένη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων – αντισυμβαλλομένων τους, σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996, φέρνει τις εναγόμενες σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών τους, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους από τις συναφθείσες συμβάσεις, κατά τα εκτιθέμενα και στην νομική σκέψη της παρούσας. Επιπροσθέτως, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά συνιστά, ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος ΚΔΕΠΕΥ ΥΑ 12263/1997, δυνάμει των διατάξεων του οποίου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μίας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επίλογων του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει, με απολύτως σαφή τρόπο, τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων, όπως αναλύονται εκτενώς στα διαλαμβανόμενα της παραπάνω νομικής σκέψης. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται κι από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Κεφ. Β’ αριθ. 4 περ. γ’ της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας αρ. 2501/200 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α* 277) «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (π.χ συμφωνίες πώλησης με επαναγορά) και λοιπών αξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από καταθέσεις είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», ενώ σύμφωνα με το Κεφ. Γ της ίδιας Πράξης αρ. 1 στοιχ. γ και δ, «Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσομένους πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά την σύναψη της. Χορηγούν στους πελάτες τους παραστατικά συναλλαγών, καθώς και ανάλυση των καταβολών που πραγματοποιούν οι συναλλασσόμενοι σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από τόκους, προμήθειες, εφάπαξ έξοδα και φόρους – τέλη. Η ανάλυση αυτή παρέχεται το αργότερο με την επόμενη της συναλλαγής περιοδική ενημέρωση». Η κρίση του Δικαστηρίου για την πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων ενισχύεται κι από το γεγονός ότι, καίτοι οι εναγόμενες όφειλαν, συμμορφούμενες προς τις αναληφθείσες συμβατικές τους υποχρεώσεις, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, να προσκομίσουν στους αντισυμβαλλομένους τους το προμνησθέν ενημερωτικό σημείωμα εκδότη, προκειμένου να ενημερωθούν πλήρως κι εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο απαραιτήτως από τους έχοντες εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και σχετική εμπειρία υπαλλήλους αυτών, όχι μόνο παρέλειψαν να το κάνουν, αλλά το πρώτον ενημέρωσαν τους ενάγοντες για την εκδότρια και την εγγυήτρια του ένδικου ομολόγου, με τις προαναφερόμενες επιστολές της πρώτης εναγομένης, με τις οποίες τους ενημέρωνε για την ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας του ομολόγου. Τότε πλέον πληροφορήθηκαν οι ενάγοντες ότι η εκδότρια του ομολόγου εταιρία είχε έδρα το Λονδίνο, ήταν θυγατρική σε ποσοστό 100% εταιρία της ASPIS BANK και είχε συσταθεί την 16.11.2004 στην Αγγλία και την Ουαλία, ως δημόσια εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Public Limited Company), διεπόμενη από το Αγγλικό Δίκαιο, ήτοι τον Companies Act 1985. Σημειωτέον ότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε μετάφραση από 8.2.2005 ενημερωτικό δελτίο, οι τίτλοι της ως άνω εταιρείας ήταν μειωμένης εξασφάλισης, κυμαινόμενου επιτοκίου με λήξη το έτους 2015 και, πλέον των όσων έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά παραπάνω, στο ως άνω έγγραφο αναφέρεται ότι «Η επένδυση στα ομόλογα ενέχει κίνδυνο». Το ενημερωτικό αυτό δελτίο ήταν γνωστό στους προστηθέντες των εναγομένων, που ασχολούνται με τις τραπεζικές υπηρεσίες σε αντίθεση με τους ως άνω ενάγοντες, που δεν γνώριζαν, ούτε όφειλαν να γνωρίζουν αυτό, αφού θα έπρεπε να τους παρασχεθούν από τις εναγόμενες οι στοιχειώδεις πληροφορίες, σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. ʼλλωστε, οι ενάγοντες εμπιστεύθηκαν τις εναγόμενες, επειδή ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμεναν ότι θα τους ενημέρωναν και θα τους προστάτευαν από τυχόν ατόπημα ή λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσαν να έχουν οι ενάγοντες, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους. Στους όρους, δε, αναδοχής του ομολόγου, που αφορούσαν και την πρώτη εναγομένη, ως κύρια ανάδοχο, για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε, ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα, με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα, χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνο με όλες τις διατάξεις του νόμου 876/1979 και με το π.δ. 52/1992, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεση τους στην Ελλάδα (βλ και ΑΠ 1228/2019, ΕφΑΘ 4610/2019). Οι εναγόμενες, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 του π.δ. 52/1992, υποχρεούνταν στην έκδοση ενημερωτικού δελτίου για το εν λόγω ομόλογο και στην υποβολή προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενόψει του ότι ικανός αριθμός επενδυτών επένδυσαν στα ως άνω ομόλογα στη δευτερογενή αγορά. Από όλα, λοιπόν, τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφαλίσεως, υψηλού κινδύνου, που είχε εκδοθεί από μία θυγατρική της εγγυήτριας εταιρείας, χωρίς οικονομική δραστηριότητα, που συστήθηκε, με μοναδικό σκοπό την έκδοση ομολόγων. Τα επίμαχα ομόλογα αγοράστηκαν στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να παρασχεθούν στους ως άνω ενάγοντες στοιχειώδεις πληροφορίες, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτών, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης. Επομένως, οποιαδήποτε επένδυση στο ως άνω ομόλογο ενείχε σοβαρούς κινδύνους αφού ούτε οι αποδόσεις του ήταν εγγυημένες και πολύ περισσότερο το κεφάλαιο του. Οι ανώνυμες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στις επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τους κινδύνους, τους οποίους ενέχει η επένδυση των καταθέσεων τους στα συγκεκριμένα ομόλογα, δεδομένου ότι οι ίδιες έχουν και την δυνατότητα και την ενημέρωση για την πραγματική λειτουργία αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, οι εναγόμενες παρότι είχαν ενημέρωση, σχετικά με το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και γνώριζαν την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, εντούτοις, δεν ενημέρωσαν τους ενάγοντες εγγράφως, σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία των συγκεκριμένων τίτλων, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσαν προϊόντα της δευτερογενούς αγοράς μειωμένης εξασφάλισης, εκδοθέντα από μία αμφιβόλου προελεύσεως αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, διαπραγματευόμενα σε χρηματιστηριακή αγορά της αλλοδαπής, όπου, μάλιστα, η τελευταία αγοραπωλησία επί των εν λόγω ομολόγων, πραγματοποιήθηκε την 8.2.2007, ενώ την 15.2.2012 ανεστάλη οριστικά η διαπραγμάτευση αυτού και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δεν υπήρξε ενδιαφέρον για τη διαπραγμάτευση αυτού στην εν λόγω οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά. Όπως προκύπτει, εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, οι προστηθέντες των εναγομένων υπάλληλοι ενημέρωναν τους ενάγοντες αορίστως και ασαφώς για τα συγκεκριμένα ομόλογα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ομόλογα της τραπεζικής εταιρείας ASPIS BANK και όχι της ως άνω θυγατρικής εταιρείας. Επίσης, δεν μερίμνησαν, πριν από την αγορά του ομολόγου, να λάβουν με τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ή με άλλο έγγραφο μέσο, πριν προβούν στην παροχή οποιοσδήποτε συμβουλής, τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίηση των εναγόντων και τη διαμόρφωση των παρεχομένων προς αυτούς πληροφοριών και συμβουλών, ούτως ώστε να είναι πλήρως ενημερωμένοι για τους επενδυτικούς τους στόχους (αρθ. 6. 2 βκ και γ ΚΔΕΠΕΥ). Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγομένων, οι ως άνω ενάγοντες (πρώτος, πέμπτος, έκτη, έβδομος και όγδοος) πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυση τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβαναν ήταν, μόνον, ως προς την απόδοση. ʼλλωστε, οι ενάγοντες υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ασχολούνταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας ούτε είχαν ιδιαίτερες γνώσεις από τέτοιου είδους συναλλαγές. Το γεγονός, δε, ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν όρο με τον οποίο «Ρητά συμφωνείται, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρείες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής επιλογής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή» και «Οι Εταιρείες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή που καταρτίσθηκε, ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή, που δίνεται προς τις Εταιρείες, είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των εταιρειών» (όροι 8.1, 8.2), δεικνύει ακριβώς τη μη «επαγγελματική» ενασχόληση τους με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και την εμπιστοσύνη, που είχαν στους προστηθέντες των εναγομένων αφού πίστευαν πεπλανημένα ότι τους προστάτευαν. Επομένως, όλα τα περί εμπειρίας και γνώσης αυτών, ως επενδυτών, που αναφέρουν οι εναγόμενες κρίνονται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Η αναλυτικά περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της αντισυμβαλλόμενης τραπεζικής εταιρίας, αποτελεί, συγχρόνως και αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του Ν. 2251/1994 αλλά και του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), σύμφωνα με όσα σχετικώς αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη. Επιπλέον, η συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία στην περιουσία των εν λόγω εναγόντων, δεδομένου ότι αυτή προκλήθηκε επειδή η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς αυτούς της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην πρόκληση της ζημίας τους, καθώς η επιλογή του ομολόγου από τους τελευταίους, έγινε κατόπιν προτροπής και παντελούς έλλειψης ενημέρωσης για τα χαρακτηριστικά του και την επικινδυνότητα της επένδυσης από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων, οι οποίοι επιπλέον ήταν καθησυχαστικοί και αποτρεπτικοί της ρευστοποίησης αυτού. Επίσης, η απώλεια του κεφαλαίου των ως άνω εναγόντων, λόγω της μηδενικής αξίας του επίδικου ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν το κεφάλαιο τους αυτό, δεν είναι απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που έπληξε το τραπεζικό σύστημα, αλλά συνδέεται αιτιωδώς με την κακή πορεία της εγγυήτριας αυτού τραπεζικής εταιρείας, θυγατρική της οποίας ήταν η εκδότρια αυτού, ως φαίνεται από την προαναφερόμενη αξιολόγηση αυτής, η οποία ήταν γνωστή στις εναγόμενες, ως ασχολούμενες με τον τομέα των χρηματοοικονομικών, από το έτος 2005. Αντιθέτως και εξ αντιδιαστολής των παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν δια των προστηθέντων τους ότι εγγυήτρια του ομολόγου είναι η «ASPIS BANK Α.Ε.» (μετέπειτα Τ-ΒΑΝΚ ΑΕ), εκδότρια αυτού η «ASPIS FINANCE PLC», ότι η δεύτερη είχε συσταθεί, μόνον, για την έκδοση του συγκεκριμένου ομολόγου, προς το σκοπό συγκέντρωσης κεφαλαίου για την πρώτη, καθώς και για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ομολόγου, δηλαδή ότι τούτο προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, κατά μείζονα, δε, λόγο δεν τους ενημέρωσαν ότι η ανωτέρω διαβάθμιση καταδείκνυε μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγοντες επέλεξαν μόνοι τους, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογο, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση των προστηθέντων τους, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι τελευταίοι, όχι, μόνον, παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ενημέρωση των εναγόντων για την επισφάλεια της συγκεκριμένης επένδυσης, αλλά αντιθέτως, τους διαβεβαίωσαν ανακριβώς ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται για τον πρώτο αυτών στο ποσό των 120.600 ευρώ και για τους πέμπτο, έκτη, έβδομο και όγδοο αυτών στο ποσό των 70.385 ευρώ. Δεδομένου ότι οι πέμπτος, έκτη, έβδομος και όγδοος ενάγοντες ήταν συνδικαιούχοι του λογαριασμού στον οποίο ήταν κατατεθειμένο το κεφάλαιο με το οποίο ο πρώτος αυτών (δηλαδή ο πέμπτος ενάγων) έδωσε εντολή αγοράς του επίδικο ομολόγου, είναι, εκ του νόμου, κατ’ ίσα μέρη δικαιούχοι του αντίστοιχου ποσού, ήτοι κατά ποσοστό 1/4. Επομένως, βάσει των προεκτεθέντων, οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό κατά ποσοστό 1/4 σε καθένα των εναγόντων αυτών, ήτοι ποσό 17.596,25 (=70.385: 4) ευρώ. Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι ζημιωθέντες ενάγοντες υπέστησαν ψυχική ταλαιπωρία από την απώλεια των αποταμιεύσεων τους εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων των εναγομένων και συνεπώς υπέστησαν ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Λαμβανομένων, δε, υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, του βαθμού πταίσματος των προστηθέντων των εναγομένων, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των τελευταίων στην πρόκληση της ζημίας, σε συνδυασμό με την κοινωνική κατάσταση των εναγόντων και την οικονομική κατάσταση των διάδικων μερών, πρέπει να επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ και σε καθένα των λοιπών εναγόντων (πέμπτου, έκτης, εβδόμου και ογδόου) το ποσό των 1.000 ευρώ, ποσά που κρίνονται εύλογα.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, πρέπει α) ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, η αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθούν οι ενάγοντες αυτοί, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό και β) ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο ενάγοντα ο συνολικό ποσό των 122.600 (=120.600 +2.000) ευρώ και σε καθένα των πέμπτου, έκτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων το συνολικό ποσό των 18.596,25 (=17.596,25 + 1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 5.12.2012, οπότε επιδόθηκε στις εναγόμενες η προγενέστερη, από 26.11.2012 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 191980/2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 16442/2012) αγωγή των εναγόντων, από το δικόγραφο της οποίας δήλωσαν παραίτηση με την κρινόμενη αγωγή. Το αίτημα να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή πρέπει να γίνει δεκτό για μέρος του επιδικαζόμενου ποσού, όπως αυτό ορίζεται κατωτέρω στο διατακτικό, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες που νίκησαν (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ως άνω εναγόντων (πέμπτου, έκτης, εβδόμου και ογδόου), βαρύνουν τις εναγόμενες, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ως άνω ενάγοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους πέμπτο, έκτη, έβδομο και όγδοο των εναγόντων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι δύο χιλιάδων εξακοσίων (122.600) ευρώ και σε καθένα των πέμπτου, έκτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (18.596,25 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 26.11.2012 (με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2012) αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για καθένα των πέμπτου, έκτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων που εν μέρει νίκησαν, το οποίο ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων (5.300) ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ για καθένα των πέμπτου, έκτης, έβδομου και όγδοου των εναγόντων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 14-12-2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ