ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κτηματολόγιο – Ακίνητο “αγνώστου ιδιοκτήτη” – Αγωγή διόρθωσης πρώτης εγγραφής – Κληρονομική διαδοχή ανακριβώς καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος – Εκουσία δικαιοδοσία – Μεταβολή αιτήματος αγωγής -.
Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος απεβίωσε μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, άρα κατά το χρονικό εκείνο σημείο ήταν δικαιούχος κυριότητας επί του ακινήτου – που συνήθως φέρεται ως «αγνώστου» λόγω μη υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση -, η διόρθωση της πρώτης εγγραφής θα γίνει στο όνομα του κληρονομούμενου και όχι των κληρονόμων, ανεξαρτήτως εάν οι τελευταίοι προέβησαν στην καταχώριση της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, και τούτο διότι παρά την αναδρομική ενέργεια της μεταγραφής της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, αυτή ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και όχι στο προγενέστερο αυτού κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης του κτηματολογίου σε μία περιοχή, στο οποίο αναφέρονται οι πρώτες εγγραφές. Επιτρέπεται – μόνον στον πρώτο βαθμό – η μεταβολή του αιτήματος, εφόσον κατά την κρίση του δικαστή δεν βλάπτονται τα συμφέροντα άλλων προσώπων και εφόσον δοθεί προς τούτο άδεια του δικαστή. Η αίτηση για τη μεταβολή του αιτήματος δεν υποβάλλεται σε ορισμένο τύπο, για αυτό μπορεί κατά τη συζήτηση να υποβληθεί είτε με το ίδιο δικόγραφο, είτε με τις προτάσεις που είναι υποχρεωτικές, είτε προφορικά και να καταχωρηθεί στα πρακτικά. Οσον αφορά το αρχικό αίτημα, μετά την υποβολή του νέου, θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί (χώρησε παραίτηση) και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δίκης. Τέλος, η άδεια του δικαστή, η οποία συνιστά μορφή μη οριστικής απόφασης, δημοσιεύεται προφορικά στο ακροατήριο με καταχώρησή της στα πρακτικά. Ακίνητο από αποδοχή κληρονομίας, για το οποίο οι αιτούντες καθυστέρησαν να προβούν στη σύνταξη δήλωσης αποδοχής, έπραξαν δε τούτο μετά την έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή και μάλιστα δεν καταχώρησαν ταύτη στα κτηματολογικά βιβλία και επιπλέον δεν υπέβαλαν σχετική δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο και στις πρώτες εγγραφές ένα ποσοστό αναγράφηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καταχωρήθηκε στο όνομα τρίτων προσώπων πλην των αιτούντων. Δεκτή η αίτηση διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΠΟΦΑΣΗ 29835/2007
Αριθμός καταθέσεως αίτησης 53469/2006
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Κτηματολογική Δικαστή, Κωνστάντια Εμμανουηλίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε με την 110/2006 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και από τη Γραμματέα Ευανθία Ρόμπολου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του την 3η Μαίου 2007 για να δικάσει την αίτηση με αριθμό καταθέσεως 53469/2006 και με αντικείμενο, κτηματολόγιο.
ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ : 1) …… , 2) …. , 3) … , κάτοικοι Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, Κωνσταντίνου Καραγιάννη (AM 1293)ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από κληρονομική διαδοχή απαιτείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο και η μεταγραφή αυτού, μόλις δε γίνει η μεταγραφή θεωρείται ότι περιήλθε η κυριότητα στον κληρονόμο από το θάνατο του κληρονομουμένου, ενόψει ότι ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή. Ειδικότερα, η μεταγραφή αξιώνεται για λόγους δημοσιότητας και εξασφάλισης της συνέχειας των μεταβιβάσεων στα βιβλία μεταγραφών και δεν έχει την έννοια ότι πριν από τη μεταγραφή η κυριότητα επί του κληρονομιαίου ακινήτου δεν έχει αποκτηθεί από τον κληρονόμο από την επαγωγή. Αντίθετα, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ο κληρονόμος από την επαγωγή και δια της επαγωγής αποκτά την κυριότητα (ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα) επί του κληρονομιαίου ακινήτου, αλλά η κτήση αυτή τελεί υπό τη νομική αίρεση της μεταγραφής, μέχρις ότου δε αυτή (μεταγραφή) συντελεστεί, η κυριότητα του ακινήτου είναι μετέωρη (βλ. Αστ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρ. 1846, αρ. 15 17 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).
Για την παύση της ως άνω μετέωρης κατάστασης απαιτείται η μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, η οποία (αποδοχή) πρέπει να προκύπτει από δημόσιο έγγραφο (ΑΚ 1195 εδ. α`).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. α και 3, 6 παρ. 1, 2 και 3, 7 παρ. 3 και 7α παρ.1 περ.α εδ.α και β του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει προκύπτει ότι α) Στο Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές, β) Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά το ν. 2308/1995 κτηματογραφηθείσες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφηθείσες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ), αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων, γ) Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. δ) Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. ε) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής και δη όταν πρόκειται για ακίνητο, το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998 , όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006, προκύπτει ότι ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού καθώς και ο δικαιούχος οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος επ` αυτού, αλλά και κατ` αναλογική εφαρμογή της παρ.2 του ιδίου άρθρου (6 του Ν. 2664/1998) και όποιος έχει έννομο συμφέρον (πχ δανειστής του πραγματικού κυρίου, ή ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του πραγματικού κυρίου) μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά την εκουσία δικαιοδοσία, με την οποία θα αιτείται τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί για « άγνωστος» να αναγραφεί ο πραγματικός κύριος καθώς και ο τυχόν δικαιούχος άλλου εμπράγματος δικαιώματος. Η εν λόγω αίτηση δεν στρέφεται κατ` ουδενός, το δε Ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΟΚΧΕ και οι Προιστάμενοι των Κτηματολογικών Γραφείων στα πλαίσια των δικών της εκουσίας δικαιοδοσίας, δεν καθίστανται διάδικοι (ΜονΠρΘεσ 43451/2006 ΝΟΜΟΣ). Ζήτημα γεννάται αν με την εν λόγω αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 μπορεί να περιληφθεί και αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας, πέραν της διορθώσεως της ανακριβούς εγγραφής.
Με δεδομένο ότι η εκδιδόμενη επί της αιτήσεως του άρθρου 6 παρ. 3 απόφαση είναι αναγκαίο να κρίνει επί της κυριότητας του ακινήτου, ώστε ακολούθως να διατάξει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, αν και δεν ορίζεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3, αλλά κατ` ανάλογη εφαρμογή της παρ.2 του ίδιου άρθρου, πρέπει στην αίτηση να περιλαμβάνεται και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας και κατ` επέκταση σχετική διάταξη στην εκδιδόμενη απόφαση. Η επιλογή από το νομοθέτη της εκουσίας δικαιοδοσίας για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς, η οποία επιβλήθηκε από λόγους οικονομίας και επιτάχυνσης της δίκης, δεν εμποδίζει την κρίση του Δικαστηρίου επί της κυριότητας με σχετική διάταξη (βλ. σχετικά Μον ΠρΘεσ 43451/2006 ΝΟΜΟΣ αντιθ. Μον Πρ Αθ 2009/2007 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3, για το παραδεκτό της εν λόγω αίτησης θα πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις 1) να ασκηθεί αυτή εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των πέντε ετών, αρχομένης από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, 2) να καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ’ ανώτατο όριο, είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της, 3)να κοινοποιηθεί, ήτοι με επίδοση αντιγράφου της αίτησης, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση και 4)σε περίπτωση που στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να κοινοποιείται από τον αιτούντα εντός 20 ημερών από την κατάθεσή της στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Εξάλλου η καινοτομία που εισήγαγε ο Ν.3481/2006 είναι ότι με την αίτηση του άρθρου 6 παρ.3 μπορεί να ζητηθεί διόρθωση της πρώτης εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγγραπτέα, χωρίς να έχει μεταγραφεί για οποιοδήποτε λόγο στο υποθηκοφυλάκειο` εννοείται ότι ο τίτλος κτήσης πρέπει να φέρει ημερομηνία σύνταξης πριν την ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, όσο δηλαδή λειτουργούσε σε αυτή το Υποθηκοφυλάκειο. Τέλος, επειδή κατά το άρθρο 6 παρ.3 εδ. γ και δ του Ν.2664/1998, όπως ισχύει σήμερα, για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση, πρακτικό ζήτημα γεννάται πως η εν λόγω απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή θα καταστεί τελεσίδικη. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ορθότερη είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση άπρακτης της προς άσκηση εφέσεως προθεσμίας από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών- στον οποίο θα πρέπει να επιδοθεί η εν λόγω απόφαση- επειδή έφεση κατ` αποφάσεως που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας δικαιούται να ασκήσει, πέραν του αιτούντος και ο εισαγγελέας πρωτοδικών δυνάμει του άρθρου 761 ΚΠολΔ ως εκπρόσωπος της πολιτείας, ανεξάρτητα από το αν υπήρξε ή όχι πρωτοδίκως διάδικος και τούτο λόγω της φύσης των υπαγομένων στη διαδικασία αυτή υποθέσεων, οι οποίες ενδιαφέρουν κατά κανόνα τη δημόσια τάξη, η περιφρούρηση της οποίας συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντα της εισαγγελικής αρχής (βλ. Σ. Σταυρακοπούλου, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας υπό το άρθρο 807 αρ. 2 ζ`, βλ. Σινανιώτου, Ειδικαί διαδικασίαι σελ. 26., Κ. Μπέη, ΠολΔ τεύχ. 12 σελ. 98., Σ. Πατεράκη, Διαδικαστικά προβλήματα ειδικών διαδικασιών της πρωτοβάθμιας δίκης, Δ 22 σελ. 25 επ. (30). , ΣτΕ 508/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1520/1999 ΕλλΔνη 2003 σελ. 1357 , ΕφΑθ 341/1991 Δίκη 1991 σελ. 747) ζ) Επιπλέον κατ` άρθρο 7α παρ.1 περ.α του Ν.2664/1998, που προστέθηκε με το Ν.3127/2003- η εφαρμογή του οποίου επεκτείνεται και στα ακίνητα τα οποία στις πρώτες εγγραφές φέρονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη»(βλ. άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ του Ν.2864/1998, όπως προστέθηκε με το Ν.3481/2006) -, μέχρι την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών δεν εμποδίζεται η μεταβίβαση των μη καταχωρηθέντων σε αυτές (πρώτες εγγραφές) δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο δικαιούχος μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος κυριότητας μπορεί να μεταβιβάσει τούτο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ΑΚ, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπομένης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο` εφόσον δε ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο την προρρηθείσα αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 περί διορθώσεως της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, την ως άνω υποχρέωση εγγραφής της μεταβιβαστικής πράξης αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλειά του καταχώριση της σχετικής αίτησης στο οικείο κτηματολογικό φύλλο` εωσότου καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση επί της ανωτέρω αίτησης (βλ. άρθρο 7 του Ν. 2664/1998), τυχόν μεταβίβαση του ανακριβώς καταχωρηθέντος δικαιώματος τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ταύτης, ήτοι αμετάκλητης απόφασης που δέχεται την αίτηση. Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής μη καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος, λεκτέα τα ακόλουθα Αν στις πρώτες εγγραφές δεν έχει καταχωρηθεί εμπράγματο δικαίωμα και δη της κυριότητας επί ακινήτου, ο δε πραγματικός δικαιούχος αυτού έχει αποβιώσει πριν την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού, εφόσον δεν αποποιήθηκαν την κληρονομία κατ` άρθρο 1847 του ΑΚ, μπορούν, και ενώ ακόμη δεν έχει διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, να συντάξουν το σχετικό δημόσιο έγγραφο περί αποδοχής της κληρονομίας και να καταχωρήσουν τούτο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, υπό την προρρηθείσα ανωτέρω αναβλητική αίρεση, ενώ παράλληλα θα ασκήσουν την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν.2664/1998 όπως ισχύει, ζητώντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε αντί του αναγραφομένου στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχου κυριότητας «άγνωστος», να αναγραφούν οι ίδιοι (κληρονόμοι). Υπάρχει και αντίθετη άποψη που υποστηρίζει ότι η διόρθωση κατά τον ανωτέρω τρόπο πρέπει να γίνει στο όνομα του κληρονομουμένου. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ορθότερη κρίνεται η πρώτη άποψη, καθότι αφενός κατά το χρονικό σημείο έναρξης του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή ο πραγματικός δικαιούχος-κληρονομούμενος έχει αποβιώσει και δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων (διαφορετική είναι η περίπτωση που με την ίδια αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 ζητείται από τον επικαλούμενο έννομο συμφέρον η αναγνώριση ότι στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονταν και το επίδικο – μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές – εμπράγματο δικαίωμα), αφετέρου διότι η αποδοχή κληρονομίας, ανεξαρτήτως του χρόνου σύνταξης του σχετικού δημοσίου εγγράφου και μεταγραφής του ή τώρα πλέον καταχώρισής του στο Κτηματολόγιο – σύμφωνα με τα προρρηθέντα στην πρώτη παράγραφο της παρούσης -, ενεργεί αναδρομικά κατά το χρόνο της επαγωγής (θανάτου), η δε άσκηση και καταχώριση της σχετικής αίτησης στο οικείο κτηματολογικό φύλλο εκ μέρους των κληρονόμων αναπληρώνει την έλλειψη εγγραφής της δηλώσεως περί αποδοχής κληρονομίας και την ανάγκη δημοσιότητας κατ` άρθρα 1193 και 1199 του ΑΚ και 12 παρ.1 εδ. ζ του Ν.2664/1998, επομένως κατά το χρονικό σημείο έναρξης του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, το μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές εμπράγματο δικαίωμα, έχει ήδη περιέλθει στους κληρονόμους. Σε περίπτωση, όμως, που ο κληρονομούμενος απεβίωσε μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, άρα κατά το χρονικό εκείνο σημείο ήταν δικαιούχος κυριότητας επί του ακινήτου – που συνήθως φέρεται ως «αγνώστου» λόγω μη υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση -, η διόρθωση της πρώτης εγγραφής κατ’ άρθρο 6 παρ.3 του Ν.2664/1998, όπως ισχύει, θα γίνει στο όνομα του κληρονομούμενου και όχι των κληρονόμων, ανεξαρτήτως εάν οι τελευταίοι προέβησαν στην καταχώριση της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ` άρθρο 7α παρ. 1 περ.α του ιδίου νόμου, και τούτο διότι παρά την αναδρομική ενέργεια της μεταγραφής της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, αυτή ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και όχι στο προγενέστερο αυτού κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης του κτηματολογίου σε μία περιοχή, στο οποίο αναφέρονται οι πρώτες εγγραφές.
Με το άρθρο 751 του ΚΠολΔ, το οποίο εισάγει απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 223 του ΚΠολΔ και αποτελεί ειδική εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής της ελαστικότητας από την οποία κυριαρχείται η εκουσία δικαιοδοσία, επιτρέπεται- μόνον στον πρώτο βαθμό – η μεταβολή του αιτήματος, εφόσον κατά την κρίση του δικαστή δεν βλάπτονται τα συμφέροντα άλλων προσώπων και εφόσον δοθεί προς τούτο άδεια του δικαστή. Η αίτηση για τη μεταβολή του αιτήματος δεν υποβάλλεται σε ορισμένο τύπο, για αυτό μπορεί κατά τη συζήτηση να υποβληθεί είτε με το ίδιο δικόγραφο, είτε με τις προτάσεις που είναι υποχρεωτικές, είτε προφορικά και να καταχωρηθεί στα πρακτικά. Οσον αφορά το αρχικό αίτημα, μετά την υποβολή του νέου, θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί (χώρησε παραίτηση) και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δίκης. Τέλος, η άδεια του δικαστή, η οποία συνιστά μορφή μη οριστικής απόφασης, δημοσιεύεται προφορικά στο ακροατήριο με καταχώρησή της στα πρακτικά.(ΑΠ 402/1995 ΕΕΝ 1996 σελ. 334, Β. Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ τόμος Δ στο άρθρο 751 σελ. 430-431).
Με την υπό κρίση με αριθμό καταθέσεως 53469/25-11-2006 αίτηση, οι αιτούντες κατ` εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίζονται ότι ο αποβιώσας την 12-8-1984 …, όσο ζούσε, ήταν κύριος, δυνάμει του αναφερομένου στην αίτηση τίτλου κτήσης νομίμως μεταγραφέντος, του λεπτομερώς περιγραφομένου στην αίτηση ακινήτου, ήτοι του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0 στο Δημοτικό Διαμέρισμα Ν. Ραιδεστού του Δήμου Θέρμης ν. Θεσσαλονίκης, ότι με την υπ` αριθμόν 9658/1978 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του τ. συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α.Κ. κατέλειπε ποσοστό 7/12 (=58,33%) του ανωτέρω ακινήτου στην θυγατέρα του …………, ότι η τελευταία αποδέχθηκε σιωπηρά την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία και ότι απεβίωσε την 28-6-1997, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήτοι τους αιτούντες, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομία «στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και το ποσοστό εκ 58,33% επί του ανωτέρω ακινήτου -με την υπ` αριθμόν 12465/28-3-2006 δήλωσή τους ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αικατερίνης Μ.-Ι.- την οποία δεν καταχώρησαν στα κτηματολογικά βιβλία, ότι το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας εκ 58,33%, καταχωρήθηκε στις πρώτες εγγραφές ότι είναι «αγνώστου ιδιοκτήτη», ότι η εν λόγω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής. Με βάση αυτό το ιστορικό και όπως παραδεκτά μετέβαλαν με τις προτάσεις τους το αίτημα οι αιτούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον ως καθολικοί διάδοχοι του …., ζητούν να αναγνωρισθεί ότι το ποσοστό εκ 58,33% επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0 ανήκε σε αυτόν όσο ζούσε και να διορθωθούν σχετικά οι αρχικές εγγραφές στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 6 παρ. 3 του Ν.2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3481/2006 και 29 του ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192, 1710, 1711, 1712, 1813, 1820, 1846 του ΑΚ, 70, 751 του ΚΠολΔ και 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 3481/2006. Κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως 1) ασκήθηκε αυτή εμπρόθεσμα (εντός της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998) καθότι κατά το άρθρο 2 της υπ` αριθμόν 230/2004 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΚΧΕ ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή Νέας Ραιδεστού η 30-4-2004, 2) κοινοποιήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο εντός εικοσαημέρου από την κατάθεσή της (βλ. υπ’ αριθμόν 9541/6-12-2006 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ….) και 3) καταχωρήθηκε αυτή την 15-12-2006 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αρ. κατ. 17208 (βλ. υπ` αριθμόν 53/11/17208/15-12- 2006 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς), πρέπει να εξετασθεί αυτή(αίτηση) περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι αιτούντες επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Δυνάμει του υπ` αριθμόν 8524/8-9-1949 τίτλου κυριότητας του Διοικητή της …….. Τραπέζης Ελλάδος, νομίμως μεταγραφέντος στα Βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εις τόμο 144 και αριθμό 157, ο ………… απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, μεταξύ άλλων, το με αριθμό 1154 κληροτεμάχιο (αμπελότοπος), Δ` κατηγ, εμβαδού 11.488 τμ κείμενο στην επικοισθείσα περιοχή του αγροκτήματος «Μαντζάρηδες» και ήδη του Δημοτικού Διαμερίσματος Ν. Ραιδεστού του Δήμου Θέρμης ν. Θεσσαλονίκης. Ο ……….. απεβίωσε την 12-8-1984 και με την υπ` αριθμόν 9658/1978 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του τ. συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Κ., νομίμως δημοσιευθείσα με τα υπ` αριθμόν 1047/23- 11-1984 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατέλειπε ποσοστό 7/12 (=58,33%) του ανωτέρω ακινήτου στην θυγατέρα του …. , ποσοστό 2/12 στον υιό του ……. και ποσοστό 3/12 στον υιό του ……. Σε αντίθεση με τους λοιπούς συγκληρονόμους της, η … δεν προέβη στη σύνταξη και μεταγραφή δημοσίου εγγράφου σχετικά με την αποδοχή της επαχθείσας σε αυτήν κληρονομίας. Η … απεβίωσε την 28-6-1997, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήτοι τους αιτούντες(σύζυγος και δύο τέκνα), οι οποίοι και αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το προρρηθέν ποσοστό εκ 58,33% επί του ως άνω ακινήτου, με την υπ` αριθμόν 12465/28-3-2006 δήλωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ….. Το ανωτέρω ακίνητο καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0.
Επειδή οι αιτούντες καθυστέρησαν να προβούν στη σύνταξη της ως άνω δήλωσης αποδοχής, έπραξαν δε τούτο μετά την έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή Ν. Ραιδεστού και μάλιστα δεν καταχώρησαν ταύτη κατ’ άρθρο 7α παρ. 1 περ.α του Ν.2664/1998 στα κτηματολογικά βιβλία και επιπλέον δεν υπέβαλαν σχετική δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο και στις πρώτες εγγραφές το ως άνω ποσοστό εκ 58,33% αναγράφηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ενώ το υπόλοιπο ποσοστό εκ 41,67% καταχωρήθηκε στο όνομα τρίτων προσώπων πλην των αιτούντων. Η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και εμποδίζει την οριστική καταχώρηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων των αιτούντων.
Συνακόλουθα και σύμφωνα με όσα εκτέθεισαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή Ν. Ραιδεστού, ήτοι την 30-4-2004, το ποσοστό συγκυριότητας εκ 58,33% επί του επιδίκου ακινήτου ανήκε στην κληρονομιαία περιουσία του ……… και της …… και να διορθωθούν οι ανακριβείς πρώτες εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0, αντί του εσφαλμένου «άγνωστος», να αναγραφεί ως δικαιούχος κυριότητας κατά ποσοστό 58,33% ο Σ………. και της Α με τίτλο κτήσης τον υπ’ αριθμόν 8524/8-9-1949 τίτλο κυριότητας του Διοικητή της Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος, νομίμως μεταγραφέντα στα Βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εις τόμο 144 και αριθμό 157.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή Ν. Ραιδεστού, ήτοι την30-4-2004, το ποσοστό συγκυριότητας εκ 58,33% επί του με αριθμό 1154 κληροτεμαχίου (αμπελότοπου), Δ` κατηγ, εμβαδού 11.488 τμ κείμενου στην επικοισθείσα περιοχή του αγροκτήματος «Μαντζάρηδες» και ήδη του Δημοτικού Διαμερίσματος Ν.Ραιδεστού του Δήμου Θέρμης ν. Θεσσαλονίκης , που καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0 ανήκε στην κληρονομιαία περιουσία του ……………… .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ 19 079 10 01 010/0/0, αντί του εσφαλμένου «άγνωστος», να αναγραφεί ως δικαιούχος κυριότητας κατά ποσοστό 58,33% ο ………. και της …. με τίτλο κτήσης τον υπ` αριθμόν 8524/8-9-1949 τίτλο κυριότητας του Διοικητή της Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος, νομίμως μεταγραφέντα στα Βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εις τόμο 144 και αριθμό 157.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη στις 31 Ιουλίου 2007.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ