Στην έκθεσή του, με τίτλο: «Πληρώνοντας το τίμημα του πολέμου», ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι πολλές χώρες της Ευρωζώνης θα είναι σε ύφεση όλο το 2023, αν μειωθούν περαιτέρω οι προμήθειες ενέργειας από τη Ρωσία – Στο 4% βλέπει το επιτόκιο της ΕΚΤ
Προβλέψεις – σοκ για την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα την οικονομία της Ευρωζώνης κάνει ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) στην ενδιάμεση έκθεσή του για τις προοπτικές της , την οποία έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση, με τίτλο: «Πληρώνοντας το τίμημα του πολέμου», ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας ανακόπηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 και ότι το 2023 θα είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν πριν από ένα έτος.
Εκτιμά ότι τα πραγματικά εισοδήματα μπορεί να είναι χαμηλότερα κατά περίπου 2,8 τρισ. δολάρια σε σχέση με ότι εκτιμούσε ένα χρόνο πριν, ποσό που αντιστοιχεί στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.
Απότομη προσγείωση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη
Το τίμημα θα είναι μεγαλύτερο για την Ευρωζώνη, για την οποία προβλέπεται απότομη προσγείωση της ανάπτυξης σε μόλις 0,3% το 2023 και τον πληθωρισμό σε μέσα επίπεδα να διαμορφώνεται στο 6,2% από 8,1% που εκτιμάται για φέτος.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος ύφεσης σε αρκετές ευρωπαϊκές οικονομίες κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ μία μεγαλύτερη διαταραχή των προμηθειών ενέργειας από τη Ρωσία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια της ύφεσης σε σχέση με το βασικό σενάριο.
«Οι τιμές του φυσικού αερίου και του ρεύματος είναι ήδη πολύ υψηλές και θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω στην περίπτωση που υπάρξουν ελλείψεις στην Ευρώπη. Τέτοιες ελλείψεις θα μπορούσαν να προκύψουν αν δεν υλοποιηθούν στην αναμενόμενη έκταση οι προμήθειες ενέργειας εκτός της ΕΕ ή αν η ζήτηση του αερίου είναι εξαιρετικά μεγάλη λόγω ενός βαρύ χειμώνα», αναφέρει η έκθεση.
Σενάριο για αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου κατά 50%
Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι παγκόσμιες τιμές του φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 50% από το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν κατά 10% και των λιπασμάτων κατά 25%.
Το σοκ εκτιμάται ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος πριν εκτονωθεί και θα έχει ως αποτέλεσμα μία χαμηλότερη ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το βασικό σενάριο, δηλαδή πολλές χώρες της θα είναι σε ύφεση για όλο το 2023, ενώ η ανάπτυξη θα εξασθενίσει και το 2024.
«Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα πλήττονταν περαιτέρω, αντανακλώντας την πίεση από τις υψηλές τιμές και από τη μείωση των ωρών εργασίας, ενώ θα επηρεαζόταν ισχυρά και οι επιχειρηματικές επενδύσεις».
Χρειάζονται περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων
Ο ΟΟΣΑ βλέπει τη γενική τάση αύξησης των επιτοκίων στις μεγάλες οικονομίες ως έναν βασικό παράγοντας επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, ενώ ως άλλους παράγοντες αναφέρει τη διάβρωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, τη χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις υψηλές τιμές της ενέργειας και κυρίως του φυσικού αερίου.
Τονίζει, ωστόσο, ότι χρειάζονται περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων στις περισσότερες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες για να διασφαλισθεί ότι η μείωση των πληθωριστικών πιέσεων θα έχει διάρκεια. Για το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, το οποίο σήμερα ανέρχεται στο 1,25%, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι θα αυξηθεί στο 4% το 2023, ενώ εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει όλα τα περιθώρια ευελιξίας στην επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα που έχει στον ισολογισμό της και λήγουν, ώστε να περιορίσει τον χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό στην Ευρωζώνη.
Για την αμερικανική οικονομία, ο ΟΟΣΑ προβλέπει επίσης χαμηλή ανάπτυξη, μόλις 0,5%, το 2023, αλλά βλέπει μείωση του πληθωρισμού κάτω από το 4%. Η ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού σε σχέση με την Ευρωζώνη αποδίδεται στις πρόσφατες αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και στο γεγονός ότι η νομισματική σύσφιξη στις ΗΠΑ ξεκίνησε νωρίτερα.
Στις χώρες της G20, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί στο 6,5% το 2023 από 8,2% φέτος και στις αναπτυγμένες οικονομίες της G20 στο 4% από 6,2%, αντίστοιχα. «Η πιο σφιχτή νομισματική πολιτική και η μείωση της στενότητας στην προσφορά αναμένεται να μειώσουν τις πληθωριστικές πιέσεις το επόμενο έτος, αλλά οι υψηλές τιμές ενέργειας και το υψηλότερο κόστος εργασίας είναι πιθανό να επιβραδύνουν τον ρυθμό της μείωσης», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.