Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα – Αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής – Εξαίρεση – Αντιγραφή για ιδιωτική χρήση – Απαλλαγή ex ante – Ελεγκτικές εξουσίες της οντότητας αυτής
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 8-09-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται καταρχήν στην ανάθεση της διαχείρισης των απαλλαγών από την καταβολή και των επιστροφών της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή σε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει συσταθεί και ελέγχεται από τους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Εντούτοις, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι θα πρέπει ο εθνικός νομοθέτης να προβλέπει ότι τα πιστοποιητικά απαλλαγής και οι επιστροφές πρέπει να χορηγούνται εγκαίρως και κατ’ εφαρμογήν αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία να μην επιτρέπουν στο εν λόγω νομικό πρόσωπο να απορρίπτει αίτηση χορήγησης τέτοιου πιστοποιητικού ή αίτηση επιστροφής στηριζόμενο σε εκτιμήσεις κατά διακριτική ευχέρεια, και ότι θα πρέπει οι σχετικές απορριπτικές αποφάσεις του νομικού προσώπου να μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ενώπιον ανεξάρτητης αρχής.
Επιπλέον, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην εξουσιοδότηση ενός τέτοιου νομικού προσώπου να ζητεί πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που του έχουν ανατεθεί, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί, μεταξύ άλλων, το προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο απόρρητο των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων των επιχειρήσεων, το δε νομικό πρόσωπο υποχρεούται να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αποκτά.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Ametic (Asociación Multisectorial de Empresas de la Electrónica, las Tecnologías de la Información y la Comunicación, de las Telecomunicaciones y de los Contenidos Digitales) είναι ένωση κατασκευαστών, εμπόρων και διανομέων του κλάδου των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών, η δραστηριότητα της οποίας περιλαμβάνει το εμπόριο εξοπλισμού, συσκευών και υλικών φορέων αναπαραγωγής τα οποία υπόκεινται στην αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή. Με την αίτησή της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία), η Ametic ζήτησε, μεταξύ άλλων, την ακύρωση ορισμένων διατάξεων του βασιλικού διατάγματος 1398/2018, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα άρθρα 3 και 10. Το εν λόγω βασιλικό διάταγμα προβλέπει τους κανόνες εφαρμογής του άρθρου 25 του νόμου περί διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο θεσπίστηκε μετά την έκδοση της απόφασης της 9ης Ιουνίου 2016, EGEDA κ.λπ., C‑470/14, με την οποία κρίθηκε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ [οδηγίας για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας], ορθώς ερμηνευόμενο, αντετίθετο στο παλαιό σύστημα δίκαιης αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή, το οποίο χρηματοδοτούνταν από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό.
Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, με το εν λόγω άρθρο 25 ο Ισπανός νομοθέτης θέσπισε ένα σύστημα αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή υπέρ των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά την αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων, αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση, μέσω τεχνικών και μη τυπογραφικών συσκευών ή οργάνων.
Το αιτούν δικαστήριο εξήγησε κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 25, παράγραφος 3, του νόμου περί διανοητικής ιδιοκτησίας προβλέπει ότι τα πρόσωπα που κατασκευάζουν ή διανέμουν, εντός της ισπανικής επικράτειας, εξοπλισμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή προστατευόμενων έργων υποχρεούνται να καταβάλλουν αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή. Οι εν λόγω παραγωγοί και διανομείς μπορούν να μετακυλίουν το σχετικό ποσό στους πελάτες τους, χονδρεμπόρους ή εμπόρους λιανικής πώλησης, οι οποίοι μπορούν, αν χρειαστεί, να το μετακυλίσουν στους τελικούς καταναλωτές.
Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε ακόμη ότι, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 7, στοιχείο b, του νόμου αυτού, εξαιρούνται εκ προοιμίου από την καταβολή της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή οι αγορές εξοπλισμού, συσκευών και υποθεμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από νομικά ή φυσικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν ως τελικοί καταναλωτές και τα οποία αποδεικνύουν την αποκλειστικά επαγγελματική χρήση του εξοπλισμού, συσκευών ή υλικών φορέων που αγόρασαν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έχουν τεθεί, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, στη διάθεση ιδιωτών χρηστών και ότι προορίζονται προδήλως μόνο για χρήσεις διαφορετικές από την ιδιωτική αντιγραφή. Τούτο αποδεικνύεται μέσω πιστοποιητικού που εκδίδεται από νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 25, συστήνεται από τους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και διαχειρίζεται, ως εκπρόσωπός τους, τις απαλλαγές από την καταβολή και τις επιστροφές της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή.
Οι ενδιαφερόμενοι που δεν έχουν λάβει τέτοιο πιστοποιητικό υποχρεούνται να καταβάλουν την αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή κατά τον χρόνο της αγοράς. Εντούτοις, αν αποδείξουν την αποκλειστικά επαγγελματική χρήση του εξοπλισμού, των συσκευών ή των υποθεμάτων αναπαραγωγής που αγόρασαν, και εφόσον αυτά δεν έχουν τεθεί στη διάθεση ιδιωτών χρηστών και προορίζονται σαφώς μόνο για χρήσεις διαφορετικές από την ιδιωτική αντιγραφή, μπορούν να ζητήσουν από το ίδιο νομικό πρόσωπο την επιστροφή της αποζημίωσης που κατέβαλαν.
Το αιτούν δικαστήριο πρόσθεσε ότι οι διανομείς, οι χονδρέμποροι και οι έμποροι λιανικής πώλησης που αποκτούν διαδοχικώς τα επίμαχα αγαθά μπορούν να ζητήσουν από τους οργανισμούς διαχείρισης την επιστροφή της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή που κατέβαλαν προηγουμένως στο πλαίσιο των πωλήσεων που πραγματοποίησαν προς τους κατόχους πιστοποιητικού απαλλαγής.
Το άρθρο 3, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος 1398/2018 χαρακτηρίζει ως «πιστοποιητικό απαλλαγής» το πιστοποιητικό το οποίο μπορούν να λάβουν, μεταξύ άλλων, τα πρόσωπα του άρθρου 25, παράγραφος 7, στοιχείο b, του νόμου περί διανοητικής ιδιοκτησίας. Το άρθρο 10 του ίδιου βασιλικού διατάγματος ρυθμίζει τη διαδικασία λήψης και χρήσης του εν λόγω πιστοποιητικού απαλλαγής.
Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 11, του νόμου περί διανοητικής ιδιοκτησίας και με το άρθρο 12 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος με το οποίο τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 25, το νομικό πρόσωπο δικαιούται να απαιτεί τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών για την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του διαχείρισης των απαλλαγών από την καταβολή και των επιστροφών της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή και ότι, κατά τους ελέγχους αυτούς, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επικαλεστούν το προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο απόρρητο των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησής τους.
Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι το νομικό πρόσωπο που διαχειρίζεται το σύστημα απαλλαγής μέσω της χορήγησης πιστοποιητικών, τα οποία διευκολύνουν σημαντικά τη δραστηριότητα της επιχείρησης που διαθέτει τέτοιο πιστοποιητικό, καθώς και το σύστημα επιστροφής της αποζημίωσης ελέγχονται από τους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ήτοι από οντότητες που εκπροσωπούν αποκλειστικώς τα συμφέροντα των πιστωτών της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω νομικού προσώπου όσον αφορά τη χορήγηση των πιστοποιητικών απαλλαγής ή των επιστροφών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, αυτή η «ανισορροπία ή ασυμμετρία» που χαρακτηρίζει το εν λόγω σύστημα είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον η δυνατότητα απλούστευσης των διαβημάτων που πρέπει να πραγματοποιούνται κατά την αγορά εξοπλισμού, συσκευών και υποθεμάτων αναπαραγωγής εξαρτάται από το εν λόγω νομικό πρόσωπο. Το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε ότι οι αμφιβολίες του ενισχύονται από τις υπέρμετρες εξουσίες ελέγχου τις οποίες διαθέτει το εν λόγω νομικό πρόσωπο και βάσει των οποίων μπορεί να απαιτήσει να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των οικείων προσώπων, η δε έκταση των εξουσιών αυτών φθάνει μέχρι του σημείου να μην μπορεί η επιχείρηση να αντιτάξει το απόρρητο των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων της. Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι το γεγονός ότι κατά των αποφάσεων του εν λόγω νομικού προσώπου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του οποίου οι αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν δικαστικώς, δεν αρκεί για την εξάλειψη των προβλημάτων τα οποία εκτιμά ότι προκύπτουν από τη σύνθεση του εν λόγω νομικού προσώπου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, αφενός, έκρινε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, και η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η διαχείριση των απαλλαγών από την καταβολή και των επιστροφών της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή ανατίθεται σε νομικό πρόσωπο το οποίο έχει συσταθεί και ελέγχεται από τους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση προβλέπει ότι τα πιστοποιητικά απαλλαγής και οι επιστροφές πρέπει να χορηγούνται εγκαίρως και κατ’ εφαρμογήν αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία δεν επιτρέπουν στο εν λόγω νομικό πρόσωπο να απορρίπτει αίτηση χορήγησης τέτοιου πιστοποιητικού ή αίτηση επιστροφής στηριζόμενο σε εκτιμήσεις κατά διακριτική ευχέρεια, και ότι οι σχετικές απορριπτικές αποφάσεις του νομικού προσώπου μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ενώπιον ανεξάρτητης αρχής.
Αφετέρου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ως άνω διάταξη και η προαναφερθείσα αρχή δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξουσιοδοτεί νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει συσταθεί και ελέγχεται από τους οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και στο οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαλλαγών από την καταβολή και των επιστροφών της αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή, να ζητεί πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που του έχουν ανατεθεί προς τούτο, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί, μεταξύ άλλων, το προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο απόρρητο των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων των επιχειρήσεων, το δε νομικό πρόσωπο υποχρεούται να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αποκτά.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA