ΑΠΟΦΑΣΗ
Merahi και Delahaye κατά Γαλλίας της 20.09.2022 ( αριθ.προσφ.38288/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου στην προδικασία για σιωπή και παράσταση με συνήγορο.
Με βάση την ομολογία του πρώτου προσφεύγοντος που δόθηκε στο στάδιο της προανάκρισης καταδικάστηκαν οι προσφεύγοντες, χωρίς να γνωρίζει ο ομολογήσας κατηγορούμενος τα δικαιώματά του, δηλαδή τα δικαιώματα σιωπής και παράστασης με συνήγορο.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων δεν συνεπικουρήθηκε από δικηγόρο κατά το στάδιο της προανάκρισης, δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να σιωπήσει και τέλος δεν είχε τρόπο διαφυγής εάν το επιθυμούσε, κατά συνέπεια περιήλθε σε ευάλωτη κατάσταση. Επίσης έκρινε ότι οι επίμαχοι περιορισμοί δεν αντισταθμίστηκαν κατά τρόπον ώστε η διαδικασία να μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη στο σύνολό της.
Κατά το ΕΔΔΑ ο συνδυασμός των διαφόρων προαναφερθέντων παραγόντων και όχι καθενός από αυτούς μεμονωμένα δηλαδή: α) η έλλειψη συνδρομής συνηγόρου, β) η έλλειψη γνωστοποίησης του δικαιώματος σιωπής και γ) του δικαιώματος εξόδου από τον χώρο, καθώς και ο αποφασιστικός ρόλος που συντέλεσαν κατά την έκβαση της ποινικής διαδικασίας, οι καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, κατέστησαν την διαδικασία άδικη στο σύνολο της.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 σε σχέση με τον πρώτο προσφεύγοντα και έκρινε ότι η αναγνώριση της παραβίασης συνιστά επαρκή ικανοποίηση και επιδίκασε 3.600 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 6§3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Dany Merahi και Loïc Delahaye, είναι Γάλλοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1991 και 1998 αντίστοιχα και ζουν στη Γαλλία.
Η υπόθεση αφορούσε κατάθεση κατά την οποία ο πρώτος προσφεύγων, κ. Merahi, εν αγνοία του ότι έδινε κατάθεση, ομολόγησε ότι μαζί με τον δεύτερο προσφεύγοντα τον κ. Delahaye, πυρπόλησαν λεωφορείο τον Ιούλιο του 2010.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι καταδικάστηκαν κατά την ποινική διαδικασία βάσει της ομολογίας του κ. Merahi κατά τη διάρκεια της ανάκρισης στην οποία δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να παραμείνει σιωπηλός και δεν συνεπικουρήθηκε από δικηγόρο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Επισημαίνεται ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, στις 14 Μαΐου 2011, όσον αφορά τις ανακρίσεις, η ισχύουσα γαλλική νομοθεσία δεν προέβλεπε ούτε το δικαίωμα σιωπής ούτε το δικαίωμα συνδρομής από δικηγόρο. Επιπλέον, ο ΚΠΔ δεν παρείχε καμία ειδική εγγύηση υπέρ του προσώπου που εξετάστηκε.
Εντούτοις, επισημαίνεται ότι ο κ. Merahi ετύγχανε, στο πλαίσιο της προσωρινής κρατήσεώς του μετά την επίμαχη ανάκριση, ορισμένων εγγυήσεων. Έτσι, ενημερώθηκε ότι είχε το δικαίωμα, αφενός, να επικουρείται από δικηγόρο και, αφετέρου, κατά την κατάθεση του, να προβαίνει σε ομολογία, να απαντά σε ερωτήσεις ή να σιωπά. Ζήτησε αμέσως να επικουρηθεί από συνήγορο και οι ανακρίσεις άρχισαν μόνο μετά την άφιξη του συνηγόρου του. Ο διορισμένος συνήγορος όχι μόνο μπόρεσε να επικοινωνήσει εμπιστευτικά με τον κ. Merahi κατά την άφιξή του για είκοσι λεπτά, αλλά παρακολούθησε και τις καταθέσεις του. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι από τη στιγμή που ο κ. Merahi εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, όσο βρισκόταν υπό προσωρινή κράτηση, επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός.
Επανερχόμενο στο πλαίσιο της μη ένορκης κατάθεσης , το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο κ. Merahi, ο οποίος ενημερώθηκε για τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατηγορούνταν, συναίνεσε να εξεταστεί ελεύθερα. Υπενθύμισε, ωστόσο, ότι, μολονότι έπρεπε, κατ’ αρχήν, να μπορεί να εγκαταλείψει τους χώρους ανά πάσα στιγμή, δεν είχε ακόμη προβλεφθεί κατά τον χρόνο εκείνο η ρητή κοινοποίησή του δικαιώματος αυτού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, στην πράξη, ο κ. Merahi βρισκόταν, κατά τρόπο όμοιο με τον ύποπτο υπό αστυνομική κράτηση, σε μειονεκτική όμως θέση, αφού ήταν μόνος στις ερωτήσεις των ανακριτών και χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ιδίως την επακόλουθη παρέμβαση, και ως εκ τούτου χωρίς καμία συγκεκριμένη επίδραση στην κατάσταση του προσφεύγοντος, των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες ενίσχυσαν σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα του υπόπτου, οδηγώντας, επί του παρόντος, σε ένα καθεστώς σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της αστυνομικής κράτησης.
Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχοι περιορισμοί των εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 6 απορρέουν από το γαλλικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει, ιδίως όσον αφορά τους περιορισμούς της πρόσβασης σε δικηγόρο για επιτακτικούς λόγους, ότι οι περιορισμοί αυτοί επιτρέπονται κατά το προδικαστικό στάδιο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ότι πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και να στηρίζονται σε εξατομικευμένη εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης. Είναι σαφές ότι αυτό δεν συνέβη εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο θεώρησε σημαντικό να τονίσει, όπως έχει κάνει σε άλλες υποθέσεις που σχετίζονται με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, στις οποίες τέθηκε υπό αμφισβήτηση η εξέταση της συνολικής διαδικασίας, ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως δικαστήριο τέταρτου βαθμού. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης αυτής, ωστόσο, καλείται να εξετάσει προσεκτικά τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε εσωτερικό επίπεδο.
Το Δικαστήριο σημείωσε, καταρχάς, ότι παρόλο που ο κ. Merahi δεν ήταν a priori ιδιαίτερα ευάλωτος και η εξέταση του διήρκεσε μόνο μία ώρα και τριάντα πέντε λεπτά, υποστήριξε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι είχε υποστεί κάποια πίεση από τον αστυνομικό κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, η οποία φέρεται να τον οδήγησε να ομολογήσει.
Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο εκτίμησε, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτέθηκαν, ότι η προσφεύγων περιήλθε σε ευάλωτη κατάσταση με βάση την νομολογία του.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την πρώτη μη ένορκη κατάθεση του, ο κ. Merahi παραδέχθηκε ότι διέπραξε το αδίκημα. Ως εκ τούτου, αυτοενοχοποιήθηκε. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο κ. Merahi δεν επανέλαβε την ομολογία του στη συνέχεια, εφόσον έλαβε τη συμβουλή δικηγόρου, είτε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης είτε ενώπιον των εγχώριων δικαστηρίων.
Στη συνέχεια, εξετάστηκε αν οι επίμαχοι περιορισμοί των διασφαλιζόμενων δικαιωμάτων αντισταθμίστηκαν κατά τρόπον ώστε η διαδικασία να μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη στο σύνολό της. Για τον σκοπό αυτό, έπρεπε να εξακριβώσει αν τα εθνικά δικαστήρια είχαν διενεργήσει την αναγκαία ανάλυση των επιπτώσεων της απουσίας δικηγόρου και της παράλειψης γνωστοποίησης του δικαιώματος σιωπής σε κρίσιμο στάδιο της διαδικασίας.
Πρώτον, είναι αληθές ότι ο κ. Merahi μπόρεσε, κατά τα επόμενα στάδια της διαδικασίας, να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να προβάλει τα επιχειρήματά του με τη βοήθεια δικηγόρου, αρχικά κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησής του και στη συνέχεια ενώπιον των δικαστηρίων επί της ουσίας, ιδίως για να συζητήσει τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, τόσο πρωτοδίκως όσο και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και, τέλος, ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι Merahi και Delahaye αθωώθηκαν πρωτοδίκως, δεδομένου ότι το Ποινικό Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει τις καταθέσεις του κ. Merahi που ελήφθησαν κατά την μη ένορκη κατάθεση του, δεδομένου ότι είχε ανακαλέσει την ομολογία του στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το εγχώριο δικαστήριο δεν διαπίστωσε ενοχή απλώς λόγω της ανίχνευσης του δακτυλικού του αποτυπώματος, σε μπουκάλι που βρέθηκε 30 μέτρα από το λεωφορείο.
Τρίτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο ανέτρεψε αυτή την απόφαση. Έκρινε ότι η μη ένορκη κατάθεση ήταν «απολύτως νόμιμη», δηλώνοντας ότι ήταν «νόμιμη και προβλεπόταν από το άρθρο 73 του ΚΠΔ και ότι «η υποχρεωτική συνδρομή δικηγόρου κατά τη διάρκεια της προανάκρισης [προβλεπόταν] από τα κείμενα μόνο σε περίπτωση προσωρινής κράτησης του υπόπτου».
Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η μη ένορκη κατάθεση καλυπτόταν από το άρθρο 73 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Εφετείου, δεν ίσχυε κατά την ημερομηνία της επίμαχης επ’ ακροατηρίου συζήτησης.
Τέταρτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο, στο τέλος της αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών, έκρινε ότι «η εκδοχή που είχε αρχικά διατυπώσει ο κ. Merahi ενώπιον των αστυνομικών» φαινόταν να «εντοπίζει την ακριβή χρονολογία των γεγονότων». Όλα τα λοιπά στοιχεία που εξέτασε, είτε για να τα αντικρούσει, όπως η επίκληση από τον προσφεύγοντα της αναπηρίας του ως τέτοιας φύσεως, κατά την άποψή του, για την απαλλαγή του, είτε για την κινητοποίησή τους προς απόδειξη της παρουσίας των ενδιαφερομένων κοντά στον τόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, όπως το δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε στη σπασμένη φιάλη ουίσκι ή η χρήση των δεδομένων που προέκυψαν από την τηλεφωνική μελέτη, θεωρήθηκε ότι υποστήριζαν τις ομολογίες που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της μη ένορκης κατάθεσης του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι ομολογίες αυτές παρείχαν στο Ακυρωτικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να καθορίσει χρονολογική σειρά των πραγματικών περιστατικών που ενοχοποίησαν τον κ. Merahi.
Επομένως, φαίνεται ότι οι καταθέσεις που έγιναν προανακριτικά αποτέλεσαν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η καταδίκη των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, εν προκειμένω, ο συνδυασμός των διαφόρων προαναφερθέντων παραγόντων και όχι καθενός από αυτούς μεμονωμένα κατέστησε τη διαδικασία άδικη στο σύνολό της: η έλλειψη συνδρομής από δικηγόρο, η έλλειψη κοινοποίησης του δικαιώματος σιωπής και του δικαιώματος εξόδου από τον χώρο συνέβαλαν στην επικύρωσή του, καθώς και ο αποφασιστικός ρόλος που συντέλεσαν κατά την έκβαση της ποινικής διαδικασίας, οι καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω και του αυστηρού ελέγχου που οφείλει να ασκεί, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποινική διαδικασία κατά του κ. Merahi, εξεταζόμενη στο σύνολό της, δεν θεραπεύει τις σοβαρές διαδικαστικές πλημμέλειες που σημειώθηκαν στην προανάκριση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης σε σχέση με τον κ. Merahi.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Στρασβούργο έκρινε ότι η αναγνώριση της παραβίασης συνιστά επαρκή ικανοποίηση και επιδίκασε ποσό 3.600 ευρώ για έξοδα και δαπάνες
(επιμέλεια echrcaselaw.com).