ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΣΕ ΠΛΟΙΟ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ – 932 ΑΚ – ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ
Αριθμός απόφασης
1264/2017
(Αριθμός κατάθεσης 7395/2015)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 10 Οκτωβρίου 2016, μετά από διακοπή από τη δικάσιμο της 6ης Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Σ. Δ.[S1] του Ε.[S2] , κατοίκου Α. Σ.[S3] (οδός …[S4] ), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Τρύφωνα Αλυκάτορα.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «…[S5] .», που εδρεύει στη Λ.[S6] (…[S7] ) και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγομένη, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S8] », που εδρεύει στη Λ.[S9] (…[S10] ), και διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον Πειραιά (…[S11] ), νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) …[S12] , υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία «…[S13] », κατοίκου Πειραιώς, (…[S14] ), οι οποίοι κατά τη δικάσιμο της 6-10-2016 παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Καλλιόπης Κοκκινάκη, μόνο για το αίτημα της αναβολής και ακολούθως, μετά την απόρριψη αυτού, κατά δικάσιμο της 10-10-2016 δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αρτέμιδος Γιανναρά και 4) …[S15] του Ζ.[S16] , κατοίκου Σ.[S17] (περιοχή Κ. Μ.[S18] ), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Χριστόπουλου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-12-2015 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S19] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 1-03-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 6-10-2016 και γράφηκε στο πινάκιο, οπότε διεκόπη για τη δικάσιμο της 10-10-2016.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών του άρθρου 663 Κ.Πολ.Δικ. υπάγεται κάθε διαφορά από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξάρτητα του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς, ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επίσης η διαδικασία αυτή επεκτείνεται και στις διαφορές για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία που συνδέεται με την εργασιακή σχέση (ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, AΠ 1530/2004 Δνη 2005.788, ΕφΚρ 473/2007 Δνη 2008.1474, ΕφΑθ 6944/2006 ΔΕΕ 2007.481, ΕφΑθ 8886/2002 Δνη 2002.1069, ΕφΠειρ 878/1999 ΔΕΕ 2000.1024, ΠΠρΑθ 1749/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και είναι αποκλειστική και υποχρεωτική, διότι καθιερώθηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος και συνεπώς, δεν μπορεί να υποκατασταθεί με άλλη γενική ή ειδική διαδικασία (Ολ ΑΠ 433/1968 ΝοΒ 16.1058, ΑΠ 1819/1981 NoΒ 30.1076, ΕφΚρ 473/2007 Δνη 2008.1474, ΕφΑθ 6944/2006 ΔΕΕ 2007.481, ΠΠρΑθ 1749/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσής του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιοσδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεσή της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίησή τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015, ΑΠ 427/2015, ΑΠ 196/2015, ΑΠ 2257/2014, ΑΠ 899/2014, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 1094/2013 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 534/2013, ΧρΙΔ ΙΓ`. 581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 762/1978, «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού», που ορίζει ότι, «εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 1090/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΜονΕφ.Πειρ. 37/2014, ΕφΠειρ 761/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, Εφ Πειρ 235/2010 ΕΝΔ 2010.131). Έτι περαιτέρω δυνάμει του Ν. 2842/2000 (άρθρο 1) ορίστηκε ότι «από την 1-1-2001 το ευρώ αντικαθιστά τη δραχμή ως νόμισμα της Χώρας σύμφωνα με τους όρους των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, (ΕΕ L 162/97), 974198 (ΕΕ L 139/98), 2866 (ΕΕ L 359/98) του Συμβουλίου, όπως ισχύουν κατά τις διατάξεις του παρόντος». Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το ν. 5665/1932, 2 του ν. 39/1936, 3 του ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, ν. 994/1946 και ν. 2415/1953, απαγορεύεται η συνομολόγηση στην ημεδαπή υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα. Η απαγόρευση, όμως, αυτή δεν επεκτείνεται στις διεθνείς γενικά συναλλαγές και στις κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 740/1977, συμβάσεις που αναφέρονται οπωσδήποτε στην εκμετάλλευση πλοίων (ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 546/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη από τις πιο διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν 2842/2000), του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 678/2010, ΑΠ 698/2006, ΕφΠειρ 65/2015, ΕφΠειρ 432/2014, ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 287/2011, ΕφΠειρ 145/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την κρινομένη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 27.05.2015, μεταξύ αυτής και της δευτέρας των εναγομένων, η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με σημαία Λ.[S20] ς φορτηγού πλοίου με το όνομα «…[S21] », με ΙΜΟ 9686338, Διεθνές Διακριτικό Σήμα D5HA2, ΔΣΠ 636016618, DWT 35.542, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στις 28-05-2015 στο ως άνω πλοίο στο λιμένα Σάφι του Μαρόκου, με την ειδικότητα της Ανθυποπλοιάρχου, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ποσού 3.200 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι για την πρόσληψή της μεσολάβησε ο τέταρτος εναγόμενος, οικογενειακός φίλος με τον οποίο ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο ως άνω πλοίο. Ότι ο ανωτέρω από τις πρώτες ημέρες της ναυτολόγησής τους και έως τη λύση της εργασιακής της σχέσης, με τους τρόπους που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή και που συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή της, ενώ της δημιούργησε τεράστια ψυχική ταλαιπωρία. Ότι, όταν η ανωτέρω συμπεριφορά του τέταρτου εναγομένου έγινε γνωστή στους τρεις πρώτους εναγόμενους, αυτοί, αντί να την προστατέψουν, προέβησαν σε πρόωρη καταγγελία της σύμβασης ναυτολογήσεώς της χωρίς να της καταβάλουν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία καταγγελία δεν δικαιολογείτο από οποιοδήποτε παράπτωμά της, αλλά στην πραγματικότητα οφειλόταν στην άρνησή της να ενδώσει στις ερωτικές προτάσεις του τετάρτου εναγομένου. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 και 591§1 ΚΠολΔ), ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: Α) α) να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να της καταβάλλουν το ποσό των 4.800,15 δολάρια Η.Π.Α. για αποζημίωση απόλυσης, 8.416 δολάρια Η.Π.Α. για διαφυγόντα κέρδη (απολεσθέντα εισοδήματα), 616,05 ευρώ για αντίτιμο τροφής, καθώς και 6.000 ευρώ για χρηματική αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της παράνομης απολύσεώς της και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το ποσό των 9.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο μέρος της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης εκ της παράνομης απολύσεώς της, καθώς και το ποσό των 20.050 ευρώ που αφορά στην αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους μετά του τετάρτου εναγομένου λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του και Β) να υποχρεωθεί ο τέταρτος εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της από την ως άνω συμπεριφορά του, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 50 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά δε ζητάει νομιμότοκα από την απόλυσή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλην του αιτήματος για απολεσθέντα εισοδήματα, το οποίο ζητά να της καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα, οπότε όφειλαν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να της καταβάλουν τις αποδοχές αυτές, άλλως από την απόλυσή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ.2 και 19 παρ. 3, σε συνδυασμό με άρθρο 60 του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι στον Πειραιά βρίσκεται η πραγματική έδρα και η κύρια εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε την ενάγουσα, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Περαιτέρω, είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25§2, 33, 37 του ΚΠoλΔ και αρθρ. 51 παρ.3Α του Ν. 2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), ενώ η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί με την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. του ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ), απορριπτομένου του ισχυρισμού του τέταρτου εναγομένου ότι πρέπει ως προς την αξίωση που αφορά αυτόν να εφαρμοστεί η τακτική διαδικασία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2,3 και 4 του Κανονισμού 0593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης των ένδικων συμβάσεως ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ αρθρ. 28 του ως άνω Κανονισμού), σε συνδυασμό με τα αναλυτικά εκτιθέμενα κατωτέρω, η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποίαν ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε την εργαζόμενη ενάγουσα και η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση εργασίας, αφού στην Ελλάδα βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση της δεύτερης εναγομένης, αντιπροσώπου της πρώτης εναγομένης και η πραγματική έδρα και κύρια εγκατάσταση της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας και εργοδότριας της ενάγουσας, η οποία είναι Ελληνίδα ναυτικός και στην Ελλάδα καταρτίσθηκε η ένδικη εργασιακή σύμβαση, ενώ δε δύναται, εν προκειμένω, να θεμελιωθεί δικαιοδοσία της σημαίας του πλοίου, ως τόπου παροχής της εργασίας της ναυτικού, καθόσον αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποίαν το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 309/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 241/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.108, ΕφΠειρ 153/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.315 ΕφΠειρ 869/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.387, ΕφΠειρ 77/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 57, 59, 70, 71, 291, 297, 298, 299, 340, 341, 345, 346, 361, 481, 648, 651, 652, 653, 655, 669, 672, 914, 919, 922, 926 και 932 ΑΚ, 68, 69 §1 εδ.α΄, 70, 74, 176, 191§2, 218, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄ και ε΄ και 910 περ. 4, ΚΠολΔ, 337§5 Π.Κ., άρθρα 2, 3, 11, 12, 14 και 23§§1 και 4 Ν. 3896/2010, άρθρα , 2, 53, 54, 60, 72, 75§3 και 76 εδ.β΄περ.β΄, 82, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, άρθρο 1§§ 1-2 Ν. 762/1978, 1 Ν. 89/1967, 1 Ν. 378/1968, 1§1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 ν. 5422/1932 και της από 8-11-2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω έτους 2010, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/9-02-2011) με έναρξη ισχύος από 1-01-2010 και λήξη αντίστοιχα στις 31-12-2010. Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η κρινομένη αγωγή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, μετά τον μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό, δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ και την Υ.Α.125.804/1-8-2003, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς Α087724/6-10-2016, Α090012/13-10-2016 και Α089696/12-10-2016 γραμμάτια του ΔΣΠ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Έτσι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ` αυτές, επίσης πρέπει να περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, δηλαδή εκείνη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά. Από την δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων, εκείνη δηλαδή του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων έγγραφων προτάσεων (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 127/2016, ΑΠ 593/2015, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 220/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 341/2011, ΕφΠειρ 288/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών του παρόντος Δικαστηρίου, οι πρώτη, δεύτερη και τρίτος των εναγομένων πρότειναν προφορικώς κατά τη συζήτηση της αγωγής μόνο άρνηση αυτής (αγωγής) και δεν πρότειναν προφορικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ισχυρισμό ότι η εκ μέρους τους καταγγελία οφείλεται σε υπαίτιο παράπτωμα της ενάγουσας, το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία και δεν έγινε κατά συνέπεια η καταχώρισή του στα πρακτικά. Έτσι, με βάση τα προαναφερόμενα, ο εν λόγω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση, είναι απαράδεκτος (ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 268/2015, ΕφΠειρ 57/2015, ΕφΠειρ 37/2014, ΕφΠειρ 346/2011, ΕφΠειρ 288/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν προτάθηκε ως ένσταση με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά απλώς αναφέρθηκε σε αυτές ως άρνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής ότι η απόλυση της ενάγουσας οφείλεται αποκλειστικά σε πταίσμα της, γεγονός που δεν αρκεί για τη νομότυπη πρότασή του, ενώ σε κάθε περίπτωση η καταχωρισθείσα στα πρακτικά απλή παραπομπή σε όσα στις προτάσεις αναφέρονται δεν μπορεί να καταστήσει παραδεκτή την προβολή του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, ακόμα και αν δε συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα (αρθρ. 454§1 ΚΠολΔ), επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671§ 1 εδ. α` ΚΠολΔ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1627/2010 Δνη 2011.432, 489, ΑΠ 1511/2009, ΝοΒ 2010. 1719, ΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 616/2014, ΕφΠειρ 764/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας διάρκειας 6 μηνών, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 27.05.2015, μεταξύ της ενάγουσας και της δευτέρας των εναγομένων, η οποία τυγχάνει αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με σημαία Λ.[S22] ς φορτηγού πλοίου με το όνομα «…[S23] », με ΙΜΟ 9686338, Διεθνές Διακριτικό Σήμα D5HA2, ΔΣΠ 636016618, DWT 35.542, η ενάγουσα προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στις 28-05-2015 στο ως άνω πλοίο στο λιμένα Σάφι του Μαρόκου, με την ειδικότητα της Ανθυποπλοιάρχου, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ποσού 3.200 δολαρίων Η.Π.Α. Σημειωτέον ότι ο τρίτος εναγόμενος, Έλληνας υπήκοος, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης και έχει κέντρο των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στον Πειραιά, Ακτή Μιαούλη, αριθμ. 83 και Φλέσσα. Όπως αποδείχθηκε για την ως άνω την πρόσληψη της ενάγουσας μεσολάβησε ο τέταρτος εναγόμενος, οικογενειακός της φίλος, ο οποίος ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα με αυτήν (ενάγουσα) στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού. Από την πρώτη στιγμή της ναυτολόγησής της η ενάγουσα εκτελούσε με αφοσίωση και επιμέλεια τα καθήκοντά της, τηρώντας συναδελφική συμπεριφορά απέναντι σε όλα τα μέλη του πληρώματος (βλ. την από 12-07-2015 επιστολή του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου κατά το χρόνο ναυτολόγησης της ενάγουσας J. D.[S24] , καθώς και την από 9-09-2015 συστατική επιστολή του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου κατά το χρόνο απόλυσης της ενάγουσας C. S.[S25] ). Από τη μεριά του ο τέταρτος εναγόμενος, ήδη από το πρώτο διάστημα της απασχόλησής τους στο ανωτέρω πλοίο άρχισε να επιδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς την ενάγουσα, προσπαθώντας διαρκώς να την προσεγγίσει, ενώ αρκετές φορές της μιλούσε με απρεπείς φράσεις. Η ενάγουσα, σεβόμενη την ηλικία του (ο τέταρτος εναγόμενος ήταν το επίδικο χρονικό διάστημα 60 ετών, ενώ η ενάγουσα μόλις 31 ετών), το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει για την ανεύρεση της θέσης εργασίας της, αλλά και επειδή ήταν οικογενειακός της φίλος, απέδωσε αρχικώς τις ενέργειες αυτές τις ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με την οικογένειά της. Παρά ταύτα, με την πάροδο των ημερών αντιλήφθηκε ότι το ενδιαφέρον του τέταρτου εναγομένου είχε άλλο τελείως περιεχόμενο, άρχισε να γίνεται εντονότερο και φορτικότερο, εκδηλωνόταν πλέον διαρκώς με υπονοούμενα, φράσεις και εκφράσεις ερωτικού περιεχομένου προς το πρόσωπο της, καθώς και με διάφορες προτάσεις και χειρονομίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό έλαβε χώρα περί τα μέσα Ιουνίου του 2015, όταν το πλοίο είχε καταπλεύσει στον λιμένα Κλάιπεδα της Λιθουανίας. Η ενάγουσα επ’ ευκαιρία της εξόδου της στον λιμένα, επικοινώνησε διαδικτυακά με την οικογένειά της στη Σύρο, όταν δε οι γονείς της ενημερώθηκαν από αυτή ότι ο τέταρτος εναγόμενος ήταν το διάστημα εκείνο κρυωμένος, της είπαν να του δώσει τα χαιρετίσματά τους και φιλιά. Μόλις η ενάγουσα μετέφερε αυτό στον τέταρτο εναγόμενο, αυτός της απάντησε «τα φιλάκια θα μου τα δώσεις στο πλοίο». Ύστερα από το συμβάν αυτό, το οποίο πλέον έκανε καταφανές και στην ενάγουσα το έντονο και πιεστικό ερωτικό ενδιαφέρον του τέταρτου εναγομένου προς το πρόσωπό της, η κατάσταση εξελίχθηκε κλιμακωτά και βαθμιαία προς μια έντονη και φορτική ερωτική πίεση του τελευταίου προς αυτήν, με ασελγείς εκφράσεις και χειρονομίες, τις οποίες, ενίοτε ευγενικά, ενίοτε πιο απότομα, προσπαθούσε αυτή να αποτρέψει και να αποκρούσει, οι οποίες την προσέβαλαν βαρύτατα, τόσο ως γυναίκα όσο και ως εργαζομένη μετ’ αυτού στο πλοίο. Ενδεικτικά, της μιλούσε με απρεπή τρόπο, χρησιμοποιώντας λέξεις με διπλό νόημα στο τηλέφωνο, αλλά και όταν την επισκεπτόταν κατά τις νυκτερινές ώρες της βάρδιάς της και της εκτέλεσης των καθηκόντων της στη γέφυρα του πλοίου, πολλές φορές δε την αγκάλιαζε και τη φιλούσε στα αυτιά της. Συχνά δε έπαιρνε τηλέφωνο στην καμπίνα της την ώρα του φαγητού και της έλεγε «έλα γλύκα μου, έλα μωρό μου να πάμε για φαγητό». Επιπλέον, επεδίωξε, ενώ οι καμπίνες των Μηχανικών (όπου και του τέταρτου εναγομένου) ήταν στην αριστερή πλευρά του πλοίου και στη δεξιά εκείνες των Αξιωματικών καταστρώματος (όπου της ενάγουσας), να μεταφερθεί αυτή κατ’ εξαίρεση σε καμπίνα διπλανή από την δική του, πλην όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη, λόγω αρνήσεως της ενάγουσας. Όταν δε η τελευταία κάποια στιγμή παραπονέθηκε ότι στην καμπίνα της το βράδυ κάνει πολύ κρύο και αν είναι εύκολο να ξεκινήσει η θέρμανση στους χώρους ενδιαίτησης, με δεδομένο ότι το πλοίο έπλεε προς τη Νέα Ζηλανδία, ευρισκόμενο στο Νότιο Ειρηνικό και κατά τη διάρκεια της νύκτας επικρατούσαν θερμοκρασίες κάτω των 15 βαθμών Κελσίου και ενώ η εντολή του Πλοίαρχου προς τον τέταρτο εναγόμενο (υπεύθυνο εκ της ειδικότητος του και για την θέρμανση του πλοίου) ήταν να διατηρείται η θερμοκρασία στις καμπίνες περί τους 23 βαθμούς Κελσίου, αυτός της πρότεινε να πάει στην καμπίνα του, να κοιμηθούν αγκαλιά για να την ζεστάνει. Όπως αποδείχθηκε, οι ασελγείς προτάσεις και χειρονομίες του τέταρτου εναγομένου προς την ενάγουσα κατά τη διάρκεια και επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της εργασίας τους στο ανωτέρω πλοίο ήταν συχνότατες, σχεδόν καθημερινές, και είχαν αποκτήσει έναν ιδιαίτερα φορτικό, πιεστικό και ανήθικο χαρακτήρα, πάντοτε με απώτερο ενδόμυχο σκοπό από πλευράς του την τέλεση ασελγών πράξεων ή/και συνουσίας. Η ενάγουσα δε προσπαθούσε να τον αποφύγει, απαντώντας του ότι έπρεπε να σεβαστεί την ηλικία του και την οικογένειά του, αλλά και τη φιλική του σχέση με την δική της οικογένεια και την εργασία της στο πλοίο, στα οποία λόγια αυτός έδειχνε να αδιαφορεί τελείως. Όταν δε η ενάγουσα αποφάσισε να μην του ομιλεί, αυτός άρχισε βαθμιαία να υβρίζει την οικογένεια και τον αδελφό της με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Μόλις δε συνειδητοποίησε ότι η ενάγουσα δεν επρόκειτο να ανταποκριθεί στις προτάσεις του, άλλαξε συμπεριφορά και άρχισε να λέει στα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος ότι η ενάγουσα είναι βιολογικά ασταθής, αν όχι τρελή, ότι είναι ντροπαλή και δεν είναι ικανή να είναι Ανθυποπλοίαρχος, ούτε καν για να εκτελεί τη βάρδιά της στη γέφυρα, ξεχνώντας ότι αυτός ο ίδιος ήταν εκείνος που επέμενε να ναυτολογηθεί η ενάγουσα στο πλοίο. Επιπλέον τηλεφώνησε μερικές φορές στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης και μίλησε με τον τεχνικό διευθυντή για την ενάγουσα, ζητώντας του να την αποναυτολογήσει άμεσα. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα περί τα μέσα Ιουλίου 2015 η ενάγουσα, μην αντέχοντας άλλο την πίεση που της ασκούσε ο τέταρτος εναγόμενος, αποφάσισε να αναφέρει τα γεγονότα προς τον Πλοίαρχο J. D.[S26] , ο οποίος βέβαια τα γνώριζε ήδη και εξ ιδίας αντίληψης, με θερμή παράκληση, όπως εκφράσει τη γνώμη του προς τους λοιπούς εναγομένους, πράγμα που ο Πλοίαρχος έπραξε εγγράφως στις 12/7/2015. Από το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής (την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως και σε μετάφραση στα ελληνικά η ενάγουσα), αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω Πλοίαρχος, ενημέρωσε τους τρεις πρώτους εναγόμενους για τα όσα συνέβαιναν, αφού εκθέτει αναλυτικά σε αυτήν την κατάσταση που επικρατούσε μεταξύ της ενάγουσας και του τετάρτου εναγομένου. Σημειωτέον δε ότι το περιεχόμενο της επιστολής αυτής επιβεβαίωσε και με το από 4-04-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε προς τους τρεις πρώτους εναγόμενους, κατόπιν του αιτήματός τους μέσω του από 11-03-2016 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την επιστολή αυτή. Όσον αφορά στους ισχυρισμούς των τριών πρώτων εναγομένων ότι δεν έλαβαν γνώση της από 12-07-2015 επιστολής, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτή (επιστολή) βρισκόταν ήδη στην κατοχή τους, προτού προσκομιστεί με τις προτάσεις της ενάγουσας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφού την απέστειλαν στον Πλοίαρχο J. D.[S27] ως συνημμένο έγγραφο στο από 11-03-2016 ηλεκτρονικό μήνυμά τους προς αυτόν. Όμως παρά τη σαφή και αναλυτική ενημέρωση των πρώτης, δεύτερης και τρίτου των εναγομένων από τον Πλοίαρχο σε σχέση με τη συμπεριφορά του τετάρτου εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας, ουδεμία αρχικώς αντίδραση υπήρξε από την πλευρά τους, ούτε προς την κατεύθυνση παροχής οδηγιών προς τον Πλοίαρχο ούτε προς εκείνη της υποβολής παρατηρήσεων κατά του τετάρτου εναγομένου. Περί τα μέσα Αυγούστου 2015, ο αρχικός Πλοίαρχος του πλοίου αντικαταστάθηκε με έτερο Πλοίαρχο, τον C. S.[S28] , με τον οποίον επίσης η ενάγουσα είχε άριστη συνεργασία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ξαφνικά και χωρίς καμία σχετική προειδοποίηση ή ενημέρωση, αρμόδια υπάλληλος της δεύτερης των εναγομένων απέστειλε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα στο νέο Πλοίαρχο με ορισμένες αντικαταστάσεις μελών του πληρώματος, ανάμεσα στα οποία ευρισκόταν και η ενάγουσα, και ενώ η σύμβασή της έληγε στις 27-11-2015. Σε απάντηση του ανωτέρω μηνύματος ο νέος Πλοίαρχος, ερώτησε την εταιρία, για ποιον λόγο η ενάγουσα συμπεριλαμβάνεται στο πλήρωμα προς επαναπατρισμό, αφού δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα τη σύμβασή της. Απηύθυνε δε προς τους τρεις πρώτους εναγομένους την έκκληση να την διατηρήσουν ως μέλος του πληρώματος τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς της. Παρόλα αυτά οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι ενέμειναν στην απόφασή τους και στις 9-09-2015 κατήγγειλαν τη σύμβαση εργασίας της, χωρίς όμως να της καταβάλουν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, φρόντισαν όμως να καλύψουν τα έξοδα επαναπατρισμού της. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ενάγουσα, λόγω της μονομερούς, πρόωρης και μη οφειλόμενης σε παράπτωμά της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, διατηρεί κατά των εναγομένων αξίωση για καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, η οποία ισούται με 45 ημερομίσθια (άρθρα 72, 75, 76 ΚΙΝΔ), ήτοι ποσό 4.800 δολαρίων Η.Π.Α (3.200 δολάρια Η.Π.Α. : 30 = 106,66 Χ 45). Επιπλέον, δικαιούται το ποσό των 616,05 ευρώ ως αντίτιμο τροφής 45 ημερών (13,69 € Χ 45ημέρες). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας με τον τρόπο και υπό τις συνθήκες που έγινε, προσέβαλε την προσωπικότητά της, αφού αντί οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να την προστατέψουν από την αδικοπρακτική και ανήθικη συμπεριφορά του τετάρτου εναγομένου σε βάρος της, αντιθέτως προτίμησαν να καταγγείλουν τη σύμβαση εργασίας της εμφανίζοντάς την στην ουσία ως υπεύθυνη για τα όσα συνέβαιναν. Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το Δικαστήριο δε λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, την προσβολή που υπέστη αυτή στην προσωπικότητά της, την τιμή και την υπόληψή της, την αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων και τέλος την κοινωνική και οικονομική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των διαδίκων μερών, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι διαχειρίζονται και εκμεταλλεύονται το ανωτέρω φορτηγό πλοίο, ενώ η ενάγουσα βιοπορίζεται αποκλειστικά από την εργασία της, κρίνει ότι πρέπει να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο. Επιπλέον, η ενάγουσα αποδείχθηκε ότι θα εξακολουθούσε να εργάζεται στο πλοίο των τριών πρώτων εναγομένων τουλάχιστον έως τις 27-11-2015, οπότε έληγε η σύμβαση εργασίας της, εάν αυτή δεν είχε καταγγελθεί πρόωρα, αφού άλλωστε είχε παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας της που ήταν δύο μήνες από την πρόσληψή της (ήτοι έως τις 27-07-2015), χωρίς να υπάρξει κάποιο πρόβλημα. Επομένως αυτή δικαιούται να αξιώσει τα απολεσθέντα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος από 9-09-2015 έως 27-11-2015, συνολικού ποσού 8.416 δολαρίων Η.Π.Α. (3.200 δολάρια Χ 2,63 μήνες), λόγω της ανωτέρω εκτεθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των τριών πρώτων εναγομένων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, για τις ως άνω υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας, ευθύνονται εις ολόκληρον οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, η δεύτερη ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρείας, η πρώτη εξ αυτών, ως πλοιοκτήτρια εταιρεία και ο τρίτος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, αφού σύμφωνα με το άρθρο 1§2 Ν. 762/1978, αν τη σύμβαση παροχής εργασίας με το ναυτικό κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο, κατά το διάστημα από το χρόνο σύναψης της συμβάσεως μέχρι το χρόνο που ο ναυτικός άσκησε τις αξιώσεις του από τη σύμβαση αυτή. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά του τετάρτου εναγομένου τυγχάνει υπαίτια και παράνομη, αφενός, επειδή παραβίασε το γενικό καθήκον επιμελείας και προνοίας απέναντι στην ενάγουσα, συνάδελφο του, ως άνθρωπο και ως γυναίκα, κατά παραβίαση των χρηστών ηθών (άρθρα 57, 59, 914, 919 ΑΚ), και, αφετέρου, επειδή η ανωτέρω συμπεριφορά του πληροί και την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 337 § 5 ΠΚ (ως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το ά. 23 §4 Ν. 3896/2010). Λαμβανομένης δε υπόψη της ιδιαίτερης βαρύτητας των πράξεων του εναγομένου τούτου κατά τα ανωτέρω, της αποκλειστικής του υπαιτιότητας ως προς την επέλευση των συμβάντων σε συνδυασμό με την έλλειψη της παραμικρής υπαιτιότητας εκ μέρους της ενάγουσας, περαιτέρω του γεγονότος ότι ο ανωτέρω εναγόμενος συνέχισε κανονικά εργαζόμενος στο πλοίο λαμβάνοντας τον μισθό του Α’ Μηχανικού, ενώ η ενάγουσα απολύθηκε, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του τετάρτου εναγομένου σε βάρος της το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο. Στην καταβολή του ποσού αυτού ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και οι λοιποί εναγόμενοι-εργοδότες του εναγομένου τούτου, αφενός κατά τις διατάξεις του Ν. 762/1978, με δεδομένο ότι και η αξίωση τούτη προέρχεται καταφανώς εκ της εργασίας της ενάγουσας στο πλοίο τους και συνδέεται προδήλως με αυτή, αφετέρου κατά τις διατάξεις περί πρόστησης (άρθρο 922 ΑΚ), με δεδομένο ότι ο τέταρτος εναγόμενος ετύγχανε προστηθείς αυτών κατά τη διάρκεια της κοινής ναυτολόγησής του με την ενάγουσα, ακολουθώντας υποχρεωτικώς πιστά τις οδηγίες και τις εντολές τους κατά τη διάρκεια της εργασίας του, οι δε αδικοπρακτικές ενέργειες και πράξεις του έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια και επ’ ευκαιρία αυτής και μάλιστα από τα μέσα Ιουλίου 2015 με την πλήρη γνώση και ανοχή των λοιπών εναγομένων, ενώ προδήλως δε θα είχαν λάβει χώρα χωρίς αυτήν. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 13.216 δολαρίων ΗΠΑ (4.800 δολάρια + 8.416 δολάρια) σε ευρώ με τη επίσημη ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, καθώς και το ποσό των 3.616,05 ευρώ (616,05 ευρώ + 3.000 ευρώ), ενώ θα πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το ποσό των 4.000 ευρώ, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με τον τέταρτο εναγόμενο, ο οποίος πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή του ανωτέρω ποσού. Τα ανωτέρω ποσά δε δέον να καταβληθούν στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου (ΟλΑΠ 39-40/2002), ως ακολούθως: για τους απολεσθέντες μισθούς από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο η ενάγουσα θα παρείχε την εργασία της (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για την αποζημίωση απόλυσης και την τροφοδοσία από την επομένη της απόλυσης αυτής (που έλαβε χώρα στις 9-09-2015) και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, καθώς πρόκειται για απαιτήσεις που αφενός απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας και αφετέρου από άδικη πράξη (907, 908 παρ.1 δ΄ και ε΄ και 910 περ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
– ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους τρεις πρώτους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι (13.216) δολαρίων ΗΠΑ με την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ, κατά το χρόνο πληρωμής, καθώς και το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαέξι ευρώ και πέντε λεπτών (3.616,05 ευρώ), εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ήμισυ των ποσών αυτών.
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των τριών πρώτων εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με τον τέταρτο εναγόμενο, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον τέταρτο εναγόμενο, ευθυνόμενο εις ολόκληρον με τους τρεις πρώτους εναγόμενους, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ήμισυ του ποσού.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 21 Μαρτίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόρος τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ