Προϋποθέσεις λύσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής: η περιέλευση του οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμών και υποβολή και μόνο σχετικών αίτησης πτώχευσης ή υπαγωγής σε νέα προπτωχευτική διαδικασία δεν επιφέρει αυτοδικαίως της λύση της συμφωνίας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους
Απορρίφθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή πιστώτριας τραπεζικής εταιρείας κατά οφειλέτριας εταιρείας, λόγω ύπαρξης ενεργούς και ισχύουσας συμφωνίας συνδιαλλαγής (ΠΠρΑθ 1859/2022).
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εναγόμενη εταιρεία κατέθεσε ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία της συνδιαλλαγής και λήψης προληπτικών μέτρων και προστασίας με αίτημα, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή, διετάχθη το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και ορίστηκε μεσολαβητής, ο οποίος θα γνωμοδοτήσει εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα επιτεύχθηκε και με ποιο τρόπο συνδιαλλαγή.
Ακολούθως, κατόπιν υποβολής από την εναγομένη αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής με τους συμβληθέντες πιστωτές, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η εναγομένη προσέφυγε στο εφετείο, το οποίο εντέλει δέχθηκε την αίτηση και επικύρωσε τη συμφωνία συνδιαλλαγής που συνήφθη μεταξύ της αιτούσας και της πλειοψηφίας των πιστωτών της.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι, δυνάμει της απόφασης αυτής του εφετείου, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της εναγομένης και της πιστώτριας ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας, κατά την οποία μετατράπηκε το σύνολο του υφιστάμενου δανεισμού της σε μακροπρόθεσμο δανεισμό με περίοδο χάριτος 3 ετών και με συνολικό χρόνο αποπληρωμής 15 ετών. Περαιτέρω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά της απόφασης αυτής δεν έχει ασκηθεί οποιοδήποτε ένδικο μέσο και ότι η εναγομένη δεν έχει πτωχεύσει.
Μεταξύ των ισχυρισμών της ενάγουσας που απορρίφθηκαν από το δικαστήριο ήταν ότι η εναγομένη είχε υποβάλει αίτηση για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β του νόμου 3588/2007, ως ίσχυε η διάταξη μετά τη τροποποίηση της με το άρθρο 12 του νόμου 4013/2011, με την οποία ζήτησε να τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης, με συνέπεια να έχει επέλθει αυτοδικαίως, κατ’ άρθρο 105 παρ. 3 του νόμου 3588/2007, ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, επειδή η εναγόμενη υπήχθη σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, επιπλέον δε ως μη συμβαλλόμενη επήλθε η λύση της συμφωνίας αυτοδικαίως και λόγω παρέλευσης του χρόνου διάρκειας της αρχικής συμφωνίας (άρθρο 105 παρ 2 νόμου 3588/2007).
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής είναι δυνατή είτε με αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, είτε αυτοδικαίως σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της (παρ. 2 του άρθρου 105) και σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του (παρ. 3 του άρθρο 105). Για την εφαρμογή της τελευταίας περίπτωσης, είναι απαραίτητη η έκδοση της σχετικής απόφασης που είτε κηρύσσει τον πιστωτή σε πτώχευση είτε τον υπαγάγει σε οποιαδήποτε διαδικασία αναδιοργάνωσης. Η περιέλευση αυτού σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και υποβολή και μόνο σχετικών αίτησης πτώχευσης ή υπαγωγής σε νέα προπτωχευτική διαδικασία δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμφωνίας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχτηκε ότι η επίδικη απαίτηση της ενάγουσας έχει συμπεριληφθεί στην συμφωνία συνδιαλλαγής, η δε ενάγουσα αναφέρεται μεταξύ των πιστωτών που συμφώνησαν και αποδέχτηκαν την σχετική συμφωνία, η οποία είναι ενεργή και ισχύουσα, δεσμεύει τους διαδίκους και εξακολουθεί να ισχύει και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους από το άρθρο 12 του Ν. 4013/5011. Το γεγονός ότι στη υποβολή της αίτησης για άμεση επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν συμπεριλήφθηκε μεταξύ των πιστωτών που αποδέχτηκαν αυτή, δεν αναιρεί ούτε ανατρέπει με οποιοδήποτε τρόπο την ήδη κατοχυρωμένη συμμετοχή της στην αρχική συμφωνία συνδιαλλαγής.
Επιπλέον, η υπέρβαση της νόμιμης και υποχρεωτικής διάρκειας της ισχύος της συμφωνίας δεν επιδρά στη νομιμότητα του διακανονισμού εξόφλησης της οφειλής σε δόσεις, επειδή η διάρκεια που ορίζει ο νόμος για τη συμφωνία συνδιαλλαγής αφορά μόνο στους μη συμβληθέντες πιστωτές και την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Συνεπώς, η ενάγουσα δε μπορεί να επιδιώξει οφειλές της κατά της εναγομένης με την άσκηση αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, αλλά μπορεί μόνο είτε να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση τη συμφωνία συνδιαλλαγής ως εκτελεστό τίτλο είτε να ζητήσει τη δικαστική κήρυξη της λύσης της συμφωνίας κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 ΠτΚ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011) και, κατόπιν, να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών της όπως είχαν διαμορφωθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής.
Απόσπασμα απόφασης
Με τις διατάξεις των άρθρων 99 έως 106 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, εισήχθη από τη Γαλλία στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής («procedure de conciliation»). Σκοπός του νομοθέτη ήταν η πρόληψη της πτώχευσης, με το να τεθούν στη διάθεση του οφειλέτη νομικοί μηχανισμοί αποτρεπτικοί της αναπόδραστα καταστροφικής ρευστοποίησης, ώστε οι οικονομικές δυσκολίες να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προσεκτικό και σοβαρό, με φαντασία, διαπραγμάτευση, ασφάλεια και διαμόρφωση περιβάλλοντος εμπιστοσύνης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Με τη διαδικασία συνδιαλλαγής επιδιωκόταν, υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής και με τη σύμπραξη των πιστωτών, η ικανοποίηση των τελευταίων μέσω της διάσωσης της επιχείρησης, που απειλούταν με οικονομική κατάρρευση ή εκείνης που τα δεδομένα της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν άφηναν προσδοκία επιβίωσης, με απώτερους σκοπούς τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την προαγωγή του τοπικού κοινωνικοοικονομικού χώρου, όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση και ευρύτερα της εθνικής οικονομίας. Η διαδικασία συνδιαλλαγής δεν ήταν παρά μια συλλογική συναινετική διαδικασία, που λειτουργούσε στα πλαίσια της συμβατικής αυτονομίας. Εντούτοις, προβλεπόταν εκ του νόμου τριπλή παρέμβαση του δικαστηρίου, με την έκδοση τριών αποφάσεων, δυνάμει των οποίων λειτουργεί η διαδικασία συνδιαλλαγής, και ειδικότερα η πρώτη απόφαση, που επέτρεπε το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής» (άρθρο 100 ΠτΚ), η δεύτερη απόφαση, που επικύρωνε ή όχι τη συμφωνία, που τυχόν είχε συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχής του μεσολαβητή (άρθρο 101 παρ. 1 ΠτΚ), και η τρίτη απόφαση, που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (άρθρο 105 ΠτΚ) (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 4013/2011, συμφωνίες συνδιαλλαγής που έχουν ήδη συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με το άρθρο 12 του ίδιου ως άνω Νόμου δε θίγονται και διέπονται από τις οικείες διατάξεις του ΠτΚ, όπως ίσχυαν πριν το Νόμο αυτό, εκτός αν παρά τη συμφωνία συνδιαλλαγής συντρέχουν ως προς τον οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, όπως ισχύει μετά από τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω νόμου και ο οφειλέτης ζητήσει την υπαγωγή του σε διαδικασία εξυγίανσης. Ακόμα, κατά το άρθρο 104 παρ. 1 περ. β’ και γ’ ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής επάγεται ως αποτελέσματα και ότι (περ. β’) προσωρινά, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας αναστέλλονται τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής, της ίδιας αναστολής ισχύουσας και ως προς τα μέτρα αυτά και σχετικά με τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον, καθώς και ότι (περ. γ’) αναστέλλεται για την ίδια περίοδο η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 1 περ. ζ’ ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η συμφωνία συνδιαλλαγής δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν, ενώ κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία συνδιαλλαγής αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επικύρωση της συμφωνίας συνδιαλλαγής από το δικαστήριο δεν αναιρεί το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων των πιστωτών, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας, ούτε βέβαια τις καθιστούν εξαρτώμενες υπό όρο, αφού σε κάθε περίπτωση η συνδιαλλαγή είναι επιγενόμενη και δεν πλήττει το κύρος της απαίτησης. Αυτό μάλιστα ισχύει τόσο για τις απαιτήσεις των πιστωτών που υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη, όσο και για τις απαιτήσεις των πιστωτών, οι οποίοι δε συμφώνησαν και δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Πιο συγκεκριμένα, οι πιστωτές που Λ>?υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής διατηρούν το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων τους, προβαίνουν όμως με δική τους πρωτοβουλία και ανάλογα με το είδος της καταρτιζόμενης κάθε φορά συμφωνίας με τον οφειλέτη, είτε σε μείωση αυτών κατά ένα ποσοστό, είτε σε ρύθμιση σταδιακής εξόφλησης τους, όσον αφορά δε στους πιστωτές, με τους οποίους δεν καταρτίστηκε συμφωνία με τον οφειλέτη και οι οποίοι δεν υπέγραψαν τελικά τη συμφωνία συνδιαλλαγής, αυτοί δε δεσμεύονται από τους όρους της συμφωνίας, αλλά δεσμεύονται απλώς από την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη και ενδεχομένως και των συνοφειλετών ή των εγγυητών για το διάστημα της διάρκειας της συμφωνίας συνδιαλλαγής, δηλαδή για μία διετία, όπως συνάγεται από το άρθρο 103 παρ. 2 στοιχ. δ’ ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011 (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 όπ.π.). Επιπλέον, από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγύησης, σύμφωνα με τον οποίο ο εγγυητής ευθύνεται μόνο στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης (άρθρα 850, 851 και 853 ΑΚ), αν ο πιστωτής υπογράψει τη συμφωνία συνδιαλλαγής αποδεχόμενος τη μείωση της απαίτησης του ή τη βελτίωση των όρων ικανοποίησης της, οι ευνοϊκότεροι αυτοί όροι ενεργούν και υπέρ του εγγυητή (βλ. και ΠΠρΑΘ 861/2011 όπ.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, «(παρ. 1) [τ]ο πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε συμβληθέντα πιστωτή μπορεί, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας συνδιαλλαγής, να κηρύξει τη λύση της. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, μπορεί να κηρύξει τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, εάν από όλες τις περιστάσεις, ιδίως εν όψει των ληφθέντων μέτρων και της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, προκύπτει πρόδηλη αδυναμία βιώσιμης συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 3 εφαρμόζονται αναλόγως, (παρ. 2) Αυτοδικαίως επέρχεται η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση λήξης της διάρκειας ισχύος της. (παρ. 3) Αυτοδικαίως επίσης επέρχεται η λύση της συμφωνίας σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του οφειλέτη ή υπαγωγής του σε οποιαδήποτε Διαδικασία αναδιοργάνωσης ή εκκαθάρισης της περιουσίας του». Η έκδοση της απόφασης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση ως αμέσως εκτελεστή εκ του νόμου (άρθρ. 7 παρ 3 ΠτΚ) επιφέρει αυτοδικαίως και τη λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, αντιθέτως η είσοδος του οφειλέτη μετά την επικύρωση της συμφωνίας σε κατάσταση παύσης πληρωμών και μόνο δεν συνεπιφέρει αυτοδικαίως λύση της συμφωνίας. Ως λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής νοείται η περάτωση της ισχύος της και των συνεπειών της επικύρωσης της για όλους τους πιστωτές, συμβληθέντες ή μη, και για τον οφειλέτη (Σπ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, € εκδ., σ. 566). Γενική δε, συνέπεια της λύσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής είναι η άρση των αποτελεσμάτων της επικύρωσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής που προβλέπονται στο αρ. 104 ΠτΚ, χωρίς ανατροπή των εννόμων καταστάσεων που δημιουργήθηκαν κατά τη διαδικασία (ΠΠρωτΑΘ 710/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Κοτσίρης, Η διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον πτωχευτικό κώδικα, 2010, σ.127). Εξάλλου, οι διακανονισμοί εξόφλησης οφειλών σε δόσεις που υπερβαίνουν χρονικά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας συνδιαλλαγής (η οποία δε μπορεί κατά νόμο να υπερβεί τα 2 έτη από την επικύρωση της) δεν επιδρούν στη νομιμότητα της, επειδή η διάρκεια αυτής αφορά μόνο τους μη συμβληθέντες πιστωτές και την άσκηση των δικαιωμάτων τους (άρθρο 104 ΠτΚ), ενώ αντίθετα οι υπογράψαντες τη συμφωνία πιστωτές ενέχονται πλέον με βάση τους όρους της και πέραν του χρόνου διάρκειας της ισχύος της, δυνάμενοι, επί μη εκπλήρωσης των όρων της εκ μέρους του οφειλέτη, να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση με βάση την απόφαση επικύρωσης της (άρθρο 104 παρ. 2 ΠτΚ), με κύρια εξαίρεση την περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη. Αυτό συνάγεται από την αντιδιαστολή της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 105 ΠτΚ (Εφ Πειρ 207/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1851/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.