Σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητική Δικονομίας (ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 2717 ΦΕΚ Α΄97/17.5.1999) σχετικά με την αναστολή των προθεσμιών στο Διοικητικό Δίκαιο των διαφορών ουσίας προβλέπονται τα ακόλουθα: «…4. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αναστέλλονται οι προθεσμίες που έχουν ταχθεί για τη διεξαγωγή αποδείξεων. Η αναστολή δεν ισχύει όταν πρόκειται για συντηρητική απόδειξη ή για υποθέσεις που εκδικάζονται από τα τμήματα διακοπών. Οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων ή μέσων αναστέλλονται για το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου».
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1.α του Ν. 2479/1997 σχετικά με την αναστολή των προθεσμιών στις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προβλέπονται τα κάτωθι: «…1.α. Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης».
Δεδομένου όμως ότι στο άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. από 26.6-10.7.1944, Α΄ 139), προβλέπεται ότι σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει καμία προθεσμία εις βάρος του κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών» (Α΄ 35), αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν την 15η Σεπτεμβρίου, όρος που ενώ με την παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 1868/1989 (Α΄ 230) ορίστηκε ότι είναι ισχύων αρχικώς μόνο για τις λοιπές δίκες και όχι για τα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκούμενα ένδικα μέσα και βοηθήματα (ΣτΕ Ολομ. 3508/1979), άρχισε πλέον να εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενώ πριν την ανωτέρω επέκτασή της, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 11 του από 26.6-10.7.1944 Κ.Δ/τος είχε ήδη επεκταθεί: α) ως προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με το άρθρο 75 του Ν. 1416/1984 (Α΄ 18) και β) ως προς το Ι.Κ.Α. με το άρθρο 5 του Ν. 3210/1955 (Α΄ 115), περαιτέρω επεκταθείσα και στους λοιπούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την παρ. 9 του άρθρου 21 του Ν. 1902/1999 (Α΄ 138), ενώ με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 (Α΄ 31) το ανωτέρω ειδικό νομικό καθεστώς αναστολής των προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων από το Δημόσιο και τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επεκτάθηκε σε όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Τελικώς όμως οι ως άνω ρυθμίσεις (το άρθρο 4 παρ. 1.α του Ν. 2479/1997 και το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου), κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται εις βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, κρίθηκε με τις υπ’ αρ. 1780/2006, 2807/2002 και 2808/2002 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι αντίκεινται στην «αρχή της δικονομικής ισότητος των διαδίκων» (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), η οποία συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση των διαδίκων από τους προσδιορίζοντες τους όρους ασκήσεως του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας δικονομικούς νόμους (βλ. και ΣτΕ 497/2002, ΟλΣτΕ2807/2002). Επομένως, διατάξεις δικονομικών νόμων με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση όσον αφορά το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες, διότι αποκλείουν της εφαρμογής τους τον τελευταίο αυτόν διάδικο. Ειδικότερα, το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου είναι ανίσχυρο, κατά το μέρος που αποκλείει από την εφαρμογή του τους ιδιώτες διαδίκους, οι οποίοι επομένως δικαιούνται για λόγους ίσης μεταχειρίσεως προς το Δημόσιο να τύχουν, όπως και αυτό, της αυτής μεταχειρίσεως, δηλαδή της αναστολής προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων, καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, το δε άρθρο 4 παρ. 1.α του Ν. 2479/1997 (και καθ’ ερμηνεία το άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητική Δικονομίας που εισάγει την ίδια ακριβώς ρύθμιση για την αναστολή των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων – βλ. ΟλΣτΕ 1476/2004) είναι ανίσχυρο, διότι περιορίζειγια τους ιδιώτες διαδίκους στο χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου την προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεώς τους προς το Δημόσιο προαναφερόμενη επέκταση της αναστολής, καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εφόσον οι ως αν διατάξεις κρίθηκαν ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, δεδομένου ότι εισήχθη άνιση μεταχείριση κι η αναστολή των προθεσμιών για το Δημόσιο ίσχυε για όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ενώ για τους ιδιώτες μόνο από 1η έως 31η Αυγούστου, η προθεσμία ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων και μέσων (ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας) αναστέλλεται όχι μόνο κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, αλλά καθ` όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1η Ιουλίου – 15η Σεπτεμβρίου).
Παραθέτουμε όλη τη σχετική απόφαση της ολομέλειας του ΣΤΕ:
ΣτΕ Ολ. 1780/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αρχή δικονομικής ισότητας διαδίκων – Αναστολή προθεσμιών – Δικαστικές διακοπές – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης – Έφεση – Προθεσμία ετήσια -.
Η ευνοϊκή υπέρ του Δημοσίου μεταχείριση έναντι των ιδιωτών διαδίκων, όσον αφορά στη διάρκεια της αναστολής των εις βάρος τους προθεσμιών κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών και ειδικότερα, ότι για μεν το Δημόσιο δεν τρέχει καμία προθεσμία εις βάρος του καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (από 1-7 έως 15-9), ενώ για τους ιδιώτες διαδίκους η εν λόγω αναστολή προθεσμιών χωρεί μόνον κατά τη διάρκεια του Αυγούστου (από 1-31), κατά το μέρος που με αυτή διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, για την αποκατάσταση της οποίας η αναστολή των προθεσμιών καθ’ όλη την διάρκεια των δικαστικών διακοπών ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες διαδίκους ένδικα μέσα. Η ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως που αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου λήγει οπωσδήποτε, όταν παρέλθει έτος από την αφετηρία της προθεσμίας αυτής και δεν είναι δεκτική ούτε αναστολής, ούτε παρεκτάσεως για τον ασκούντα το ένδικο αυτό μέσο που διαμένει στην αλλοδαπή. Η ως άνω ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, είτε έχει αρχίσει πριν από αυτές, είτε κατά τη διάρκεια τους (όταν η δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως γίνεται από 1-7 έως 15-9), εφ’ όσον μάλιστα η διάταξη του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει την αναστολή δεν διακρίνει σχετικώς, η δε αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται από την τελευταία αυτή διάταξη για τα ασκούμενα από το Δημόσιο ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, η οποία ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, αναφέρεται μόνον, όσον αφορά στην έφεση, στην 60νθήμερη προθεσμία από τη κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως και όχι και στην ετήσια προθεσμία από τη δημοσίευση αυτής. (Αντίθετη μειοψηφία).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1780/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Δεκεμβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Σγουρόγλου, Α. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Χλαμπέα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 10 Ιουλίου 2001 έφεση:
του Σ. Μ. του Κ., κατοίκου Σύρου (Κοινότητα Βάρης, Οικισμός Φάμπρικα), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (A.M. 10123), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, η οποία δεν παρέστη, και κατά της υπ’ αριθμ. 1257/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της υπ’ αριθμ. 417/2005 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Τσιμέκα, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του εκκαλούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την υπό κρίση έφεση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2182288/2001 ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθ. 1257/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, υπαλλήλου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, του κλάδου ΠΕ Τοπογράφων Μηχανικών, κατά της υπ’ αριθμ. ΓΝ 2010/1998/12-3-1999 αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων, κατά το μέρος που με αυτήν τοποθετήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Συγκοινωνιακών και Κτιριακών Έργων της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων κατά παράλειψη αυτού, ο Α. Γ., υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Πολιτικών Μηχανικών.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 417/2005 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει του ανακύψαντος ζητήματος αν προς άσκηση εφέσεως χωρεί αναστολή της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.
4. Επειδή, με το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. από 26.6-10.7.1944, Α’ 139) ορίστηκε ότι: «Εις πάσας τας δίκας του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου…..πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξαμένη προ των διακοπών, ως και η εξέτασις των μαρτύρων, αναστέλλονται κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών…», οι δε δικαστικές διακοπές, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών» (Α’ 35), αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Με την παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 1868/1989 (Α’ 230) ορίστηκε, περαιτέρω, ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 του από 26.6-10.7.1944 Κ.Δ/τος, η οποία ίσχυε αρχικώς μόνο για τις πολιτικές δίκες και, συνεπώς, όχι για τα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκούμενα ένδικα μέσα και βοηθήματα (ΣτΕ Ολομ. 3508/1979), εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, με την παρ. 1α του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 (Α’ 67) ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από της 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης». Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων, όσον αφορά στη διάρκεια της αναστολής των εις βάρος τους προθεσμιών κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Ειδικότερα, για μεν το Δημόσιο ορίζεται ότι δεν τρέχει καμία προθεσμία εις βάρος του καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (από 1-7 έως 15-9), ενώ για τους ιδιώτες διαδίκους η εν λόγω αναστολή προθεσμιών χωρεί μόνον κατά τη διάρκεια του Αυγούστου (από 1 -31). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται εις βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες, ως αντικείμενες στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, για την αποκατάσταση της οποίας η αναστολή των προθεσμιών καθ’ όλη την διάρκεια των δικαστικών διακοπών ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες διαδίκους ένδικα μέσα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2807, 2808/2002, Ολομ.).
Τέλος, στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 (Α’ 268), όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 58 παρ. 3 του π. δ/τος 18/1989 (Α’ 8), ορίζονται τα εξής: «Έφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από της επομένη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντως μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση της».
5. Επειδή, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977, η ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως που αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου λήγει οπωσδήποτε, όταν παρέλθει έτος από την αφετηρία της προθεσμίας αυτής και δεν είναι δεκτική ούτε αναστολής, ούτε παρεκτάσεως για τον ασκούντα το ένδικο αυτό μέσο που διαμένει στην αλλοδαπή. Τούτο δε διότι η αναστολή δεν συμβιβάζεται με τη φύση της εν λόγω προθεσμίας, η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο, μέχρι το οποίο είναι κατά νόμο δυνατή η άσκηση εφέσεως και η οποία θεσπίσθηκε, προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα στις σχέσεις Διοίκησης και διοικούμενων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου επί της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. και ΣτΕ 1755/2000, 3398/1998 κ.α.). Για τον ίδιο λόγο η ως άνω ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, είτε έχει αρχίσει πριν από αυτές, είτε κατά τη διάρκεια τους (όταν η δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως γίνεται από 1-7 έως 15-9), εφ’ όσον μάλιστα η διάταξη του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει την αναστολή δεν διακρίνει σχετικώς, η δε αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται από την τελευταία αυτή διάταξη για τα ασκούμενα από το Δημόσιο ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, η οποία ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, αναφέρεται μόνον, όσον αφορά στην έφεση, στην 60νθήμερη προθεσμία από τη κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως και όχι και στην ετήσια προθεσμία από τη δημοσίευση αυτής. Τούτο, εξ άλλου, επαληθεύεται και από το γεγονός ότι στην περίπτωση της ετήσιας προθεσμίας δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης της αναστολής, που είναι να μην υπάρχει κίνδυνος να απολέσουν την σύντομη (60νθήμερη) προθεσμία από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως οι διάδικοι, όταν κατά τη διάρκεια της μεσολαβεί περίοδος δικαστικών διακοπών, οι οποίες συμπίπτουν με την περίοδο των θερινών διακοπών. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Στ. Χαραλάμπους, Α. Γ. Βώρου και Κ. Ευστρατίου, από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, που ορίζει ότι «ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία», και το οποίο αφορά σε όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, τα οποία ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για τους ιδιώτες διαδίκους, συνάγεται ότι, εφόσον στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 702/1977, που διέπει τα της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν περιέχεται ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη, ειδικώς σε ότι αφορά στην ετήσια προθεσμία της εφέσεως, και η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όταν η δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως λάβει χώρα κατά το χρονικό αυτό διάστημα (από 1-7 έως 15-9).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απόφαση, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα σ’ αυτήν, δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3-7-2000, η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά στις 12.7.2001, δηλαδή μετά την πάροδο της ετήσιας προθεσμίας που τάσσει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 και, συνεπώς, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, δεν χωρεί αναστολή της προθεσμίας αυτής κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Πρέπει, επομένως, για το λόγο αυτό, ο οποίος ερευνάται αυτεπαγγέλτως, η έφεση αυτή να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 2006.
Κυριάκος Κόκκινος, Δικηγόρος-Ποινικολόγος, Πρόεδρος Κίνησης Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ, Coach, CSAP, Εκπαιδευτής Ενηλίκων