Η επικείμενη κλιματική καταστροφή επαναφέρει το ερώτημα για το εάν μπορεί μια στρατηγική αποανάπτυξης να είναι η λύση
Παρότι ζούμε σε μία περίοδο όπου η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες ιδίως του αναπτυγμένου Βορρά σε ενέργεια εν μέσω των αναταράξεων που προκαλούν οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας έχει οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη ανοχή στα ορυκτά καύσιμα, μέχρι του σημείου της επαναλειτουργίας εργοστασίων που χρησιμοποιούν γαιάνθρακα, αυτό δεν αναιρεί ότι η κλιματική αλλαγή όχι μόνο είναι εδώ, αλλά παίρνει τα χαρακτηριστικά της κλιματικής καταστροφής, με πιο πρόσφατη αποτύπωση την εντυπωσιακή ξηρασία που οδήγησε στην πρωτοφανή υποχώρηση της στάθμης αρκετών ποταμών στην Ευρώπη. Οι δεσμεύσεις για ριζική μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή φαντάζουν αρκετά φραστικές εάν κανείς κοιτάξει τις σημερινές δυναμικές ως προς τις πραγματικές εκπομπές.
Αυτό οδηγεί και σε μια αμφισβήτηση της δυνατότητας των περισσότερων κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και μια αντίστοιχη αμφισβήτηση της κυρίαρχης στρατηγικής τους που περιλαμβάνει μια ριζική μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων μαζί με διάφορες φιλόδοξες μορφές geo-engineering που ξεκινούν από σχέδια για τον εγκλωβισμό και την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε κλίμακα που να επιτρέπει τη συνέχιση χρήσης ως ένα βαθμό κάποιων ορυκτών καυσίμων και κυρίως βιοκαυσίμων, έως τεχνολογικές ουτοπίες για τη δυνατότητα τεράστιας κλίμακας παρεμβάσεων στην ατμόσφαιρα ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο της θέρμανσης του πλανήτη. Βεβαίως, ειδικά τα τελευταία σχέδια, πέραν των τεράστιων δυσκολιών που έχουν, μπορεί να έχουν και μεγάλο πραγματικό οικολογικό κόστος, ακριβώς επειδή το κλίμα του πλανήτη αφορά ένα εξαιρετικά σύνθετο σύστημα και αυτό σημαίνει ότι τόσο μεγάλες παρεμβάσεις είναι πιθανό τελικά να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα.
Η στρατηγική της αποανάπτυξης
Στον αντίποδα ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης υποστηρίζει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στον ίδιο τον τρόπο που βλέπουμε την ανάπτυξη. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, όσο θεωρούμε ότι στοιχείο οικονομικής και κοινωνικής προόδου είναι η οικονομική μεγέθυνση, αυτό που συνήθως μετράμε ως ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, τόσο περισσότερο επιμένουμε σε οικονομικές πρακτικές που στηρίζονται στην παραγωγή αγαθών που δεν εξυπηρετούν απαραίτητα κάποια πραγματική ανάγκη, αυξάνουμε τον όγκο των απορριμμάτων και συνεχίζουμε να καταναλώνουμε ολοένα και περισσότερη ενέργεια συντηρώντας την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα και επιτείνοντας τον κίνδυνο μιας επικείμενης κλιματικής καταστροφής. Το ρεύμα αυτό θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτό που γενικά έχει περιγραφεί ως «βιώσιμη ανάπτυξη», δηλαδή μια ανάπτυξη που δεν επιβαρύνει τον πλανήτη, παρά μόνο ως σαφή παραδοχή ότι το είδος «ανάπτυξης» που μετριέται ως αύξηση του ΑΕΠ θα μειωθεί.
Το πρόταγμα αυτό συνδυάζεται με προτάσεις που αφορούν την ριζική αναδιανομή του πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως από τη στιγμή που πολλές περιοχές του πλανήτη ακόμη δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο της κάλυψης των βασικών αναγκών των κατοίκων τους και προφανώς δεν μπορούν να κληθούν να «καταναλώνουν λιγότερο» και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. του Jason Hickel και του βιβλίου του Less is More. How Degrowth will save the World (Το λιγότερο είναι περισσότερο. Πώς η αποανάπτυξη θα σώσει τον κόσμο), που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Windmill, περιλαμβάνει και ένα ρητά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, συνδέοντας το αίτημα της συνεχούς οικονομικής μεγέθυνσης με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίστοιχα, ο Tim Jackson, στο βιβλίο του Post–Growth: Life after Capitalism (Η μετά-ανάπτυξη: η ζωή μετά τον καπιταλισμό), που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Polity, συνδέει την επανεξέταση της έννοιας της ανάπτυξης με μια συνολικότερη επανιεράρχηση αξιών και αναγκών για τη ζωή που κοιτάζει πέρα από τον ορίζοντα του καπιταλισμού. Από τη μεριά τους, οι Troy Vettese και Drew Pendergrass στο βιβλίο τους Half–Earth Socialism (Ο σοσιαλισμός της Μισής-Γης) προτάσσουν ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για μια σχεδιοποιημένη σε παγκόσμια κλίμακα διαχείριση της μετάβασης σε ένα καθεστώς που βασική πτυχή του θα είναι ότι μεγάλο μέρος της Γης θα τεθεί έξω από κάθε εκμετάλλευση.
Υπάρχουν, όμως, και διαφορετικές ματιές. Ο Matt Hubber στο βιβλίο του Climate Change as Class War (Η κλιματική αλλαγή ως ταξικός πόλεμος), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso το 2022, θεωρεί ότι οι τοποθετήσεις υπέρ της αποανάπτυξης και ενός είδους «επαναστατικής λιτότητας» ως λύσης για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, αντανακλούν περισσότερο τις αγωνίες, τις ανησυχίες και συχνά τις ενοχές των στρωμάτων με ανώτερη μόρφωση (αυτών που στα αγγλικά περιγράφονται ως the professional class) που θεωρούν ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι καταναλώνουμε πολύ και αδυνατούν να κατανοήσουν ότι στην κλιματική καταστροφή οδηγεί περισσότερο ένας τρόπος παραγωγής με σκοπό το κέρδος, παρά οι ατομικές συμπεριφορές. Για τον Huber η κοινωνική δύναμη που μπορεί να επιβάλει τις αλλαγές που χρειάζονται ώστε να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή είναι ακριβώς η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της
Ποιος ιστορικός ορίζοντας;
Όλα αυτά αναδεικνύουν ερώτημα που κάποτε ανέδειξε ο Fredric Jameson, ότι δηλαδή μας είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι ως προς το πρώτο ενδεχόμενο ήδη εργαζόμαστε σκληρά. Ωστόσο, η αναμέτρηση με τον επικείμενη κλιματική καταστροφή αναγκαστικά περνάει και μέσα από την αναζήτηση ιστορικών οριζόντων που να υπερβαίνουν παραγωγικές σχέσεις και των αγοραίες μορφές που σήμερα θεωρούμε αυτονόητες.