Η απότομη διακοπή του μήνα του μέλιτος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω του Κυπριακού το 1954-1955 δεν μπορούσε να αφήσει ανέπαφους τους Ελληνορθόδοξους της Πόλης και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς η Αγκυρα κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει το διπλωματικό πλεονέκτημα της Τουρκίας στο ελληνοτουρκικό μειονοτικό ισοζύγιο που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Με το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο βιοτικό και μορφωτικό της επίπεδο, αλλά και την ανεκτίμητη περιουσία των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών της ιδρυμάτων, η κωνσταντινουπολίτικη Ρωμιοσύνη δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πολύ πιο περιορισμένη παρουσία, εκτόπισμα και συλλογική οργάνωση της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη. Η ασύμμετρη ελληνοτουρκική μειονοτική συνιστώσα γινόταν ακόμη πιο έκδηλη εξαιτίας της παρουσίας στην τουρκική επικράτεια του ιστορικού Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο έχαιρε διεθνούς αναγνώρισης και κύρους. Τον ισχυρό διαπραγματευτικό μοχλό της κωνσταντινουπολίτικης Ρωμιοσύνης «αξιοποίησε» ad nauseam η τουρκική διπλωματία προκειμένου να υποχρεώσει την Ελλάδα σε παραχωρήσεις στο Κυπριακό. Αλλωστε πάγια και διαχρονική υπήρξε η τουρκική επιθυμία να ξεφορτωθεί κάθε ελληνική παρουσία στην Τουρκία.
Οργανωμένο πογκρόμ κατά της ελληνικής μειονότητας
Τα ανθελληνικά και αντιπατριαρχικά πάθη ανέλαβαν να υποδαυλίσουν η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Hürriyet και οι ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις «Η Κύπρος είναι τουρκική» και η «Εθνική Ομοσπονδία Τούρκων Φοιτητών». Ο κεντρικός σχεδιασμός της εκστρατείας αυτής ανατέθηκε στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας (τη διαδέχθηκε η σημερινή ΜΙΤ), κεντρικός βραχίονας του τουρκικού βαθέος κράτους που προσχεδίασε και μεθόδευσε εξ ολοκλήρου το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Αφετηρία της στοχοποίησης του Πατριαρχείου αποτέλεσε το αίτημα για δημόσια καταγγελία του αγώνα των Κυπρίων εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, από τον οποίο οι εθνικιστικές οργανώσεις απαιτούσαν να επιβάλει, με την ιδιότητα του Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πειθαρχικά μέτρα εναντίον του «ιεραρχικά υφισταμένου του»(!) Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Οταν ο Αθηναγόρας αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις αυτές, το ανθελληνικό μένος των Τούρκων εθνικιστών στράφηκε κατά του Οικουμενικού θεσμού αξιώνοντας πλέον την απομάκρυνσή του από την Τουρκία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν εξαιρετικά λεπτή η θέση του Αθηναγόρα, ο οποίος αρκέστηκε να δηλώσει την προσήλωσή του στην ελληνοτουρκική φιλία, εκφράζοντας συνάμα την ευχή για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο γειτονικών λαών. Αποκορύφωμα του ανθελληνικού μένους και φανατισμού ήταν τα Σεπτεμβριανά γεγονότα, όταν μέσα σε μία νύχτα, στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, άνω των 20.000 (κατά την πλέον συντηρητική εκτίμηση) φανατισμένων διαδηλωτών έσπειραν τη καταστροφή και τον τρόμο στον ελληνορθόδοξο πληθυσμό αλλά και στους υπόλοιπους μη μουσουλμάνους μειονοτικούς της Κωνσταντινούπολης. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με ιδιαίτερη μανία εναντίον ελληνικών στόχων με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς 1.004 κατοικίες, ενώ άλλες περίπου 2.500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4.348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, πέντε πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις τριών ελληνόγλωσσων εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Την αποτρόπαιη εκείνη νύχτα δολοφονήθηκαν 18 ελληνορθόδοξοι και βιάστηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ομογενειακού νοσοκομείου Βαλουκλή, τουλάχιστον 200 κοπέλες.
Ιδιαίτερο στόχο αποτέλεσαν τα θρησκευτικά καθιδρύματα, με μόνο επτά από τις 80 ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Πόλης να διαφύγουν την καταστροφή και την ερήμωση, ενώ υπέστησαν σοβαρές ζημιές τα αγιάσματα, οι ιστορικές μονές και τα κοιμητήρια της Ρωμιοσύνης. Από την οργή των βανδάλων δεν γλίτωσαν ούτε οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών στον περίβολο της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Οσον αφορά τους ιεράρχες του Φαναρίου, ο εξέχων και λόγιος μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος Αραμπατζόγλου υπέστη επίθεση και τραυματίστηκε στην κεφαλή και στο πρόσωπο όταν ο όχλος εισέβαλε στην ιδιωτική του κατοικία στον Βόσπορο (ο Γεννάδιος απεβίωσε μερικούς μήνες αργότερα εξαιτίας των τραυμάτων αυτών). Συγκλονιστική ήταν η περιπέτεια του υπερήλικα μητροπολίτη Δέρκων Ιάκωβου Παπαπαϊσίου ο οποίος απέφυγε τον θάνατο πραγματικά την τελευταία στιγμή, όταν πήδηξε από το παράθυρο του γραφείου του στον δεύτερο όροφο του καιόμενου μητροπολιτικού μεγάρου στα Θεραπειά του Βοσπόρου. Επιθέσεις δέχθηκαν οι κληρικοί του ιστορικού μοναστηριού στο Βαλουκλή με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο άνω των 90 ετών ιερέας της μονής, Χρύσανθος Μαντάς, ενώ ο επίσκοπος Παμφύλου Γεράσιμος κατάφερε να επιβιώσει παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχθηκε την τρομακτική εκείνη νύχτα.
Μόνο το συγκρότημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι (αλλά και το γενικό προξενείο της Ελλάδας) απέφυγε την καταστροφή, αφού ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις είχαν σταλεί πριν από τα επεισόδια για τη φρούρησή του.
ADVERTISING
Χλιαρές αντιδράσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα
Αποκλεισμένος στο Φανάρι, ο Πατριάρχης απέστειλε στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 επιστολή δια-μαρτυρίας προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές ζητώντας την προστασία της ελληνορθόδοξης μειονότητας και την «εφεξής ομαλήν εκπλήρωσιν της αποστολής» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Αντιμέτωπος με την κατηγορία της διοργάνωσης των αντιχριστιανικών επιδρομών και εκτρόπων, ο Μεντερές προέβη σε υποσχέσεις για την αποκατάσταση των ζημιών στις εκκλησίες, στα σχολεία και την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους παθόντες. Οι υποσχέσεις όμως αυτές αποδείχθηκαν φρούδες και αποτέλεσαν ένα προπέτασμα καπνού προς συγκάλυψη των ευθυνών της κυβέρνησης για το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955. Τελικά η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε ελάχιστες αποζημιώσεις, ενώ η επίσημη Τουρκία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη από τους μη μουσουλμάνους πολίτες της για τις υλικές και ψυχολογικές βλάβες που υπέστησαν εξαιτίας των ταραχών που έλαβαν χώρα πριν από ακριβώς 65 ακριβώς χρόνια.
Η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε κάθε παρέμβαση της Ελλάδος υπέρ της ελληνικής μειονότητας και των ιδρυμάτων της, προειδοποιώντας ότι τέτοιες πρωτοβουλίες «δεν θα είχαν το ποθούμενο αποτέλεσμα και θα υπέσκαπταν την ελληνοτουρκική φιλία». Οι Τούρκοι θεώρησαν «αντιτουρκική ενέργεια» ακόμη και τη δημοσίευση της «Μαύρης Βίβλου», ειδικού τόμου για τα γεγονότα που συνέταξαν οι Χριστόφορος Χρηστίδης και Αλέξανδρος Πάλλης, επιτυγχάνοντας τελικά τη μη έκδοσή του. Είναι σαφές ότι με δεδομένες τις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί κατά τη δεκαετία του 1950, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να παρέμβει δυναμικά και ουσιαστικά υπέρ των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Ελληνισμού της Τουρκίας. Αλλά και η διπλωματική κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Παρά την όποια ευαισθησία που επέδειξε η κοινή γνώμη στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ αλλά και στον ορθόδοξο κόσμο, η επίσημη στάση των αμερικανικών και των βρετανικών αρχών αλλά και του ΝΑΤΟ υπήρξε ιδιαιτέρως χλιαρή και συγκρατημένη. Στην κρίσιμη και κομβική φάση που διήνυε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Δύση δεν ήταν διατεθειμένη να δυσαρεστήσει την Αγκυρα.
Μόνο το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών επέδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την τύχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποστέλλοντας πενταμελή αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 7 και 14 Νοεμβρίου 1955. Η αντιπροσωπεία κατέγραψε λεπτομερώς τις καταστροφές των ελληνορθόδοξων εκκλησιών και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων, σε εμπεριστατωμένη έκθεση που έφερνε στο φως την επισφαλή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωμιοσύνης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αντιπροσωπείας, μόνον οι καταστροφές στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια.
Σοφή και ψύχραιμη η στάση του Πατριάρχη
Οι βιαιοπραγίες και οι εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσαν ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα στους Ρωμιούς της Πόλης, με τον ιμβριακής καταγωγής Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο να χαρακτηρίζει τα Σεπτεμβριανά γεγονότα την «τρίτη άλωση» της Κωνσταντινούπολης. Οδήγησαν δε τον Αθηναγόρα να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε απόψεις του, αφού ήταν πλέον σαφές ότι είχε πέσει θύμα της βαθιάς και καλοπροαίρετης πίστης του στην ελληνοτουρκική φιλία. Σε συνάντησή του λίγες ημέρες μετά τις ταραχές με τον επιφανή Ελληνα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, που υπηρετούσε τότε στο γενικό προξενείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποδέχθηκε ότι είχε υπερεκτιμήσει την προθυμία των Αμερικανών (που είχαν άλλωστε πρωτοστατήσει στην ανάδειξή του στον Οικουμενικό Θρόνο μόνο επτά χρόνια νωρίτερα) να στηρίξουν το Φανάρι. Εξέφρασε δε την αποφασιστικότητα να επικεντρώσει πλέον τις προσπάθειές του στη συνέχιση της ιστορικής αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην επούλωση των πληγών του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, εμψυχώνοντας με κάθε δυνατό τρόπο το ποίμνιό του. Οταν στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στις 15 Σεπτεμβρίου 1955 πολλοί Φαναριώτες ιεράρχες τάχθηκαν υπέρ της κήρυξης της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εν διωγμώ, ο Αθηναγόρας διαφώνησε υπογραμμίζοντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα έθετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε νέες και πολύ πιο επικίνδυνες περιπέτειες.
Μπορούμε να συμπεράνουμε εκ των υστέρων ότι η σοφή και ψύχραιμη στάση του Αθηναγόρα, σε εκείνη την πολύ δύσκολη καμπή της πατριαρχίας του, συνέβαλε καταλυτικά στη διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ιστορική του έδρα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και προοπτικές, ο Αθηναγόρας κατάφερε να αναδείξει το Φανάρι σε οικουμενικό πνευματικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας και κύρους κατά τη δεκαετία του 1960. Το έργο αυτό συνέχισαν οι διάδοχοί του Δημήτριος και Βαρθολομαίος, ο οποίος επανειλημμένως έχει εκφράσει την αποφασιστικότητα της συρρικνωμένης πλέον Ρωμιοσύνης να συνεχίσει την παρουσία της στην Κωνσταντινούπολη. Στο ίδιο μήκος κύματος οι εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς των εναπομεινάντων Κωνσταντινουπολιτών διατρανώνουν τη βούλησή τους να παραμείνουν in situ στη γενέτειρά τους, με τον Λάκη Βίγκα, ηγετικό λαϊκό στέλεχος και κοινοτικό παράγοντα της ελληνορθόδοξης μειονότητας, να δηλώνει την πεποίθησή του «για τη συνέχιση της πορείας της Ρωμιοσύνης ως μικρής, αλλά αυτόνομης, διακριτής και χρήσιμης κοινότητας για την ευρύτερη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης».
Σημείωση για το φωτογραφικό υλικό: Οι ιστορικές φωτογραφίες του γνωστού ως «φωτογράφου των Σεπτεμβριανών» Δημητρίου Καλούμενου (1912-2006) πρωτοεμφανίστηκαν στο λεύκωμα «Η Σταύρωση του Χριστιανισμού», το οποίο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1979. Με τη συμπλήρωση 60 ετών από τα αποτρόπαια εκείνα γεγονότα, οι φωτογραφίες του Καλούμενου παρουσιάστηκαν σε ειδικό τόμο στα τουρκικά με τη συνδρομή του φωτογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικολάου Μαγγίνα, με την ευγενή άδεια του οποίου παρατίθενται οι φωτογραφίες.
* Ο κ. Αλέξης Αλεξανδρής είναι πρέσβης ε.τ., Μέγας Ρήτωρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.