Τάσος Δασόπουλος
Η επιτάχυνση της εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους και οι προβλέψεις του Προϋπολογισμού του 2023 θα είναι τα βασικά θέματα στην ατζέντα των Θεσμών κατά την πρώτη αξιολόγηση, μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, που θα ξεκινήσει στις 5 Οκτωβρίου.
Οι ξένοι τεχνοκράτες έχουν αποφασίσει να δώσουν έμφαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς είναι το πλέον ευάλωτο τμήμα της οικονομίας σε μια εποχή που τα εισοδήματα πιέζονται λόγω πληθωρισμού και τα επιτόκια του ευρώ αυξάνονται. Σε πρώτη φάση θα επισημάνουν την ανάγκη οι ελληνικές τράπεζες να εκδώσουν ειδικά ομόλογα MREL (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities), τα οποία θα χρησιμοποιηθούν μόνο στην ανάγκη μιας διάσωσης «εκ των έσω». Αν, δηλαδή, μια τράπεζα βρεθεί σε κρίση, πλέον, με τους κοινοτικούς κανονισμούς, θα πρέπει να απευθυνθεί για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στους μετόχους, στη συνέχεια τους ομολογιούχους και, τέλος, στους καταθέτες. Για να αποφευχθεί το κούρεμα καταθέσεων θα πρέπει οι τράπεζες να διαθέτουν ένα ελάχιστο κεφάλαιο, έστω από δάνειο, που θα εξασφαλιστεί με τα ειδικά ομόλογα, τα οποία θα εισφέρουν για τη διάσωσή τους. Η υποχρέωση αυτή είχε αναβληθεί, καθώς είχε δοθεί προτεραιότητα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Τώρα, που τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώνονται σε μονοψήφιο ποσοστό, το αίτημα επανέρχεται.
Χρηματοδοτήσεις
Επίσης, θα εξεταστεί η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και ειδικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να μην έχουμε λουκέτα και αύξηση της ανεργίας. Οι ξένοι τεχνοκράτες θα μεταφέρουν το πρόβλημα της έλλειψης τραπεζικού προφίλ για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ώστε να αναζητηθούν λύσεις μέσα από κοινοτικές πρωτοβουλίες όπως τα κονδύλια του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Το τρίτο μεγάλο θέμα τους θα είναι η διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους μέσω της λειτουργίας του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, στο πλαίσιο της εξέτασης των εκκρεμοτήτων της ενισχυμένης εποπτείας, που θα οδηγήσει και στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης, ύψους 750 εκατ. ευρώ, από τα κέρδη των ομολόγων, η οποία εκκρεμεί από το 2019.