Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια μετά τη λύση της σχέσης εργασίας – Παραγραφή – Χρονικό σημείο έναρξης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-09-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αξίωση από το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που απέκτησε εργαζόμενος για ορισμένη περίοδο αναφοράς υπόκειται σε τριετή παραγραφή η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση, όταν ο εργοδότης δεν παρέσχε πράγματι στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η TO εργάστηκε για τον LB από την 1η Νοεμβρίου 1996 έως τις 31 Ιουλίου 2017.
Κατόπιν της λύσης της σχέσης εργασίας, η TO ζήτησε από τον LB χρηματική αποζημίωση για τις 101 ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν συσσωρευθεί μεταξύ των ετών 2013 και 2017 και τις οποίες δεν είχε λάβει.
Η αγωγή που άσκησε η ΤΟ στις 6 Φεβρουαρίου 2018 κατόπιν της άρνησης του LB να της καταβάλει την εν λόγω αποζημίωση έγινε εν μέρει δεκτή πρωτοδίκως. Ειδικότερα, η ΤΟ έλαβε αποζημίωση για τρεις ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τις οποίες δεν είχε λάβει το 2017. Αντιθέτως, η αγωγή της απορρίφθηκε όσον αφορά τις αξιώσεις σχετικά με τις ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για τα έτη 2013 έως 2016.
Η ΤΟ άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Landesarbeitsgericht Düsseldorf (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Ντίσελντορφ, Γερμανία), το οποίο έκρινε ότι η ΤΟ δικαιούνταν να ζητήσει αποζημίωση για 76 επιπλέον ημέρες μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2013 και 2016. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο LB δεν είχε ενεργήσει κατά τρόπο ώστε η TO να μπορεί εγκαίρως να λάβει τις άδειές της για τα έτη αυτά, ως εκ τούτου δε τα δικαιώματά της δεν είχαν αποσβεσθεί και οι σχετικές αξιώσεις της δεν είχαν παραγραφεί βάσει των γενικών διατάξεων περί παραγραφής των άρθρων 194 επ. του BGB (γερμανικού αστικού κώδικα).
Ο LB άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία). Το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι τα δικαιώματα της TO για τα έτη 2013 έως 2016 δεν αποσβέσθηκαν βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του BUrlG, δεδομένου ότι ο LB δεν παρέσχε εγκαίρως στην ΤΟ τη δυνατότητα να λάβει πράγματι την ετήσια άδειά της μετ’ αποδοχών. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της απόφασης της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften, C‑684/16, κατά την οποία ο εργοδότης πρέπει να προτρέπει τον εργαζόμενο να λάβει την άδειά του και να τον ενημερώνει για την πιθανή απόσβεση του δικαιώματός του, το αίτημα της TO για χρηματική αποζημίωση έπρεπε κατ’ αρχήν να γίνει δεκτό.
Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι ο LB προέβαλε ένσταση παραγραφής της αξίωσης βάσει του άρθρου 194 του BGB. Ειδικότερα, βάσει των άρθρων 195 και 199 του BGB, οι αξιώσεις του δανειστή παραγράφονται τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωσή του.
Αν το αιτούν δικαστήριο εφαρμόσει τον γενικό κανόνα παραγραφής, τούτο θα είχε ως συνέπεια ο εργοδότης ο οποίος δεν συμμορφώθηκε προς τις ως άνω απαιτήσεις, καθόσον δεν παρέσχε στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει πράγματι την άδεια μετ’ αποδοχών, να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του και θα αντλήσει οικονομικό όφελος από την κατάσταση αυτή.
Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Caixabank και Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, C‑224/19 και C‑259/19, προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή προθεσμιών παραγραφής, εφόσον δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.
Στο μέτρο που εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει περιορισμό της μεταφοράς των κεκτημένων δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ή την απόσβεσή τους, αφενός, θα νομιμοποιούσε μια πρακτική που οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη και, αφετέρου, θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό της προστασίας της υγείας του εργαζομένου, το αιτούν δικαστήριο αμφέβαλε ως προς τη συμβατότητα της εφαρμογής του κανόνα περί παραγραφής που προβλέπουν τα άρθρα 194 επ. του BGB προς το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/EK [οδηγίας σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας] και στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/EK και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η αξίωση από το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που απέκτησε εργαζόμενος για ορισμένη περίοδο αναφοράς υπόκειται σε τριετή παραγραφή η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση, όταν ο εργοδότης δεν παρέσχε πράγματι στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA