ΑΠΟΦΑΣΗ
Pârvu κατά Ρουμανίας της 30.08.2022 (αριθ. προσφ. 13326/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδικαιολόγητη θανατηφόρα αστυνομική βία. Προστασία από την αυθαιρεσία. Αποτελεσματική έρευνα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Ο σύζυγος της προσφεύγουσας πυροβολήθηκε θανάσιμα στο κεφάλι από αστυνομικό σε μία επιχείρηση σύλληψής του ως υπόπτου για τέλεση των σοβαρών αδικημάτων της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της ληστείας. Η αστυνομική επιχείρηση, παρόλη την συμμετοχή πολλών αστυνομικών, δεν είχε σχεδιαστεί προσεκτικά, δεν είχε κληθεί ασθενοφόρο για τυχόν τραυματισμούς και οι αστυνομικοί που συμμετείχαν δεν ήταν αναγνωρίσιμοι γιατί φορούσαν πολιτικά ρούχα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έρευνα για τον θάνατο του συζύγου της προσφεύγουσας διήρκησε περισσότερο από 11 χρόνια και ήταν ελλιπής. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 λόγω της μη εύλογης διάρκειας της έρευνας.
Επιπλέον το Δικαστήριο εντόπισε διάφορα θέματα σχετικά με τον σχεδιασμό και τον έλεγχο της αστυνομικής επιχείρησης. Διαπίστωσε ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν εκτεθεί σε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο από τους υπόπτους. Επίσης ήταν αμφίβολο αν το όπλο του αστυνομικού που πυροβόλησε εκπυρσοκρότησε τυχαία και καμία πραγματογνωμοσύνη δεν ζητήθηκε για το θέμα αυτό. Εν κατακλείδι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η επιχείρηση σύλληψης δεν είχε σχεδιαστεί επαρκώς και ότι στο καθ΄ού κράτος δεν υφίσταται επαρκές νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτών από την αυθαιρεσία και την κατάχρηση βίας. Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 και όσον αφορά την αναποτελεσματική έρευνα.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 65.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 8.630 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Ana-Bianca Pârvu, είναι υπήκοος Ρουμανίας που γεννήθηκε το 1978 και ζει στη Brăila (Ρουμανία).
Ο πυροβολισμός του συζύγου της προσφεύγουσας, Sorin Pârvu, έλαβε χώρα στην Brăila στις 26 Σεπτεμβρίου 2009, όταν μια αστυνομική ομάδα, αποτελούμενη από αξιωματικούς της περιοχής και αξιωματικούς που κλήθηκαν από το Βουκουρέστι, περικύκλωσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών έχοντας σταθμεύσει σε κόκκινο φανάρι, πιστεύοντας ότι ήταν επικίνδυνος δραπέτης, καταζητούμενος για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της ληστείας.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η αστυνομική ομάδα διέταξε τον Pârvu και τον συνεπιβάτη του να βγουν από το αυτοκίνητο. Σύμφωνα με μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα, οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ χωρίς προειδοποίηση. Ο Pârvu προσπάθησε να δραπετεύσει κάνοντας όπισθεν. Ένας από τους αστυνομικούς που συντόνιζε την επιχείρηση, ο Δ.Γ., πήδηξε από το αυτοκίνητο, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, και ενώ ο Pârvu οδηγούσε τον πυροβόλησε στο κεφάλι από πίσω. Η αστυνομία συνειδητοποίησε αμέσως ότι «έχασε τον στόχο».
Η έρευνα για τη δολοφονία, που διήρκεσε 11 χρόνια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιστατικό περιλάμβανε συνδυασμό νόμιμης αυτοάμυνας και τυχαίου πυροβολισμού. Ειδικότερα, ο αστυνομικός είχε οπλίσει το όπλο του θεωρώντας ότι βρίσκεται σε αυτοάμυνα όταν ο Pârvu είχε βάλει όπισθεν προσπερνώντας το αστυνομικό αυτοκίνητο. Μετά ο αστυνομικός έχασε την ισορροπία του όταν η πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του Pârvu άνοιξε και χτύπησε τον αγκώνα του αστυνομικού, με αποτέλεσμα όντας οπλισμένος να εκπυρσοκροτήσει το όπλο του ακουσίως.
Διενεργήθηκε ποινική έρευνα εναντίον του Pârvu για την απόπειρα δολοφονίας ενός αστυνομικού η οποία έπαυσε οριστικά το 2018 λόγω του θανάτου του.
Επικαλούμενη το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), η προσφεύγουσα κατήγγειλε την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί όπλα από πολύ κοντινή απόσταση εναντίον του άοπλου συζύγου της και του συνεπιβάτη του, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν γιατί θεώρησαν ότι είχαν δεχθεί επίθεση από εγκληματική οργάνωση καθώς οι αστυνομικοί που είχαν περικυκλώσει το αυτοκίνητό τους, ήταν με πολιτικά ρούχα.
Επίσης, παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα για το θάνατο του συζύγου της και ότι η διάρκεια της έρευνας ήταν υπερβολική.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εσωτερική έρευνα για τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του Pârvu δεν ήταν αποτελεσματική. Είχε διαρκέσει από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Απρίλιο του 2021 με τα εθνικά δικαστήρια να εντοπίζουν διάφορες ελλείψεις σε τέσσερις δικαστικές αποφάσεις και διέταξαν την επιστροφή της υπόθεσης στον ανακριτή για περαιτέρω έρευνα. Μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με κρίσιμα γεγονότα στην υπόθεση είχαν μείνει αναπάντητα. Σημειωτέον, το θέμα του σχεδιασμού και του ελέγχου της αστυνομικής επιχείρησης αντιμετωπίστηκε μόνον επιφανειακά. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 λόγω της αποτυχίας των αρχών να διεξαγάγουν ενδελεχή έρευνα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Επιπλέον, το Δικαστήριο είχε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με διάφορες πτυχές της χρήσης θανατηφόρας βίας στην υπόθεση του συζύγου της προσφεύγουσας. Επανέλαβε ότι η χρήση τέτοιας βίας από την αστυνομία θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να δικαιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, αλλά αυτό δεν χορηγούσε στους αστυνομικούς πλήρη ασυλία.
Συγκεκριμένα, δεν πείστηκε ότι ο αστυνομικός Δ.Γ. θα μπορούσε ειλικρινά να πιστέψει ότι οι αστυνομικοί είχαν εκτεθεί σε σαφή και άμεσο κίνδυνο. Όπως διαπιστώθηκε από τις εγχώριες αρχές αυτός είχε πυροβολήσει όταν το αυτοκίνητο του Pârvu είχε ακινητοποιηθεί και οι αστυνομικοί δεν είχαν καμία επαφή με αυτό.
Ήταν επίσης αμφίβολο για τον τυχαίο χαρακτήρα του πυροβολισμού. Παρά τις τρεις δικαστικές αποφάσεις το 2011, το 2014 και το 2016, οι ανακριτές δεν επιδίωξαν να ζητήσουν μία πραγματογνωμοσύνη ενός νευρολόγου σχετικά με το εάν ένα χτύπημα στον αγκώνα θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα τον θανατηφόρο πυροβολισμό.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η έρευνα δεν αντιμετώπισε επαρκώς το γεγονός, όπως επισημάνθηκε από εθνικό δικαστήριο το 2016, ότι ο αστυνομικός Δ.Γ., ο οποίος δεν ήταν μέλος του ειδικά εκπαιδευμένου αστυνομικού προσωπικού από το Βουκουρέστι για την ακινητοποίηση του υπόπτου, προφανώς είχε ενεργήσει έξω από τα όρια της εντολής του, η οποία ήταν για να ταυτοποιήσει τον ύποπτο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά ζητήματα στο σχεδιασμό και τον έλεγχο κατά την διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης. Οι διωκτικές αρχές είχαν εξηγήσει μόνο επιφανειακά πώς ήταν δυνατόν η αστυνομία να κάνει ένα τόσο σημαντικό λάθος κατά την ταυτοποίηση του υπόπτου. Υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν οι αξιωματικοί που ενεπλάκησαν στα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα αναγνωρίσιμοι ως όργανα της τάξης και, δεν είχε γίνει καμία πρόβλεψη ώστε ασθενοφόρο να ήταν σε ετοιμότητα, παρά το γεγονός ότι στην επιχείρηση είχε συμμετάσχει μεγάλος αριθμός αστυνομικών για την σύλληψη ενός εν δυνάμει επικίνδυνου υπόπτου.
Τέλος, η κυβέρνηση απέτυχε να εξηγήσει εάν ήταν επαρκές το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτών από την αυθαιρεσία και την κατάχρηση βίας. Εν κατακλείδι, ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία είχε ανταποκριθεί στην υποτιθέμενη απειλή του Pârvu κατά την προσπάθεια του να αποδράσει δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «κάτι απολύτως απαραίτητο».
Συγκεκριμένα, η επέμβαση δεν είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος για τη ζωή του. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε περαιτέρω παραβίαση του άρθρου 2.
Εκτέλεση (άρθρο 46)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτήθηκαν γενικά μέτρα για την εκτέλεση αυτής της απόφασης προκειμένου να διασφαλίσει ότι περιστατικά για υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία στη Ρουμανία είχαν ερευνηθεί αποτελεσματικά.
Σημείωσε ειδικότερα ότι είχε ήδη καταλήξει σε παρόμοια πορίσματα σε άλλες τρεις υποθέσεις κατά της Ρουμανίας.
Οι τρεις αυτές υποθέσεις διαβιβάστηκαν έκτοτε για εκτέλεση στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο συνεχίζει να αξιολογεί τα γενικά μέτρα που απαιτούνται στη Ρουμανία για να αποτραπεί η αδικαιολόγητη χρήση χρήσης βίας κατά τις αστυνομικές επιχειρήσεις από όργανα της τάξης και να εγγυηθούν αποτελεσματικές έρευνες για τέτοια περιστατικά (βλ. Ψήφισμα CM/ResDH(2021)106).
Το Στρασβούργο αναφέρθηκε σε αίτημα που υπέβαλε το Συμβούλιο Υπουργών που αφορούσε μια άλλη σειρά ρουμανικών υποθέσεων για καλύτερο σχεδιασμό των αστυνομικών επιχειρήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση θανατηφόρου βίας και στην Σύσταση της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης για να διασφαλιστεί ότι οι εισαγγελείς θα προσφεύγουν στους δικούς τους αστυνομικούς και όχι σε εξωτερικούς αστυνομικούς, για την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 65.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 8.630 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).