Ποιο είναι το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αποζημίωση ύψους 1.562.613 ευρώ και επιπλέον τους νόμιμους τόκους, καλείται να καταβάλλει το Δημόσιο για τις ζημιές που προκλήθηκαν σε τέσσερα καταστήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σε επεισόδια μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, το 2008.
Τις αποζημιώσεις που διεκδίκησε ασφαλιστική εταιρεία «σφράγισε» με σειρά αποφάσεων του το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο έχει ανάψει στο παρελθόν και πάλι στο πράσινο φως επιδικάζοντας 1.868.000 ευρώ σε ιδιοκτήτες καταστημάτων στην περιοχή του Πολυτεχνείου και τα Εξάρχεια.
Το Α΄ Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αναίρεσε τέσσερεις αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων με τις οποίες είχαν απορριφθεί οι προσφυγές της ασφαλιστικής εταιρείας, που είχε ήδη πληρώσει σε ιδιοκτήτες καταστημάτων για τις υλικές ζημιές που υπέστησαν οι περιουσίες τους το επίμαχο χρονικό διάστημα, με το σκεπτικό ότι τα βίαια επεισόδια εκείνης της βραδιάς δεν θα μπορούσαν να αποτραπούν «με μέτρα άκρας επιμέλειας» κατά συνέπεια «δεν συντρέχει ευθύνη του δημοσίου.
Ωστόσο, οι σύμβουλοι Επικρατείας διατύπωσαν διαφορετική άποψη σημειώνοντας πως «δεν προκύπτει ο τρόπος δράσης των αστυνομικών κατά την διάρκεια των βίαιων επεισοδίων».
Σύμφωνα με το σκεπτικό τους «η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική ευχέρειά τους. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου προϋπόθεση της παρανομίας» και κατά προέκταση καταβολής αποζημίωσης.
Το Συμβούλιο Επικρατείας στις αποφάσεις του επισημαίνει πως «διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν» σημειώνοντας , παράλληλα, ότι στην περίπτωση που τα αστυνομικά όργανα, «αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια ειδικώς προς το σκοπό της προστασίας του ανωτέρω αγαθού, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απορρίπτουν το επιχείρημα πως οι δυνάμεις είχαν διασπαστεί λόγω της έκτασης των βίαιων επεισοδίων. Όπως τονίζουν δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας «έτσι ώστε να δικαιολογήσουν τη μη υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλλει αποζημίωση, σε βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητάς τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούν να προβλεφθούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με τη λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».