Το περασμένο καλοκαίρι ένας τηλεπωλητής που εργαζόταν σε αμερικάνικη εταιρία στην Ολλανδία κλήθηκε να αφήσει την κάμερά του ανοιχτή κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Όταν ο ίδιος αρνήθηκε, απολύθηκε με την εταιρεία να τον κατηγορεί για «άρνηση εργασίας» και «ανυπακοή» στις εντολές.
Συγκεκριμένα ο εργαζόμενος αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν αισθάνομαι άνετα να με παρακολουθεί επί εννέα ώρες την ημέρα μια κάμερα. Αυτό αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής και με κάνει να αισθάνομαι πραγματικά άβολα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κάμερά μου δεν είναι ενεργοποιημένη. Μπορείτε ήδη να παρακολουθείτε όλες τις δραστηριότητες στο φορητό μου υπολογιστή και μοιράζομαι την οθόνη μου».
Η εταιρία του απάντησε κυνικά ότι αυτό δεν διαφέρει από την παρακολούθηση ενός εργαζομένου σε περιβάλλον γραφείου.
Τελικά ο απολυμένος εργαζόμενος «έψαξε» το δίκιο του στις αίθουσες του δικαστηρίου. Εκεί η έδρα, επικαλούμενη μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (η οποία αναφέρει ότι «η βιντεοεπιτήρηση ενός εργαζομένου στον χώρο εργασίας, είτε είναι κρυφή είτε όχι, πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντική παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του εργαζομένου) δικαίωσε τον υπάλληλο της εταιρείας πληροφορικής και υποχρέωσε την εταιρία σε αποζημίωση ύψους περίπου 75.000 ευρώ.
Νωρίτερα φέτος, η TUC, η οποία εκπροσωπεί τα συνδικάτα στην Αγγλία και την Ουαλία, προειδοποίησε ότι η χρήση της τεχνολογίας επιτήρησης στους χώρους εργασίας – συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης για την παρακολούθηση των εργαζομένων – είχε ενταθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ήταν πλέον «ανεξέλεγκτη».