Απόφαση 1076 / 2021 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμό 11400/1710/4-3-1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975 (ΦΕΚ Α’ 180) και του άρθρου 2 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), που κυρώθηκε με το ν. 1157/1981, περί της δυνατότητας καθιέρωσης της εβδομάδας των πέντε ημερών σε κλάδους του ιδιωτικού τομέα, δυνάμει σχετικών συλλογικών ρυθμίσεων ή κατόπιν έκδοσης ειδικών διατάξεων νόμων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι η μέχρι οκτώ (8) ώρες εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) σε επιχειρήσεις, όπου εφαρμόζεται το σύστημα παροχής εργασίας πέντε ημερών την εβδομάδα, ήτοι σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, το μεν δεν συναριθμείται με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013), το δε είναι άκυρη, ως απαγορευμένη από κανόνες δημόσιας τάξης.
Κατά συνέπεια, η παροχή τέτοιας εργασίας γεννά σε βάρος του εργοδότη απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό έχοντα τις ίδιες ικανότητες με τον απασχοληθέντα, τον οποίο θα απασχολούσε εγκύρως στη θέση τού παρανόμως απασχοληθέντος την έκτη ημέρα μισθωτού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ιδιότητες του τελευταίου (λόγω γάμου, τέκνων ή προϋπηρεσίας) και τα συναφή με αυτές επιδόματα, καθόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν κατ’ ανάγκη στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί με έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1576/2012). Τα ανωτέρω, ως προς τον τρόπο αμοιβής των απασχολουμένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις όπου εφαρμόζεται το πενθήμερο, βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3846/2010, με τον οποίο ρυθμίσθηκε το πρώτον νομοθετικά ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού για απασχόλησή του την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ειδικότερα με το άρθρο 8 του πιο πάνω νόμου με έναρξη ισχύος από τις 11/5/2010 “η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις.
Συνεπώς, η αμοιβή για την εργασία των Σαββάτων μετά την 10/5/2010 οφείλεται πλέον εκ του νόμου.
Αριθμός 1076/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Καλλιόπη Πανά και Παναγιώτη Αθανασόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Oκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “……………………” και τον διακριτικό τίτλο “………………………” που εδρεύει στη……………………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της…………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Τ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/7/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 492/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 104/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 12/7/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα εταιρία, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. α’ και γ’ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπάγγελτα, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσίβλητο, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσαγόμενη 8432Γ/27-5-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών Χ. Γ.. Εφόσον όμως ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την πιο πάνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το παρόν δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. α’ και γ’ του ΚΠολΔ. Με την από 12-7-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 104/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατόπιν άσκησης των από 27-12-2013 και από 10-1-2014 εφέσεων των εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων κατά της 492/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγιναν δεκτές τυπικά και κατ’ ουσίαν οι προαναφερθείσες εφέσεις, εξαφανίσθηκε η 492/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών με συνέπεια να γίνει εν μέρει δεκτή η από 27-7-2011 αγωγή του ενάγοντος – αναιρεσιβλήτου Χ. Τ. και να υποχρεωθεί η εναγομένη – αναιρεσείουσα εταιρία να του καταβάλει το ποσό των 10.803,88 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα δεν αποτελούν αιτιολογία, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων.
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση τα ακόλουθα: Σχετικά με τις ημέρες και ώρες απασχόλησής του ως φύλακας στο ΤΕΙ Πατρών, όπου απασχολήθηκε από τις 26/6/2009 έως τις 24/3/2011, ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, αφενός αναφορές φύλακα, οι οποίες θεωρούνται από το δικαστήριο γνήσιες, αφετέρου ανυπόγραφους πίνακες ημερησίου και μηνιαίου προγράμματος εργασίας … Από απλή αντιπαραβολή των αναφορών φύλακα με τους πίνακες ημερησίου και μηνιαίου προγράμματος εργασίας διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά στην πλειονότητα των εγγραφών τους συμφωνούν μεταξύ τους, όχι μόνο σε ότι αφορά την εργασία του ενάγοντος αλλά και για την εργασία των λοιπών συναδέλφων του.
Ενόψει των παραπάνω οι προσκομιζόμενες αναφορές φύλακα δίνουν πλήρη εικόνα των ημερών και ωρών εργασίας του ενάγοντος μόνο για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργασίας του … Για το προηγούμενο όμως χρονικό διάστημα όσον αφορά τον ενάγοντα υπάρχουν στοιχεία για τις εξής ημερομηνίες: 19/10/2009, 22/10/2009, 17/11/2009, 20/11/2009, 18/12/2009, 19/12/2009, 5/1/2010, 8/1/2010, 10/1/2010, 26/1/2010, 13/2/2010, 22/2/2010, 17/9/2010, 21/9/2010, 27/9/2010, 28/9/2010 και 30/9/2010 … το δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα, ότι ο ενάγων 1) κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι και το Μάρτιο του 2011 πραγματοποίησε α) νυχτερινή εργασία 12 ημέρες τον Οκτώβριο (4, 5, 6, 11, 17, 19, 20, 24, 25, 28, 29 και 30/10), 8 ημέρες το Νοέμβριο (1, 9, 10, 18, 19, 20, 27 και 28/11), 8 ημέρες το Δεκέμβριο (8, 12, 13, 14, 21, 24, 25 και 30/12), 9 ημέρες τον Ιανουάριο (2, 5, 6, 10, 17, 18, 23, 28 και 30/1), 8 ημέρες το Φεβρουάριο (5, 7, 8, 9, 12, 13, 27 και 28/2) και 7 ημέρες το Μάρτιο (4, 6, 7, 9, 10, 11, 20/3) ήτοι συνολικά 52 ημέρες και β) εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, 4 ημέρες τον Οκτώβριο (3, 17, 24, 28/10), 3 ημέρες το Νοέμβριο (7, 14, 28/11), 2 ημέρες το Δεκέμβριο (12, 25/12), 6 ημέρες τον Ιανουάριο (2, 6, 9, 16, 23, 30/1), 2 ημέρες το Φεβρουάριο (13 και 27/2) και 3 ημέρες το Μάρτιο (6, 13 και 20/3) ήτοι συνολικά 20 ημέρες, 2)
Κατά το διάστημα από τον Ιούλιο του 2009 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2010 παρείχε τακτικά την εργασία του κατά τη νύχτα επί οκτάωρο κατά μέσο όρο 7 φορές το μήνα και κατά μέσο όρο 2 Κυριακές το μήνα επί οκτάωρο πραγματοποιώντας έτσι για το διάστημα αυτό α) εργασία τη νύχτα 105 ημέρες (15 μήνες χ 7 ημέρες νυχτερινής εργασίας το μήνα) και β) εργασία Κυριακές και αργίες 30 Κυριακές (15 μήνες χ 2 Κυριακές το μήνα). Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης χρονικό διάστημα, που αυτός παρείχε τις υπηρεσίες του, ως φύλακας του ΤΕΙ Πατρών.
Αντίθετο συμπέρασμα περί αντιφατικής αιτιολογίας δεν μπορεί να συναχθεί απορριπτομένου κατά συνέπεια του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω η αναιρεσείουσα με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναιρέσεως ισχυρίζεται ότι ο αναιρεσίβλητος, προς απόδειξη των αγωγικών του ισχυρισμών που αφορούν τον χρόνο εργασίας του, ως φύλακα στο ΤΕΙ Πατρών επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγγραφα με τίτλο αναφορές φύλακα, τα οποία απευθύνονταν προς το ΤΕΙ Πατρών. Ότι η ίδια με την από 13/3/2017 προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεων που υπέβαλλε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πατρών αρνήθηκε τη γνησιότητα των αναφορών φύλακα, μη αποδεχόμενη ότι οι υπογραφές που φέρουν αυτές ανήκουν στους φερόμενους, ως υπογράψαντες. Αντίθετα η προσβαλλόμενη απόφαση αποφάνθηκε ότι οι συγκεκριμένες αναφορές φύλακα παραδεκτά προσκομιζόμενες ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου συνιστούν γνήσια μη πλαστά έγγραφα, άρα και επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, που θα συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα. Όμως ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας περί αρνήσεως της γνησιότητας των προσκομιζόμενων αναφορών φύλακα αποτελεί πραγματικό επιχείρημα, που αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς κατά το μέρος που προβάλλονται με τους πιο πάνω λόγους αιτιάσεις από τους αριθμούς 8, 11 και 13 του άρθρου 559 είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμό 11400/1710/4-3-1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975 (ΦΕΚ Α’ 180) και του άρθρου 2 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), που κυρώθηκε με το ν. 1157/1981, περί της δυνατότητας καθιέρωσης της εβδομάδας των πέντε ημερών σε κλάδους του ιδιωτικού τομέα, δυνάμει σχετικών συλλογικών ρυθμίσεων ή κατόπιν έκδοσης ειδικών διατάξεων νόμων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι η μέχρι οκτώ (8) ώρες εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) σε επιχειρήσεις, όπου εφαρμόζεται το σύστημα παροχής εργασίας πέντε ημερών την εβδομάδα, ήτοι σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, το μεν δεν συναριθμείται με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013), το δε είναι άκυρη, ως απαγορευμένη από κανόνες δημόσιας τάξης.
Κατά συνέπεια, η παροχή τέτοιας εργασίας γεννά σε βάρος του εργοδότη απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό έχοντα τις ίδιες ικανότητες με τον απασχοληθέντα, τον οποίο θα απασχολούσε εγκύρως στη θέση τού παρανόμως απασχοληθέντος την έκτη ημέρα μισθωτού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ιδιότητες του τελευταίου (λόγω γάμου, τέκνων ή προϋπηρεσίας) και τα συναφή με αυτές επιδόματα, καθόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν κατ’ ανάγκη στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί με έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1576/2012). Τα ανωτέρω, ως προς τον τρόπο αμοιβής των απασχολουμένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις όπου εφαρμόζεται το πενθήμερο, βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3846/2010, με τον οποίο ρυθμίσθηκε το πρώτον νομοθετικά ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού για απασχόλησή του την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ειδικότερα με το άρθρο 8 του πιο πάνω νόμου με έναρξη ισχύος από τις 11/5/2010 “η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις.
Συνεπώς, η αμοιβή για την εργασία των Σαββάτων μετά την 10/5/2010 οφείλεται πλέον εκ του νόμου.
Στη προκειμένη περίπτωση έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε ευθέως την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3846/2010, αφού ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, όσον αφορά την απασχόληση των Σαββάτων της 26/6/2010, 10/7/2010, 21/8/2010, 20/11/2010, 18/12/2010, 5/2/2011 και 26/2/2011 δεδομένου ότι μετά τις 10/5/2010 η αμοιβή για την εργασία των Σαββάτων οφείλεται εκ του νόμου, όμως παρέλειψε να την εφαρμόσει. Αντίθετα έκρινε ότι η αμοιβή του ενάγοντος για εργασία Σαββάτου καθόλο το χρονικό διάστημα, χωρίς δηλαδή να προβαίνει σε διάκριση για το διάστημα πριν και μετά την εφαρμογή του Ν. 3846/2010 οφείλεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ και για το χρονικό διάστημα μετά τις 10/5/2010.
Συνεπώς ο προβαλλόμενος τέταρτος λόγος αναιρέσεως παραδεκτά και νόμιμα προτεινόμενος κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ εφόσον αφορά σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση πρέπει να γίνει δεκτός κατά το πρώτο σκέλος του ως βάσιμος κατ’ άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 32 του Ν. 4504/1966 και 5 παρ. 7 του ΑΝ 539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το ν. 1346/1983 προκύπτει ότι για την αξίωση του μισθωτού προς λήψη της κατά 100% προσαυξήσεως σε περίπτωση αρνήσεως του εργοδότη για χορήγηση σ’ αυτόν της κατ’ έτος αδείας του, η οποία έχει χαρακτήρα ποινής και προϋποθέτει υπαιτιότητα του εργοδότη δεν τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής και επομένως η εν λόγω αξίωση είναι τοκοφόρος από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής κατ’ άρθρα 345 εδ. α’ και 346 ΑΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε την εξής εσφαλμένη παραδοχή, όσον αφορά την καταβολή αποδοχών αδείας, επιδομάτων αδείας και της αποζημίωσης, λόγω μη χορήγησης αδείας “ακολούθως ο ενάγων ως υπαγόμενος στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 1) έπρεπε να λάβει μέχρι 31-12-2009 για το πρώτο ημερολογιακό έτος 2009 (22-6-2009 έως 3112-2009), που προσλήφθηκε από αυτήν, και εργάστηκε 6,10 μήνες δέκα (10) εργάσιμες ημέρες άδεια, (ήτοι 20 εργάσιμες ημέρες άδεια αναψυχής που προβλέπει ο νόμος για το πρώτο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο προσελήφθη : 12 μήνες = 1,666 ανά μήνα Χ 6,10 μήνες που εργάστηκε), τις οποίες δεν του χορήγησε και επομένως του οφείλει ως αποζημίωση αδείας τις αποδοχές, που θα του έδινε, αν του είχε χορηγηθεί κανονικά η άδεια για το 2009, που αντιστοιχεί στα 2/25 του μισθού των 940,88 ευρώ (δηλ. οι μηνιαίες αποδοχές 814 € + 68,32 € αμοιβή για νυχτερινή εργασία + 58,56 € για εργασία τις Κυριακές), ήτοι 75,27 € Χ 6,10 μήνες που εργάστηκε, ήτοι το ποσό των 459,15 ευρώ καθώς και το επίδομα αδείας (459,15 € : 2=) 229,57 ευρώ.
Επιπλέον, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες, κατά ποσοστό 100%, αφού η μη χορήγησή της άδειας πριν από την λήξη του ημερολογιακού έτους 2009 οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτής, αφού αυτή γνωρίζοντας ότι ο ενάγων εδικαιούτο άδεια και της είχε μάλιστα ζητηθεί, δεν του τη χορήγησε, ήτοι 459,15 ευρώ. 2) Για το έτος 2010 η εναγομένη έπρεπε να του χορηγήσει άδεια αναψυχής είκοσι μία (21) ημέρες εργάσιμες, που προβλέπει ο νόμος για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, τις οποίες δεν του χορήγησε και του οφείλει ως αποζημίωση αδείας το ποσό των 953,89 ευρώ (δηλ. μηνιαίες αποδοχές 814 € + 74,01 € νυχτερινή εργασία + 65,89 € εργασία Κυριακές) καθώς και επίδομα αδείας (953,89 : 2=) 476,94 ευρώ. 3)
Για το έτος 2011, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας, χωρίς ο ενάγων να λάβει την άδεια του, δικαιούται ως αποδοχές αδείας το ποσό των 936,81 ευρώ (οι τακτικές αποδοχές συνυπολογίζοντας τις προσαυξήσεις για εργασία τη νύχτα και τις Κυριακές) καθώς και επίδομα αδείας του 2011 το ποσό των (936,81 €: 2=) 468,40 ευρώ, από τα οποία ζητεί μόνο 456,36 ευρώ και 232,68 ευρώ αντίστοιχα. Τα άνω ποσά δικαιούται ο ενάγων εντόκως από Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορούν, πλην των αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2011 που οφείλονται νομιμοτόκως από την επομένη της λύσεως της συμβάσεως εργασίας του (ήτοι από 25-3-2011).
Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε ευθέως τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 32 του ν. 4504/1966 και 5 παρ. 7 του ΑΝ. 539/1945, όπως τούτο συμπληρώθηκε με το Ν. 1346/1983, 341, 345 εδ. α’ και 346 ΑΚ αναφορικά με την έναρξη τοκοφορίας της αξίωσης του αντιδίκου προς λήψη της κατά ποσοστό 100% προσαυξήσεως, λόγω μη χορηγήσεως αδείας για το έτος 2009. Ειδικότερα η αναιρεσιβαλλομένη διέλαβε ότι η προσαύξηση των αποδοχών αδείας του έτους 2009 οφείλεται εντόκως από την 1/1/2010 (δήλη ημέρα), ενώ έπρεπε να κρίνει ότι είναι τοκοφόρα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, δηλαδή από τις 12/1/2012 (η αγωγή επιδόθηκε στις 11/1/2012), λαμβανομένου υπόψη σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη ότι δεν τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής. Επομένως ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει κατά το β’ σκέλος του να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Κατ’ ακολουθία των προαναφερθέντων και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε λόγο εκτός από εκείνους, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να κρατήσει την υπόθεση αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση”. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, συνάγεται ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί από τον Άρειο Πάγο (Ολ. ΑΠ. 25/2001, ΑΠ. 1620/2014). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για την μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης επανεκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο στην ουσία, δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση. Επομένως μετά την αναίρεση εν μέρει της προσβαλλόμενης απόφασης και εξαφάνισή της μόνο κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιό της, δηλαδή αναφορικά με το ότι η προσαύξηση των αποδοχών αδείας του ενάγοντος του έτους 2009 οφείλεται εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, χωρίς να τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής της, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, ώστε να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει την προσαύξηση των αποδοχών αδείας του ενάγοντος του έτους 2009 από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Πρέπει επίσης να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα μεταξύ των διαδίκων μερών δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνος δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 104/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών και την εξαφανίζει κατά το μέρος, που αναφέρεται στο αιτιολογικό.
-Κρατεί την υπόθεση.
-Δικάζει την αγωγή.
-Υποχρεώνει την εναγομένη εταιρία να καταβάλει την προσαύξηση των αποδοχών αδείας του ενάγοντος, του έτους 2009 από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
-Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Σεπτεμβρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ