Ευθύνη τράπεζας αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Επένδυση σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (perpetual bonds). Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συγκεκριμένα στο ότι οι αναιρεσείοντες οι οποίοι ήταν γνώστες του συγκεκριμένου ομολόγου και είχαν ενημερωθεί εγγράφως για τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλάμβαναν.
Αριθμός 1266/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Γεώργιο Καλαμαρίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Τ. – Π. του Ε. και 2) Α. Π. του Θ., αμφοτέρων κατοίκων …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαρίλαο Κοψαχείλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ψ. του Σ., κατοίκου … και 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ανδριανή Παπαδοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 104/2020 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-9-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 30-9-2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 104/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ. 31/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε η από 31-7-2017 αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία αυτοί είχαν ζητήσει, μετά την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ήδη αναιρεσιβλήτων, να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος και κατ’ ίσα μέρη, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των τελευταίων, α) το ποσό των 502.219,18 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική τους ζημία, λόγω απώλειας του κεφαλαίου τους, που επένδυσαν στο προϊόν της δεύτερης εναγομένης, β) το ποσό των 60.266,30 ευρώ ως αποζημίωση, επίσης, λόγω της απώλειας τόκων δύο ετών και γ) το ποσό των 100.000 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 50.000 ευρώ στο δεύτερο εξ αυτών, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τη σε βάρος τους αδικοπραξία και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που αναφέρονται στην αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, Α.Π. 831/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: ?Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.” … Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.” Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σ’ αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perρetual bonds” δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως, “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας”, ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση- επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως “υβριδικοί” καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο.
Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 1109/2019, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1250/2018). Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά το ενδιαφέρον για την έρευνα του αναιρετικού λόγου μέρος της, προκύπτει ότι έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων (πρώτος αναιρεσείων) διατηρούσε από το έτος 1996 εργαστήριο επεξεργασίας και τυποποίησης μελιού και γλυκών του κουταλιού, έως το έτος 2007, οπότε συστάθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…”, με το ίδιο αντικείμενο, μέτοχοι της οποίας είναι ο ίδιος και τα τέσσερα τέκνα του, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος είναι ο δεύτερος ενάγων (δεύτερος αναιρεσείων). Από την ανωτέρω δραστηριότητα και την αποταμίευσή τους, ο πρώτος ενάγων απέκτησε το χρηματικό ποσό των 500.000 ευρώ, το οποίο είχε κατατεθειμένο σε προθεσμιακές καταθέσεις στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας ΣΥΝ.Π.Ε.”, ενώ είχε μακροχρόνια συνεργασία με τη δεύτερη εναγόμενη (δεύτερη αναιρεσίβλητη) στο υποκατάστημα αυτής στον …, στο οποίο διευθυντής ήταν ο πρώτος εναγόμενος (πρώτος αναιρεσίβλητος). Στις αρχές του έτους 2005 ο πρώτος ενάγων έχοντας πρόθεση να επενδύσει το υψηλό ποσό των αποταμιεύσεών του, συνήψε ομού με το δεύτερο ενάγοντα υιό του και τους προστηθέντες υπαλλήλους της δεύτερης εναγομένης τραπεζικής εταιρίας τη με αριθμό 2072/7-3-2005 σύμβαση εκτέλεσης επενδυτικών εντολών. Κατά τους όρους της ως άνω σύμβασης συμφωνήθηκε με τους συμβαλλόμενους, κατά τον όρο 1.2 “αποκλειστικά και μόνο η εκτέλεση ειδικών εντολών των εντολέων εκ μέρους της Τράπεζας, καθώς και η φύλαξη του χαρτοφυλακίου, σύμφωνα με τους όρους και τις ειδικότερες προϋποθέσεις της παρούσας. Σε καμία περίπτωση στο αντικείμενο της παρούσας σύμβασης δεν περιλαμβάνεται η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ή η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών εκ μέρους της Τράπεζας προς τους Εντολείς”. Οι εναγόμενοι ενημερώθηκαν εγγράφως για τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη συμμετοχή τους σε αγορές χρήματος και κεφαλαίου μεταξύ των οποίων ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, ήτοι η αδυναμία του εκδότη αξιών να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς τους κατόχους αξιών, όπως ενδεικτικά η πληρωμή μερίσματος, τοκομεριδίων, κίνδυνος ρευστότητας, συναλλαγματικός κίνδυνος, συστημικός κίνδυνος, μη συστημικός κίνδυνος, καθώς και κίνδυνοι ατελούς αντιστάθμισης κινδύνου και απόκλισης της αγοράς παραγώγων από την αγορά υποκειμένων αξιών. Το περιεχόμενο της ως άνω σύμβασης δόθηκε στους ενάγοντες που το ανέγνωσαν με όλους τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες της και κατόπιν το υπέγραψαν. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι δεν είχαν γνώσεις περί των επενδύσεων και κατανόησης των όρων της σύμβασης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κυρίως ο πρώτος εξ αυτών είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο δημιουργώντας μία κερδοφόρα επιχείρηση, συνεργαζόμενος και με άλλες τράπεζες πλην της δεύτερης εναγομένης και επενδύοντας και σε άλλα επενδυτικά προγράμματα, ως κατωτέρω θα εκτεθεί. Άλλωστε, μόνο οι γραμματικές γνώσεις ενός ανθρώπου δεν αρκούν για να προσδώσουν σ’ αυτόν την κρίση και την ικανότητα να διαπρέψει σε έναν επαγγελματικό χώρο και στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδίως ο πρώτος ενάγων που είχε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις είχε την εμπειρία να διαγνώσει τους κινδύνους που ενείχε η συγκεκριμένη σύμβαση και να διακρίνει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι πριν την υπογραφή της ως άνω σύμβασης, είχε προηγηθεί συνάντηση του πρώτου εξ αυτών, κυρίου του ανωτέρω χρηματικού ποσού, στον … με τον πρώτο εναγόμενο, τότε διευθυντή του υποκαταστήματος της δεύτερης εναγομένης στον … και μετά από αυτή τη συνάντηση ξεκίνησε η συναλλακτική σχέση με τη δεύτερη εναγομένη. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο πρώτος εξ αυτών εξέφρασε τις αμφιβολίες του στον πρώτο εναγόμενο προς της υπογραφής της σύμβασης, γιατί ήθελε να τοποθετήσει τα χρήματά του εις τρόπον τέτοιο που να έχει εγγυημένη απόδοση κατά τη λήξη της επένδυσης αλλά και γιατί φοβόταν την ανάληψη ρίσκου, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον οι ίδιοι γνώριζαν τον κίνδυνο από την αγορά παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων και θα μπορούσαν ευχερώς να την κατανοήσουν τόσο από τους όρους της σύμβασης όσο και από το γεγονός ότι η απόδοση ήταν τόσο υψηλή σε σχέση με την κατάθεση των χρημάτων τους σε απλή κατάθεση ταμιευτηρίου. Επί πλέον, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος έδωσε προφορικώς ή γραπτώς στους ενάγοντες οποιαδήποτε διαβεβαίωση για την εγγυημένη απόδοση του κεφαλαίου της επένδυσής τους με την αγορά ομολόγων, αλλά αντιθέτως ότι τους προειδοποίησε, όπως προαναφέρθηκε, για τους κινδύνους της επένδυσης αυτής. Άλλωστε, ο πρώτος εναγόμενος, ως εκ της ιδιότητάς του (Διευθυντικός υπάλληλος) δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί περί της απόδοσης ή μη της επένδυσης παρά μόνο να εκθέσει τα πλεονεκτήματα και τους τυχόν κινδύνους που ενέχει, πολύ, δε, περισσότερο να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης έδωσαν εντολή στη δεύτερη εναγομένη για αγορά παράγωγου χρηματοπιστωτικού μέσου-ομόλογου, ήτοι ομολόγου της εταιρίας με την επωνυμία “…”, ονομαστικής αξίας 500.000 ευρώ, με ISIN …, αντί του ποσού των 502.219,18 ευρώ και με ημερομηνία λήξης – απόδοσής του την 16-2-2049. Το ως άνω κτηθέν κατ’ εντολή των εναγόντων επενδυτικό προϊόν φέρει τον χαρακτηρισμό perpetual, ήτοι ομόλογο ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας. Ο τίτλος αυτός, που εκδίδεται ως ονομαστικό ή ανώνυμο αξιόγραφο, στο πλαίσιο σύναψης ενός ομολογιακού δανείου, παρείχε στους ενάγοντες δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά επίπεδα τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσουν από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας του σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης του. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς το σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνημένης διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου κατ’ ελεύθερη βούληση και παρέμενε εγγυημένο από την τράπεζα ως προς την καταβολή των αποδόσεών του και ως προς την επιστροφή του συνόλου της ονομαστικής του αξίας κατά το χρόνο ανάκλησής του ή κατά την ημερομηνία λήξης απόδοσής του. Παρά την πληροφόρηση που είχαν οι ενάγοντες για το ως άνω επενδυτικό προϊόν και τους κινδύνους που είχε, εντούτοις ανέλαβαν τον κίνδυνο ενόψει της αυξημένης απόδοσής του και προέβησαν στην αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος ενάγων κατήρτισε με τη δεύτερη εναγομένη τη με αριθμό …/20-3-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του χρηματικού ορίου των 300.000 ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας συνέστησε ενέχυρο επί του επιδίκου ομολόγου υπέρ της δεύτερης εναγομένης, συνάπτοντας τη με αριθμό ……/16-8-2007 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί τίτλων με λογιστική μορφή. Από όλα λοιπόν τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα συνάγεται ευχερώς ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τους εναγομένους για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και τα χαρακτηριστικά του, και είχαν τη δυνατότητα και ικανότητα να αντιληφθούν πλήρως τους κινδύνους που ενείχε αυτή η επένδυση καθώς και ότι η αξία του επενδυτικού κεφαλαίου δεν ήταν διασφαλισμένη. Άλλωστε, ο πρώτος ενάγων είχε προθεσμιακές καταθέσεις στη Συνεταιριστική Τράπεζα ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΣΥΝ.Π.Ε και γνώριζε τους όρους και το περιεχόμενο αυτού του είδους της τοποθέτησης, την ασφάλεια της οποίας όμως δεν επέλεξε καθόσον δεν του παρείχε τη μέγιστη απόδοση. Επίσης, ο πρώτος ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 μέχρι και το έτος 2007 προέβαινε και σε άλλες επενδυτικές συναλλαγές με τη δεύτερη εναγομένη και με άλλες εταιρίες τραπεζικές και μη, ήτοι στη διαχείριση μέσω της δεύτερης εναγομένης ενός χαρτοφυλακίου από την 1-9-1999 έως την 30-6-2007 σταθερά άνω των 180.000 ευρώ, σε επένδυση μετοχών δεκάδων εταιρειών μεταξύ των οποίων και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας “…”, των εταιριών …, …., …, στην επένδυση κεφαλαίων κατά το χρονικό διάστημα από την 6-8-2001 έως την 27-2-2003 σε αμοιβαίο κεφάλαιο υπό τον τίτλο “ΔΗΛΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ-Κ.Α. 956” και κατά το χρονικό διάστημα από την 1-9-1999 έως την 14-6-2007 σε αμοιβαίο κεφάλαιο υπό τον τίτλο “ΔΗΛΟΣ BLUE CHIPS-K.A. 953”, στη διατήρηση προθεσμιακής κατάθεσης του ποσού των 500.000 ευρώ, με επιτόκιο περίπου 4,5‰ – 5,5‰, στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΥΝ.Π.Ε.” και στην αγοραπωλησία repos κατά το χρονικό διάστημα από την 11-2-2005 έως την 11-3-2005, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης. Η τελευταία απέστελνε ανά τρίμηνο ενημερωτικό έγγραφο στους ενάγοντες για την πορεία της επένδυσής τους και την αξία του ομολόγου πλην όμως, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, που προκλήθηκε λόγω κατάρρευσης της αγοράς των τιτλοποιηθέντων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις Η.Π.Α., που έπληξε και την ελληνική οικονομία κατά το έτος 2007, η αξία του ως άνω ομολόγου έπεσε στο 75% περίπου. Η δεύτερη εναγομένη σε μία ευρύτερη προσπάθεια προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, επενδυτών του επίμαχου ομολόγου, απηύθυνε προς αυτούς προαιρετική πρόταση για επαναγορά του στο 100% της ονομαστικής του αξίας με τόκους από την έναρξη της επένδυσης μέχρι την παραπάνω απόδοση, υπολογιζόμενους με ποσοστό 3% αντί του 6%. Οι προστηθέντες δε της δεύτερης εναγομένης μετέβησαν στον …, την 26-9-2007, όπου συνάντησαν τον πρώτο ενάγοντα, ανέλυσαν πλήρως το χαρτοφυλάκιό του, τους όρους και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του επιδίκου τίτλου και πρότειναν σε αυτόν τα παραπάνω, πλην όμως αυτός, όπως και ο δεύτερος ενάγων, αρνήθηκαν. Την ίδια πρόταση επανέλαβαν οι προστηθέντες υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης και σε άλλους επενδυτές και συγκεκριμένα στους Π. και Δ. Κ. του Π., που είχαν επιλέξει την ίδια επένδυση με τους ενάγοντες, οι οποίοι την αποδέχθηκαν και συμφώνησαν να λάβουν τα χρήματά τους με επιτόκιο 3% και όχι με το επί πλέον. Μετά από την ως άνω άρνησή τους, η δεύτερη εναγομένη δια της υπαλλήλου της Διεύθυνσης Private Banking Α. Π., απέστειλε νέα πρόταση την 29-6-2009 για επαναγορά του ομολόγου στο 60% της αξίας του, χωρίς πάλι αυτή να γίνει αποδεκτή από τον πρώτο ενάγοντα και την 21-5-2013 η δεύτερη εναγομένη πρότεινε ακόμη μία φορά στους ενάγοντες την επαναγορά του τίτλου στην τιμή του 40% της ονομαστικής του αξίας, την οποία απέρριψαν εκ νέου οι ενάγοντες, όπως τα ανωτέρω προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα. Κατόπιν, περί τα τέλη του έτους 2015 επήλθε πλήρης πτωτική πορεία του ομολόγου, κατά τη διαδικασία της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και η δεύτερη εναγομένη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 45/5-12-2015 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, προέβη αναγκαστικά σε μετατροπή της εγγύησης που είχε χορηγήσει για το εν λόγω ομόλογο, σε 500.000 κοινές μετοχές της, τις οποίες τηρεί στον υποθεματοφύλακα Clearstream και σε πελατειακή μερίδα της, μέχρις ότου οι ενάγοντες της υποδείξουν της χρηματιστηριακή μερίδα τους, στην οποία θα μεταφερθούν. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος ενάγων, που ήταν κύριος των χρημάτων και είχε ρόλο συμβούλου και καθοδηγητή στο δεύτερο ενάγοντα, υιό του, ήταν στην πραγματικότητα ριψοκίνδυνος και έμπειρος επενδυτής, λαμβανομένων υπόψη της πληθώρας των συναλλαγών που είχε διενεργήσει και του σημαντικού ύψους της ένδικης επένδυσης, ανερχόμενης στο άνω ποσό, αλλά και της επένδυσής του σε ριψοκίνδυνα προϊόντα, χαμηλότερης μάλιστα διαβάθμισης ή και πιο επισφαλούς απόδοσης σε σχέση με άλλα ασφαλέστερα, με σκοπό τον πορισμό κέρδους από τις αποδόσεις αυτών και όχι για την ασφαλή συντηρητική τοποθέτηση των κεφαλαίων του. Ο ίδιος ήταν επενδυτής με γνώση και εμπειρία της αγοράς και είχε σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούμενος συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές μεγάλης οικονομικής αξίας, σε διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδύοντας σημαντικά χρηματικά ποσά, με σκοπό το κέρδος. Είναι βέβαια αληθές, ότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα και είναι ικανά να παραπλανήσουν τους επενδυτές, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, έμπειρος όπως προαναφέρθηκε επενδυτής, είχε εξειδικευμένες γνώσεις των προϊόντων αυτών, στα οποία και επένδυε. Εξ άλλου, για το είδος των προϊόντων αυτών ενημερώθηκε από τον πρώτο εναγόμενο προστηθέντα της δεύτερης εναγομένης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ η αδυναμία της να αποδώσει το σύνολο του κεφαλαίου ήταν απρόβλεπτη κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης. Επίσης, η δεύτερη εναγομένη προσπάθησε με κάθε τρόπο να μειώσει τη ζημία των εναγόντων προτείνοντάς τους διάφορους τρόπους να απορροφήσει μέρος της ζημία και να τους προφυλάξει, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε και όπως είναι γνωστό τοις πάσι, η οικονομική κρίση ήταν βαθιά και απρόβλεπτη προκαλώντας ζημία σε τράπεζες και επενδυτές. Επί πλέον δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν τις πρώτη, έκτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, όπως αυτές εξειδικεύονται με το κεφάλαιο Β’ του ανωτέρω Κώδικα και αυτές του άρθρου 6 του Κώδικα αυτού, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως και συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι δεν έλαβαν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την προστασία συμφερόντων των πελατών τους και τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, παραβιάζοντας τις πρώτη και έβδομη αρχές του άνω Κώδικα ή ότι αυτοί παραβίασαν την τρίτη αρχή και τις διατάξεις του άρθρου 6 του άνω Κώδικα με τη μη παροχή κατάλληλων, σαφών και ορθών επενδυτικών συμβουλών, καθόσον οι εναγόμενοι, όπως ήδη εκτέθηκε, δεν είχαν αναλάβει συμβατικά την παροχή των επενδυτικών συμβουλών και συνεπώς δεν όφειλαν να παράσχουν τους ενάγοντες πέραν των άνω απαιτουμένων και χρήσιμων πληροφοριών περί των κινδύνων οι οποίες παρασχέθηκαν από τον άνω προστηθέντα υπάλληλο της τραπεζικής εταιρείας, πρώτο εναγόμενο. Πέραν αυτών, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες είχαν αντίστοιχη πληροφόρηση τόσο για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους στο επίδικο προϊόν, όσο και κατά τη διάρκεια της επένδυσης και από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι απέκρυψαν από αυτούς και μάλιστα σκόπιμα σημαντικές πληροφορίες σχετικές με τα χαρακτηριστικά των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων. Ενόψει αυτών η συμπεριφορά των εναγομένων δεν κρίνεται αντισυμβατική και παράνομη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί παρέβησαν τις υποχρεώσεις επιμέλειας, που είχαν έναντι των εναγόντων σε σχέση με της πληροφόρησή τους, αφού τους είχαν ενημερώσει για το είδος της επένδυσης και τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, ούτε η συμπεριφορά αυτή συνιστά παραβίαση της γενικής δικαιϊκής αρχής της καλόπιστης και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών τους και της λήψης μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας, ώστε να αποτρέψουν την επέλευση ζημίας στους αντισυμβαλλόμενούς τους, ήτοι παραβίαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.? Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, απορρίπτοντος την αγωγή των τελευταίων. Ωστόσο, το Εφετείο, με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με την ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, αλλά και εκείνες των άρθρων 914 και 288 ΑΚ. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες ενημερώθηκαν εγγράφως για τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη συμμετοχή τους σε αγορές χρήματος και κεφαλαίου, μεταξύ των οποίων ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, ήτοι η αδυναμία του εκδότη αξιών να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς τους κατόχους αξιών, όπως, ενδεικτικά αναφέρεται στην απόφαση, η πληρωμή μερίσματος, τοκομεριδίων κλπ, δεν περιέχεται στη συνέχεια καμία παραδοχή στην απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες είχαν ενημερωθεί για τη φύση, τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προϊόντος στο οποίο αποφάσισαν να επενδύσουν, ήτοι στην αγορά ομολόγου ατελεύτητης διάρκειας (perpetual bonds). Και τούτο, αν ληφθεί υπόψη ότι το συγκεκριμένο ομόλογο, όπως ήδη αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν είναι ένα απλό στη σύλληψη και στη λειτουργία του επενδυτικό προϊόν, αλλά ένα προϊόν υψηλού ρίσκου, με αποτέλεσμα να αποδίδει μία ψευδή και εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ακόμα και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία του. Ωστόσο, το δικαστήριο της ουσίας δεν διαλαμβάνει ειδικότερα περιστατικά, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι οι αναιρεσείοντες ήσαν τέτοιοι βαθείς γνώστες του συγκεκριμένου ομολόγου, καθώς οι παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι, ιδιαίτερα ο πρώτος εξ αυτών, πριν την επίδικη συναλλαγή είχε προβεί στις αναφερόμενες επενδυτικές συναλλαγές τόσο με τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, όσο και με άλλες τραπεζικές και μη εταιρείες, δεν είναι ικανές να προσδώσουν σ’ αυτούς μια τέτοια ιδιότητα. Τούτο δε, αν επί πλέον ληφθεί υπόψη ότι το χαρακτηριστικό της αόριστης διάρκειας των συγκεκριμένων ομολόγων που αγόρασαν οι αναιρεσείοντες, αποτελούσε, έως τη σύναψη της επίδικης συναλλαγής, μη σύνηθες χαρακτηριστικό για τις κινητές αξίες στις οποίες, κατά τις παραδοχές της απόφασης, επένδυε ο πρώτος εξ αυτών και σαφώς διαφοροποιούσε τα συγκεκριμένα ομόλογα από τις αξίες αυτές. Εξ αυτού δε του λόγου, η δεύτερη αναιρεσίβλητη είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενημερώσει τους αναιρεσείοντες, δια του προστηθέντος υπαλλήλου της πρώτου αναιρεσιβλήτου, για το γεγονός ότι η απόδοση-επιστροφή του κεφαλαίου που επένδυσαν οι αναιρεσείοντες δεν ήταν εξασφαλισμένη και ότι παρείχετο απλώς το δικαίωμα στη δεύτερη αναιρεσίβλητη και μόνο, και όχι στους αναιρεσείοντες, το δικαίωμα να ανακαλέσει το ομόλογο σε ορισμένη προθεσμία, όπως προβλέπεται για τα ομόλογα αυτά, καταβάλλοντας την ονομαστική τους αξία. Τέτοια πληροφόρηση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ομολόγων, έγγραφη ή προφορική, των αναιρεσειόντων, δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έλαβε χώρα, παρά το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη αναιρεσίβλητη είχε αυξημένη υποχρέωση προς τούτο, ενόψει της φύσης και της λειτουργίας των συγκεκριμένων ομολόγων, ώστε οι αναιρεσείοντες να κατανοήσουν τους κινδύνους της επίδικης επένδυσης και να αποφασίσουν να την επιχειρήσουν. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Παρέλκει δε περαιτέρω η έρευνα των υπολοίπων αναιρετικών λόγων, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του ανωτέρω λόγου. Κατά συνέπεια και συνακόλουθα με όλα τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 104/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες αναιρεσείοντες και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με το σχετικό τους αίτημα (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 104/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2022.
Ο ΠΡΟΕΔΡEΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ