Τραυματισμός που επήλθε από ηλεκτροπληξία κατόπιν της εισέλευσης του παθόντος σε φυλασσόμενο χώρο όπου ευρίσκονταν παροπλισμένα βαγόνια σιδηροδρόμου και την αναρρίχηση σε βαγόνι. Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αποδιδόμενης αμελούς συμπεριφοράς στα αρμόδια όργανα του εναγόμενου οργανισμού και του ένδικου ατυχήματος και του εξ αυτού επελθόντος τραυματισμού του ενάγοντος. Δεν αποδείχθηκε αμελής συμπεριφορά των οργάνων του εναγόμενου οργανισμού. Σαφείς πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων. Αναιρετικός λόγος για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Εν προκειμένω η παραβίαση δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 19, 11 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 40/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Φωτίου και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Δημόσιας Επιχείρησης με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ – Ο.Σ.Ε. Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρόγιαννη Διονυσάτο και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/2/2010 αγωγή προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 28005/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 170/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/1/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την κρινόμενη από 16-1-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ’ αριθ. 170/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δικάζοντας την έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων (γονέων του αναιρεσείοντος), καθώς και του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 28005/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε απορρίψει την από 11-2-2010 αγωγή των δύο πρώτων ως ασκούντων από κοινού τη γονική μέριμνα του τελευταίου και ατομικά της δεύτερης, απέρριψε την ως άνω έφεση ως προς τους δεύτερη και τρίτο των εκκαλούντων και θεώρησε αυτήν ως μη ασκηθείσα ως προς τον πρώτο αυτών (H. S.). Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ ΑΠ 1/1999, Ολ ΑΠ 30/1997, ΑΠ 118/2019, ΑΠ 224/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι αυτή, μετά από εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Στις 9-12-2008 και περί ώρα 15:15 ο ηλικίας 14 ετών τότε, ως γεννηθείς το έτος 1994, και ήδη ενήλικος σήμερα, ενάγων Α. βρισκόταν μαζί με τον, επίσης ανήλικο, φίλο του Ι. Χ. πλησίον του Σιδηροδρομικού Σταθμού Γ. του εναγομένου “… Α. Ε.”, ο οποίος βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή και συγκεκριμένα στην δυτική πλευρά του χωριού Γ. Κατά μήκος της πλάγιας πλευράς των σιδηροδρομικών γραμμών του Σταθμού (δεξιά προς …), όπου βρίσκονται οι κατοικίες του χωριού, υπάρχει περίφραξη με συρματόπλεγμα, έτσι ώστε να εμποδίζεται η διέλευση πεζών, ζώων κ.λπ. εντός αυτών, ενώ από την αντίθετη πλευρά αυτών (αριστερά προς …), δεν υπάρχει περίφραξη δεδομένου ότι από την πλευρά αυτή πραγματοποιούνται φορτοεκφορτώσεις υλικών από φορτηγά αυτοκίνητα, και ως εκ τούτου απαιτείται άμεση πρόσβαση αυτών στις σιδηροδρομικές γραμμές, αλλά και δεδομένου ότι στην πλευρά αυτή λειτουργούν εργοστάσια στα οποία καταλήγουν σιδηροδρομικές γραμμές, οι οποίες ξεκινούν από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, εξέρχονται αυτού και καταλήγουν στο χώρο των εργοστασίων για την εξυπηρέτηση αναγκών διακίνησης των δικών τους προϊόντων. Επίσης, σε απόσταση 200-300 μέτρων από το, κατά τα ως άνω σημείο όπου βρισκόταν ο ενάγων, και με κατεύθυνση προς την πόλη της …, υπάρχει ισόπεδη διάβαση σιδηροδρομικών γραμμών, από την οποία διέρχονται αυτοκίνητα, όπως και τα προαναφερόμενα φορτηγά αυτοκίνητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο σημείο αυτό περίφραξη. Ο ως άνω Σταθμός, είναι “κλειστός σταθμός”, υπό την έννοια ότι δεν είναι επανδρωμένος, ήτοι δεν υπάρχει σταθμάρχης, πλην όμως λαμβάνουν χώρα κανονικά οι διελεύσεις των διαφόρων αμαξοστοιχιών, ενώ για οποιαδήποτε εργασία κριθεί απαραίτητο προσέρχεται σχετικά κάποιος σταθμάρχης. Ο Σταθμός αυτός περιλαμβάνει 10 γραμμές, εκ των οποίων στις 1η, 2η, 3η και 4η λαμβάνει χώρα διέλευση και κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών, ενώ στις υπόλοιπες υπάρχουν σταθμευμένοι συρμοί και βαγόνια διάφορων τύπων, που χρησιμοποιούνται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες του εναγομένου Οργανισμού. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων, θέλοντας να εισέλθει μαζί με το φίλο του, εντός του ως άνω περιφραγμένου χώρου του Σταθμού, διήλθε από την, κατά τα ως άνω, περίφραξη, η οποία στο σημείο της εκείνο ήταν παραβιασμένη και καταστραμμένη, προφανώς από τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό διευκολύνουν τη διέλευσή τους, δια των γραμμών, στην πέραν του σταθμού περιοχή. Στη συνέχεια, και αφού διέσχισε τις τέσσερις (4) σιδηροδρομικές γραμμές κίνησης, έφθασε στην 5η γραμμή στάθμευσης όπου βρισκόταν σταθμευμένο το με αριθμό 01738Θ36130-7 βαγόνι και, κατόπιν αναρριχήθηκε, για άγνωστο λόγο, στην οροφή αυτού, ήτοι σε ύψος 4,137 μ. από τις σιδηροτροχιές. Ειδικότερα, ο ως άνω ενάγων ανέβηκε στην ως άνω οροφή από την, εκ κατασκευής, υπάρχουσα στην οπίσθια πλευρά του βαγονιού σκάλα, στην κατάληξη της οποίας υπάρχει μια εξέδρα, η οποία εξυπηρετεί την πρόσβαση των υπαλλήλων του εναγομένου στην οροφή για την πραγματοποίηση εργασιών και η οποία απέχει από την οροφή περί το 1,30 μ. Ακολούθως, και αφού σκαρφάλωσε από την εξέδρα αυτή στην οροφή, προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, πλην όμως κατά τη στιγμή εκείνη πλησίασε πολύ κοντά στον εναέριο (διερχόμενο ηλεκτροφόρο αγωγό- Γραμμή Επαφής) του συστήματος ηλεκτροκίνησης των συρμών, ο οποίος απέχει περί το 1,54 μ. από την οροφή, με αποτέλεσμα, λόγω της υψηλής τάσης του ηλεκτρικού δικτύου (25.000 Βολτ), να σημειωθεί ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ του αγωγού και του σώματος του , να πάθει αυτός ηλεκτροπληξία και να καταπέσει από την οροφή στο έδαφος, βαρύτατα τραυματισμένος από τις θερμικές βλάβες που υπέστη εκ της προαναφερόμενης αιτίας. Εκ του λόγου μάλιστα αυτού, επί της οροφής του βαγονιού και σε απόσταση 1,30 μ. περίπου από το άκρο του υπάρχουν ίχνη από ηλεκτρική εκκένωση, ήτοι υφίσταται μαύρισμα της μεταλλικής οροφής και δημιουργία οπής στη λαμαρίνα του βαγονιού, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει την αναρρίχηση του ενάγοντος επί της οροφής αυτού (βλ. σχετ. περί όλων των ανωτέρω την προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε κατόπιν της από 10-12-2008 έγγραφης παραγγελίας του Α.Τ. … από τους διορισθέντες διπλωματούχους μηχανολόγους ηλεκτρολόγους μηχανικούς Ε. Φ. και Ι. Γ., σε συνδυασμό με την από 9-12-2008 χωρίς όρκο προανακριτική εξέταση του Ι. Χ.). Οι ισχυρισμοί δε του ενάγοντος περί του ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα κατά τη στιγμή που αυτός επιχειρούσε να ανέβει τη σκάλα του βαγονιού, πιάνοντας τα εκατέρωθεν αυτής κάγκελα, προκειμένου να εισέλθει εντός αυτού (βαγονιού) , καθώς και περί του ότι στο επίδικο βαγόνι διοχετεύονταν ηλεκτρικό ρεύμα, αποδεικνύονται ως αβάσιμοι στην ουσία τους και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Στη συνέχεια ο ενάγων μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. Θεσ/νίκης “Ιπποκράτειο” όπου και διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκαυμάτων Β’ και Γ’ βαθμού στον κορμό, στη ράχη, στους γλουτούς και στα άνω και κάτω άκρα, συνολικής έκτασης 55-60%, την επόμενη δε ημέρα, ήτοι στις …-12- 2008, αεροδιακομίστηκε, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης της υγείας του, στη Μονάδα Εγκαυμάτων του Τμήματος Πλαστικής Χειρουργικής του Γ. Ν. Αθηνών “Γεννηματάς”, όπου και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος σ’ αυτό έως τις …-2-2009, οπότε και εξήλθε. Περαιτέρω, ο ενάγων διατείνεται ότι το ένδικο ατύχημα και ο εξ αυτού επελθών τραυματισμός του οφείλεται σε αμέλεια των οργάνων του εναγομένου Οργανισμού συνιστάμενη αφενός στην πλημμελή φύλαξη, συντήρηση και επίβλεψη του ως άνω περιφραγμένου χώρου, καθώς και στην μη ύπαρξη προειδοποιητικής για ηλεκτροπληξία πινακίδας στον ως άνω χώρο και αφετέρου στη διοχέτευση ρεύματος στα ευρισκόμενα στον ως άνω σταθμό παροπλισμένα ή μη βαγόνια. Πλην όμως, από όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι καμία αμέλεια δεν υπέχουν τα όργανα του εναγομένου Οργανισμού για τη φύλαξη, συντήρηση και περίφραξη του χώρου στον οποίο έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν καθόσον: α) δέκα (10) ημέρες πριν από το ένδικο ατύχημα πραγματοποιήθηκε έλεγχος στη συγκεκριμένη περίφραξη από τον εργοδηγό του εναγομένου Β. Μ. Π., ο οποίος ανά δεκαήμερο προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους της γραμμής κυκλοφορίας στον ένδικο Σταθμό, στην περιοχή ευθύνης του οποίου υπάγεται ο τελευταίος και ο οποίος καμία απολύτως φθορά δεν διαπίστωσε τότε σ’ αυτήν (βλ. σχετ. την από 29-12-2009 έκθεση ένορκης προανακριτικής εξέτασης του ανωτέρω Β. Μ.). Το γεγονός δε ότι η περίφραξη βρέθηκε κατά το χρόνο του ατυχήματος παραβιασμένη, δεν συνιστά άνευ ετέρου αμέλεια του εναγομένου περί τη φύλαξη και τη συντήρηση αυτής, λαμβανομένου προς τούτο υπόψη του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη περίφραξη παραβιαζόταν συνεχώς από τους κατοίκους του χωριού Γ., προκειμένου αυτοί να έχουν, δια μέσου των σιδηροδρομικών γραμμών, ευκολότερη και γρηγορότερη πρόσβαση στην απέναντι πλευρά του χωριού, πράγμα που καθιστούσε δυσχερή την συνεχή φύλαξη και συντήρηση της εν λόγω περίφραξης από τον εναγόμενο, β) από καμία διάταξη νόμου, ούτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίλην/η, δεν επιβάλλεται η τοποθέτηση φύλακα στον ένδικο σταθμό για τη φύλαξη και επίβλεψη του χώρου, ενόψει του ότι η στάθμευση αμαξοστοιχιών και βαγονιών στον συγκεκριμένο σταθμό δεν δημιουργεί ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, ώστε να γεννάται υποχρέωση του εναγομένου να λάβει ως ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο για την προστασία των προσερχόμενων στο χώρο αυτό τρίτων, την τοποθέτηση φύλακα στον επίδικο σταθμό και ενδεχομένως σε κάθε σταθμευμένη αμαξοστοιχία, ενόψει μάλιστα της μεγάλης έκτασης του χώρου αυτού και γ) σε όλες τις κολώνες που στηρίζουν τα εναέρια καλώδια υπάρχουν πινακίδες με το σήμα του κεραυνού. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται καμία αμέλεια δεν βαρύνει τον εναγόμενο Οργανισμό στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και τον εξ αυτού τραυματισμό του ενάγοντος. Καθόσον, όπως προέκυψε, στα βαγόνια που ήταν σταθμευμένα στις γραμμές του εν λόγω σιδηροδρομικού σταθμού, παροπλισμένα ή μη, ουδόλως διοχετεύονταν ηλεκτρικό ρεύμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, αντίθετα δε η παροχέτευση του ηλεκτρικού ρεύματος γινόταν αποκλειστικά και μόνο στους εναέριους διερχόμενους ηλεκτροφόρους αγωγούς (Γραμμές Επαφής) του συστήματος ηλεκτροκίνησης των συρμών. Αντίθετα, από όλα τα προαναφερόμενα με σαφήνεια και πέρα από κάθε αμφιβολία αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπαίτιος της πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος και του εξ αυτού επελθόντος τραυματισμού του είναι ο ενάγων, ο οποίος ενεργώντας καθόλα απερίσκεπτα και αδικαιολόγητα, και μη σταθμίζοντας του κινδύνους που διέτρεχε από την πρόσβαση του στο χώρο των σιδηροδρομικών γραμμών, παραβίασε το χώρο ιδιοκτησίας του εναγομένου και αναρριχήθηκε στην οροφή του επίδικου βαγονιού, το οποίο βρισκόταν καθόλα νόμιμα και δικαιολογημένα σταθμευμένο σε μια από τις σιδηροδρομικές γραμμές που διέρχονται από τον Σταθμό Γ. του εναγομένου, χωρίς να καταβάλει τη δέουσα προσοχή και χωρίς να αντιληφθεί την άνωθεν του βαγονιού διέλευση του ηλεκτροφόρου καλωδίου, παρόλο που αυτός ως μόνιμος κάτοικος του χωριού Γ. από τη γέννηση του γνώριζε ή σε κάθε περίπτωση όφειλε, να γνωρίζει τους κινδύνους που συνεπάγεται η προσέγγιση στο χώρο των σιδηροδρομικών γραμμών του ως άνω Σταθμού και εν γένει η προσέγγιση σε αυτό καθεαυτό τον Σταθμό. Ανεξαρτήτως όμως και πέραν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι στην ένδικη περίπτωση ουδόλως υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αποδιδόμενης αμελούς συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου και του ένδικου ατυχήματος και του εξ αυτού επελθόντος τραυματισμού του ενάγοντος, διότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, οι πράξεις οι παραλείψεις αυτών δεν ήταν ικανές και δεν μπορούσαν αντικειμενικά να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, χωρίς δηλαδή την παρεμβολή κάποιου ασυνήθιστου αντικειμενικώς περιστατικού, όπως ήταν η αναρρίχηση του ενάγοντος στην οροφή του βαγονιού, η οποία και είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Ειδικότερα, η περίφραξη και εν γένει η φύλαξη του ως άνω χώρου από τον εναγόμενο Οργανισμό δεν θα μπορούσε παρά να αποβλέπει στην αποτροπή προσέγγισης των μη εχόντων εργασία στις εκεί εγκαταστάσεις του, προκειμένου να αποφευχθεί ατύχημα αυτών από τις ανά πάσα στιγμή δυνάμενες να ενεργηθούν διελεύσεις αμαξοστοιχιών ή μετακινήσεις βαγονιών. Το ένδικο ατύχημα όμως δεν προήλθε εκ του κινδύνου αυτού, στην αποτροπή του οποίου, εκ των πραγμάτων, θα μπορούσαν να αποβλέπουν τα ως άνω προφυλακτικά μέτρα, αλλά επισυνέβη όταν ο ενάγων πραγματοποίησε αναρρίχηση στην οροφή του βαγονιού, δηλονότι από γεγονός μη δυνάμενο να προβλεφθεί και να αποτραπεί από το μέσο συνετό άνθρωπο και εν προκειμένω από τα αρμόδια όργανα του εναγομένου Οργανισμού, με συνέπεια να ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποδιδόμενης σε αυτά αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος. Στην προκειμένη, μάλιστα, περίπτωση ουδόλως ασκεί ουσιώδη επιρροή ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι το βαγόνι, στο οποίο αναρριχήθηκε ο ενάγων, φέρεται ως παροπλισμένο ή εγκαταλελειμμένο στον ως άνω Σταθμό, αν και όπως αποδείχθηκε αυτό ήταν ένα ενεργό εμπορικό βαγόνι-ψυγείο, αφού κρίσιμο εδώ στοιχείο δεν είναι το γεγονός αυτό, αλλά η υποχρέωση ή μη της φύλαξης και επιτήρησης του χώρου αυτού από τον εναγόμενο.
Συνεπώς και εφόσον ουδόλως αποδείχθηκε αμελής συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου Οργανισμού στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, στην οποία αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, οδήγησε η αμελής συμπεριφορά του ενάγοντος, και σε κάθε περίπτωση εφόσον ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του επελθόντος αποτελέσματος και της αποδιδόμενης στα αρμόδια όργανα του εναγομένου παράλειψης περί της φύλαξης και της επιτήρησης του προαναφερόμενου χώρου, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με ανάλογες σκέψεις, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως οι λόγοι της ένδικης έφεσης που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι και η ένδικη έφεση στο σύνολο της”. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 330 εδ. β’ του ΑΚ, ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του Δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με την έλλειψη υπαιτιότητας (αμέλειας) εκ μέρους της αναιρεσίβλητης στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος και ειδικότερα τον τραυματισμό του αναιρεσείοντος κατά το ένδικο ατύχημα, καθώς και ως προς την έλλειψη αιτώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας, ήτοι της αποδιδόμενης στα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης παράλειψης ως προς τη φύλαξη και επιτήρηση του προαναφερόμενου χώρου προς το ζημιογόνο αποτέλεσμα, με συνέπαα να μην υφίσταται η εν λόγω απαιτουμένη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της τελευταίας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις. Κατά τα λοιπά ο ίδιος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, που δεν ελέγχεται από το ’ρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 249/2019, ΑΠ 306/2018). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδει στο Εφετείο κατ’ εκτίμηση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11γ’ (και όχι από τον αριθ. 8β’) ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει την αναφερθείσα κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του την έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατόπιν έγγραφης εντολής του Α.Τ. …. Πλην όμως από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι σ’ αυτήν γίνεται ρητή μνεία (15η και 16η σελίδα) περί λήψης υπόψη και του εν λόγου εγγράφου (τεχνικής πραγματογνωμοσύνης), μεταξύ των λοιπών αναφερομένων αποδεικτικών μέσων. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο αυτής (απόφασης), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, αλλά καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του το ως άνω αποδεικτικό μέσο, που συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα και την απόρριψη της έφεσης κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πιο πάνω από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας, νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1β’ ΚΠολΔ). Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες, που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ’ αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλ. κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΓΙ 518/2017, ΑΠ 2086/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας και συγκεκριμένα ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατέφυγε σε αυθαιρεσίες, κρίνοντας εκ των ενόντων για ουσιώδη ζητήματα και παραβλέποντας πράγματα, που προτάθηκαν και αρκούντως σχολιάσθηκαν. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας του αναιρεσείοντος (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα υπέρ της αναιρεσίβλητης δεν θα επιδικαστούν, καθόσον δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16.1.2018 αίτηση του Α. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 170/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2020.
ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου