Δημοσιεύθηκε στις : [ 21-10-2022 ]
Κατηγορία: Εταιρικό Δίκαιο (ΑΕ-ΕΠΕ-ΙΚΕ)
ΑΠ 599/2021
Αποκλεισμός εταίρου – λόγοι λύσεως προσωπικών εταιριών – Ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την ομαλή λειτουργία της εταιρίας
Απόφαση 599 / 2021 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 259 του ν. 4072/2012 “Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ Α` 86/11-4-2012), με τον τίτλο “Λύση της (ομόρρυθμης) εταιρείας”, η οποία, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 271 του ίδιου Νόμου, ορίζει ότι “Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο παρόν κεφάλαιο (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β` ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ), στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία” η ομόρρυθμη εταιρεία λύνεται:
α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της,
β) με απόφαση των εταίρων,
γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και
δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Βάσει της διατάξεως του άρθρου 259 παρ. 2 του ν. 4072/2012, η αίτηση εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρου αυτού με εκείνες των άρθρων 249 και 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 του ν. 4072/2012, συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου, όσο και την ορισμένου χρόνου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης, που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος.
Οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιριών …., υπό το ισχύον δίκαιο του ν. 4072/2012 διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και το επιβεβλημένο απομάκρυνσης από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών.
Μάλιστα, η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας έχει πλέον απαλειφθεί ως προβλεπόμενος από το νόμο λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρίας, ισχύει όμως ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Με βάση το σκοπό της διατήρησης της επιχείρησης, που διακατέχει το ν. 4072/2012 και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης, που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθη άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου.
Η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου θα πρέπει πάντως να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο.
Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων, που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχείρησης, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, είναι η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας, κατανόησης, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κλπ και ,πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, που έχουν ως επακόλουθο, είτε την παράλυση της λειτουργίας, είτε την αδυναμία της εκπλήρωσης του σκοπού της. Εξάλλου,ο σπουδαίος λόγος πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά και κατά το χρόνο συζήτησής της.
Επιπλέον, η συνέχιση της εταιρείας, με τον υπό αποκλεισμό εταίρο, λόγω της (υπαίτιας ή μη) συμπεριφοράς του θα πρέπει να είναι δυσβάστακτη για τους άλλους εταίρους, έτσι ώστε να κινδυνεύει η ομαλή λειτουργία ή η υπόστασή της .
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή σπουδαίου λόγου λύσεως της εταιρείας, που είναι αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1085/2018). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 του ν. 4072/2012 με τον τίτλο “Αποκλεισμός εταίρου” “Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό, που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας, σύμφωνα με την περίπτωση δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου” (ΑΠ 37/2019, ΑΠ 473/2019, ΑΠ 1085/2018).
Αριθμός 599/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ζ. Σ. του Α., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………….
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Σ. του Α., κατοίκου …, εκ της ιδιότητός της ως ομόρρυθμου μέλους της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρείας με την επωνυμία “………….” και δ.τ. “………..”, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………….. και 2) Ε. Σ. του Α., κατοίκου …, εκ της ιδιότητός της ως ομόρρυθμου μέλους της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρείας με την επωνυμία “…….” και δ.τ. “…………….”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ……………………. με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 22-11-2017 και 14-12-2017 αιτήσεις κατ’ άρθρο 263 ν. 4072/2012 της ήδη αναιρεσείουσας και της 2ης των αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2422/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1849/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-5-2019 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 556 Κ.Πολ.Δικ., “δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικηθούν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι, που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι. Αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δικ., σύμφωνα με την οποία “δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον”, προκύπτει ότι, κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννομο συμφέρον. Το έννομο αυτό συμφέρον προκύπτει κυρίως από την βλάβη, που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Βλάβη, εξάλλου, του διαδίκου υπάρχει, όταν, κατά κανόνα, απορρίπτονται μερικά ή ολικά οι προτάσεις του (αγωγή, ανταγωγή, ενστάσεις) ή γίνονται μερικά ή ολικά δεκτές έναντι αυτού οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη δηλαδή του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του, η δε προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά κανόνα, να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του αναιρεσείοντος (ΑΠ 401/2017, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 640/2015, ΑΠ 226/2014). Επομένως, η αναίρεση δεν πρέπει να απευθύνεται εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντα, αλλά μόνο εναντίον εκείνων από αυτούς από τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατ` εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, τους οποίους δεν αφορά η αποδιδόμενη με αυτήν πλημμέλεια και ως προς τους οποίους συνεπώς ,δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ,ακόμη και αν ευδοκιμήσει ο λόγος της αναίρεσης και ως προς τους οποίους ο αναιρεσείων προεχόντως στερείται εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 1416/2018, ΑΠ 1521/2007, ΑΠ 731/2005).
Με την κρινόμενη από 28-5-2019 (αρ. κατ. 485/2019) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αρ. 1849/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 259 παρ. 2 του ν. 4072/2012 περί λύσης της ομόρρυθμης εταιρείας).
Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά κατ’ αρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ, αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης , προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα, Ζ. Σ., άσκησε εναντίον των ήδη αναιρεσιβλήτων, αδελφών αυτής, την από 22-11-2017 (αρ. κατ. 3866/2017) αίτηση και χάριν συντομίας Α’ αίτηση, με την οποία ισχυρίστηκε, ότι όλες είναι ομόρρυθμοι εταίροι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………………. ΟΕ και το διακριτικό τίτλο ………….., με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό τους από την εταιρεία για σπουδαίο λόγο, εξαιτίας της αθέτησης των εταιρικών τους υποχρεώσεων και ειδικότερα, διότι η μεν 1η καθής η αίτηση, Κ. Σ., απουσίαζε αυθαίρετα αδιαφορώντας για τις εταιρικές της υποχρεώσεις ,καθώς επίσης, διότι εν αγνοία της εταιρείας και των λοιπών εταίρων εξέδωσε ένα παραστατικό ποσού 3500 ευρώ υπέρ του συζύγου της για ανύπαρκτη οφειλή της εταιρείας , ενώ η 2η καθής η αίτηση, Ε. Σ., συγκάλυπτε εν γνώσει την 1η καθής η αίτηση ,κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα . Επίσης, η ήδη 2η αναιρεσίβλητη, Ε. Σ., άσκησε την από 14-12-2017 (αρ. κατ. 4182/2017) αίτηση και χάριν συντομίας Β’ αίτηση κατά της ήδη αναιρεσείουσας και κατά της 1ης αναιρεσίβλητης , (ως προς την οποία όμως αργότερα παραιτήθηκε κατ’ αρ. 274-297 ΚΠολΔ) και ζητούσε να αποκλειστεί από την ομόρρυθμη εταιρεία η τότε 1η καθής η αίτηση και ήδη αναιρεσείουσα για σπουδαίο λόγο και ειδικότερα, εξαιτίας έλλειψης εταιρικής συνεργασίας μεταξύ τους, λόγω της καταχρηστικής απαίτησης από την τότε 1η καθής, Ζ. Σ. , να συμπράξει η τότε Β’ αιτούσα (Ε. Σ.) με αυτήν (Ζ. Σ.) για τον αποκλεισμό της άλλης ομόρρυθμης εταίρου , αδελφής αυτών, Κ. Σ.. Οι Α και Β αιτήσεις συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ’αρ. 2422/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία θεώρησε ότι η Β’ αίτηση της Ε. Σ. δεν ασκήθηκε ως προς την τότε 2η καθής , Κ. Σ. και απέρριψε κατ’ουσίαν την Β’ αίτηση ως προς την τότε 1η καθής Ζ. Σ.. Ως προς την Α’ αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την τότε 1η καθής η αίτηση Κ. Σ. και την απέρριψε κατ’ουσίαν ως προς την 2η τότε Α’ καθής η αίτηση, Ε. Σ..
Η ηττηθείσα Κ. Σ. άσκησε στη συνέχεια, την από 26-10-2018 (αρ. κατ. 8349/2018) έφεση και χάριν συντομίας Α’ έφεση, την οποία απηύθυνε κατά των λοιπών ομορρύθμων εταίρων και η ήδη αναιρεσείουσα, Ζ. Σ., άσκησε την από 31-10-2018 (αρ. κατ. 8512/2018) έφεση και χάριν συντομίας Β’ έφεση, επίσης, κατά των λοιπών ομορρύθμων εταίρων. Επίσης, η Ε. Σ. άσκησε την από 8-12-2018 (αρ. κατ. 874/2018) αντέφεση, που απηύθυνε κατά των λοιπών ομορρύθμων εταίρων-αδελφών αυτής.
Επί των δύο αντιθέτων εφέσεων και της αντέφεσης, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση,η οποία απέρριψε την αντέφεση, ως απαράδεκτη. Το κεφάλαιο αυτό δεν αφορά την αναιρετική δίκη. Επίσης, απέρριψε την Β’ έφεση της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ δέχτηκε την Α’ έφεση της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, Κ. Σ. και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την υπό στοιχείο Α’ αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας Ζ. Σ., ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Ήδη η αναιρεσείουσα ,με τους λόγους της αίτησης αναίρεσης ,όπως αναλυτικά θα εκτεθούν παρακάτω, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος,που δέχθηκε ότι η 1η αναιρεσίβλητη, Κ. Σ., δεν είχε αθετήσει τις εταιρικές της υποχρεώσεις και ότι συνεπώς δεν θεμελιώθηκε σπουδαίος λόγος για τον αποκλεισμό αυτής από την ομόρρυθμη εταιρεία. Αντίθετα, ουδείς αναιρετικός λόγος αφορά τη 2η αναιρεσίβλητη, Ε. Σ.. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, η αναιρεσείουσα δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον, για να απευθύνει την αναίρεση εναντίον της 2ης αναιρεσίβλητης, στην οποία δεν αποδίδει κανένα παράπονο. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται αυτεπάγγελτα, σε κάθε στάση της δίκης,κατ’αρ. 73 ΚΠολΔ σε συνδ.68 του ίδιου κώδικα και συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 796/2020, ΑΠ 51/2019, ΑΠ 1429/2018).
Κατόπιν τούτου , η αίτηση αναίρεσης ως δικόγραφο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως προς τη 2η αναιρεσίβλητη και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της 2ης αναιρεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσε ξεχωριστές προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
Κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα ως προς την 1η αναιρεσίβλητη και πρέπει να ερευνηθεί κατά τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 259 του ν. 4072/2012 “Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις” (Φ.Ε.Κ Α` 86/11-4-2012), με τον τίτλο “Λύση της (ομόρρυθμης) εταιρείας”, η οποία, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 271 του ίδιου Νόμου, ορίζει ότι “Εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο παρόν κεφάλαιο (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β` ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ), στην ετερόρρυθμη εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία” η ομόρρυθμη εταιρεία λύνεται:
α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της,
β) με απόφαση των εταίρων,
γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και
δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Βάσει της διατάξεως του άρθρου 259 παρ. 2 του ν. 4072/2012, η αίτηση εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρου αυτού με εκείνες των άρθρων 249 και 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 του ν. 4072/2012, συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρία αορίστου, όσο και την ορισμένου χρόνου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης, που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος. Οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιριών …., υπό το ισχύον δίκαιο του ν. 4072/2012 διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και το επιβεβλημένο απομάκρυνσης από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών.
Μάλιστα, η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας έχει πλέον απαλειφθεί ως προβλεπόμενος από το νόμο λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρίας, ισχύει όμως ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Με βάση το σκοπό της διατήρησης της επιχείρησης, που διακατέχει το ν. 4072/2012 και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης, που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθη άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου.
Η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου θα πρέπει πάντως να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο.
Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων, που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχείρησης, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, είναι η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας, κατανόησης, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κλπ και ,πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, που έχουν ως επακόλουθο, είτε την παράλυση της λειτουργίας, είτε την αδυναμία της εκπλήρωσης του σκοπού της. Εξάλλου,ο σπουδαίος λόγος πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά και κατά το χρόνο συζήτησής της.
Επιπλέον, η συνέχιση της εταιρείας, με τον υπό αποκλεισμό εταίρο, λόγω της (υπαίτιας ή μη) συμπεριφοράς του θα πρέπει να είναι δυσβάστακτη για τους άλλους εταίρους, έτσι ώστε να κινδυνεύει η ομαλή λειτουργία ή η υπόστασή της .
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή σπουδαίου λόγου λύσεως της εταιρείας, που είναι αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1085/2018). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 του ν. 4072/2012 με τον τίτλο “Αποκλεισμός εταίρου” “Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό, που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας, σύμφωνα με την περίπτωση δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου” (ΑΠ 37/2019, ΑΠ 473/2019, ΑΠ 1085/2018).
Κατά τους ορισμούς και την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, κατ` εσφαλμένη εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και με την έννοια αυτή “πράγμα” αποτελεί η ιστορική βάση της αγωγής και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 879/2013, ΑΠ 1008/2007). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό, που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 210/2020, ΑΠ 600/2018, ΑΠ 1486/2014,ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες . Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες . Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε . Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015,ΑΠ 845/2012). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον ‘Αρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 322/2020,ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 301/2018, ΑΠ 146/2018,ΑΠ 198/2015).
Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 1572/2018,ΑΠ 1650/2018, ΑΠ 349/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ’ορθή εκτίμηση αυτού, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.8 περ. β ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον αυτοτελή ισχυρισμό της ,που συνιστούσε την ιστορική βάση της Α’ αίτησής της <πράγμα> και είχε προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ,ενώ είχε επίσης επαναφερθεί παραδεκτά, με τις κατ’έφεση προτάσεις της και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον οποίο η 1η αναιρεσίβλητη, Κ. Σ., με την ιδιότητά της ως ομόρρυθμη εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ………, εν αγνοία των λοιπών δύο ομορρύθμων εταίρων- αδελφών αυτής, προέβη δολίως με σκοπό βλάβης των συμφερόντων τους, αλλά και των συμφερόντων της εταιρείας α) στην κατασκευή εταιρικής σφραγίδας, αν και υπήρχε τέτοια στην έδρα της εταιρείας, β) στην αγορά μπλοκ αποδείξεων δαπανών της εταιρείας γ) στην έκδοση ,στις 14-3-2017, για λογαριασμό και σε βάρος της εταιρείας μιας απόδειξης για δαπάνη ύψους 3500 ευρώ, υπέρ του συζύγου της αναιρεσίβλητης, (δηλαδή της Κ. Σ.), ονόματι Κ. Ν., χωρίς να υφίσταται νομική και πραγματική αιτία συναλλαγής, ζητήματα που,κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, ήταν ουσιώδη, με βάση τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, για το αποτέλεσμα της δίκης και ειδικότερα, για τον αποκλεισμό της 1ης αναιρεσίβλητης από την ομόρρυθμη εταιρεία.
Με τον 2ο συναφή αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει τον ανωτέρω ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί της έκδοσης εκ μέρους της 1ης αναιρεσίβλητης του παραστατικού των 3500 ευρώ ,αν και δεν υφίστατο νόμιμη και πραγματική αιτία οφειλής της εταιρείας , κρίνοντας εσφαλμένα ,κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, ότι δήθεν η 1η αναιρεσίβλητη δεν ενήργησε με δόλο διότι, αν και δεν ενημέρωσε τις λοιπές ομόρρυθμες εταίρους για την έκδοση του παραστατικού, εντούτοις δήθεν είχε ενημερώσει τον λογιστή της εταιρείας και ότι δήθεν η οφειλή ήταν πραγματική,στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ,διότι διέλαβε ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία,εφόσον , αν και το Εφετείο δέχτηκε ότι, τόσο η αναιρεσείουσα ,όσο και η Ε. Σ., αγνούσαν την έκδοση του ανωτέρω παραστατικού εκ μέρους της 1ης αναιρεσίβλητης, εντούτοις εντελώς αντιφατικά δέχτηκε, ότι το παραστατικό αυτό εκδόθηκε, μετά από προηγούμενη υπόδειξη και ενημέρωση του λογιστή της εταιρείας, τον οποίο ουδόλως κατονομάζει η προσβαλλόμενη απόφαση , ενώ συγχρόνως δεν αιτιολογεί, τον τρόπο με τον οποίο ενημερώθηκε ο λογιστής από την 1η αναιρεσίβλητη και έτσι με τις ανωτέρω αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στον ουσιαστικό κανόνα δικαίου του άρθρου 263 του Ν. 4072/2012,που εφαρμόστηκε ,τον οποίο το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου. Σημειωτέον, ότι αν και η αναιρεσείουσα δεν μνημονεύει αριθμητικά την παραβιασθείσα ως άνω διάταξη, εντούτοις το πραγματικό της προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του αναιρετηρίου και κατά τούτο ο 2ος αναιρετικός λόγος κρίνεται αρκούντως ορισμένος και παραδεκτός (ΑΠ 425/2019, ΑΠ 1043/2019).
Επίσης, με τον συναφή, προς τους ανωτέρω λόγους, 3ο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ1 περ.α ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι η 1η αναιρεσίβλητη, αν και δεν είχε ενημερώσει, ως όφειλε τις λοιπές δύο ομόρρυθμες εταίρους – αδελφές της, για την έκδοση του παραστατικού των 3500 ευρώ, δεν έπραξε τούτο δολίως, δηλαδή, με σκοπό να εισπράξει ο σύζυγός της χρήματα για ανύπαρκτη οφειλή, καθώς επίσης με το να δεχθεί ότι η 1η αναιρεσίβλητη δεν απουσίασε από την εταιρεία εν αγνοία των συνεταίρων της και προς βλάβη των εταιρικών υποθέσεων και ότι δεν εξέδωσε το ανωτέρω παραστατικό με πρόθεση να αθετήσει τις εταιρικές της υποχρεώσεις ή να βλάψει την εταιρεία, κατά τρόπο που να καθίσταται επαχθής η εξακολούθηση της συνεργασίας της με την αναιρεσείουσα, παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 263 Ν. 4072/2012, ως προς την αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου, για την συνδρομή του οποίου δεν απαιτείται υπαιτιότητα, αλλά αρκεί ο λόγος αυτός να σχετίζεται αντικειμενικά με το πρόσωπο του υπό αποκλεισμό εταίρου, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στο πραγματικό της διάταξης αυτής, την οποία εφάρμοσε ,αν και δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επισκοπείται επιτρεπτά (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ) για τις ανάγκες των συναφών ερευνώμενων ως άνω αναιρετικών λόγων, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:…. ….”Οι αντίδικοι είναι ομόρρυθμοι εταίροι εκπρόσωποι και διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “………” που εδρεύει στην …. στην περιοχή του …, επί της οδού …, με συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημίες κατά ποσοστό 33,34% η Ζ. και 33,33 έκαστη των λοιπών. Σκοπός της εταιρίας είναι οι εισαγωγές, εξαγωγές και εμπορία πετρελαιοειδών και συναφών προϊόντων, λιπαντικών και γενικά ειδών αυτοκινήτου. Η εταιρία συστήθηκε το έτος 2009 δυνάμει του από 19.10.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αρ. 16795/2009, με τη συμμετοχή τότε και του πατέρα των αντιδίκων Α. Σ. με ποσοστό 10%. Ο τελευταίος αποχώρησε δυνάμει του από 16.12.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αρ. 23138/2010, οπότε αυξήθηκε η συμμετοχή εκάστης των θυγατέρων του στα άνω ποσοστά. Παρά την αποχώρηση του από την εταιρία λόγω συνταξιοδότησης, ο πατέρας των αντιδίκων, συνέχισε και συνεχίζει ουσιαστικά να αναμειγνύεται ενεργά στη διαχείριση της εταιρίας, της οποίας υπήρξε άλλωστε ο δημιουργός. Πρόκειται για μία παλαιά επιχείρηση, με κέρδη, με καλή φήμη και σταθερή πελατεία. Μετά την παραχώρηση της εταιρίας από τον πατέρα στις κόρες του και με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να δημιουργούνται έριδες και διαφωνίες ανάμεσα στις αδελφές. Παρ’ όλα αυτά, καμία δεν επιθυμεί τη διάλυση της εταιρίας, προφανώς διότι πρόκειται για μία κερδοφόρα επιχείρηση, αλλά τον αποκλεισμό των λοιπών εταίρων. Το ενδεχόμενο επομένως να διαταχθεί η λύση της εταιρίας λόγω αδυναμίας συνεννόησης και συνεργασίας των εταίρων αποκλείεται στα πλαίσια της δίκης αυτής, όπως το αντικείμενο της έχει οριοθετηθεί από τις ίδιες τις διαδίκους. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι η Κ. Σ. απουσίασε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εταιρία, συγκεκριμένα κατά το διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2016 έως τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, καθώς επίσης και κατά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2017 και Οκτωβρίου 2017, οπότε διέμεινε στη … με τα παιδία της, για την αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας που αυτά αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, η απουσία αυτή δεν έλαβε χώρα υπό τις αντιρρήσεις των αδελφών της, οι οποίες ήταν ενήμερες, άλλωστε και παλαιότερα υπήρχε μεταξύ τους μία ευελιξία ως προς το ωράριο της απασχόλησής τους, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης, ωράριο για το οποίο πάντα είχε λόγο και ο πατέρας τους, ο οποίος ποτέ δεν έπαψε ουσιαστικά να ασχολείται με την επιχείρηση. Επίσης αποδεικνύεται ότι η Κ. εξέδωσε την 14.3.2017 για λογαριασμό της εταιρίας την με αρ. 1 απόδειξη δαπανών ποσού 3.500 ευρώ, υπέρ του συζύγου της Κ. Ν., με αιτιολογία την κατασκευή, διαφήμιση και συντήρηση της ιστοσελίδας της εταιρίας με τα στοιχεία “…………..”. Για την έκδοση της απόδειξης αυτής αγόρασε μπλοκ αποδείξεων και κατασκεύασε εταιρική σφραγίδα πέραν της ήδη υπάρχουσας στα γραφεία της εταιρίας, την οποία έθεσε επί του παραστατικού. Μόλις η Ε. και η Ζ. έμαθαν από το λογιστή της εταιρίας για την έκδοση του παραστατικού αυτού, προέβησαν στην ακύρωση του και ζήτησαν από την Κ. να παραδώσει την εταιρική σφραγίδα που κατασκεύασε και το μπλοκ αποδείξεων, αποστέλλοντάς της σχετικά την από 31.3.2017 εξώδικη δήλωσή τους. Ωστόσο, η Κ. ως διαχειρίστρια, είχε τη δυνατότητα να εκδώσει εταιρική σφραγίδα και μπλοκ αποδείξεων, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια με βάση το καταστατικό. Και ναι μεν δεν ενημέρωσε ως όφειλε γι’ αυτό τις αδελφές της, ωστόσο δεν το έπραξε με σκοπό ο σύζυγος της να εισπράξει εν αγνοία των αδελφών της χρήματα για μία άγνωστη γι’ αυτές οφειλή. Τη γνώση τους για την οφειλή επιβεβαιώνει ο πατέρας των αντιδίκων, ο οποίος αναφέρει ότι η Ζ. και η Ε. είχαν ζητήσει από την Κ. να προσκομίσει ο Ν. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για να πληρωθεί. Ο ίδιος περαιτέρω αναφέρει ότι η Κ. ενέργησε με την υπόδειξη του λογιστή της εταιρίας, προκειμένου να εξοφληθεί κατά νόμιμο τρόπο η οφειλή της εταιρίας προς τον σύζυγο της. Μάλιστα τελικά ο ίδιος πλήρωσε το ποσό αυτό, από δικά του χρήματα, προς αποφυγή περαιτέρω διενέξεων μεταξύ των θυγατέρων του. Γι’ αυτό η Ε., πεισθείσα από τις σχετικές εξηγήσεις της Κ., αρνήθηκε να συνεχίσει τις από κοινού με την Ζ. ενέργειες, προκείμενου να την αποκλείσουν από την εταιρία. Αποτέλεσμα της στάσης της αυτής, ήταν η Ζ. να αποστείλει το από 26.9.2017 νέο εξώδικο έγγραφο, προς την Ε. αυτή τη φορά, με το οποίο την καλούσε να ενεργήσει από κοινού με αυτήν για τον δικαστικό αποκλεισμό της Κ., δηλώνοντάς της ότι σε διαφορετική περίπτωση θα θεωρεί αδικαιολόγητη την άρνησή της, η οποία θα συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης πίστης προς την εταιρία και σπουδαίο λόγο για τον αποκλεισμό και της ιδίας της Ε. από την εταιρία. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Κ. αφενός δεν απουσίασε από την εταιρία εν αγνοία των συνεταίρων της και προς βλάβη των εταιρικών υποθέσεων, αφετέρου εξέδωσε το παραστατικό της δαπάνης των 3.500 ευρώ όχι με την πρόθεση να αθετήσει τις εταιρικές της υποχρεώσεις, ή να βλάψει την εταιρία, κατά τρόπο που να καθιστά επαχθή την εξακολούθηση της συνεργασίας μαζί της στα πλαίσια της εταιρίας για την αδελφή της Ζ.. Η δε αδελφή της Ε., η οποία μετά τις εξηγήσεις της Κ. σταμάτησε τις ενέργειες για τον αποκλεισμό της, δεν παρενέβη την υποχρέωση πίστης της προς την εταιρία ούτε είχε την πρόθεση να την ζημιώσει, ως εσφαλμένα υποστηρίζει η Ζ.. Ούτε ασφαλώς συνιστά λόγο αποκλεισμού της από την εταιρία το ότι δεν συνέπραξε για την καταχώρηση της πρωτόδικης απόφασης στις αρμόδιες υπηρεσίες, ως υπολαμβάνει η Ζ..
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ορθώς απέρριψε την αίτηση περί αποκλεισμού της Ε. από την εταιρία, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων διατάσσοντας τον αποκλεισμό της Κ. από την εταιρία, σύμφωνα με τον βάσιμο περί τούτου λόγο έφεσης της εταίρου αυτής. Ενόψει τούτων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της Ζ. ως ουσία αβάσιμη.” Σύμφωνα με τις ανέλεγκτα αναιρετικά ως άνω παραδοχές του το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και να απορρίψει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την Α’ αίτηση της αναιρεσείουσας περί αποκλεισμού της 1ης αναιρεσίβλητης από την ομόρρυθμη εταιρεία, έκρινε 1) ότι δεν συντρέχει περίπτωση αθέτησης των εταιρικών υποχρεώσεων της 1ης αναιρεσίβλητης, που να συνιστούν σπουδαίο λόγο αποκλεισμού αυτής από την εταιρεία, ότι η έκδοση του παραστατικού των 3500 ευρώ από την 1η αναιρεσίβλητη, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της εταιρείας,ήταν ενέργεια την οποία επέτρεπε το καταστατικό της εταιρείας στον διαχειριστή και ότι η έκδοση του παραστατικού αντιπροσώπευε πραγματική οφειλή της ομόρρυθμης εταιρείας προς τον σύζυγο της 1ης αναιρεσίβλητης ,Κ. Ν., για την κατασκευή και συντήρηση εκ μέρους του της ιστοσελίδας της εταιρείας με στοιχεία …………….. 2) ότι η αναιρεσείουσα ,όπως και η Ε. Σ., γνώριζε την ανωτέρω οφειλή και είχε ζητήσει από την 1η αναιρεσίβλητη την προσκόμιση εκ μέρους του Κ.Ν. του ανωτέρω τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, για να τον εξοφλήσει 3) ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε, ότι η σύντομη απουσία της 1ης αναιρεσίβλητης από την εταιρεία και η διαμονή της στην νήσο … ήταν δικαιολογημένη εξαιτίας των προβλημάτων υγείας των τέκνων της 1ης αναιρεσίβλητης και 4) ότι όλες οι ανωτέρω ενέργειες της 1ης αναιρεσίβλητης, Κ. Σ., δεν συνιστούσαν παραβίαση του καταστατικού της ομόρρυθμης εταιρείας ,ούτε αθέτηση των εταιρικών της υποχρεώσεων προς βλάβη των ατομικών συμφερόντων των λοιπών εταίρων, αλλά ούτε της εταιρείας. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχτηκε ότι δεν ιδρύεται σπουδαίος λόγος, για να αποκλειστεί η 1η αναιρεσίβλητη από την ομόρρυθμη εταιρεία, εφόσον, κατά τις παραδοχές, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συντρέχουν περιστατικά, που να καθιστούν αδύνατη την εκπλήρωση του σκοπού της εταιρείας.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο διέλαβε σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά στηρίζουν το διατακτικό της απόφασής του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 263 του Ν. 4072/2012,ως προς την αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου, υπό το πρίσμα της αρχής διατήρησης της επιχείρησης και την ορθή υπαγωγή στη διάταξη αυτή των αποδειχθέντων περιστατικών, την οποία επομένως δεν παραβίασε ευθέως , αλλά ούτε εκ πλαγίου και συνακόλουθα, οι συναφείς 2ος και 3ος αναιρετικοί λόγοι εκ του άρθρου 559 αρ19 και 1 ΚΠολΔ αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Σε κάθε περίπτωση, είναι και απαράδεκτοι, διότι η αναιρεσείουσα, υπό την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών πλημμελειών, επιδιώκει να πλήξει την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Δικαστήριο της ουσίας.
Περαιτέρω, απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο 1ος συναφής αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ 8β ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, που αποτελούσε την ιστορική βάση της Α’ αίτησης για τον αποκλεισμό της 1ης αναιρεσίβλητης από την εταιρεία και συνιστούσε <πράγμα>, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, η αναιρεσίβλητη αθετώντας τις υποχρεώσεις της και εν αγνοία των λοιπών συνεταίρων της εξέδωσε μπλοκ αποδείξεων, κατασκεύασε εταιρική σφραγίδα και εξέδωσε το παραστατικό των 3500 ευρώ, που δεν αντιπροσώπευε πραγματική οφειλή της εταιρείας (βλ. αναλυτικά τη σελίδα 4 της από 22-11-2017 με αρ. κατ. 3866/2017 Α’ αίτησης). Τον ανωτέρω ισχυρισμό η αναιρεσείουσα επανέλαβε και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με τις από 10-1-2019 προτάσεις της ως εφεσίβλητη αντικρούοντας την αντίθετη από 26-10-2018 (αρ. κατ. 8349/2018) έφεση της 1ης αναιρεσίβλητης (βλ. σελίδα 3 αυτών). Το Εφετείο, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, έλαβε υπόψη του τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, τον οποίο όμως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, καταλήγοντας σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο, που υποστήριζε η αναιρεσείουσα με την παραπάνω αίτησή της. Επομένως, δεν ιδρύεται ούτε η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.8β ΚΠολΔ και ο σχετικός 1ος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, για να ερευνηθεί, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που η αναιρεσείουσα κατέθεσε στο Δημόσιο Ταμείο για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ.3 εδ. Β’ δ’ ΚΠολΔ) και λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της 1ης αναιρεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε και κατέθεσε, χωριστές προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής ,όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 28-5-2019 (αρ. κατ. 485/2019) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 1849/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας) ως προς την 2η αναιρεσίβλητη, Ε. Σ..
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της ως άνω αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Απορρίπτει την από 28-5-2019 (αρ.κατ. 485/2019) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 1849/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας) ως προς την 1η αναιρεσίβλητη, Κ. Σ..
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης.
Και
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της 1ης αναιρεσίβλητης, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ