Προστασία κύριας κατοικίας – Αίτηση άρθρου 77 ν. 4605/2019 μη επιλέξιμου από τη πλατφόρμα οφειλέτη – Αμφισβητούμενα κριτήρια επιλεξιμότητας – Παραδεκτό και ορισμένο της αιτήσεως -.
Αμφισβητούμενα κριτήρια επιλεξιμότητας: α) εμπράγματο δικαίωμα σε κύρια κατοικία, β) εμπράγματη εξασφάλιση σε κύρια κατοικία, γ) επιδεκτικότητα ρύθμισης. Διαδοχική εξέταση κριτηρίων επιλεξιμότητας από τη πλατφόρμα. Εσφαλμένη εκτίμηση ως προς την ιδιότητα του αιτούμενου να προστατευτεί ακινήτου ως κύρια κατοικία, συνεπάγεται εσφαλμένη εκτίμηση και κάθε επόμενου κριτηρίου επιλεξιμότητας που συνδέεται με την κύρια κατοικία, λόγω της αυτοματοποιημένης διαδικασίας στην πλατφόρμα. Έννοια κύριας κατοικίας ως η κατοικία που χρησιμοποιείται για τη κάλυψη στεγαστικών αναγκών. Η περιορισμένης διάρκειας, για την εξυπηρέτηση κυρίως επαγγελματικών αναγκών, διαμονή του αιτούντος σε τόπο διαφορετικό από αυτό που βρίσκεται η κύρια κατοικία του δεν καθιστά αυτήν “δυνητική”. Στο άρθρο 69 του ν. 4605/2019 προκρίνεται απλώς από το νομοθέτη η επιλογή να προκύπτει αυτή (κύρια κατοικία) από τη σχετική δήλωση του αιτούντος προς την φορολογική αρχή. Επίκληση και απόδειξη τυπικού σφάλματος της πλατφόρμας ως προς την ιδιότητα του προστατευόμενου ακινήτου ως “κύρια κατοικία” και συνακόλουθου τυπικού σφάλματος ως προς την εμπράγματη εξασφάλιση σε βάρος αυτής, σύμφωνα με τα στοιχεία που αυτόματα ανακτήθηκαν από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης και το Αρχείο Οικονομικής Συμπεριφοράς της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ: 2/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας
Προστασία Κύριας Κατοικίας
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Μαρία-Ιωάννα Μαυρούκα την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την παρουσία της Γραμματέως Ειρήνης Μπαλοθιάρη
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 21η Ιανουαρίου 2020 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:
Του αιτούντος: ……….., κατοίκου ….. (οδός ……..) με Α.Φ.Μ. ……, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ευθυμίου Κουτσοβασίλη
Των καθών η αίτηση: -1. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK AE» με ΑΦΜ . που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Νικολάου Κιτσάκου -2. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» με ΑΦΜ . που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και ως προς την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου της υπό κρίση αίτησης -3. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» με ΑΦΜ . που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και -4. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS AE» με ΑΦΜ . που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και ως προς την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου της υπό κρίση αίτησης
Ο αιτών με την από 23-10-2019 αίτησή του, διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης ./24-10-2019, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, ζήτησε όσα αναφέρονται σ` αυτή.
Κατά την προκείμενη δικάσιμο, μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
Ακολούθησε η συζήτηση, όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, το δε Δικαστήριο αφού:
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1 και 297 του Κ.Πολ.Δ που εφαρμόζονται και στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι η παραίτηση του αιτούντος από το δικόγραφο της αίτησης μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση του, η οποία καταχωρείται στα πρακτικά και επιφέρει κατάργηση της δίκης, χωρίς τη συναίνεση του καθού η αίτηση, πριν ο αιτών προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως (βλ. ΑΠ 4/1992, ΑΠ 6/1992 αδημοσίευτες στο νομικό τύπο, ΑΠ 683/1988 ΕλλΔνη 1989.760, ΑΠ 872/1983 ΕΕΝ 1984.346). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης του ως προς την δεύτερη (ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ)και τέταρτη (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS AE) των καθών, πριν από την έναρξη της συζήτησης της υποθέσεως. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί πως η υπό κρίση αίτηση δεν ασκήθηκε και επήλθε κατάργηση της δίκης ως προς τη δεύτερη και τέταρτη των καθών πιστωτριών (άρθρο 295 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Ι. Με το Ν. 4605/2019 (Τεύχος Α’ 52/01.04.2019) Μέρος Ζ’ εισήχθη πρόγραμμα επιδότησης της αποπληρωμής στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε κύρια κατοικία φυσικών προσώπων. Tο πρόγραμμα αυτό επιδιώκει διττό σκοπό: α) να αποτελέσει ένα νέο πλαίσιο για τη προστασία της κύριας κατοικίας οικονομικά αδύναμων φυσικών προσώπων και β) να εισάγει ένα μηχανισμό ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, τα οποία εξασφαλίζονται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε κύρια κατοικία (βλ. Αιτιολογική έκθεση ν. 4605/2019 Μέρος Έβδομο Α. Επί της Αρχής). Στο νέο πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν φυσικά πρόσωπα ανεξαρτήτως της πτωχευτικής ή μη ικανότητάς τους, εφόσον πληρούν σωρευτικά συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 68 παρ. 1 περιπτώσεις α’ έως η του ν. 4605/2019. Οι δικαιούχοι υπαγωγής ρυθμίζουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και οφειλές από στεγαστικό δάνειο προς εταιρίες παροχής πιστώσεων και προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από στεγαστικό δάνειο, για τις οποίες έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία τους και εφόσον οι οφειλές αυτές βρίσκονται σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018 (άρθρο 68 παρ. 2). Η διαδικασία (συναινετικής) ρύθμισης διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων, η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ.) σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) (άρθρο 71). Οι υπαγόμενοι στο νέο πλαίσιο καταβάλλουν το 120% της αξίας της κύριας κατοικίας τους με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά 2%, σε χρονικό διάστημα εικοσιπέντε ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός αν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης (άρθρο 75 παρ. 1 και 2). Το Δημόσιο συνεισφέρει στις καταβολές, σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες του υπαγόμενου προσώπου (άρθρο 76), ενώ, αν δεν επιτευχθεί συναινετική ρύθμιση, τότε ο οφειλέτης δικαιούται να ζητήσει τη ρύθμιση των οφειλών του με απόφαση δικαστηρίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ν. 4605/2019 «1. Φυσικό πρόσωπο, που υπέβαλε οριστικά την αίτηση του άρθρου 72 κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 73, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την προστασία της κύριας κατοικίας του με τους όρους του άρθρου 75, αν δεν κρίθηκε επιλέξιμος ή αν, ενώ κρίθηκε επιλέξιμος, για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή περισσότερους από τους πιστωτές. 2. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου, στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντος. 3. Το δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας … 4. Η αίτηση της παραγράφου 1 ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 74 … 5. Η αίτηση στρέφεται κατά των πιστωτών, με τους οποίους δεν επιτεύχθηκε συναινετική ρύθμιση … 8. Το δικαστήριο καθορίζει σύμφωνα με το άρθρο 75 ενιαίο σχέδιο ρύθμισης έναντι των πιστωτών, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση …». Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, κάθε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 68, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ρύθμιση των οφειλών των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 68, με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση, ενώ, στο άρθρο 72 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «Πριν την οριστική υποβολή της αίτησης, η πλατφόρμα, με ειδική ένδειξη, ενημερώνει τον αιτούντα για την επιλεξιμότητά του ή μη. Αν, παρά την ένδειξη για μη επιλεξιμότητα, ο αιτών υποβάλει οριστικά την αίτησή του, η πλατφόρμα εμποδίζει την περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας και εκδίδεται βεβαίωση περί απόρριψης της αίτησης». Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 6 του ν. 4605/2019 «Η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης ολοκληρώνεται: α) με την απόρριψη της αίτησης κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 73, β) … γ) … , δ) … ».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4605/2019 για την προστασία της κύριας κατοικίας και τη ρύθμιση μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω του προγράμματος επιδότησης αποπληρωμής στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων με υποθήκη σε κύρια κατοικία που εισήχθη με το νόμο αυτό, υπάγονται οφειλές φυσικών προσώπων που πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 68 του νόμου αυτού και που αφορούν: 1) στο πρόσωπο του αιτούντος (οφειλέτη ή τρίτου κυρίου) και την έννομη θέση του, 2) στο ύψος της αντικειμενικής αξίας και τη νομική κατάσταση της αιτούμενης να προστατευθεί κύριας κατοικίας, 3) στο ύψος του εισοδήματος και της λοιπής κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και 4) στο είδος και το ύψος της οφειλής και στο πρόσωπο του πιστωτή. Η διαδικασία της υπαγωγής του οφειλέτη στο πλαίσιο του ν. 4605/2019 ρυθμίζεται στα άρθρα 68-84 και περιλαμβάνει δύο στάδια, εκ των οποίων αναγκαίο να προηγηθεί είναι το πρώτο, αυτό κατά το οποίο ο οφειλέτης υποβάλει στη ψηφιακή πλατφόρμα που αναπτύσσεται στη Γ.Γ.Π.Σ. σε συνεργασία με την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., την κατ’ άρθρο 72 του νόμου ηλεκτρονική αίτηση για τη συναινετική ρύθμιση των επιδεκτικών ρύθμισης οφειλών του και τη προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση. Το ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης αυτής προβλέπεται στο άρθρο 72, περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος καθώς και στοιχεία βαρών επί της κύριας κατοικίας του, τα οποία δηλώνονται από τον ίδιο, στοιχεία σχετικά με την εισοδηματική, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του αιτούντος, τα οποία ανακτώνται αυτομάτως από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης και στοιχεία σχετικά με τις απαιτήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, χρηματικές καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά προϊόντα καθώς και βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων επί ακινήτων του αιτούντος, τα οποία ανακτώνται αυτομάτως από τα πιστωτικά ιδρύματα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία επεξεργάζονται από την πλατφόρμα προκειμένου να κριθεί ο αιτών επιλέξιμος ή μη για αυτό και πριν την οριστική υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης ο αιτών ενημερώνεται με σχετική ένδειξη περί της επιλεξιμότητάς του. Με την οριστική υποβολή της αίτησης, ο αιτών κρίνεται είτε: α) μη επιλέξιμος, αν από τα δεδομένα που μεταφορτώνονται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα προκύπτει ότι αυτός δεν πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ότι οι οφειλές του δεν είναι επιδεκτικές προς ρύθμιση, οπότε αυτομάτως τερματίζεται η διαδικασία σε πρώιμο στάδιο, είτε β) επιλέξιμος οπότε ανοίγει η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης με την κοινοποίηση στους πιστωτές της ως άνω ηλεκτρονικής αίτησης, οι οποίοι εντός προθεσμίας ενός μηνός καλούνται να τοποθετηθούν επ’ αυτής. Η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης θεωρείται ότι περατώθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και σε αυτήν που ο φειλέτης, παρά την ένδειξη της πλατφόρμας για μη επιλεξιμότητά του, προβαίνει σε οριστική υποβολή αυτής της αίτησης, δηλαδή χωρίς να μεταβάλει κάποιο από τα στοιχεία που έχει εισάγει και που είναι κρίσιμο για τον χαρακτηρισμό του από την πλατφόρμα ως επιλέξιμου οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο στάδιο της υπαγωγής του οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου, ήτοι η διαδικασία της συναινετικής ρύθμισης, ολοκληρώνεται ανεπιτυχώς, χωρίς επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του αιτούντος και των πιστωτών του, η μη επιλεξιμότητα του αιτούντος βεβαιώνεται πλέον οριστικά και η ηλεκτρονική αίτηση απορρίπτεται εξ αυτού του λόγου. Με τη διαδικασία του προελέγχου και τη σχετική ένδειξη της πλατφόρμας για τη μη επιλεξιμότητα του οφειλέτη, ο τελευταίος προειδοποιείται ουσιαστικά ότι με αυτό το περιεχόμενο η αίτησή του θα απορριφθεί καθόσον δεν πληροί, βάσει των σε αυτήν αναφερόμενων στοιχείων, τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 68 του ν. 4605/2019. Η προειδοποίηση αυτή αποσκοπεί στον επανέλεγχο από τον οφειλέτη της αιτήσεώς του και στη διόρθωση των κρίσιμων, για την επιλεξιμότητά του, στοιχείων, που επιδέχονται διόρθωση ή τροποποίηση από τον ίδιο τον οφειλέτη, ενόψει του ότι αφενός απαγορεύεται υποβολή δεύτερης αίτησης, έστω και διορθωμένης, αφετέρου η διόρθωση της υποβληθείσας οριστικά αίτησης είναι δυνατή μόνο με διαγραφή της και υποβολή νέας, διορθωμένης, αίτησης χωρίς όμως ανασταλτικά αποτελέσματα της εκτελεστικής διαδικασίας (αρ. 72 παρ. 2,3 ν. 4605/2019). Η, παρά την ένδειξη για μη επιλεξιμότητα του οφειλέτη, οριστική υποβολή της ηλεκτρονικής αιτήσεως χωρίς καμία μεταβολή επί του περιεχομένου της, συνεπάγεται απλώς τη βεβαίωση, από τη πλατφόρμα, του γεγονότος εκείνου που κατά το προηγούμενο στάδιο αναφερόταν ενημερωτικά, δηλαδή ότι ο αιτών τη συναινετική ρύθμιση είναι μη επιλέξιμος οφειλέτης καθόσον αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του νόμου. Στην περίπτωση αυτή εκδίδεται από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ βεβαίωση περί απόρριψης της αίτησης και βεβαίωση μη επιλεξιμότητας του οφειλέτη όπου παρατίθενται αναλυτικά οι λόγοι μη επιλεξιμότητάς του, ως κριτήρια επιλεξιμότητας που δεν πληρούνται για αυτό και φέρουν την ένδειξη “ΟΧΙ” στο πεδίο “Πλήρωση”, η δε διαδικασία της συναινετικής ρύθμισης ολοκληρώνεται ανεπιτυχώς κατά τον ίδιο χρόνο που η ηλεκτρονική αίτηση υποβάλλεται οριστικά. Κατά κανόνα ο οφειλέτης προβαίνει στην, παρά την ένδειξη της πλατφόρμας για μη επιλεξιμότητά του, οριστική υποβολή της αίτησής του, όταν τα σε αυτήν αναφερόμενα στοιχεία δεν επιδέχονται διόρθωση από τον ίδιο κατά το στάδιο αυτό, είτε επειδή το σφάλμα αφορά κάποιο από τα στοιχεία που ανακτώνται αυτόματα από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης ή κάποιο από τα στοιχεία που ανακτώνται αυτόματα από τα πιστωτικά ιδρύματα, είτε επειδή τα σε αυτήν (αίτηση) αναφερόμενα στοιχεία αν και ορθά, έχουν εκτιμηθεί εσφαλμένα από την πλατφόρμα, οπότε και πάλι το σφάλμα οφείλεται στην αυτοματοποιημένη διαδικασία της πλατφόρμας στην οποία ο οφειλέτης δεν μπορεί να επέμβει. Ο οφειλέτης τότε επιδιώκει τον τερματισμό της διαδικασίας και προβαίνει στην οριστική υποβολή της αίτησής του προκειμένου να ολοκληρωθεί ανεπιτυχώς το πρώτο στάδιο και να προσφύγει παραδεκτά, με αίτηση του άρθρου 77 του νόμου, για δικαστική πλέον ρύθμιση της οφειλής του, ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδικείου, το οποίο θα κρίνει επί της επιλεξιμότητας του οφειλέτη και της επιδεκτικότητας ρύθμισης της οφειλής του, εκτιμώντας αποκλειστικά τα συγκεκριμένα στοιχεία της αίτησης που είτε είναι εσφαλμένα είτε είναι ορθά αλλά εκτιμήθηκαν εσφαλμένα, είναι πάντως κρίσιμα αφού πρόκειται για τα κριτήρια επιλεξιμότητας που κατά την πλατφόρμα δεν πληρούνται στο πρόσωπο του αιτούντος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, επί αιτήσεως για δικαστική ρύθμιση, αν η επιλεξιμότητα του αιτούντος αμφισβητείται, επειδή αυτός κρίθηκε από τη πλατφόρμα ως μη επιλέξιμος και η αίτησή του απορρίφθηκε για αυτό το λόγο, τότε το δικαστήριο αποφαίνεται πρωτίστως επί του ζητήματος της επιλεξιμότητας, ως προς τη συνδρομή ή όχι των συγκεκριμένων προϋποθέσεων επιλεξιμότητας που αμφισβητούνται και στη συνέχεια, αν κρίνει ότι πρόκειται για επιλέξιμο οφειλέτη, καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 75, ενιαίο σχέδιο ρύθμισης έναντι των πιστωτών, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση. Εξ’ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 ΚΠολΔ, 747 παρ. 2 και 77 παρ. 1 ν. 4605/2019 συνάγεται ότι, για να είναι ορισμένη η αίτηση του οφειλέτη που δεν κρίθηκε επιλέξιμος από την πλατφόρμα αρκεί και πρέπει ν’ αναφέρονται σε αυτήν: 1) ότι ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, 2) ότι υπέβαλε στη ψηφιακή πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών του με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση, 3) ότι την αίτηση αυτή υπέβαλε οριστικά μετά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας και την ενημέρωσή του από την πλατφόρμα με ειδική ένδειξη ως μη επιλέξιμου οφειλέτη, 4) ότι με την οριστική υποβολή της αίτησης αυτός κρίθηκε μη επιλέξιμος και 5) αίτημα για τη προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση με δικαστική ρύθμιση των χρεών του σύμφωνα με τους όρους προστασίας της κύριας κατοικίας του ν. 4605/2019. Τα παραπάνω στοιχεία, πραγματικά γεγονότα, είναι τα κατά νόμο αναγκαία για την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης που ανοίγει με την αίτηση του άρθρου 77 του ν. 4605/2019 και για το δικαίωμα που αξιώνεται με αυτήν, δηλαδή του δικαιώματος για την προστασία της κύριας κατοικίας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του άρθρου 75 του νόμου. Λοιπά στοιχεία σχετικά με την οικονομική, εισοδηματική, οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, στοιχεία σχετικά με το σύνολο των οφειλών, τις καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τις οφειλές του αιτούντος ανεπίδεκτες ρύθμισης κ.λ.π., ως στοιχεία κρίσιμα για την επιλεξιμότητα του αιτούντος, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ` άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 4605/2019, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της και αποτελούν αντικείμενο απόδειξης, εφόσον αμφισβητείται η επιλεξιμότητα του αιτούντος. Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 77 παρ. 1, αναφορά του νομοθέτη στην ηλεκτρονική αίτηση του άρθρου 72 και συγκεκριμένα στη προηγούμενη οριστική υποβολή της στη πλατφόρμα, ως προϋπόθεση για την άσκηση της αίτησης του άρθρου 77, γίνεται προκειμένου να προσδιοριστεί το πότε ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να ζητήσει την προστασία της κύριας κατοικίας του, μόνο όταν έχει ολοκληρωθεί ανεπιτυχώς το πρώτο στάδιο της διαδικασίας υπαγωγής του στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου, το οποίο, στην περίπτωση του μη επιλέξιμου οφειλέτη ξεκινά και ολοκληρώνεται με την οριστική υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης στη πλατφόρμα. Επομένως, η κατ’ άρθρο 77 παρ. 1, αναφορά του νομοθέτη στην ηλεκτρονική αίτηση του άρθρου 72 δεν συνιστά ευθεία παραπομπή στο άρθρο αυτό έτσι ώστε το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής αίτησης του άρθρου 72 να καταστεί αναγκαίο κατά νόμο περιεχόμενο της αίτησης του άρθρου 77.
ΙΙ. Περαιτέρω, στο άρθρο 68 παρ. 1 του ν. 4605/2019 ορίζεται ότι: «1. Φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα δικαιούται να ζητήσει τη ρύθμιση των οφειλών των παραγράφων 2 και 3, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, προκειμένου να προστατεύσει την κύρια κατοικία του από την αναγκαστική ρευστοποίηση, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις επιλεξιμότητας: α) Το αιτούν φυσικό πρόσωπο έχει εμπράγματο δικαίωμα, αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο, κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα…» στη δε παράγραφο 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι: «2. Με το παρόν Μέρος, το φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί να ρυθμίσει οφειλές του από οποιαδήποτε αιτία προς πιστωτικά ιδρύματα, … εφόσον για τις οφειλές αυτές έχει εγγραφεί, πριν την άσκηση της αίτησης του άρθρου 72, υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο, που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία του και οι οφειλές αυτές βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 69 περίπτωση στ’ του νόμου αυτού ως «κύρια κατοικία» νοείται αυτή που προκύπτει από την τελευταία υποβληθείσα φορολογική δήλωση του αιτούντος. Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του νόμου υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή όχι στο πρόσωπό τους πτωχευτικής ικανότητας, λόγω ύπαρξης εμπορικής δραστηριότητας παρούσας ή παρελθούσας, που όμως έχουν κυριότητα σε ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία τους και το οποίο βρίσκεται στην Ελλάδα. Πρωταρχική λοιπόν προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του νέου νόμου είναι η κατοικία, της οποίας ζητείται η προστασία από την αναγκαστική ρευστοποίηση, να ανήκει στον αιτούντα και εφόσον ανήκει σε αυτόν, η κατοικία αυτή να έχει την ιδιότητα της “κύριας κατοικίας”. Ως κατοικία γενικά, κατά την έννοια του άρθρου 51 ΑΚ, ορίζεται ο τόπος, ο οποίος είναι το κύριο και μόνιμο κέντρο των οικιακών και κοινωνικών σχέσεων του προσώπου. Τον τόπο αυτό ο νόμος τον εννοεί άλλοτε ως την εδαφική έκταση του δήμου ή της κοινότητας και άλλοτε ως το οίκημα, στο οποίο το πρόσωπο μένει, αρκεί για το οίκημα αυτό να συντρέχουν το υλικό στοιχείο της πραγματικής εγκατάστασης του προσώπου και το βουλητικό, της πρόθεσής του για σταθερή και μόνιμη εγκατάστασή του σε αυτό. Υπό την παραπάνω έννοια, ως “κύρια κατοικία” χαρακτηρίζεται το ακίνητο εκείνο που χρησιμεύει για την κάλυψη των βασικών αναγκών, οικιακών και κοινωνικών, του οφειλέτη και της οικογένειάς του και που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες. Βασική επομένως προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό της κατοικίας ως “κύριας” είναι αυτή να πληροί στεγαστικές ανάγκες του αιτούντος, να χρησιμεύει δηλαδή για την κάλυψη αυτών των αναγκών, όπως κατά περίπτωση προσδιορίζονται ανάλογα με τη σύνθεση του νοικοκυριού του οφειλέτη και τις ιδιαίτερες περιστάσεις διαβίωσής του, και για το λόγο αυτό εν τέλει να χρησιμοποιείται πράγματι από τον αιτούντα. Με βάση τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε σχέση με τον ορισμό της κύριας κατοικίας στο νόμο 4605/2019, προκρίνεται απλώς από το νομοθέτη η επιλογή, για λόγους αποτροπής καταχρήσεων και ευχέρειας επιβεβαίωσης, να προκύπτει αυτή (κύρια κατοικία) από τη σχετική δήλωση του αιτούντος προς την φορολογική αρχή, χωρίς ωστόσο να αναιρούνται τα προαναφερόμενα εννοιολογικά γνωρίσματα για τον ορισμό της κύριας κατοικίας ως προσδιοριστικά στοιχεία για το χαρακτηρισμό του αιτούμενου να προστατευτεί ακινήτου, ως “κύρια κατοικία”, σε περίπτωση διάστασης μεταξύ της δηλωθείσας προς την φορολογική αρχή κατοικίας ως κύριας και της κατοικίας που πραγματικά χρησιμεύει ως κύρια κατοικία. Αλλά και αντιθέτως, η δηλωθείσα προς την φορολογική αρχή ως “κύρια κατοικία” θα πρέπει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύεται ότι πράγματι φέρει τα προαναφερόμενα εννοιολογικά γνωρίσματα “κύριας κατοικίας” για αυτό και χρησιμοποιείται ως τέτοια. Οι δικαιούχοι υπαγωγής στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου, ήτοι όσοι πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 68, με πρωταρχική προϋπόθεση αυτή του εμπράγματου δικαιώματος σε κύρια κατοικία, μπορούν να ρυθμίσουν μόνο οφειλές που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία, υπό την παραπάνω έννοια, και βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018. Επομένως, η επιδεκτικότητα ρύθμισης μιας οφειλής εξαρτάται πρωτίστως από τη σωρευτική συνδρομή των κριτηρίων επιλεξιμότητας στο πρόσωπο του αιτούντος κατ’ άρθρο 68 παρ. 1 (περιπτώσεις α’ έως η’), αφού η μη πλήρωση ενός εξ αυτών συνεπάγεται αυτοδικαίως και τη μη επιδεκτικότητα ρύθμισης της οφειλής. Για το λόγο αυτό και ο προέλεγχος από τη πλατφόρμα ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας (άρθ. 68 παρ. 1 περιπτώσεις α’ έως η’) προηγείται αυτού της επιδεκτικότητας ρύθμισης της οφειλής και διενεργείται διαδοχικά, για ένα προς ένα εκ των απαιτούμενων κριτηρίων επιλεξιμότητας, με πρωταρχικό αυτό του εμπράγματου δικαιώματος στην κύρια κατοικία. Συνεπώς η εσφαλμένη εκτίμηση ως προς την πλήρωση του συγκεκριμένου κριτηρίου, συνεπάγεται αυτοδικαίως και την εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τη μη επιδεκτικότητα ρύθμισης της οφειλής, όπως και κάθε άλλου κριτηρίου επιλεξιμότητας που είναι συναφές με το συγκεκριμένο κριτήριο, η πλήρωση του οποίου προαπαιτείται όλων των άλλων για να υπαχθεί ο αιτών στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 75 του ν. 4605/2019 «1. Για την προστασία της κύριας κατοικίας του, ο αιτών καταβάλλει το εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) της αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%). Αν το εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) της αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. 2. Το ποσό της παραγράφου 1 καταβάλλεται σε χρονικό διάστημα εικοσιπέντε (25) ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 2 εδαφ. α’ του νόμου αυτού «2. Για τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού κατά το άρθρο 75, ως αξία της κύριας κατοικίας λογίζεται η εμπορική της αξία όπως είχε καταχωρισθεί στα βιβλία του πιστωτικού ιδρύματος κατά την 31η Δεκεμβρίου του τελευταίου έτους, πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72». Εξάλλου, για τις συνέπειες της δικαστικής ρύθμισης του χρέους ως προς την προστασία της κύριας κατοικίας στο άρθρο 79 παρ. 1, 2, και 3 ορίζεται ότι: «Μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με τουλάχιστον έναν πιστωτή, δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πιστωτή του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου 1 δεν ισχύουν για τους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ήταν επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου 68, τελικά όμως, για οποιοδήποτε λόγο, δεν ρυθμίστηκαν, συναινετικά ή δικαστικά … Μη επιδεκτικοί ρύθμισης πιστωτές του ιδιωτικού τομέα μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση μόνο μετά από άδεια, που χορηγείται από το Ειρηνοδικείο του τόπου της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η άδεια χορηγείται μόνο αν η υπόλοιπη ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του συνόλου των πιστωτών, εκτός εάν ο πιστωτής έχει εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία, που εγγράφηκε πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 72 … ».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κύρια κατοικία του επιλέξιμου, κατά το άρθρο 68 του νόμου, οφειλέτη, προστατεύεται υπό όρους, αυτούς που προβλέπει ο νόμος: α) της καταβολής από τον οφειλέτη του 120% της εμπορικής αξίας της προστατευόμενης κύριας κατοικίας, εκτός αν η οφειλή του είναι μικρότερη, οπότε καταβάλλεται το μικρότερο αυτό ποσό, ως το σύνολο της οφειλής και β) της καταβολής του ποσού αυτού, του 120% της αξίας της προστατευόμενης κύριας κατοικίας ή μικρότερου, ανάλογα με το σύνολο της οφειλής, εντόκως με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου + 2% και σε χρονικό διάστημα 25 ετών, ήτοι σε 300 μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Περιορισμός της 25ετούς διάρκειας της ρύθμισης προβλέπεται μόνο όταν αυτή υπερβαίνει το 80° έτος της ηλικίας του οφειλέτη και δεν έχει συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος για την τήρησή της ως αυτοφειλέτης. Με βάση τα παραπάνω, η προστασία της κύριας κατοικίας και η εν τέλει υπαγωγή του οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του ν. 4605/2019 είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο εφόσον αυτός κρίθηκε επιλέξιμος, επειδή αποδείχθηκε ότι πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του νόμου, η συνδρομή των οποίων αμφισβητήθηκε. Το δικαστήριο θέτει σε καθεστώς προστασίας την κύρια κατοικία του επιλέξιμου οφειλέτη και προβαίνει σε δικαστική ρύθμιση της οφειλής προκειμένου να επιβάλλει τους ειδικότερους όρους υπό τους οποίους αυτή προστατεύεται, προσδιορίζοντας, με βάση το συνολικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης για την προστασία της κύριας κατοικίας του και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου υποχρεούται να καταβάλλει το ποσό αυτό, το πλήθος και το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Η προστασία αυτή παρέχεται στον οφειλέτη που ρύθμισε τις οφειλές του και ισχύει κατ’ αρχήν τόσο έναντι των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις ρυθμίστηκαν όσο και έναντι των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 1. Η κατ’ αρχήν ισχύς της προστασίας έναντι των τελευταίων πιστωτών επιβάλλεται, διότι η ρύθμιση των ενυπόθηκων οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για τον οφειλέτη, αν η κατοικία του κινδύνευε να πλειστηριαστεί για οφειλές προς λοιπούς πιστωτές. Από την άλλη πλευρά, το δικαίωμα του οφειλέτη για προστασία της κύριας κατοικίας του πρέπει να σταθμιστεί με τα δικαιώματα των ιδιωτών πιστωτών. Στη στάθμιση αυτή προβαίνουν οι διατάξεις των παρ. 2 έως 4, οι οποίες ρυθμίζουν αποκλειστικά τα δικαιώματα των αρρύθμιστων ιδιωτών πιστωτών (πρβ αιτιολογική έκθεση νόμου επί του άρθρου 12). Επομένως, επί αιτήσεως του άρθρου 77 του ν. 4605/2019 για τη προστασία της κύριας κατοικίας με δικαστική ρύθμιση του χρέους σύμφωνα με του όρους προστασίας της κύριας κατοικίας του νόμου αυτού, παθητικώς νομιμοποιούμενοι είναι οι πιστωτές με επιδεκτικές ρύθμισης οφειλές κατ’ άρθρο 68 παρ.2 έως 6, αφού μόνον αυτών οι απαιτήσεις μπορούν να ρυθμιστούν δικαστικά. Η κοινοποίηση της αίτησης στους λοιπούς πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης αλλά έναντι των οποίων ισχύει η προστασία της κύριας κατοικίας, μόνο ως γνωστοποίηση του δικαστικού αγώνα που ανοίγει με την αίτηση του άρθρου 77 του νόμου μπορεί να εκτιμηθεί, αφού δεν πρόκειται για διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης έναντι αυτών, καταλείπεται δε στην απόλυτη κρίση τους αν θα συμμετέχουν στην ανοιγείσα δίκη ή όχι, καθόσον δεν υποχρεούνται προς τούτο από το νόμο. Συνεπώς η αίτηση του άρθρου 77 του ν. 4605/2019 για τη προστασία της κύριας κατοικίας με δικαστική ρύθμιση του χρέους, στρέφεται κατά των πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων ήταν επιδεκτικές ρύθμισης όμως δεν ρυθμίστηκαν, κατά των υπολοίπων πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις δεν ρυθμίστηκαν ως ανεπίδεκτες ρύθμισης, η κοινοποίηση της αίτησης συνιστά ανακοίνωση της ανοιγείσας δίκης, η οποία δεν αποτελεί μορφή αίτησης παροχής ένδικης προστασίας, δεν δημιουργεί στο δικαστήριο υποχρέωση να αποφανθεί γι` αυτήν, ούτε δημιουργεί σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται υποχρέωση να συμμετέχει στη δίκη και να απαντήσει στην ιστορική βάση της αίτησης (άρθρα 91, 92 και 93 K.Πολ.Δ).
Με την κρινόμενη αίτηση, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο αιτών, επικαλούμενος την, από τη ψηφιακή πλατφόρμα προστασίας κύριας κατοικίας της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., εσφαλμένη εκτίμηση κρίσιμων για την επιλεξιμότητά του στοιχείων αναφορικά με τα κριτήρια: α) του εμπράγματου δικαιώματος σε κύρια κατοικία, β) της εμπράγματης εξασφάλισης σε κύρια κατοικία και γ) της επιδεκτικότητας ρύθμισης οφειλής, την εξ αυτού του λόγου απόρριψη της ηλεκτρονικής αιτήσεως του, κατά την οριστική υποβολή της, ως μη επιλέξιμου οφειλέτη και την επακόλουθη, της απόρριψης αυτής, ολοκλήρωση της διαδικασίας για συναινετική ρύθμιση ανεπιτυχώς, χωρίς επίτευξη συμφωνίας, ζητεί από το δικαστήριο την προστασία της κύριας κατοικίας του με ρύθμιση του χρέους του, σύμφωνα με τους όρους προστασίας της κύριας κατοικίας του ν. 4605/2019.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε κατ’ άρθρα 236 και 745 Κ.Πολ.Δ με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος και με τις έγγραφες προτάσεις του, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρο 77 παρ. 2 του Ν. 4605/2019) στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντος και σύμφωνα με την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 έως 781 σε συνδ. με το άρθρο 77 παρ. 3 του Ν. 4605/2019. Για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκε το στάδιο της συναινετικής ρύθμισης μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας των άρθρων 71 και 72 του ν. 4605/2019 που ολοκληρώθηκε ανεπιτυχώς στις 03/10/2019 αφού προσκομίζεται η με ίδια ημερομηνία Βεβαίωση μη επιλεξιμότητας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με ημερομηνία έναρξης σταδίου, καταχώρησης της με αριθ. . αίτησης στο Δικαστήριο, την 03/10/2019. Επίσης, από την από 24/10/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου προκύπτει ότι η κρινόμενη αίτηση, με τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα που μεταφορτώθηκαν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, κατατέθηκε εμπρόθεσμα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και μεταφορτώθηκε μέσα σε 10 εργάσιμες μέρες από την κατάθεσή της στη ψηφιακή πλατφόρμα μέσω της οποίας κοινοποιήθηκε στη καθής (βλ Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασία Κύριας Κατοικίας πεδίο “Αίτηση Δικαστηρίου”). Περαιτέρω η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη καθόσον περιέχει τα απαραίτητα για τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής της βασιμότητας στοιχεία κατά το άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 4605/2019 ήτοι ότι ο αιτών, φυσικό πρόσωπο, υπέβαλε στη ψηφιακή πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών του με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση, ότι την αίτηση αυτή υπέβαλε οριστικά μετά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας και την ενημέρωσή του από την πλατφόρμα με ειδική ένδειξη ως μη επιλέξιμου οφειλέτη, ότι με την οριστική υποβολή της αίτησης αυτός κρίθηκε μη επιλέξιμος και ότι ζητά την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική ρευστοποίηση με δικαστική ρύθμιση του χρέους του σύμφωνα με τους όρους προστασίας της κύριας κατοικίας του νόμου. Πέραν των ανωτέρω στοιχείων, ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της υπό κρίση αιτήσεως, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθής. Τα μη αναφερόμενα στοιχεία, είναι αντικείμενα απόδειξης και ανταπόδειξης κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης και ειδικότερα κατά την έρευνα της συνδρομής στο πρόσωπο του αιτούντος των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας και δη των συγκεκριμένων κριτηρίων που αμφισβητούνται, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745, 751 Κ.Πολ.Δ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκουσίας δικαιοδοσίας ως μέσου προστασίας, κυρίως δημοσίας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε Ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρο 115 παρ.3 Κ.Πολ.Δ), εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Η αίτηση, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 77, 72, 73 εδαφ. β’, 68, 75 του Ν.4605/2019 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον το πρώτο στάδιο της συναινετικής ρύθμισης ολοκληρώθηκε ανεπιτυχώς χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του αιτούντος και της πιστώτριάς του, πρέπει η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Η καθής πιστώτρια πρόβαλε μεταξύ άλλων τον ισχυρισμό περί μη σωρευτικής συνδρομής στο πρόσωπο του αιτούντος των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας για την υπαγωγή του στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου καθόσον αυτός δεν πληροί τα συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας: α) εμπράγματο δικαίωμα σε κύρια κατοικία, β) εμπράγματη εξασφάλιση σε κύρια κατοικία και γ) οφειλή επιδεκτική ρύθμισης. Ο ισχυρισμός αυτός της καθής όπως ειδικότερα τον ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε συνιστά άρνηση, παραδεκτά προβάλλεται (αρθ. 263 Κ.Πολ.Δ) και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις του άρθρου 68 παρ. 1 περιπτώσεις α, γ, ζ και παρ. 2 του ν. 4605/2019 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω αν είναι και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του αιτούντος, η οποία περιλαμβάνεται στα με τον ίδιο αριθμό με την παρούσα απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, των εγγράφων που νόμιμα και εμπρόθεσμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, όσων εξέθεσαν προφορικά και γραπτά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο αιτών, ηλικίας 53 ετών, είναι άγαμος, δεν έχει τέκνα, κατοικεί μόνος του σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του και το ετήσιο καθαρό εισόδημά του ανήλθε κατά το φορολογικό έτος 2018 σε 3.196,08. Ο ανωτέρω είναι δικαιούχος εμπράγματου δικαιώματος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 100%: α) ενός διαμερίσματος πρώτου ορόφου επιφάνειας κυρίων χώρων 77 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα επί της οδού … και β) ενός ισογείου καταστήματος επιφάνειας κυρίων χώρων 30,10 τ.μ., φορολογητέας αξίας 31.605€, ευρισκόμενο στην ίδια ως άνω οικοδομή επί της οδού …. Η φορολογητέα αξία του υπό στοιχ. α’ διαμερίσματος στο πρώτο όροφο, το οποίο ο αιτών ζητεί να προστατέψει από την αναγκαστική ρευστοποίηση, επειδή πρόκειται για το ακίνητο περιουσιακό του στοιχείο το οποίο χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του και ως τέτοια ζητεί να προστατευθεί, ανέρχεται σε 57.375 €, ενώ η εμπορική του αξία σε 70.425,83 €. Πιστωτές του αιτούντος είναι: 1) Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» στην οποία οφείλει 6.549,02 € από την υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου και 2) Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» στην οποία οφείλει 106.486,58 € από: α) την υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου με αριθμό λογαριασμού εξυπηρέτησης … και στοιχ. ταυτότητας οφειλής … (95.960,48 €) και β) την υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου με αριθμό λογαριασμού εξυπηρέτησης … και στοιχ. ταυτότητας οφειλής … (10.526,10 €).
Περαιτέρω από την από 03/10/2019 Βεβαίωση μη επιλεξιμότητας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους αποδείχθηκε ότι την 10η/9/2019 ο αιτών, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων, η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ.) σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), προέβη στη δημιουργία της με αριθμό . ηλεκτρονικής αίτησης, απευθυνόμενη προς τη καθής πιστώτρια τράπεζα «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», ζητώντας τη συναινετική ρύθμιση του ως άνω χρέους του προς αυτήν προκειμένου να προστατέψει την κύρια κατοικία του από την αναγκαστική ρευστοποίηση. Στην αίτηση αυτή ο αιτών δήλωσε όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να ελεγχθεί από την πλατφόρμα η συνδρομή στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας και η επιδεκτικότητα ρύθμισης της οφειλής του. Συγκεκριμένα, ως προς την επίδικη προς ρύθμιση οφειλή, βάσει των εγγράφων που αυτόματα ανακτήθηκαν από τη βάση δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης και των στοιχείων που αυτόματα ανακτήθηκαν από το Αρχείο Δεδομένων Οικονομικής Συμπεριφοράς της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, ο αιτών δήλωσε: α) Ότι η κύρια κατοικία του είναι το προαναφερόμενο υπό στοιχ. α’ ακίνητο, ήτοι το διαμέρισμα πρώτου ορόφου επιφάνειας κυρίων χώρων 77 τ.μ. επί της οδού … στην Αθήνα (βλ. Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Ε1 φορολογικού έτους 2018, Πίνακας 5. Προσδιορισμός Ετήσιας Αντικειμενικής Δαπάνης, πεδίο: α) ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑ και την σε αυτό περιγραφή του ακινήτου), β) Ότι του ακινήτου αυτού είναι δικαιούχος εμπράγματου δικαιώματος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 100% και ότι η φορολογητέα αξία του ανέρχεται σε 57.375 € (βλ. Δήλωση στοιχείων ακινήτων Ε9 και Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων ΕΝ.Φ.Ι.Α. φορολογικού έτους 2018), γ) Ότι επί του ακινήτου αυτού που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ φέρει κωδικό αριθμό …, υφίσταται εμπράγματο βάρος με κωδικό αριθμό … για την εξασφάλιση της υπό στοιχ. … απαιτήσεως της καθής πιστώτριας που απορρέει από την υπ’ αριθμ. . σύμβαση δανείου και με κωδικό αριθμό … για την εξασφάλιση της υπό στοιχ. … απαιτήσεως της καθής πιστώτριας που απορρέει από την υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου. Ειδικότερα, η εμπράγματη εξασφάλιση σε βάρος του ως άνω ακινήτου, δηλώθηκε από τον αιτούντα αποκλειστικά με βάση τις πληροφορίες που η καθής πιστώτρια χορηγεί στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ κατά τη συγκέντρωση πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς για τη δημιουργία βάσης (αρχείου) Δεδομένων Οικονομικής Συμπεριφοράς με σκοπό ακριβώς την παροχή ορθών και επίκουρων πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς των υποκειμένων για την εξασφάλιση γενικά της εμπορικής πίστης, της αξιοπιστίας και της ασφάλειας των συναλλαγών και τελικά της άσκησης του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας. Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες αυτές που ανακτήθηκαν αυτομάτως από το ως άνω Αρχείο Δεδομένων, κατά την υποβολή της ηλεκτρονικής αίτησης και που αποδεικνύουν το υφιστάμενο βάρος επί του συγκεκριμένου ακινήτου, αφού προσδιορίζουν την εμπράγματη εξασφάλιση με συγκεκριμένους κωδικούς, ήτοι κωδικό αριθμό ταυτότητας της εμπραγμάτως εξασφαλισμένης οφειλής, κωδικό αριθμό εξασφάλισης που αυτή έλαβε και κωδικό αριθμό βεβαρημένου ακινήτου, ο αιτών δήλωσε ότι η κύρια κατοικία του είναι προσημειωμένη (βλ. την από 03/10/2019 Βεβαίωση της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. σελ. 14 Πίνακας Οφειλές, εγγραφή 4 σε συνδυασμό με σελ. 16 Πίνακας Εξασφαλίσεις Ακίνητης Περιουσίας, εγγραφή 1 και 4). Την αίτηση αυτή ο αιτών υπέβαλλε οριστικά, ήτοι μετά τον προέλεγχο και την σχετική ένδειξη της πλατφόρμας, ότι αυτός (αιτών) είναι μη επιλέξιμος οφειλέτης, την 03/10/2019. Με την οριστική υποβολή της ως άνω με αριθμό ηλεκτρονικής αίτησης, ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο της διαδικασίας για συναινετική ρύθμιση ανεπιτυχώς χωρίς επίτευξη συμφωνίας αφού η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε καθόσον βεβαιώθηκε πλέον ότι ο αιτών δεν πληροί τα εξής κριτήρια επιλεξιμότητας: α) εμπράγματο δικαίωμα σε κύρια κατοικία, β) προσημείωση σε κύρια κατοικία και γ) επιδεκτικότητα ρύθμισης οφειλής. Από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι το υπό στοιχ. α’ διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που ο αιτών δήλωσε ως κύρια κατοικία στο Ε1 φορολογικού έτους 2018, χρησιμοποιείται πράγματι από αυτόν ως τέτοια (κύρια κατοικία), αφού αποτελεί το μοναδικό ακίνητο περιουσιακό του στοιχείο που εξυπηρετεί στεγαστικές του ανάγκες, δεδομένου του ότι το ακίνητο επί του ισογείου, ήτοι το κατάστημα, εκμισθώνεται από τον αιτούντα και επομένως αξιοποιείται ως εισοδηματική πηγή και όχι ως εστία. Τις παραπάνω παραδοχές δεν αναιρεί το γεγονός ότι, λόγω της φύσεως του επαγγέλματός του, ο αιτών κατά τους θερινούς μήνες του χρόνου διαμένει προσωρινά στη Κρήτη και/ή στο Λουτράκι σε μισθωμένο ακίνητο που αποτελεί στη μεν Κρήτη την κύρια έδρα και στο δε Λουτράκι το υποκατάστημα της επιχείρησής του. Ειδικότερα, ο αιτών διατηρεί ατομική επιχείρηση εκμάθησης θαλασσίων σπορ με κύρια έδρα στην Ελούντα της Κρήτης, επί της οδού .. και υποκατάστημα στο Λουτράκι, στο .ο χιλ. Λουτρακίου Περαχώρας, όπου διαμένει μόνο κατά τους θερινούς μήνες και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το αναγκαίο για την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών του αναγκών δηλαδή την παροχή υπηρεσιών εκμάθησης θαλάσσιων σπορ. Με βάση τα παραπάνω, η διαμονή του αιτούντος στη Κρήτη και/ή στο Λουτράκι, ως αναγκαία κυρίως για την ενάσκηση του επαγγέλματός του και δευτερευόντως για τη στέγασή του καθώς και ως περιστασιακή ήτοι για περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να προσδώσει στα ακίνητα αυτά, σε Κρήτη και σε Λουτράκι, την ιδιότητα της κύριας κατοικίας, ούτε να προσδώσει στο διαμέρισμα επί της οδού … την ιδιότητα της “δυνητικής” κύρια κατοικίας, αφού το εν λόγω διαμέρισμα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις στεγαστικές ανάγκες του αιτούντος στην Αθήνα κατά τους χειμερινούς μήνες. Επομένως, εσφαλμένα εκτιμήθηκε από τη ψηφιακή πλατφόρμα ότι ο αιτών δεν διαθέτει κύρια κατοικία, αφού, όπως αποδείχθηκε, το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου επί της οδού … στην Αθήνα, ιδιοκτησίας του αιτούντος, αφενός δηλώθηκε από αυτόν ως “κύρια κατοικία” στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2018, αφετέρου χρησιμοποιείται πράγματι ως τέτοια. Το ως άνω σφάλμα, ως προς το πρώτο κριτήριο, αυτό του εμπράγματου δικαιώματος σε κύρια κατοικία, ακολούθησε περαιτέρω σφάλμα που συνδέεται με αυτό, ως προς το δεύτερο κριτήριο, αυτό της εμπράγματης εξασφάλισης σε κύρια κατοικία, το οποίο, λόγω της αυτοματοποιημένης διαδικασίας αξιολόγησης των κριτηρίων επιλεξιμότητας από τη πλατφόρμα, κρίθηκε ότι δεν πληρούται, επειδή ήδη είχε κριθεί εσφαλμένα ότι ο αιτών δεν διαθέτει καν κύρια κατοικία. Ειδικότερα, από τη συγκριτική επισκόπηση της από 2/3/2010 με αριθ. 1147669 σύμβασης δανείου, της με ίδια ημερομηνία Πρόσθετης Πράξης της ανωτέρω σύμβασης, της από 9/3/2010 με αριθ. … σύμβασης πίστωσης πρώτων εξόδων κατοικίας σε συνδυασμό με την από 3/10/2019 Βεβαίωση της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. προκύπτει ότι για την εξασφάλιση της υπό στοιχ. … οφειλής απορρέουσας από την υπ’ αριθμ. . σύμβαση δανείου και την εξασφάλισης της υπό στοιχ. … οφειλής απορρέουσας από την υπ’ αριθμ. … σύμβαση δανείου μεταξύ του αιτούντος και της καθής πιστώτριας Τράπεζας, η τελευταία προσημείωσε και τα δύο ακίνητα επί της οδού … ιδιοκτησίας του αιτούντος. Συγκεκριμένα οι ως άνω απαιτήσεις της καθής είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης σε βάρος: α) του διαμερίσματος πρώτου ορόφου επιφάνειας κυρίων χώρων 77 τ.μ. που φέρει κωδικό αριθμό ακινήτου … και αντιστοιχεί στο κωδικό εξασφάλισης … για ποσό 78.200 € και β) του ισογείου καταστήματος επιφάνειας κυρίων χώρων 30,10 τ.μ. που φέρει κωδικό αριθμό ακινήτου και αντιστοιχεί στο κωδικό εξασφάλισης … για ποσό 35.800 €. Η καθής πιστώτρια ισχυρίζεται ότι ουδέν βάρος υφίσταται επί του ως άνω διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, επικαλούμενη προς τούτο τη μη εγγραφή στα δημόσια βιβλία Υποθηκών και Κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών οποιουδήποτε βάρους επί του συγκεκριμένου ακινήτου, γεγονός που βεβαιώνεται στο από 29/10/2019 υπ’ αριθμ. . Πιστοποιητικό Βαρών του Υποθηκοφυλακείου αυτού που προσκομίζει ο αιτών ως συνοδευτικό της ηλεκτρονικής αιτήσεώς του έγγραφο. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και τούτο διότι η επικαλούμενη από τη καθής δημόσια πίστη των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου είναι τυπική και μόνο, στα πλαίσια της αρχής της τυπικής δημοσιότητας που ικανοποιεί το σύστημα τήρησης βιβλίων μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων για την προστασία των συναλλαγών, οι δε εγγραφές σε αυτά (βιβλία) αποδεικνύουν μόνον τη μεταγραφή που έγινε με την καταχώριση της εγγραπτέας πράξης, χωρίς να παρέχεται τεκμήριο για την αποτύπωση της αληθινής εμπράγματης κατάστασης του ακινήτου αναφορικά με την κτήση ή απώλεια εμπράγματου δικαιώματος στο ακίνητο αυτό. Σε κάθε περίπτωση η όποια αμφισβήτηση σχετικά με την έννομη κατάσταση ενός ακινήτου από την άποψη των εμπραγμάτων σχέσεων επ’ αυτού, προκύπτουσα από τα δημόσια βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, αντιτάσσεται έναντι του τρίτου, έστω και καλόπιστου, που συναλλάχθηκε στηριζόμενος στο δημιουργούμενο με τη τυπική δημοσιότητα φαινόμενο δικαίου και όχι μεταξύ των αρχικώς συμβαλλομένων για την σύσταση του επίδικου δικαιώματος επί του συγκεκριμένου ακινήτου, δεδομένου ότι η μεταξύ αυτών αμφισβήτηση ως προς το επίδικο δικαίωμα μόνο ουσιαστική μπορεί να είναι και να αφορά τη συνδρομή ή μη των νομίμων εκάστοτε προϋποθέσεων για τη σύσταση του επίδικου δικαιώματος, γεγονός που δεν αποδεικνύεται από μόνη τη μεταγραφή της εγγραπτέας πράξης στα βιβλία, έστω και αν η μεταγραφή συνιστά αναγκαίο όρο για τη σύσταση του δικαιώματος. Καταληκτικά, ως προς την έννομη κατάσταση της κύριας κατοικίας του αιτούντος από την άποψη των εμπραγμάτων σχέσεων επ’ αυτής μεταξύ της καθής πιστώτριας τράπεζας και του πιστούχου της, η μη εγγραφή στα βιβλία υποθηκών εμπράγματου βάρους αποδεικνύει μόνο ότι ελλείπει ο τελευταίος όρος που καθιστά ενεργή την εμπράγματη εξασφάλιση που πράγματι υφίσταται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στοιχεία που η ίδια η πιστώτρια χορήγησε στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ. Επομένως, ο αιτών πληροί σωρευτικά όλες τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 68 του ν. 4605/2019, εφόσον αποδείχθηκε ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αμφισβητήθηκαν, ήτοι, ότι αυτός διαθέτει κύρια κατοικία της οποίας είναι δικαιούχος εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας, ότι σε βάρος της κύριας κατοικίας του υφίσταται προσημείωση υποθήκης, και ότι η οφειλή του προς την καθής πιστώτρια είναι επιδεκτική ρύθμισης αφού για την εξασφάλισή της έχει εγγραφεί η ως άνω προσημείωση, η δε εσφαλμένη εκτίμηση από τη πλατφόρμα, ως προς τη μη επιδεκτικότητα ρύθμισης της εν λόγω οφειλής, υπήρξε επακόλουθο της αρχικώς εσφαλμένης εκτίμησης ότι ο αιτών δεν διαθέτει κύρια κατοικία (βλ παραπάνω).
Σύμφωνα με τα παραπάνω ο αιτών, ως επιλέξιμος οφειλέτης, υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4605/2019, η δε προστασία της κύριας κατοικίας του είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, το οποίο προβαίνει σε δικαστική ρύθμιση του χρέους του, προκειμένου να επιβάλλει τους ειδικότερους όρους της προστασίας αυτής κατά το άρθρο 75 του νόμου αυτού. Ειδικότερα, στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές συνολικού ποσού 84.510,99 € που αντιστοιχεί στο 120% της εμπορικής αξίας της προστατευόμενης κατοικίας, ύψους 70.425,83 €. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού (84.510,99 €) θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%), που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού, πρέπει να οριστεί σε είκοσι πέντε έτη (300 μηνιαίες δόσεις), λαμβανομένου υπόψη της ηλικίας του αιτούντος, ο οποίος διανύει ήδη το 53ο έτος της ηλικίας του, γεγονός που επιτρέπει την εξάντληση του χρονικού διαστήματος της εκ του νόμου εικοσιπενταετίας για τη παρούσα ρύθμιση, αφού κατά την ολοκλήρωσή της ο αιτών θα διανύει το 78ο έτος της ηλικίας του. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 281,70 ευρώ, δηλαδή 84.510,99 ευρώ : 300 μήνες, οι δε μηνιαίες δόσεις για τη προστασία της κύριας κατοικίας θα καταβάλλονται από την 1η έως την 15η ημερολογιακή ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γεννώμενης την 15η ημερολογιακή ημέρα του πρώτου μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα. Το ποσό των 84.510,99 € αποτελεί το υποχρεωτικό αντάλλαγμα το οποίο πρέπει να καταβάλει ο αιτών κατά τη διάρκεια των 25 ετών του χρόνου της ρύθμισης, προκειμένου να εκπληρώσει τους παραπάνω ειδικότερους όρους υπό τους οποίους προστατεύεται η κύρια κατοικία του.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να προστατευτεί η κύρια κατοικία του αιτούντος ρυθμιζομένου του χρέους του, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Η απόσβεση του χρέους του αιτούντος και κάθε εμπράγματου βάρους στην κύρια κατοικία του για την εξασφάλιση της απαιτήσεως της καθής, θα επέλθει κατά νόμο (αρ. 81 του Ν. 4605/2019/2010) υπό τον όρο της πλήρους συμμόρφωσής του με τη ρύθμιση και της επιτυχούς ολοκλήρωσης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ως προς τη δεύτερη και τέταρτη των καθών.
-Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
-Δέχεται την αίτηση
-Διατάσσει τη προστασία της κύριας κατοικίας του αιτούντος ήτοι ενός διαμερίσματος πρώτου ορόφου επιφάνειας κυρίων χώρων 77 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα, επί της οδού και του οποίου ο αιτών είναι δικαιούχος εμπράγματου δικαιώματος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 100%.
-Επιβάλλει στον αιτούντα να καταβάλλει για τη προστασία της άνω κατοικίας του το ποσό των 84.510,99 € που θα καταβληθεί προς τη καθής πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ” σε 300 μηνιαίες δόσεις των 281,70 € η κάθε μία. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνεται από την 1η έως την 15η ημερολογιακή ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γεννώμενης την 15η ημερολογιακή ημέρα του πρώτου, μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα, θα γίνει δε χωρίς ανατοκισμό με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%), που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου στις 2020 από την Ειρηνοδίκη Μαρία-Ιωάννα Μαυρούκα σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μαρία-Ιωάννα Μαυρούκα