Ακυρώνεται διαταγή πληρωμής, λόγω καταχρηστικότητας του επιτοκίου εξυπηρέτησης της ένδικης πίστωσης, συμπεριλαμβανομένης σε αυτό της εισφοράς του Ν 128/1975. Ερμηνεία του ρόλου και της λειτουργίας των επιτοκίων στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον. Δεκτές οι αιτιάσεις του ανακόπτοντος κατά της ένστασης αοριστίας της Τράπεζας. Απορρίπτεται η εν λόγω ένσταση, ως καταχρηστικώς προβαλλόμενη.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΚΡΑΤΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 77/2014
Αρ. έκθεσης κατάθεσης: 11/2014
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΚΡΑΤΑΣ
Συγκροτήθηκε νόμιμα από την Ειρηνοδίκη Ακράτας Ευανθία Μπενάκη την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Καλαβρύτων με την υπ” αριθμ. 108/2014 πράξη της και το Γραμματέα Αθανάσιο Αγγελόπουλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 27 Οκτωβρίου 2014. για να δικάσει ανακοπή με αντικείμενο ακύρωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από τη Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: κατοίκου Παραλίας Ακράτας Αχαϊας η παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μάριου Μαρινάκου.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Η.», που εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, οδός Όθωνος αρ. 8 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μελίνας Σβεντζούρη.
Η ανακόπτουσα ζητά με την από 24.04.2014 ανακοπή της (τακτικής διαδικασίας), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και έλαβε αύξοντα αριθμό 11/24.04.2014, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αρχικά η δικάσιμος της 23ης.06.2014 και μετά από αναβολή η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 15/2014 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ακράτας και της κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής από 21.03.2014 επιταγής προς πληρωμή.
Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, κατά την εκφώνηση τη; από τη σειρά του οικείου εκθέματος, παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως σημειώνεται παραπάνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το Δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται, χωρίς να απαιτείται παραπομπή της υποθέσεως στην προσήκουσα διαδικασία, εκτός εάν η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο Δικαστήριο ή την εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση προδικασίας που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποίαν πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση και απέχει της περαιτέρω έρευνας της υπόθεσης μέχρι να γίνουν από τους διαδίκους όσα απαιτεί η προσήκουσα διαδικασία (ΟλΛΙΙ 1482/1977 ΝοΒ 26.1195. Λ11 1910/1999 ΕλλΔνη 2001.104, AΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 25(1984)362. ΑΙ! 1363/1974 Α 6.612. AΠ 513/1978 ΝοΒ 27.379. ΕφΘεσ 422/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996.1095, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 37( 1996).386. ΕφΠ 108’1997 ΕλλΔνη 38(1997). 1622, ΕφΑθ7984/1990 ΑρχΝ 42.328. ΕφΛθ 8632/1982 Αρμ 37.403. ΕφΘεσ 921/1985 Αρμ 40.516. ΕφΑθ 1229/1983 NoΒ 31.838).
Περαιτέρω η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 6.3 1 και 904 § 2ε’ του ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κοιτά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 § 1 και 633 § 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημα της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 § 1 ή 633 § 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632 § 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (AΠ 337/2006. Εφ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος. ΕφΑθ 4711/2002 ΕλλΔνη 44.528, ΕφΑΘ 5377/2001 ΕλλΔνη 39.916). Συνεπώς, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά από την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και ανακοπής (αντιρρήσεων) του άρθρου 933 του ΚΠολΔ εναντίον των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και όταν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους, που προβλήθηκαν ήδη με την κατ άρθρο 632 του ΚΠολΔ ανακοπή. Το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος θεμελιώνεται επαρκώς στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934, αλλά και στο δεδομένο ότι η ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακθ7ΐή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί (ΕφΑθ 2631/1992 ΕλλΔνη 1994.449).
Με την κρινόμενη από 24.04.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11/24.04.2014 ανακοπή της η ανακόπτουσα ζητά, για τους διαλαμβανόμενους σ αυτήν λόγους, την ακύρωση της με αριθμό 15/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου και της από 21.03.2014 επιταγής προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθής η ανακοπή το ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δέκα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (9.417,97), πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθης κατά της ανακόπτουσας που πηγάζει από την από 21.10.2004 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας.
Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 625. 632 παρ. 3, 636 ΚΠολΔ) απαραδέκτως όμως κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αφού πρόκειται για διαφορά, που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται και η διαφορά από την απαίτηση (από σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας) για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος της ανακόπτουσας (εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 632 παρ. 3 του ΚΠολΔ) (βλ. Βαθρακοκοίλη. Ερμ. ΚΠολΔ, υπό άρθρο 933, παρατ. 82). Κατ εφαρμογή όμως του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν θα προβεί στην απόρριψη της αγωγής για το λύγο αυτό. αλλά 0α διατάξει αυτεπαγγέλτως την εκδίκαση της με την τακτική διαδικασία στην αυτή δικάσιμο και τούτο χάριν της οικονομίας της δίκης, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ανακοπής και ότι η εκδίκαση με την τακτική διαδικασία παρέχει σε κάθε περίπτωση περισσότερα εχέγγυα για τη διάγνωση της διαφοράς. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ.1 ΚΠολΔ), ήτοι εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση στην ανακόπτουσα στις 4-4-2014 της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (βλ. την υπ αριθμ. 1 1.842ΑV25.04.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαβρύτων . σε συνδυασμό με την από 24.04.2014 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της κρινόμενης ανακοπής στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου). Πρέπει επομένως, η ένδικη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω αν οι λόγοι της είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι στην ουσία τους (άρθρο 633 παρ.1 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, στο δικόγραφο της ως άνω ανακοπής σωρεύονται δύο ανακοπές και συγκεκριμένα, αφενός μεν η ανακοπή, που στρέφεται κατά της πιο πάνα) διαταγής πληρωμής και αφετέρου η ανακοπή, που στρέφεται κατά της εκτέλεσης. Η τελευταία αυτή ανακοπή παραδεκτά σωρεύεται με την ανακοπή κατά της υπ” αριθμ. 15/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ καθόσον και οι δύο ανακοπές υπάγονται στην αρμοδιότητα αυτού του Δικαστηρίου και είναι επίσης, κατ άρθρο 591 ΚΠολΔ εκδικαστέα κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, υπό τους κανόνες της οποίας εκδόθηκε η επί της κυρίας αξίωσης εκτελούμενη διαταγή πληρωμής αφού αναμφισβήτητα πλέον μετά τις τροποποιήσεις η ίασή τους δεν επιφέρει κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σύγχυση (βλ. ΕφΑθ 2497/1998 Δνη 39.916). Έχει δε ασκηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ αφού ανακόπτεται η επιταγή προς εκτέλεση (προδικασία αυτής) και δεν έχει επακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης μετά από αυτή και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 583, 585 και 933 ΚΠολΔ, συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγο)ν της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι. μεταξύ των προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή του οφειλέτη. Στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει κατά το άρθρο 628 του ίδιου Κώδικα να μην την εκδώσει, αν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 38. 769. ΑΝ 1451/2007 ΕλλΔνη 48.1401). Έτσι, το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, αν από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που προσκομίσθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αλλά οφείλει αν δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει αυτή (AΠ 1408/1987 ΕΕΝ 1988.755). χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση, γιατί αντικείμενο της επί της ανακοπής δίκης είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης (AΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.281. ΕφΠειρ 799/1999 ΕλλΔνη 41.494).
Περαιτέρω σύμφωνα με την υπ αριθμ. 2286/28.1.1994 Π.Δ./ Τ.Ε., που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982. σχετικά με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα – κατά κανόνα – ελεύθερα διαπραγματεύσιμα και το καθεστώς που ισχύει γι αυτά δε συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων, με μόνη εξαίρεση την από 1.8.1996 απαγόρευση καθορισμού επιτοκίων υπερημερίας κατά ποσοστό 2.5% υπεράνω του επιτοκίου ενήμερης οφειλής. Πράγματι, σκοπός της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα. Με, την επιδίωξη όμως αυτή δε φαίνεται να συνάδει η πρόβλεψη ανωτάτων ορίων, που θα δημιουργούσαν λογικά τάση διαμόρφωσης επιτοκίων γύρω από τα όρια αυτά. Γι αυτό η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών επιτοκίων μόνο. Έτσι. τα τραπεζικά επιτόκια – ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού – δεν μπορούν παρά να αντικατοπτρίζουν την αποδεκτή αναλογία – από πλευράς κοινωνικής ηθικής – μεταξύ παροχής της Τράπεζας και αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη, όταν διαμορφώνονται – όπως επιδιώκεται – σε επίπεδα κατώτερα των εξωτραπεζικών. Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν σαφή όρια ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας, που – παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές – δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, όταν αυτές – παρά τις ανταγωνιστικές πιέσεις -διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Πράγματι, οικονομικά κυρίως δεδομένα – όπως ή ύπαρξη και η έκταση του πληθωρισμού. τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, οι οικονομικοί και άλλοι κίνδυνοι κλπ. – αποτελούν τις σαφέστερες ενδείξεις για το ποιο είναι το επιτρεπτό ύψος του – πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον – τόκου, σε κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες -που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων – δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, που είναι μικρότερες σε .έκταση και σημασία, δεν μπορούν – κατά μείζονα λόγο – να τις ανεχθούν τραπεζικές συναλλαγές. Συνεπώς, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά «θεμιτά» όρια. δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281) και είναι άκυρη ως προς το επιπλέον, σύμφωνα με τις ΑΚ 174 και 294. Η ακυρότητα δεν καλύπτεται ούτε με την καταβολή. Κατά τα λοιπά, η δικαιοπραξία παραμένει έγκυρη (ΑΚ 181). Οφειλόμενος τόκος θα είναι ο θεμιτός. Ενόψει των ανωτέρα), γενικός όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να καθορίζει κάθε φορά συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), χωρίς όμως να καθορίζονται εκ των προτέρων κριτήρια ειδικά κι εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, επειδή αντίκειται στο άρθρο 2 § 7 περίπτωση ια’ του ν. 2251/1994. Η καταβολή των υπέρμετρων τόκων λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα και δεν εξαναγκάζεται η πληρωμή τους με αγωγή. Επομένως, η ενσωμάτωση υπέρμετρων τόκων στο κεφάλαιο που διατάσσεται να πληρωθεί καθιστά την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη και μη βέβαιη (βλ. σχετ. ΑΠ 1219/2001. ΔΕΕ 2001. 1128. ΕφΑθ 3562/2001. Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΜΠρΡοδ 23/2006. Τ.Ν.Π.. ΝΟΜΟΣ. ΜΠρΑΘ 716/2005. Αρμ 2006. 1730. ΠΠρΑθ 6774/2003. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. Αλλιώς: Μιλτ. Σταθόπουλος. «Τραπεζικά επιτόκια», σε ΝοΒ 52.1705 επ. ΠΠρΑΘ 5479/2009, Αρμ 2010. 1680, βλ. και αντίθ. Α.Π. 652/2010. με το σκεπτικό της οποίας σε ότι αφορά την απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, δεν συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο, άλλωστε, η δεύτερη των ως άνω αποφάσεων δεν εξαφάνισε από το νομολογιακό στερέωμα την πρώτη).
Με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο που φέρεται να συμφωνήθηκε, κατά την υπογραφή της επίδικης συμβάσεως και ανερχόταν τότε σε 15,95%, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975 ύψους 0.6% σε 16,55% ήταν τότε αλλά και κατά τη διάρκεια της συμβάσεως κατά πολύ υψηλότερο του τραπεζικού, επιβάλλεται δε τόκος υπερημερίας 2.5% ενώ ο εκ του νόμου επιβαλλόμενος τόκος υπερημερίας είναι 2%, ως εκ τούτου, η επιδικασθείσα απαίτηση της περιλαμβάνουσα ποσά τόκων υπολογισθέντα με παράνομα (αθέμιτα) επιτόκια δεν είναι νόμιμη, ούτε εκκαθαρισμένη και βεβαία, συνεπώς η ένδικη διαταγή και η κάτωθι αυτής επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθούν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται ως ορισμένος παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρει η ανακόπτουσα ορισμένα κονδύλια του λογαριασμού, αφού λόγω της αοριστίας της απαίτησης της καθ ης η ανακοπή και της αντίστοιχης χρηματικής οφειλής της ανακόπτουσας, η τελευταία, είναι προφανές ότι’ αδυνατεί εκ τούτου να ελέγξει το ακριβές ύψος των κονδυλίων των εκατέρωθεν πιστοχρεώσεων και να αντιτάξει κατά τον τρόπο που επιζητεί η καθ ης η ανακοπή την άμυνα της. Είναι δε νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, που οι διάδικοι μετ επικλήσεως προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμούνται, αναλόγως με τη φύση τους. είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά (438 ΚΠολΔ) μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ – ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814. ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40.1019). από τα εκατέρωθεν συνομολογούμενα κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ από τους ισχυρισμούς των πληρεξουσίων δικηγόρων, που ανέπτυξαν κατά την προφορική συζήτηση και με τις έγγραφες προτάσεις τους. από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ – ΑΠ 1456/1996 ΑρχΝ 48.311). καθώς και την εν γένει διαδικασία, κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στην Ακρατα Αχαίας στις 21.10.2004 η ανακόπτουσα υπέγραψε με την καθης η ανακοπή τράπεζα, σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας. Εν συνεχεία χορηγήθηκε από την καθ” ης πίστωση μέσω της υπ’ αρίθμ. πιστωτικής κάρτας (VISA CARD), για την οποία τηρήθηκε ο με αριθμοί λογαριασμός. Σύμφωνα με τον όρο 10 της σύμβασης συμφωνήθηκε, ότι η Τράπεζα θα αποστέλλει κάθε μήνα στον κάτοχο της κάρτας με απλό ταχυδρομείο λογαριασμούς, που θα εξάγονται από τα εμπορικά της βιβλία και αποτελούν ακριβή αντίγραφα αυτών των λογαριασμών πίστωσης, και ότι κάθε λογαριασμός θα εμφανίζει όλες τις συναλλαγές και χρεώσεις, χωριστά δηλ όλες τις αναλήψεις μετρητών και χωριστά τις χρεώσεις από την χρήση της πιστωτικής κάρτας για αγορές, τις έναντι αυτών καταβολές, τους τόκους, φόρους, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις. Περαιτέρω στην παραπάνω σύμβαση ορίσθηκε, με τον όρο 13.2 ότι το ύψος του επιτοκίου θα είναι κυμαινόμενο και καθορίσθηκε κατά την κατάρτιση της σε 15,95%, ενώ συμπεριλαμβανομένης σε αυτό της εισφοράς 0,60% του Ν 128/1975, ανήλθε σε 16,55%. Ορίσθηκε δε ότι οι μηνιαίοι (με το κατά τα παραπάνω οριζόμενα περιεχόμενο) λογαριασμοί θα αποτελούν πλήρη απόδειξη επιτρεπομένης της ανταποδείξεως. Για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκομίσθηκαν όλοι οι μηνιαίοι λογαριασμοί από την αρχή της σύμβασης μέχρι και την καταγγελία της. Η παραπάνω σύμβαση, που κατά την κρίση Δικαστηρίου αναμφισβήτητα αποτελεί σύμβαση προσχώρησης κατά την έννοια αρθ. 2 του Ν. 2251/1994, καθώς καταρτίσθηκε με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους από την καθ ης η ανακοπή Τράπεζα, χωρίς κανένα περιθώριο ατομικής – διαπραγμάτευσης και οι σχετικοί παραπάνω όροι αυτής αποτελούν ΓΌΣ (Γενικούς Ορους Συναλλαγών), λειτούργησε μεταξύ των μερών από την κατάρτιση της μέχρι την καταγγελία της στις 14-5-2013 με την επίδοση της από 15-4-2013 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας της καθ ης Τράπεζας, όπως προκύπτει από την με αριθμό 2433/14-5-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο . οπότε και παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο 9.767.97. γιατί η ανακόπτουσα καθης η διαταγή πληρωμής δεν ανταποκρίθηκε. 0)ς οφειλέτης στις συμβατικές τις υποχρεώσεις από την προαναφερόμενη πιστωτική σύμβαση και έπαψε τις καταβολές. Στα πλαίσια λειτουργίας της παραπάνω σύμβασης προέκυψε, ότι ο υπολογισμός τα)ν τόκων από την καθ ης καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης έγινε με βάση το ελεύθερο κυμαινόμενο αυξημένο συμβατικό επιτόκιο, που υπερέβαινε το εξωτραπεζικό και ανήλθε μέχρι 20.95%. παρότι τα εξωτραπεζικά ήταν πάντοτε κατά πολύ μικρότερα και διαχρονικά κατά τη λειτουργία της σύμβασης είχαν καθοδική πορεία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το χρονικό αυτό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης το εξωτρα7ΐεζικό επιτόκιο κυμάνθηκε κατά το χαμηλότερο ύψος του από 11-7-2012 μέχρι 07-5-2013 στο ποσό των 6.50% και κατά το υψηλότερο από 9-7-2008 μέχρι 7-10-2008 στο ποσό των 10,25%. Ενδεικτικά επίσης αναφέρεται, ότι κατά τα τελευταία έτη λειτουργίας της σύμβασης, που ίσχυσε και το υψηλότερο εξωτραπεζικό επιτόκιο, αυτό ανήλθε από 8-7-2008 σε 10%, από 9-7-2008 μέχρι 7-10- σε 10.25%. από 8-10-2008 μέχρι 8-10-2008 σε 9.75%. από 9-10-2008 μέχρι ΠΙ 1-2008 σε 9.25%, από 12-1 1-2008 μέχρι 9-12-2008 σε 8.75%. από 10-12-2008 μέχρι 10-3-2009 σε 8%. από 1 1-3-2009 μέχρι 7-4-2009 σε 7.50%. από 8-4-2009 μέχρι 12-5-2008 σε 7.25%. από 13-5-2009 μέχρι 12-4-201 1 σε 6.75%. από 13-4-201 1 μέχρι 12-7-201 1 σε 7%. από 13-07-201 1 μέχρι 08-1 1-201 1 σε 7.25%, από 09-1 1-201 1 μέχρι 13-12-201 1 σε 7%. από 14-12-2011 μέχρι 10-07-2012 σε 6,75% και από 1 1-07-2012 μέχρι 07-05-2013 σε 6,50%. Έτσι το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι από την κατάρτιση της σύμβασης και κατά τη διάρκεια αυτής αλλά και μετέπειτα αυτά (τα εξωτραπεζικά επιτόκια) είχαν καθοδικό χαρακτήρα ΚΑΙ κυμάνθηκαν κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σύμβασης σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, κρίνει πράγματι καταχρηστικό το ύψος του επιτοκίου τοκισμού, καθώς τούτο καθιστά υπέρμετρα επαχθή την παροχή της δανειολήπτριας ανακόπτουσας. Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία. καθώς μέσο) αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν δικαιώματα τους υπερβαίνοντας τα ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και [ο κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων του. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά ιδρύματα) αναλόγως του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη κατά τις κρατούσες νομισματοπιστωτικές συνθήκες στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της ελληνικής αγοράς και γενικότερο πνεύμα του δικαίου και της ηθικής νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν 2251/1994. Μετά τις παραπάνω κρίσεις η απαίτηση της καθ’ ης κρίνεται πλέον μη απαιτητή ως ανεκκαθάριστη κατ άρθ. 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ και πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή.
Ως προς τις αιτιάσεις, που υπέβαλλε η καθ ης Τράπεζα σχετικά με αοριστία της ανακοπής γιατί σε αυτή δεν προσδιορίζεται το ποσό, που πρέπει να μειωθεί η απαίτηση κλπ, σημειώνεται ειδικότερα ότι: σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο (παρ. 1 του άρθ. 624 του ΚΠολΔ) διαταγή πληρωμής δεν εκδίδεται «αν η απαίτηση εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων ή χρεωγράφων δεν είναι ορισμένο». Ειδικότερα κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης η απαίτηση α) δεν πρέπει να εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή», ήτοι δηλ να είναι βέβαιη (όπως ακριβώς απαιτεί αντίστοιχα το άρθ. 915 του ΚΠολΔ στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης) και β) «το ποσό των χρημάτων ή χρεωγράφων που οφείλεται» να «είναι ορισμένο», ήτοι δηλ η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη και η οφειλή αναμφισβήτητη ως προς το ύψος της -ποσότητα, όπως ακριβώς απαιτεί αντίστοιχα το άρθρο 916 του ΚΠολΔ στην διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, (βλ. για την παραπάνω διάκριση και ορθό παραλληλισμό Μιχαηλίδου Λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από τραπεζικό αλληλόχρεο λογαριασμό ΕΠολΔ 2009 σελ 453 επ και για διαφορές βέβαιου απαιτήσεως και εκκαθαρισμένου απαιτήσεως στα άρθ 915 και 916 Μπρίνια: Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α αρθ 916 σελ. 209, βλ επί του άρθ. 916 Μπρίνια οπ. σελ. 210. Φραγκίστα Μητσόπουλου ΝοΒ 20/441 επ. Οικονομόπουλου Δίκη 3/413). Το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης στο χώρο της διαταγής πληρωμής αποτελούν δικονομικές ουσιαστικές προϋποθέσεις και λόγιο της διατύπωσης τους στον ΚΠολΔ αρνητικές (βλ για την φύση αυτών των προϋποθέσεων ως ουσιαστικών Παπαδάκη Διαταγή Πληρωμής εκδ 2012 παρ 9 σελ. 79. παρ 11 σελ. 84. Σκαλίδη ΕΕμπΔ 26/350-351, Πανταζόπουλο Η Ανακοπή Κατά Διαταγής Πληρωμής 2013 σελ. 186), καθώς αφορούν το «απαιτητό» της απαίτησης, που πρέ7[ει να διαπιστώνεται κατά την έκδοση και για την έκδοση και να υπάρχει για την εγκυρότητα μιας διαταγής πληρωμής. Οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν είναι διαδικαστικές και δεν πρέπει «το ορισμένο των χρημάτων ή χρεωγράφων» το εκκαθαρισμένο δηλ. της απαίτησης, που απαιτείται και τάσσεται με το επίμαχο αρθ. 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ να συγχέεται με «το ακριβές ποσό των χρημάτων», που απαιτείται να αναγράφεται και να. υπάρχει για το νομότυπο της υποβολής ή άλλως το ορισμένο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής που απαιτείται κατ’ αρθ. 626 παρ. 2 γ του ΚΠολΔ. (Ως και επί ασκήσεως δηλ αγωγής είναι διαφορετικό ζήτημα το ορισμένο αυτής από πλευράς προσδιορισμού της απαίτησης, που απαιτείται κατ’ άρθρ. 216 του ΚΠολΔ, και εντελώς διαφορετικό ζήτημα, αν η επιδιωκόμενη κατά ορισμένο τρόπο να καταψηφισθεί απαίτηση, πρέπει να επιδικασθεί). Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αναφέρονται στο παραδεκτό της αίτησης για έκδοση διαταγής ως επιτευκτικής πράξης ούτε στην ειδική διαδικαστική προϋπόθεση της απαιτούμενης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, αλλά στην βασιμότητα του ειδικού δικονομικού αιτήματος (άρθ. 626 αριθμ. 2 β του ΚΠολΔ) να εκδοθεί δηλ. εξαιρετικά προς καταψήφιση της απαίτησης διαταγή πληρωμής αντί δικαστικής απόφασης (λειτουργώντας ανάλογα κατά τον ίδιο τρόπο, που λειτουργεί στην λήψη ασφαλιστικών μέτρων η προϋπόθεση ύπαρξης επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης). Ετσι, αν η απαίτηση δεν προκύπτει βέβαιη ή εκκαθαρισμένη η αίτηση δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη αλλά ως δικονομικά αβάσιμη (βλ. για την έννοια του δικονομικού αβασίμου Μπέης Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη σελ. 209). Το μη βέβαιο και μη εκκαθαρισμένο της απαίτησης λειτουργεί ως πρόσθετος όρος της παραπάνω προϋπόθεσης για την έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, που παρεμποδίζει, αν διαπιστωθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και οδηγεί σε απόρριψη λόγω δικονομικού αβασίμου. Τις προϋποθέσεις αυτές (βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης) υποχρεούται πρωτίστως κατ άρθρ. 628 1 α του ΚΠολΔ να ελέγξει ο δικαστής, που καλείται να προβεί σε έκδοση διαταγής πληρωμής. Ωστόσο η ύπαρξη αυτών (καθότι αρνητικές, η διαπίστωση δηλ ότι πρόκειται για μη βέβαιη ή μη εκκαθαρισμένη απαίτηση) είναι δυνατόν, όπως συμβαίνει ακόμη και με την έλλειψη της ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης για έγγραφη απόδειξη της απαίτησης (πχ. επί προσβολής ως πλαστής της υπογραφής στα τιμολόγια από την μεριά καθ ου η διαταγή πληρωμής αγοραστή), να μην μπορεί να εξακριβωθεί κατά την έκδοση της διαταγής από τον δικαστή που εξέδωσε αυτή. αλλά να προκύπτει στα πλαίσια τα)ν προβαλλομένων λόγων ανακοπής από το πρόσθετο πραγματικό υλικό, που προσκομίζει επικαλείται και αποδεικνύει o ανακόπτων- καθ ου η διαταγή πληρωμής. Έτσι ο τελευταίος μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγο και να αποδείξει πραγματικά περιστατικά (των οποίων φέρει και το αντικειμενικό βάρος απόδειξης καθώς σε κύρια επί αγωγής δίκη οι σχετικοί ισχυρισμοί θεμελιώνουν διακωλυτικές καταχρηστικές ενστάσεις), τα οποία καθιστούν την απαίτηση μη βέβαιη ή μη εκκαθαρισμένη. Όπως πρόσθετη προ της κατάρτισης της σύμβασης ή μετά από αυτή συμφωνία, από την οποία προκύπτει ότι πχ η απαίτηση δεν είναι ληξιπρόθεσμη, γιατί συμφωνήθηκε η εξόφληση αυτής μετά από προθεσμία, την πάροδο δηλ. κάποιου χρονικού διαστήματος, που δεν έχει παρέλθει ή η εξάρτηση αυτής της υπό όρο. συμφωνίες, που καθιστούν την απαίτηση μη βέβαιη. Η επί εκδόσεως διαταγής πληρωμής από δανειακή σύμβαση η επίκληση και απόδειξη από τον ανακόπτοντα μερικής ακυρότητας της σύμβασης κατ άρθ 1 74 και 1 80 του ΑΚ λόγω της αντίθεσης της σε απαγορευτική διάταξη νόμου, ήτοι ακυρότητας ενός ή περισσοτέρων όρων αυτής, που εμποδίζουν κατά μέρος την γέννηση της απαίτησης αλλά προκύπτει, ότι έχουν συμβάλλει στην τελική διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, όπως επιδιώκεται να καταψηφισθεί, ώστε να καθίσταται αυτή μη εκκαθαρισμένη (όπως τοκισμού μιας οποιαδήποτε απαίτησης με επιτόκιο μεγαλύτερο του νομίμου, ανατοκισμού αυτής ή ανατοκισμού αυτής σε διαστήματα μικρότερου του επιτρεπομένου από το νόμο ή τοκισμού αυτής με ημερολόγιο 360 ημερών αντί 365 ημερών). Έτσι στην περίπτωση, που η απαίτηση αποδειχθεί μη βέβαιη, η ανακοπή θα γίνει δεκτή και θα ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, πράγμα, που δεν θα συνέβαινε, αν για την ίδια απαίτηση δεν είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής αλλά είχε ασκηθεί αγωγή, αφού στην τελευταία περίπτωση ο δικαστήριο κάνοντας δεκτή την σχετική ένσταση, θα εφάρμοζε ακολούθως το άρθρο 69 του ΚΠολΔ και θα καταψήφιζε την απαίτηση με την άρση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας ή εκπλήρωση του όρου ή εξαιρετικά θα απέρριπτε την αγωγή ελλείψει έννομου συμφέροντος ως πρόωρα ασκηθείσα, αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του παραπάνω άρθρου (βλ. Νικολόπουλου Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο δικονομικό δίκαιο σελ. 84, Μπέης ΠολΔικ άρθ. 69 σημ. 5 σελ. 378). Κατά ανάλογο τρόπο δε., αν δεν αποδεχθεί η απαίτηση εκκαθαρισμένη αλλά αμφισβητούμενη ως προς το πραγματικό της ύψος (ποσότητα αυτής), το δικαστήριο της ανακοπής Θα ακυρώσει καθ ολοκληρίαν την διαταγή και δεν θα διατάξει αποδείξεις για να προσδιορισθεί το ποσό. ως προς το οποίο τυχόν υφίσταται αυτή. που πρέπει να επιδικασθεί. Επί αγωγής η προβολή ως ένσταση αυτού του ίδιου ισχυρισμού (μερικής δηλ. ακυρότητας σύμβασης λόγω ακυρότητας όρου, που εμποδίζει την γέννηση τη απαίτησης) για την πληρότητα του οποίου απαιτούνται τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται και για τη θεμελίωση της ως λόγου ανακοπής, καθώς αντικείμενο της δίκης εκεί είναι η διάγνωση της απαίτησης. Θα οδηγούσε, αν ο υπολογισμός δεν ήταν εφικτός από το δικαστή, σε διεξαγωγή αποδείξεων κατ άρθρο 254 και 107 του ΚΠολΔ προκειμένου να προσδιορισθεί με λογιστική πραγματογνωμοσύνη το ακριβές ύψος της απαίτησης, που θα πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα και όχι στην απόρριψη της ένστασης του εναγομένου λόγω αοριστίας. Σύμφωνα με το πραγματικό των αρθ. 174. 178 του ΑΚ (αλλά και όσων άλλων άρθρων του ΑΚ ή άλλων νόμων προβλέπουν και επιφέρουν ακυρότητα) αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό η επίκληση των απαιτούμενων πραγματικών περιστατικών, που προσδιορίζονται από αυτές, ήτοι δηλ η επίκληση της ακυρότητας του συγκεκριμένου όρου ή όρων λόγω της αντίθεσης του σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου (περίπτωση εφαρμογής άρθ. 174 ΑΚ) ή στα χρηστά ήθη (επί εφαρμογής του άρθ. 178 του ΑΚ) και η επίκληση της έννομης κατά το ουσιαστικό δίκαιο συνέπειας, που συνίσταται στο ό.τι ο σχετικός άκυρος όρος κατ’ άρθρο 180 του ΑΚ θεωρείται ως ποτέ μη συμφωνημένος και γεγραμμένος στην όλη σύμβαση. Με την διαπίστωση της ακυρότητας ενός τέτοιου όρου στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, η οποία δεν έχει. ως λέχθηκε ως κύριο αντικείμενο τη διάγνωση της απαίτησης (ως αν είχε ασκηθεί αγωγή) αλλά τη νομιμότητα της διαταγής πληρωμής, καθώς πλήττεται πλέον η παραπάνω δικονομική ουσιαστική προϋπόθεση για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, το δικαστήριο προβαίνει άμεσα στην ακύρωση αυτής, χωρίς να διερευνήσει το πραγματικό ύψος της οφειλόμενης απαίτησης, ώστε να προβεί σε μερική ακύρωση. Ο ανακόπτων στις περιπτώσεις αυτές, που η ακυρότητα σύμφωνα με το πραγματικό του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, που τον απαγορεύει, εμποδίζει την γέννηση του δικαιώματος και προβάλλεται δικονομικά, όπως παραπάνω, με την μορφή δηλ καταχρηστικής διακωλυτικής ένστασης δεν έχει δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί πρόσθετα και το ποσό. που λόγιο της ακυρότητας πρέπει να μειωθεί δήθεν η απαίτηση του αντιδίκου του. 11 ακυρότητα σε κάθε περίπτωση ανατρέχει ex tunc (εξ απαρχής δηλ. της σύμβασης) και απαίτηση, που δεν υπήρξε (δεν γεννήθηκε) δεν μπορεί και να αποσβεσθεί η μειωθεί. Για το λόγο αυτό άλλωστε επί ασκήσεως αγωγής επιβάλλεται να ενεργοποιηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο η διάταξη του άρθρου 107 του ΚΠολΔ για να προσδιορισθεί το ύψος αυτής και όχι να απορριφθεί η σχετική ένσταση του εναγομένου ως αόριστη. Το ποσό της μείωσης, ή ορθότερα το ποσό που έχει καταβάλλει, έχει δικονομικό βάρος να επικαλεστεί και αποδείξει ο οφειλέτης (ως ανακόπτων ή ενιστάμενος) μόνο όταν προβάλλει στη δίκη ισχυρισμούς μερικής εξόφλησης (απόσβεσης δηλ της απαίτησης) κατ άρθρο 416 επ του ΑΚ, ήτοι δηλ. καταλυτικές της απαίτησης ενστάσεις, καθώς τούτο επιβάλλεται εκεί ως προϋπόθεση από το πραγματικό αυτών των κανόνων δικαίου. Εξάλλου ο οφειλέτης από σύμβαση δανείου μπορεί σε κάθε περίπτωση με αναγνωριστική αγωγή να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας όρων της σύβασης πριν την καταψήφιση της απαίτησης εναντίον του. Η αναγνώριση της ακυρότητας όμως, είτε αυτή έχει γίνει προ της καταψήφισης της απαίτησης με έκδοση σχετικής αναγνωριστικής απόφασης, είτε η αναγνώριση αυτής εξετάζεται ως προδικαστικό ζήτημα λόγου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ή ένστασης επί αγωγής, ανατρέχει, όπως λέχθηκε ex tunc (στο χρονικό σημείο δηλ κατάρτισης της σύμβασης) και επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου και τις ανάλογες παραπάνω συνέπειες στο χώρο του δικονομικού δικαίου (ανάλογα με το αν προβάλλεται ως λόγος ανακοπής μετά από έκδοση διαταγής πληρωμής ή ως ένσταση μετά από άσκηση αγωγής). Δεν είναι νοητό, στην περίπτωση που κάποιος δανειστής, μετά την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης για ακυρότητα όρων. που συμβάλλουν στην διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης (καθώς εμποδίζουν την γέννηση επιμέρους κονδυλίων) εκδώσει διαταγή πληρωμής κατά οφειλέτη ή ασκήσει εναντίον του αγωγή, ο τελευταίος να υποχρεούται για την ακύρωση αυτής της διαταγής πληρωμής ή την απόρριψη της αγωγής εναντίον του και για την πληρότητα του ισχυρισμού του αυτού να προσδιορίσει και το ποσό της παράνομης με βάση τον άκυρο ή άκυρους όρους χρέωσης, ώστε να πετύχει την μείωση της και αν δεν προβεί σε αυτό, να υποχρεωθεί να καταβάλλει ποσά, που έχει επιβαρυνθεί με βάση όρους, που έχουν τελεσίδικα, πριν ακόμη από την καταψήφιση, αναγνωρισθεί άκυροι. Περαιτέρω, στην χρονική αυτή φάση. καθώς ο οφειλέτης και καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν έχει καταβάλλει το ποσό. που καταδικάσθηκε να καταβάλλει με την διαταγή, δεν έχει ούτε ανάγκη επίκλησης για την θεμελίωση των ενστάσεων του των διατάξεων του άρθρου 904 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως απαιτείται λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που έχει εκδοθεί από πιστωτικούς τίτλους και προβάλλονται λόγοι από την υποκείμενη αιτία δανειακής σύμβασης. Σημειώνεται ότι σε δίκη επί αγωγής για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο οι ισχυρισμοί, που αναφέρονται στην κύρια σύμβαση (υποκείμενη αιτία), ως πχ οι ισχυρισμοί ακόμη, ότι δεν καταρτίσθηκε πώληση αλλά χρησιδάνειο ή ότι δεν απαρτίσθηκε σύβαση δανείου αλλά δωρεάς (που σε δίκη με βάση την πώληση ή το δάνειο θα αποτελούσαν αιτιολογημένη άρνηση κατ άρθ. 261 του ΚΠολΔ) αξιολογούνται λόγο) του αναιτιώδους της ενοχής ως ενστάσεις στηριζόμενες στο άρθρο 904 του ΑΚ (βλ. ως προς αυτό I Μάρκου το Δίκαιο της επιταγής εκδ 2002 σελ 221 επ). Αυτή η δικονομική επιβάρυνση όμως. που δικαιολογείται για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, απαιτείται ειδικά και μόνο στις δίκες, που αφορούν απαίτηση από πιστωτικό τίτλο. Ο δανειολήπτης – οφειλέτης, όταν ενάγεται ή έχει εκδοθεί εναντίον του διαταγή πληρωμής από δανειακή σύμβαση και όχι από αξιόγραφο, όπως εξηγείται παραπάνω, δεν έχει ανάγκη προσφυγής στη διάταξη του άρθ. 904 του για να προβάλλει με πληρότητα τους λόγους, που εμποδίζουν έστω και κατά μέρος την γέννηση αυτής.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει, δεκτού γενομένου του παραπάνω λόγου και παρελκούσης της έρευνας των υπολοίπων, να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες ανακοπές ως βάσιμες και να ακυρωθούν λόγω έλλειψης των προϋποθέσεων του άρθ. 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ οι ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ άρθρο 179 του ΚΠολΔ λόγω της δυσχερούς ερμηνείας του κανόνος δικαίου, που εφαρμόσθηκε κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές κατά άρθρο 633 και 933 ΚΠολΔ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν τις υπό κρίση ανακοπές κατά της με αριθμό 15/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του παρόντος Ειρηνοδικείου και κατά της από 21.03.2014 επιταγής προς πληρωμή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη προσβαλλόμενη με αριθμό 15/2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του παρόντος Ειρηνοδικείου και την προσβαλλόμενη από 21.03.2014 επιταγή προς πληρωμή της υπογράφουσας πληρεξούσιας δικηγόρου της καθης.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ακρατα Αχαΐας, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 24 Δεκεμβρίου 2014, απουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, παρουσία του γραμματέα της Έδρας Αθανάσιου Αγγελόπουλου.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ