Μόνο το δηλούμενο στην εφορία εισόδημα έως 10.000 ευρώ ως κριτήριο ένταξης σε επιδοτούμενο πρόγραμμα καθιστά δικαιούχους περίπου… 6.000.000 φορολογούμενους και έτσι κάνει έντονο και το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας
Μία περίπτωση συγγενικού μου προσώπου (μητέρα με τρία παιδιά, διεζευγμένη και άνεργη), το οποίο κατέθεσε αίτηση στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), όπως έχει μετονομαστεί ο γνωστός Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) για ένταξη στο Πρόγραμμα Μακροχρόνιων Ανέργων και απορρίφθηκε, επιβεβαίωσε όλες τις διαπιστώσεις των πυκνών ερευνών μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ότι με τη «βροχή» των γνωστών προνοιακών ή κοινωνικών ή οικογενειακών κι άλλων επιδομάτων που ανακοινώνονται σχεδόν κάθε εβδομάδα από αντίστοιχους δημόσιους οργανισμούς έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας μια νέα τάξη εισοδηματιών, εκείνη των «Μαϊμούδων Επιδοματούχων». Αυτή την περίπτωση έθεσα για περαιτέρω δημοσιογραφική έρευνα (για να μην παρεξηγηθώ!) υπόψη του αρμόδιου υποδιοικητή της ΔΥΠΑ κ. Γιώργου Καραχάλιου, ο οποίος, μαζί με τη Γραμματεία του, ανταποκρίθηκε προθύμως και ύστερα από σύντομη έρευνα απάντησε στο ερώτημα που είχα θέσει μετά τη παράθεση του περιστατικού αυτού, το οποίο έχει ως εξής:
Μία μητέρα με τρία παιδιά, διεζευγμένη και άνεργη (έχει μόνο ένα μικρό ατομικό εισόδημα από ενοίκια) κατέθεσε πριν από μερικές ημέρες αίτηση στη ΔΥΠΑ της περιοχής της για ένταξη στο Πρόγραμμα Μακροχρόνιων Ανέργων. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε διότι το εκκαθαριστικό της εφορίας για το φορολογικό έτος 2020 (εισοδήματα που αποκτήθηκαν την ίδια χρονιά) ξεπερνούσαν το εισοδηματικό κριτήριο των 10.000 ευρώ που προβλέπεται από τη νομοθεσία. Σημειώνεται ότι το 2020 η άνεργη μητέρα των τριών παιδιών ήταν έγγαμη και το μικρό ατομικό της εισόδημα κατεγράφη στην κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το ερώτημά μου προς τον υποδιοικητή της ΔΥΠΑ είναι αν αυτή η διαδικασία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία ένταξης μακροχρόνιων ανέργων στο αντίστοιχο Πρόγραμμα.
Το σημείωμα που μού έστειλε η Γραμματεία του υποδιοικητή της ΔΥΠΑ κ. Γιώργου Καραχάλιου έχει ως εξής:
«Σε απάντηση του ερωτήματός σας, η αρμόδια Διεύθυνση της Δ.ΥΠ.Α. , απέστειλε το παρακάτω, προς ενημέρωσή σας: Κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου, παρ. ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ1, περίπτωση ΙΙΙ “Μέτρα Κοινωνικής Πολιτικής Μακροχρονίως Ανέργων” του ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 44137/613/18.12.2013 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 3253), που αφορά στη χορήγηση επιδόματος μακροχρονίως ανέργων από 01.01.2014. Σύμφωνα με την ανωτέρω ΚΥΑ δικαιούχοι του επιδόματος είναι μακροχρόνια άνεργοι Έλληνες υπήκοοι και υπήκοοι κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ηλικίας από 20 έως και 66 ετών, οι οποίοι είναι ασφαλισμένοι κατά της ανεργίας, βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση ανεργίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 12 μήνες, εφόσον έχουν εξαντλήσει το δικαίωμα τακτικής επιδότησης ανεργίας και το ετήσιο οικογενειακό εισόδημά τους δεν ξεπερνά το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ως άνω ΚΥΑ το εισόδημα αυτό αφορά στο προηγούμενο της αίτησης οικονομικό έτος, η έννοια του οποίου καταργήθηκε σύμφωνα με το αρθρ. 8 παρ. 1 του ν.4172/2013 καθώς το φορολογικό έτος ταυτίζεται με το ημερολογιακό. Βάσει της υπ’ αριθμ. 72404/24.09.2015 εγκυκλίου της Δ/νσης Ασφάλισης, η οποία εκδόθηκε δυνάμει της ως άνω διάταξης, διευκρινίστηκε ότι η έννοια του οικονομικού έτους η οποία καταργήθηκε με το ως άνω άρθρο, αντικαταστάθηκε από το φορολογικό έτος. Κατόπιν των ανωτέρω, για τη λήψη του επιδόματος μακροχρονίως ανέργων απαιτείται από την πλευρά του ασφαλισμένου η προσκόμιση του εκκαθαριστικού σημειώματος του προ-προηγούμενου της αίτησης φορολογικού έτους, δηλαδή του φορολογικού έτους 2020, αφού η αίτησή κατατέθηκε εντός του έτους 2022»
Από το σημείωμα αυτό προκύπτουν δύο τινά, από τα οποία το ένα έχει μείζονα άδικη ανθρώπινη, κοινωνική και οικογενειακή διάσταση και το άλλο μείζονα σπατάλη εθνικών και κοινοτικών πόρων με την επίμονη τακτική εφαρμογής μόνο εισοδηματικού κριτηρίου, το οποίο, όπως επισημαίνουν διεθνείς οργανισμοί και Τράπεζα της Ελλάδος κάνουν το επίδομα ανεργίας ή εργασίας, όπως λέγεται τώρα, σε «επίδομα … αεργίας» κατά ένα μέρος, όπως θα αναφέρω στη συνέχεια.
Ζήσε, μαύρε άνεργε, να φας τριφύλλι μετά από δύο χρόνια!
Φρονώ ότι η διαδικασία προσκόμισης εκκαθαριστικού εφορίας του προ-προηγούμενου φορολογικού έτους από εκείνο της κατάθεσης της αίτησης για ένταξη σε επιδοτούμενο πρόγραμμα ανεργίας είναι μεν νόμιμη, έτσι όπως εφαρμόζεται, ωστόσο είναι σφόδρα άδικη για ένα πραγματικό σημερινό (ύστερα από … χρόνια!!!) άνεργο και όχι εμφανιζόμενο ως … «φτωχό» από τη φορολογική δήλωση! Για σκεφτείτε ένα σημερινό (2022) εργαζόμενο με δηλούμενο εισόδημα πάνω από 10.000 ευρώ, ο οποίος το …2024, όταν θα είναι άνεργος και θα έχει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ, δεν θα μπορέσει να πάρει το σχετικό επίδομα και θα ενταχθεί κι εκείνος στην ατέλειωτη στρατιά των Ελλήνων πολιτών που είναι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό. Δηλαδή, ζήσε, μαύρε μου, Έλληνα, πραγματικά φτωχέ και άνεργε, πολίτα, να φας … τριφύλλι! Επίσης, υπάρχει και μία φορολογική λεπτομέρεια στην ειδική αυτή περίπτωση της διεζευγμένης και άνεργης μητέρας: ότι από το 2018, η εφορία πρέπει, δηλαδή υποχρεωτικά, να στέλνει ατομικό εκκαθαριστικό σε κάθε σύζυγο που υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση. Τέτοιο ατομικό εκκαθαριστικό με το πενιχρό ατομικό εισόδημα δεν ζητήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία της ΔΥΠΑ.
Απίστευτες διαπιστώσεις για το «πανηγύρι» που στήνεται με όλα τα επιδόματα
Η επισήμανση στο σημείωμα του υποδιοικητή της ΔΥΠΑ ότι εξακολουθεί η χώρα μας να εφαρμόζει εισοδηματικά κριτήρια για τη χορήγηση προνοιακών, οικογενειακών, στεγαστικών κι άλλων επιδομάτων αποτελεί πρόκληση να επαναλάβω και στο σημερινό μου σημείωμα απίστευτες διαπιστώσεις κατασπατάλησης εθνικών και κοινοτικών πόρων, οι οποίες στηρίζονται σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών (Eurostat, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα), της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικών επιστημόνων. Και είμαι σίγουρος ότι κάθε φορά που ο πρώην ΟΑΕΔ και σήμερα η ΔΥΠΑ ανακοινώνει (κι ορθώς) προγράμματα ανακούφισης πραγματικών ανέργων από την ανέχεια, γίνεται μεγάλο «πανηγύρι» από μερικούς ή πολλούς, όπου γλεντούν με τους πόρους του δημόσιου αυτού οργανισμού, οι οποίοι προέρχονται από το 10% των εργαζομένων – φορολογουμένων και εξ εκείνων το 70% περίπου από τα μόνιμα υποζύγια της ολοένα αυξανόμενης φορολογίας, τους μισθωτούς και συνταξιούχους!
Γι’ αυτό το «πανηγύρι» που στήνεται κάθε φορά με το πρώτο άκουσμα για καταβολές ενισχύσεων, επιδομάτων, προνοιακών επιδομάτων, εθνικής σύνταξης, επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων και άλλων παροχών από πάντα άδεια δημόσια ταμεία, έχω αναφέρει πολλές φορές σε άρθρα μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ότι έτσι «φαγώθηκαν», εις βάρος των φορολογουμένων, από το 1981 έως σήμερα, περίπου 650 δισ. ευρώ από 1,2 τρισ. ευρώ που εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία με τη μορφή άμεσων και έμμεσων φόρων, χωρίς να έχουν κανένα, μα κανένα παραγωγικό αποτέλεσμα, κανένα αναπτυξιακό πολλαπλασιαστή, ακόμα και την ανάλογη συμβολή στη μείωση της φτώχειας, όπως συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27!!!
Σε επίρρωσης της μελαγχολικής αυτής διαπίστωσης παραθέτω στη συνέχεια επιγραμματικά διαπιστώσεις προηγούμενων άρθρων μου για το μείζον αυτό άγος:
-Από τα Στατιστικά Στοιχεία Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων (ΑΑΔΕ) προκύπτει ότι 6.000.000 περίπου φορολογούμενοι, επί περίπου 9.000.000, ή 67% περίπου, δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ, που είναι το εισοδηματικό κριτήριο που εφαρμόζει ο ΟΑΕΔ! Αυτό σημαίνει ότι εμφανίζονται ως «φτωχοί» 6.000.000 εργαζόμενοι ή εισοδηματίες ή επιχειρηματίες ή αγροτες (σίγουρα!!!) στη χώρα αυτή και, συνεπώς, εν δυνάμει … δικαιούχοι όλων των επιδομάτων (στέγασης, ανεργίας κλπ).
-Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι οι 6.000.000 αυτοί φορολογούμενοι (εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, εισοδηματίες, αγρότες κλπ) δηλώνουν συνολικό εισόδημα 20 περίπου δις. ευρώ επί συνόλου 80 δις. ευρώ ή ποσοστό μόνο 25% και πληρώνουν συνολικό φόρο μόνο 500 εκατ. ευρώ περίπου επί συνόλου 9 δις. ευρώ ή ποσοστό 5% περίπου!
Παράπλευρες εξωφρενικές διαπιστώσεις
Τί σημαίνουν όλα αυτά; Διαβάστε και τις … παράπλευρες εξωφρενικές παλιές και νέες διαπιστώσεις:
-Εάν, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, η επιλογή των δικαιούχων για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, γινόταν τότε, το 2013, µε βάση το πραγµατικό και όχι το δηλωθέν εισόδηµα των αιτούντων, ώστε να αποκλείονται όσοι ψευδώς εµφανίζονται να πληρούν τα εισοδηµατικά κριτήρια λόγω απόκρυψης του πραγµατικού εισοδήµατος, ο αριθµός των δικαιούχων εκτιµάται ότι θα µειωνόταν σε 754.269 άτοµα (ή 7% του πληθυσµού) και το κόστος σε 681 εκατ. ευρώ (ή 0,4% του ΑΕΠ) από 980 εκατ. ευρώ!!!
-Από έρευνα πάλι του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) , η οποία κατέγραψε τις αντιλήψεις των πολιτών σε 21 χώρες για την κοινωνική πολιτική, το 73-79% των Ελλήνων θεωρούσε το 2018 ότι η εισοδηματική ενίσχυση από το κράτος σε διάφορες περιπτώσεις απώλειας εισοδήματος (π.χ. ανεργία, αναπηρία κ.λπ.) δεν είναι επαρκής, ενώ κατά μέσο όρο στις 21 συμμετέχουσες χώρες το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 44% και 61% κατά περίπτωση εισοδηματικής απώλειας
-Στην ίδια έρευνα επισημαίνεται ότι δεν λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ώστε οι περιορισµένες κοινωνικές δαπάνες να γίνουν πιο αποτελεσµατικές, δίνοντας προτεραιότητα στην εξάλειψη ακραίων φαινοµένων φτώχειας σε οικογένειες µε παιδιά και χωρίς κανέναν εργαζόµενο, χωρίς επίδοµα ανεργίας ή άλλη εισοδηµατική ενίσχυση και συχνά χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση.
– Σύµφωνα µε παλαιότερη µελέτη της Παγκόσµιας Τράπεζας, η καθολική εφαρµογή του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος στην Ελλάδα θα µπορούσε να αυξήσει το εισόδηµα περίπου 1.200.000 ατόµων (ή 11% του πληθυσµού) µειώνοντας το χάσµα της φτώχειας κατά το 1/3. Το δηµοσιονοµικό κόστος εκτιµήθηκε σε 980 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 2,5% των κοινωνικών δαπανών. Tο κόστος αυτό θα µπορούσε να µειωθεί µε την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση της φοροδιαφυγής και να χρηµατοδοτηθεί µέσω επανασχεδιασµού των υφιστάµενων κοινωνικών µεταβιβάσεων.
-Κατά την πιλοτική του εφαρμογή του Εγγυημένου Κοινωνικού Εισοδήματος εμφανίστηκαν ως άνεργοι 58%, μισθωτοί 4,4%, εποχικά εργαζόμενοι 5,7% και περιστασιακά εργαζόμενοι 4,3%, άγαμοι 57,5%, έγγαμοι 27,6%, διαζευγμένοι 10,8%, 86% Έλληνες, 7,1% από την ΕΕ και 6,9 από Τρίτες Χώρες,
-Το 81% δήλωσε εισόδημα έως ένα ευρώ, το 58% δήλωσε μηδενικό πραγματικό εισόδημα και το το 74% μηδενική αξία ακίνητης περιουσίας!
-Το 27,8% των νοικοκυριών δηλώνουν εισόδημα μόνο από κοινωνικές παροχές!!!
-Από έρευνα πάλι του ΟΟΣΑ , η οποία κατέγραψε τις αντιλήψεις των πολιτών σε 21 χώρες για την κοινωνική πολιτική (βλ. OECD (2019), “Risks that Matter: Main Findings from the 2018 OECD Risks that Matter Survey,” www.oecd.org/social/risks-that-matter.htm), το 73-79% των Ελλήνων θεωρούσε το 2018 ότι η εισοδηματική ενίσχυση που δύναται να εισπράξει από το κράτος σε διάφορες περιπτώσεις απώλειας εισοδήματος (π.χ. ανεργία, αναπηρία κ.λπ.) δεν είναι επαρκής, ενώ κατά μέσο όρο στις 21 συμμετέχουσες χώρες το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 44% και 61% κατά περίπτωση εισοδηματικής απώλειας.
-Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, έντονο είναι και το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας, καθώς το 78% των Ελλήνων πιστεύει ότι υπηρεσίες και επιδόματα απολαμβάνουν πολίτες, οι οποίοι δεν τα δικαιούνται στην πραγματικότητα.
Αποκαλυπτικές οι διαπιστώσεις του καθηγητή Κων. Δημουλά
Αποκαλυπτικό και συνάμα καταγγελτικό είναι, μεταξύ άλλων, το άρθρο του επίκουρου καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κωνσταντίνου Δημουλά με τίτλο «Η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης στην Ελλάδα», που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Κοινωνική Πολιτική» (Επιστημονική Εταιρεία Κοινωνικής Πολιτικής -2017). Παραθέτω μερικές:
-Ενισχύθηκαν κυρίως όσοι εργάζονται σε αδήλωτες εργασίες, είναι αυτοαπασχολούμενοι ή αγρότες, η μέλη οικογενειών των παραπάνω επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε βάρος των μισθωτών και των ανέργων.
-Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία το οικογενειακό εισόδημα των αγροτών σε ποσοστό 85% ήταν κάτω των 4.000 ευρώ και συνεπώς είναι επιλέξιμη μονάδα. Αντίθετα, ένα ζευγάρι ανέργων που τον προηγούμενο χρόνο επιδοτήθηκε για 12 μήνες (ανώτατο όριο) με το βασικό επίδομα ανεργίας και για τα δύο άτομα έχει, στην καλύτερη περίπτωση, συνολικό εισόδημα πάνω του κατωφλιού φτώχειας και δεν λαμβάνει την εισοδηματική ενίσχυση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
-Οι περισσότερες από τις 32.048 αιτήσεις (εκ των οποίων το 37,7% έγιναν από γυναίκες και το 62,3% από άντρες) υποβλήθηκαν από τους ίδιους τους αιτούντες με τη συνδρομή φίλων ή λογιστών, με συνέπεια να παρουσιαστεί σωρεία λαθών, ενώ το κεντρικά ελεγχόμενο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής «έπεφτε, πολύ συχνά, εκτός λειτουργίας» με αποτέλεσμα να εντείνονται τα λάθη και να εμφανίζονται πολλά κενά ή λανθασμένα στοιχεία στα στοιχεία που δηλώνονταν στις αιτήσεις.
-Τελικά, μετά τη διεξαγωγή των ηλεκτρονικών διασταυρώσεων και των επιτόπιων ερευνών εγκρίθηκαν οι αιτήσεις 19.574 (64%) δικαιούχων, από τις οποίες αυτές των μεταναστών (κυρίως από Αλβανία) κάλυψαν μόλις το 48,7% των αντίστοιχων αρχικών αιτήσεων εξαιτίας της αδυναμίας τους να προσκομίσουν τα αναγκαία τυπικά έγγραφα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους Έλληνες ανήλθε το 86%
-Πολύ περιορισμένη είναι, επίσης, η συμμετοχή αναπήρων και ατόμων που ανήκουν σε άλλες ευάλωτες ομάδες (π.χ. άστεγοι), όπως και η συμμετοχή τους στο δεύτερο πυλώνα του προγράμματος (ένταξη σε άλλα προγράμματα κοινωνικής στήριξης). Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην απασχόληση μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας εντάχθηκαν συνολικά μόλις 30 άτομα, καταδεικνύοντας την πλήρη αδυναμία εφαρμογής των προβλεπόμενων δράσεων, πέρα από αυτή της εισοδηματικής ενίσχυσης.
Και ο κ. Δημουλάς επισημαίνει, με βάση όλα αυτά, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Τα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την αξιολόγηση της πιλοτικής εφαρμογής του Εγγυημένου Κοινωνικού Εισοδήματος το 2015 ανέδειξαν την ανάγκη τροποποίησης των όρων του προγράμματος κατά τη γενίκευσή του σε όλη την επικράτεια. Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση της Παγκόσμιας Τράπεζας επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση της απάτης από μέρους των δικαιούχων, το βαθμό κάλυψης των ευάλωτων ομάδων από το πρόγραμμα και την εύρεση των πόρων χρηματοδότησής του.”
Απογοητευτική η αποτελεσματικότητα των επιδομάτων!
Αλλά, το μείζον πρόβλημα με τα κοινωνικά προγράμματα είναι και η απογοητευτική αναποτελεσματικότητά τους στη μείωση της φτώχειας, δηλαδή η διάθεση τεράστιων ποσών από τα φορολογικά έσοδα χωρίς να πιάνουν τόπο, αφού, όπως πιστεύει το 78% των Ελλήνων, κατευθύνονται σε άτομα που δεν τα δικαιούνται. Εκτιμάται ότι οι συναφείς πόροι θα είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρισμα και αναπτυξιακό αποτέλεσμα εάν κατευθύνονταν προς τη συστηματική κάλυψη των κενών προστασίας, όπως την ευρύτερη κάλυψη των ανέργων, την ενίσχυση της απασχόλησης και των κοινωνικών επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και της υγείας.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις για την αναποτελεσματικότητα των κοινω νικών παροχών στη χώρα μας γίνονται απογοητευτικότερες καθώς την ίδια στιγμή την ανάγκη στήριξης των πολύ χαµηλών εισοδηµάτων, ακόµη και των µισθωτών, επιβεβαιώνει συνοπτική µελέτη του ΟΟΣΑ, σύµφωνα µε την οποία οι αµειβόµενοι µε τις κατώτατες αποδοχές στην Ελλάδα θα έπρεπε, βάσει των δεδοµένων του 2013, να εργάζονται σχεδόν 60 ώρες την εβδοµάδα (µονογονεϊκές οικογένειες µε παιδιά) ή 70 ώρες (4µελείς οικογένειες µε έναν εργαζόµενο και 2 παιδιά) προκειµένου να υπερβούν µια σχετική γραµµή φτώχειας (το 50% της διαµέσου του καθαρού οικογενειακού εισοδήµατος). ∆εδοµένου ότι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό, η µελέτη συνιστά στήριξη του εισοδήµατος ή εύρεση απασχόλησης µε υψηλότερες αποδοχές προκειµένου να καταστεί δυνατή η έξοδος από την κατάσταση φτώχειας.
Απογοητευτικές είναι οι διαπιστώσεις και της Έκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2020 για την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι “συνολικά, ως προς τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, η περαιτέρω εξέταση των στοιχείων της EU-SILC 2019 αναδεικνύει την ανάγκη για αποτελεσματικότερο και πιο στοχευμένο σχεδιασμό των κοινωνικών μεταβιβάσεων”. Επίσης, η συμβολή των κοινωνικών μεταβιβάσεων συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη διαφορά με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα ακόλουθα:
“Αφενός υπάρχουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας: οι άνεργοι (44,9%), οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (25,2%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (21%) ―ιδιαίτερα τα μονογονεϊκά (36,9%)― και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (21,1%). Αφετέρου, και όχι τυχαία, η κύρια συμβολή της κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (25,2 ποσ. μον. έναντι 18,1 ποσ. μον. στην ΕΕ-28), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 5,3 ποσ. μον. (έναντι 8,3 ποσ. μον. στην ΕΕ-28)».